Εικαστικα

Σαν σήμερα 30 Μαρτίου η γέννηση του Βίνσεντ βαν Γκογκ

Ο βίος του Ολλανδού ζωγράφου που άσκησε καταλυτική επιρροή στην τέχνη

A.V. Team
36’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Σαν σήμερα 30 Μαρτίου 1853: Η γέννηση του Βίνσεντ βαν Γκογκ - Η μυθιστορηματική ζωή και το έργο του μείζονα Ολλανδού ζωγράφου.

Παραδεκτά ο σπουδαιότερος Ολλανδός ζωγράφος μετά τον Ρέμπραντ και κορυφαίος εκπρόσωπος του καλλιτεχνικού ρεύματος του μετα-ιμπρεσιονισμού, ο Βίνσεντ βαν Γκογκ γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 30 Μαρτίου του 1853.

Έναστρη Νύχτα,1889, Νέα Υόρκη, Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης © Public Domain

Τα έντονα χρώματα, οι εμφατικές πινελιές και οι δραματικές φόρμες του επηρέασαν καταλυτικά τη δυτική τέχνη και συνέβαλαν στην άνοδο του εξπρεσιονισμού. Το έργο του περιλαμβάνει τοπία, νεκρές φύσεις, πορτρέτα και αυτοπροσωπογραφίες, ενώ παρότι δημιούργησε περίπου 2100 πίνακες και σχέδια, συμπεριλαμβανομένων περίπου 860 ελαιογραφιών, η τέχνη του Βαν Γκογκ δεν έμελλε να γίνει δημοφιλής παρά μονάχα μετά τον πρώιμο θάνατό του το 1890, σε ηλικία 37 ετών.

Οι Πατατοφάγοι, 1885, Άμστερνταμ, Μουσείο Βαν Γκογκ © Public Domain

Από τα τέλη του εικοστού αιώνα και έκτοτε, η τιμή πώλησης των έργων του έφτασε να καταρρίπτει διαδοχικά ρεκόρ σε δημοπρασίες και η δουλειά του συνεχίζει να παρουσιάζεται σε περιοδεύουσες εκθέσεις σε όλο τον κόσμο, που προσλαμβάνουν διαστάσεις εικαστικών blockbuster.

Ταυτόχρονα και σε σημαντικό βαθμό λόγω των εκτεταμένων δημοσιευμένων επιστολών του, ο Βαν Γκογκ έχει επίσης μυθοποιηθεί στη λαϊκή φαντασία ως το κατεξοχήν πρότυπο του βασανισμένου καλλιτέχνη.

Αυτοπροσωπογραφία με γκρι τσόχινο καπέλο, 1886-87, Άμστερνταμ, Ρέικσμουζεουμ © Public Domain

Βίνσεντ βαν Γκογκ: Τα πρώιμα χρόνια

Το μεγαλύτερο από τα έξι παιδιά ενός προτεστάντη πάστορα, ο Βαν Γκογκ γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα μικρό χωριό στην περιοχή Μπραμπάντ της νότιας Ολλανδίας. Ήταν ένας ήσυχος, ανεξάρτητος νέος, που περνούσε τον ελεύθερο χρόνο του περιπλανώμενος στην εξοχή για να παρατηρήσει τη φύση. Στα 16 του μαθήτευσε στο παράρτημα της Χάγης των εμπόρων τέχνης Γκουπίλ και Σία, των οποίων ο θείος του ήταν συνεργάτης.

Εργάστηκε στο Λονδίνο από το 1873 έως τον Μάιο του 1875 και στη συνέχεια στο Παρίσι, όπου παρέμεινε μέχρι τον Απρίλιο του 1876. Η καθημερινή τριβή με τα εικαστικά διέγειρε το καλλιτεχνικό του αισθητήριο και σύντομα καλλιέργησε στενή σχέση με το έργο του Ρέμπραντ, του Φρανς Χαλς και άλλων Ολλανδών αριστοτεχνών, αν και έκλινε περισσότερο σε δύο συγχρόνους του Γάλλους ζωγράφους, τον Ζαν Φρανσουά Μιγέ και τον Καμίλ Κορό, η επιρροή των οποίων έμελλε να διαρκέσει σε όλη του τη ζωή.

