Εικαστικα

Ο Σταύρος Θεοδωράκης αποχαιρετά τον Δημήτρη Διαμαντόπουλο

Αποχαιρετισμός στον Δημήτρη, Λυκαβηττού και Σκουφά γωνία

Σταύρος Θεοδωράκης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Σταύρος Θεοδωράκης αποχαιρετά τον Δημήτρη Διαμαντόπουλο

Αποχαιρετισμός στον Δημήτρη

Λυκαβηττού και Σκουφά γωνία

Μυρίζω ακόμη τα βότανα στο τσάι που μου πρόσφερε.

Είχα πάει στο σπίτι του, κοντά στην Ακρόπολη, για να κάνω μια συνέντευξη με την γυναίκα του την Νταϊάνα Χάας, για τον Καβάφη.

«Θέλετε κάτι από εμένα;» ρώτησε ο Δημήτρης.

Έφερε το τσάι, κουλουράκια χειροποίητα και αποσύρθηκε… Να σμιλεύσει πιθανόν κανένα μέταλλο.

Στην έξοδο υποσχεθήκαμε ο ένας στον άλλο ότι θα τα πούμε μετά το Πάσχα.

Να κοιτάξουμε κομπολόγια - το συνηθίζαμε – να πούμε τα της Αθήνας και της πολιτικής, να μιλήσουμε για φίλους που έφυγαν.

Το τηλεφώνημα όμως από το σπίτι του, αμέσως μετά το Πάσχα, έφερε άλλα μαντάτα.

«Ο Δημήτρης πέθανε ανήμερα του Πάσχα».

Η γυναίκα του, ο Νικόλας και η Άρτεμης - τα παιδιά του - τον τρέξανε στον Ευαγγελισμό αλλά η ανακοπή δεν απετράπη.

Να σας πω όμως για ποιον Δημήτρη σας μιλάω.

Οι εικαστικοί τον γνώριζαν με το επώνυμο του. Διαμαντόπουλος.

Ο μεγάλος Γ.Π.Σαββίδης τον είχε υμνήσει για τα ζωγραφικά του έργα.

«Ξαναείδα, τις προάλλες, εκείνους τους πίνακές του (…) εικόνιζαν τοπία της Κορινθίας, της Αχαΐας, όπως δεν θυμόμουν να τα έχει δει κανένας άλλος από τους τόσους φημισμένους ζωγράφους μας».

«Γέννημα και θρέμμα εκείνης της ευλογημένης, παραθαλάσσιας λουρίδας του Μοριά», ο Διαμαντόπουλος απεικόνιζε τοπία που συναντούσες «μονάχα σε μερικές από τις πιο ευτυχισμένες ποιητικές συνθέσεις του Σικελιανού, όπως το "Θαλερό"» - θα σημειώσει ο Σαββίδης.

«Πρώτα αγάπησα την ζωγραφική του και κατόπι τον ίδιο», θα γράψει ο μέγας μελετητής της νεοελληνικής λογοτεχνίας.

Με εμένα συνέβη το αντίστροφο.

Τον γνώρισα στο στέκι του, στο «Δαίδαλμα», στην Σκουφά και Λυκαβηττού γωνία.

Ανάμεσα σε δακτυλίδια, περιδέραια, βραχιόλια, μανικετόκουμπα, κομπολόγια.

Όλα από τα χέρια του.

Στο μέσα δωματιάκι, ένας μεγάλος ξύλινος πάγκος με γλυκά βαθουλώματα, από τον χρόνο και τα χτυπήματα. Εργαλεία για τον μπρούτζο, τον χαλκό, τον αλπακά αλλά και μεταξωτά κορδόνια για το γιούσουρι και τα κεχριμπάρια.

Και κρεμασμένα στις γωνίες έργα από φυσητό γυαλί. Τέχνη που τελειοποίησε τα 6 χρόνια που έζησε, με την Χάας, στην Νέα Υόρκη.

Α! και μια προθήκη με πίπες καπνού. Τα τελευταία χρόνια του άρεσε να σκαλίζει ξύλινες ρίζες και να φτιάχνει πίπες. Περισσότερο τις χάριζε σε φίλους διαλεκτούς, παρά τις πουλούσε.

Έχω και εγώ μια από τα χέρια του, αν και ποτέ δεν κάπνισα έτσι τον καπνό. 

Και όταν κουραζόντουσαν τα μάτια του από την λεπτοδουλειά, το απομεσήμερο, στις καρέκλες του Φίλιον συναντούσε τους φίλους του. Τον Δίτσα, τον Ανδριώτη, τον Κουμανταρόπουλο, τον Κουτσουκέλη, τον Παπαγγελόπουλο, την Έλλη Λεπτουργού.

Χωρατά με τον Τζούμα, τον Κοτανίδη, τον Παπαστάθη από τα διπλανά τραπέζια – όλοι απόντες πια.

Και κάθε Ιούλιο, τα τελευταία χρόνια, το ραντεβού μας ήταν στο γλέντι του Καζαμιάκη στην Ανάβυσσο. Ο Δημήτρης πήγαινε νωρίτερα να βοηθήσει στο μαγείρεμα και μετά, στην αυλή, και πριν αρχίσουν τα τραγούδια, τον πειράζαμε με τον Γραμματικάκη και τον Δεληβοριά, για όλα αυτά τα «άνοστα» που μας έφερνε να δοκιμάσουμε.

Τώρα τέλος τα πειράγματα, τέλος και τα καλλιτεχνήματα «του Μαγαζιού».

«Τα ντύλιξε προσεκτικά, με τάξι

σε πράσινο πολύτιμο μετάξι.

Από ρουμπίνια ρόδα, από μαργαριτάρια κρίνοι,

από αμεθύστους μενεξέδες. Ως αυτός τα κρίνει (…)» - γράφει ο Κ.Καβάφης.

Λες και το «αόρατο μάτι» του ποιητή είχε εισχωρήσει στο ταπεινό ημιυπόγειο της Λυκαβηττού. Στην γωνιά του Δημήτρη. Που θα την παρακάμπτουν πια οι φίλοι του για να μην την δουν, πως ερημώνει.