Υπνοδωμάτιο στην Αρλ, 1888, Άμστερνταμ, Μουσείο Βαν Γκογκ © Public Domain

Ο Βαν Γκογκ αντιπαθούσε τον κόσμο του εμπορίου τέχνη. Επιπλέον, η προδιάθεσή του απέναντι στη ζωή σκιάστηκε όταν ο έρωτάς του για ένα κορίτσι από το Λονδίνο απορρίφθηκε το 1874. Η διακαής επιθυμία του για στοργή ματαιώθηκε, ενώ γινόταν όλο και πιο μοναχικός. Εργάστηκε ως καθηγητής γλώσσας και ιεροκήρυκας στην Αγγλία και το 1877 εργάστηκε σε βιβλιοπωλείο στο Ντόρντρεχτ της Ολλανδίας.

Νυχτερινό Καφέ, 1888, Κονέκτικατ, Yale University Art Gallery © Public Domain

Παρακινούμενος από τη λαχτάρα να υπηρετήσει την ανθρωπότητα, σκέφτηκε να ασχοληθεί με τη θεολογία. Το 1878 του ανατέθηκε θέση ιεροκήρυκα στο Μπορινάζ, μια περιοχή εξόρυξης άνθρακα στο Βέλγιο. Εκεί, τον χειμώνα του 1879-80, βίωσε την πρώτη μεγάλη πνευματική κρίση της ζωής του. Ζώντας ανάμεσα στους φτωχούς, έδωσε όλα τα εγκόσμια αγαθά του σε μια παθιασμένη στιγμή. Στη συνέχεια απολύθηκε από τις εκκλησιαστικές αρχές, με την αιτιολογία της υπερβολικά κυριολεκτικής από μέρους του ερμηνείας της χριστιανικής διδασκαλίας.

Σταροχώραφο με κυπαρίσσια, 1889, Λονδίνο, Εθνική Πινακοθήκη © Public Domain

Αδέκαρος και νιώθοντας ότι η πίστη του καταστράφηκε, ο Βαν Γκογκ βυθίστηκε στην απόγνωση και αποτραβήχτηκε από όλους. «Νομίζουν ότι είμαι τρελός», είπε σε έναν γνωστό του, «επειδή ήθελα να γίνω αληθινός χριστιανός. Με έδιωξαν σαν σκύλο, λέγοντας ότι προκαλούσα σκάνδαλο». Τότε ήταν που ο Βαν Γκογκ άρχισε να σχεδιάζει σοβαρά, ανακαλύπτοντας τον αληθινό του προορισμό ως καλλιτέχνη. Ήταν τότε που αποφάσισε ότι η αποστολή του εφεξής θα ήταν να προσφέρει παρηγοριά στην ανθρωπότητα μέσω της τέχνης. Αυτή η συνειδητοποίηση των δημιουργικών του δυνατοτήτων αποκατέστησε την αυτοπεποίθησή του.

Η παραγωγική δεκαετία του Βίνσεντ βαν Γκογκ

Η καλλιτεχνική πορεία του βαν Γκογκ ήταν εξαιρετικά σύντομη, καθώς διήρκεσε μόνο δέκα χρόνια, από το 1880 έως το 1890. Κατά τα πρώτα τέσσερα χρόνια αυτής της περιόδου, ενώ απέκτησε τεχνική επάρκεια, περιορίστηκε σχεδόν αποκλειστικά σε σχέδια και ακουαρέλες. Αρχικά πήγε να σπουδάσει σχέδιο στην Ακαδημία των Βρυξελλών. Το 1881 μετακόμισε στο πατρικό του πατέρα του στην Ολλανδία και άρχισε να εργάζεται κοντά στη φύση. Σύντομα αντιλήφθηκε τη δυσκολία της αυτοεκπαίδευσης και την ανάγκη να αναζητήσει την καθοδήγηση πιο έμπειρων καλλιτεχνών. Στα τέλη του 1881 εγκαταστάθηκε στη Χάγη για να δουλέψει με τον τοπιογράφο Αντόν Μοβ.

Εξώστης καφενείου τη νύχτα, 1888, Οτέρλο, Kröller-Müller Museum © Public Domain

Επισκέφτηκε μουσεία, γνωρίστηκε με άλλους ζωγράφους, επέκτεινε τις τεχνικές του γνώσεις και πειραματίστηκε με λαδομπογιές το καλοκαίρι του 1882. Το 1883, η επιθυμία να μείνει «μόνος με τη φύση» και με τους αγρότες τον οδήγησε σε ένα απομονωμένο σημείο της βόρειας Ολλανδίας, όπου σύχναζαν ο Μοβ και άλλοι Ολλανδοί καλλιτέχνες, όπου πέρασε τρεις μήνες πριν επιστρέψει στην πατρίδα, που ήταν τότε στο Νόινεν, ένα άλλο χωριό της επαρχίας Μπραμπάντ.  

Παρέμεινε στο Νόινεν το μεγαλύτερο μέρος του 1884 και του 1885, και κατά τη διάρκεια αυτών των ετών η τέχνη του έγινε πιο τολμηρή και σίγουρη. Ζωγράφισε τρία είδη θεμάτων: Νεκρές φύσεις, τοπία και ανθρώπινες φιγούρες, όλα τους αλληλένδετα μέσα από τις αναφορές στην καθημερινή ζωή των αγροτών, στις κακουχίες που υπέμεναν και στην ύπαιθρο που καλλιεργούσαν. Το «Ζερμινάλ» του Εμίλ Ζολά, ένα μυθιστόρημα με αντικείμενο την περιοχή εξόρυξης άνθρακα της Γαλλίας, εντυπωσίασε πολύ τον Βαν Γκογκ και η κοινωνική κριτική είναι έκδηλη σε πολλές από τις δουλειές του κατά την περίοδο εκείνη, όπως οι «Πατατοφάγοι» και οι ποικιλόμορφοι υφαντές του.

Βάζο με τρία ηλιοτρόπια, 1888, ιδιωτική συλλογή © Public Domain

Η κατανόησή του για τις δυνατότητες της ζωγραφικής εξελισσόταν γρήγορα. Από τη μελέτη του Χαλς έμαθε να απεικονίζει τη φρεσκάδα μιας οπτικής εντύπωσης, ενώ τα έργα του Πάολο Βαρονέζε και του Ντελακρουά του δίδαξαν ότι το χρώμα μπορεί να εκφράσει κάτι από μόνο του. Αυτό οδήγησε στον ενθουσιασμό του για τον Ρούμπενς και ενέπνευσε την ξαφνική αναχώρησή του για την Αμβέρσα, όπου μπορούσε να δει κανείς τον μεγαλύτερο αριθμό έργων του Φλαμανδού ζωγράφου.

Η γνωριμία με τους ιμπρεσιονιστές

Ταυτόχρονα, ο Βαν Γκογκ ανακάλυψε τις ιαπωνικές εκτυπώσεις και την ιμπρεσιονιστική ζωγραφική. Όλες αυτές οι πηγές τον επηρέασαν περισσότερο από τις ακαδημαϊκές αρχές που διδάσκονταν στην Ακαδημία της Αμβέρσας, όπου γράφτηκε. Η άρνησή του να ακολουθήσει τις επιταγές της ακαδημίας οδήγησε σε διαφωνίες και το 1886 έφυγε για το Παρίσι, προκειμένου να επανενωθεί με τον αδελφό του, Τεό.

Έναστρη Νύχτα πάνω από τον Ροδανό,1888,δάνειο στο Μουσείο Ορσέ) © Public Domain

Όντας εκεί γνώρισε τον Τουλούζ Λοτρέκ και τον Πολ Γκογκέν, δημιουργούς οι οποίοι του άνοιξαν τα μάτια στις τελευταίες εξελίξεις στη γαλλική ζωγραφική. Ταυτόχρονα, ο Τεό τον σύστησε στον Καμίλ Πισαρό, τον Ζορζ Σερά και άλλους εισηγητές του ιμπρεσιονιστικού κινήματος.

Η στιγμή ήταν κατάλληλη, και οι αλλαγές που υπέστη η ζωγραφική του Βαν Γκογκ στο Παρίσι μεταξύ της άνοιξης του 1886 και του Φεβρουαρίου του 1888 οδήγησαν στη δημιουργία του προσωπικού του ύφους. Η παλέτα του έγινε ζωηρόχρωμη, το στιλ του λιγότερο παραδοσιακό και οι αποχρώσεις του πιο ανοιχτές, όπως φαίνεται στους πρώτους πίνακές του στη Μονμάρτρη. Στις αρχές του 1888, το μετα-ιμπρεσιονιστικό στυλ του Βαν Γκογκ είχε αποκρυσταλλωθεί, με αποτέλεσμα αριστουργήματα όπως το «Πορτρέτο του Μπάρμπα Τανγκί» και το «Αυτοπροσωπογραφία μπροστά από ένα καβαλέτο», καθώς και τοπία των παρισινών προαστίων.

Μετά από δύο χρόνια ο Βαν Γκογκ ήταν κουρασμένος από τη ζωή της πόλης, σωματικά εξαντλημένος και λαχταρούσε «να κοιτάξει τη φύση κάτω από έναν φωτεινότερο ουρανό». Έφυγε από το Παρίσι τον Φεβρουάριο του 1888 για την Αρλ, στη νοτιοανατολική Γαλλία.

Οι εικόνες που δημιούργησε τους επόμενους δώδεκα μήνες, που απεικονίζουν ανθισμένα οπωροφόρα δέντρα, θέα στην πόλη και τα περίχωρα, αυτοπροσωπογραφίες, πορτρέτα φίλων, εσωτερικούς και εξωτερικούς οικιακούς χώρους, ηλιοτρόπια και τοπία, σημάδεψαν την πρώτη του μεγάλη περίοδο.

Το στιλ του Βαν Γκογκ ήταν αυθόρμητο και ενστικτώδες, γιατί δούλευε με μεγάλη ταχύτητα και ένταση, αποφασισμένος να αιχμαλωτίσει ένα εφέ ή μια διάθεση ενώ τον διακατέχει. «Όταν κάποιος λέει ότι το τάδε ή το δείνα έργο έγινε πολύ γρήγορα», ανέφερε στον αδελφό του, «μπορείς να απαντήσεις ότι το κοίταξαν πολύ γρήγορα».

Βαν Γκογκ, Γκογκέν και το σκάνδαλο του ακρωτηριασμένου αυτιού

Ο Βαν Γκογκ ήξερε ότι η προσέγγισή του στη ζωγραφική ήταν ατομικιστική, αλλά ήξερε επίσης ότι ορισμένα εγχειρήματα είναι πέρα από τη δύναμη μεμονωμένων προσώπων. Στο Παρίσι ήλπιζε να σχηματίσει μια ξεχωριστή ιμπρεσιονιστική ομάδα με τον Γκoγκέν, τον Τουλούζ-Λοτρέκ και άλλους που πίστευε ότι είχαν παρόμοιους στόχους. Νοίκιασε και διακόσμησε ένα σπίτι στην Αρλ με σκοπό να τους πείσει να ενωθούν μαζί του και ίδρυσε μια εργατική κοινότητα που ονομάστηκε «Το στούντιο του Νότου». Ο Γκογκέν έφτασε τον Οκτώβριο του 1888 και για δύο μήνες δούλεψαν μαζί, αλλά ενώ ο καθένας επηρέαζε τον άλλο σε κάποιο βαθμό, οι σχέσεις τους επιδεινώθηκαν γρήγορα επειδή είχαν αντίθετες ιδέες και ήταν ιδιοσυγκρασιακά ασύμβατοι.

Η καταστροφή επήλθε την παραμονή των Χριστουγέννων του 1888. Σωματικά και συναισθηματικά εξαντλημένος, ο Βαν Γκογκ κατέρρευσε από την πίεση. Μάλωσε με τον Γκογκέν και, σύμφωνα με πληροφορίες, τον κυνήγησε με ξυράφι και έκοψε το κάτω μισό του αριστερού αυτιού του.

Η ειδησεογραφία της εποχής ανέφερε ότι ένας διαταραγμένος Βαν Γκογκ επισκέφτηκε έναν οίκο ανοχής κοντά στο σπίτι του και παρέδωσε το ακρωτηριασμένο μέρος του σώματος σε μια γυναίκα που ονομαζόταν Ρέιτσελ, λέγοντάς της: «Φύλαξε αυτό το αντικείμενο προσεκτικά».

Μεταγενέστεροι ιστορικοί τέχνης ωστόσο, εξέτασαν τα αστυνομικά αρχεία και την αλληλογραφία των καλλιτεχνών και κατέληξαν ότι στην πραγματικότητα ήταν ο Γκογκέν εκείνος που ακρωτηρίασε το αυτί του Βαν Γκογκ και ότι το έκανε με σπαθί. Ό,τι κι αν συνέβη, ο Βαν Γκογκ ανέλαβε την ευθύνη και νοσηλεύτηκε. Ο Γκογκέν έφυγε για το Παρίσι.

Η νοσηλεία του Βαν Γκογκ και η κατάρρευση της υγεία του

Ο Βαν Γκογκ επέστρεψε στο σπίτι έπειτα από ένα δεκαπενθήμερο και συνέχισε να ζωγραφίζει. Αρκετές εβδομάδες αργότερα, εμφάνισε και πάλι συμπτώματα ψυχικής διαταραχής, αρκετά σοβαρά ώστε να τον επαναφέρουν στο νοσοκομείο. Στα τέλη Απριλίου του 1889, φοβούμενος μήπως χάσει την ανανεωμένη του ικανότητα για εργασία, την οποία θεωρούσε ως εγγύηση της λογικής του, ζήτησε να κλειστεί προσωρινά σε άσυλο, ώστε να τεθεί υπό ιατρική εποπτεία.

Ο Βαν Γκογκ έμεινε εκεί για δώδεκα μήνες, κατατρυχόμενος από επαναλαμβανόμενες κρίσεις και ψυχολογικές εναλλαγές μεταξύ ηρεμίας και απελπισίας, ενώ εργαζόταν κατά διαστήματα: «Η Έναστρη Νύχτα», ο «Κήπος του Ασύλου», τα «Κυπαρίσσια», και άλλα διάσημα έργα του χρονολογούνται από εκείνη την περίοδο, κεντρικός άξονας της οποίας ήταν ο φόβος της απώλειας της επαφής με την πραγματικότητα, καθώς και η θλίψη του καλλιτέχνη.

Κλεισμένος για μεγάλα χρονικά διαστήματα στο κελί του ή στον κήπο του ασύλου, χωρίς επιλογή θεμάτων, και συνειδητοποιώντας ότι η έμπνευσή του εξαρτιόταν από την άμεση παρατήρηση, ο Βαν Γκογκ πάλεψε ενάντια στο να χρειάζεται να δουλεύει από μνήμης. Στο Σεν Ρεμί αποκήρυξε τα ζωηρά, ηλιόλουστα χρώματα του προηγούμενου καλοκαιριού και προσπάθησε να κάνει τη ζωγραφική του πιο ήπια.

Σύντομα έθεσε τέλος και σε αυτή τη φάση. Στοιχειωμένος από τη νοσταλγία για την Ολλανδία και τη μοναξιά, λαχταρώντας να δει ξανά τον βορρά και τον αδελφό του Τεό, έφτασε στο Παρίσι τον Μάιο του 1890. Τέσσερις ημέρες αργότερα, πήγε να μείνει στην ύπαιθρο, φιλοξενούμενος του ομοιοπαθητικού γιατρού και καλλιτέχνη, Πολ Γκασέ. Η επιστροφή στη μικρή κοινότητα ανανέωσε παροδικά τη δημιουργική ορμή του, το πινέλο του έγινε ευρύτερο και πιο εκφραστικό και το όραμά του για τη φύση πιο λυρικό. Αυτή η φάση ήταν σύντομη ωστόσο και κατέληξε σε καυγάδες με τον Γκασέ και αισθήματα ενοχής για την οικονομική του εξάρτηση από τον Τεό και την αδυναμία του να καταξιωθεί εμπορικά.

Κυριευμένος από απόγνωση και πιστεύοντας ότι δε θα μπορέσει ποτέ να ξεπεράσει τη μοναξιά του ή να θεραπευτεί, ο Βαν Γκογκ αυτοπυροβολήθηκε. Δεν πέθανε αμέσως. Όταν βρέθηκε πληγωμένος στο κρεβάτι του, φέρεται να είπε: «Πυροβόλησα τον εαυτό μου… Ελπίζω μόνο να μην τα κατάφερα». Εκείνο το βράδυ, όταν ανακρίθηκε από την αστυνομία, αρνήθηκε να απαντήσει σε ερωτήσεις, λέγοντας: «Αυτό που έκανα δεν είναι δουλειά κανενός άλλου. Είμαι ελεύθερος να κάνω ό,τι μου αρέσει με το σώμα μου». Πέθανε δύο ημέρες αργότερα.

Υποφέροντας και ο ίδιος από την υγεία του, ο αδελφός του άφησε την τελευταία του πνοή έπειτα από έξι μήνες. Το 1914 τα λείψανα του Τεό μεταφέρθηκαν στον τόπο ταφής του αδελφού του Βίνσεντ, σε ένα μικρό κοιμητήριο στην Οβέρ, όπου σήμερα τα δύο αδέρφια βρίσκονται πλάι πλάι, με πανομοιότυπες επιτύμβιες στήλες.

Η κληρονομιά του Βίνσεντ Βαν Γκογκ

Παρότι θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους Ολλανδούς ζωγράφους όλων των εποχών, ο Βαν Γκογκ πούλησε μόνο ένα έργο στη διάρκεια της ζωής του. Πάντα απελπισμένα φτωχός, τον συντηρούσε η πίστη του στην ανάγκη να εκφραστεί και η γενναιοδωρία του Τεό, που τον στήριζε σθεναρά. Οι επιστολές που έγραψε από το 1872 και έπειτα, δίνουν μια τόσο γλαφυρή περιγραφή των στόχων και των πεποιθήσεών του, των ελπίδων και των απογοητεύσεών του και της κυμαινόμενης σωματικής και ψυχικής του κατάστασης, που σχηματίζουν ένα μοναδικό και συγκινητικό βιογραφικό αρχείο, καθώς επίσης και ένα σπουδαίο ανθρώπινο ντοκουμέντο.

Το όνομα του Βαν Γκογκ ήταν ουσιαστικά άγνωστο όταν αυτοκτόνησε: Μόνο ένα άρθρο για αυτόν είχε εμφανιστεί κατά τη διάρκεια της ζωής του. Είχε εκθέσει μερικούς καμβάδες στο Παρίσι μεταξύ 1888 και 1890 και στις Βρυξέλλες το 1890. Ατομικές εκθέσεις του έργου του δεν οργανώθηκαν παρά μόνο το 1892.

Η φήμη του Βαν Γκογκ χρονολογείται από τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα και από τότε δεν έπαψε να αυξάνεται. Μεγάλο μέρος αυτής της διασημότητας βασίζεται στην εικόνα του ως μαρτυρικής ιδιοφυΐα, που εργάζεται χωρίς εκτίμηση στην απομόνωση. Τα δραματικά στοιχεία της ζωής του, η φτώχεια, ο αυτοακρωτηριασμός, η ψυχική κατάρρευση και η αυτοκτονία. τροφοδοτούν το δράμα αυτής της μυθολογίας.

Η αντίληψη ότι το ανορθόδοξο ταλέντο του παραγνωρίστηκε και απορρίφθηκε από την κοινωνία ενισχύει τον θρύλο του Βαν Γκογκ, σε σημείο να έχει γίνει σχεδόν αχώριστος από την τέχνη του, εμπνέοντας ποιήματα, μυθιστορήματα, ταινίες, όπερες, ορχηστρικές συνθέσεις και ποπ μουσική.

Το κοινό συνεχίζει να τιμά την τέχνη του και τα ρεκόρ επισκεψιμότητας στις εκθέσεις έργων του, καθώς και η δημοτικότητα των εμπορικών αντικειμένων αναπαραγωγές της δουλειάς του πιστοποιούν ότι ο Βαν Γκογκ έχει γίνει ο ίσως πιο αναγνωρισμένος ζωγράφος όλων των εποχών. Οι αστρονομικές τιμές των δημοπρασιών και η ειδησεογραφική προβολή που δίνεται στα σκάνδαλα πλαστογραφίας αυξάνουν το διαμέτρημά του στη συλλογική φαντασία. Περισσότερο από έναν αιώνα μετά τον θάνατό του, η απήχηση του Βαν Γκογκ συνεχίζει να μεγεθύνεται.

(Με πληροφορίες της Brittanica)