Εικαστικα

Ο Νίκος Αλεξίου μέσα από τη συλλογή του

Είδαμε την έκθεση και μιλήσαμε με τους Κωστή Βελώνη, Βάσω Γκαβαϊσέ, Μανώλη Ζαχαριουδάκη και Γεωργία Σαγρή για τον Νίκο Αλεξίου και τα έργα τους
Ιωάννα Γκομούζα
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Νίκος Αλεξίου. Η Συλλογή»: στο Μουσείο Μπενάκη Πειραιώς 138 έργα 87 δημιουργών που απέκτησε ο καλλιτέχνης

Αν οι πράξεις μας μιλούν πιο δυνατά από τις λέξεις, κατά το αγγλοσαξωνικό ρητό, για τι μας προϊδεάζει η αφοσιωμένη συλλεκτική πρακτική ενός καλλιτέχνη; Μπορούμε σ’ αυτή, με δεδομένο το βλέμμα που κάνει την επιλογή, να διαβάσουμε αναζητήσεις, διαλόγους, ίσως και συνάφειες;

Ο Νίκος Αλεξίου έφυγε πρόωρα από τη ζωή το 2011, μόλις στα 51 χρόνια του. Εντωμεταξύ είχε εκπροσωπήσει την Ελλάδα στην 23η Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας (2005), καθώς και στην 52η Μπιενάλε της Βενετίας (2007), με το πολυσυζητημένο «The End», μια μεγάλη εγκατάσταση εμπνευσμένη από τo ψηφιδωτό δάπεδο του Καθολικού της Μονής Ιβήρων· είχε δημιουργήσει ένα διακριτό εικαστικό λεξιλόγιο χτίζοντας ρευστούς, ποιητικούς χώρους με τις δαντελωτές κατασκευές του από καλάμι ή χαρτί· είχε ακόμα σκηνογραφήσει θεατρικές παραστάσεις (μεταξύ άλλων για τη χοροθεατρική Ομάδα Εδάφους του Δημήτρη Παπαϊωάννου).

Κληροδοτώντας στο Μουσείο Μπενάκη τα έργα τέχνης που απέκτησε –236 δημιουργίες 87 Ελλήνων και ξένων δημιουργών, ως επί το πλείστον από τις δεκαετίες του 1990 και του 2000–, άφησε πίσω του ένα ακόμα έργο, το οποίο αναδιέτασσε συνεχώς στους τόπους κατοικίας του πολλαπλασιάζοντας τις συνάψεις και τις αφηγήσεις. «Είναι σαν να χρησιμοποιώ στον ιδιωτικό μου χώρο τα έργα της συλλογής ως πρωτογενές υλικό, για να δημιουργήσω ένα δικό μου έργο» ομολογούσε ο ίδιος.

Έβλεπε αυτό το απάνθισμα σαν «ένα προσωπικό ημερολόγιο που καταγράφει μια πορεία, μια βόλτα σε μια πόλη. Τα έργα, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, δείχτηκαν στην Αθήνα. Και δεν φέρνουν στο μυαλό μόνο τους καλλιτέχνες, αλλά και τους γκαλερίστες, τους επιμελητές, μια κοινωνία ολόκληρη. Που είναι η ζωή μας, οι φίλοι μας, ο κόσμος που συναναστρεφόμαστε. Τα αρπάζω αυτά τα έργα τα οποία συνήθως αποτελούν τη στάμπα του καλλιτέχνη, είναι αυτά που καθορίζουν όλη τη μετέπειτα πορεία του. Μένουν σαν ύλη, σαν μνήμη», σημείωνε.

«Νίκος Αλεξίου. Η συλλογή»: η έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη Πειραιώς 138

«Γιατί καλλιέργησε αυτή τη συλλογή με μεγάλη εμμονή; Το ίδιο το έργο του έχει μια συλλεκτική δομή» αναγνωρίζει ο Γιώργος Τζιρτζιλάκης, επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και συνεπιμελητής της έκθεσης μαζί με την Πολίνα Κοσμαδάκη. «Ο Νίκος εκφράζει έτσι μια επιθυμία φιλότητας και συνεύρεσης με άλλους καλλιτέχνες. Αγόραζε αυτά τα έργα μέσα στα οποία κατοικούσε, σχεδόν σωρευτικά, σχεδόν ασφυκτικά. Λειτουργεί σαν ένας συναξαριστής, σαν ένας σιωπηλός αρχειοθέτης της νεότερης τέχνης μιας συγκεκριμένης περιόδου που μένει ακόμη να μελετηθεί. Ανασυνθέτει τα ίχνη της με το πάθος της ανακάλυψης, μέσα από εκλεκτικές συγγένειες, φιλία και μια αίσθηση ανάγκης που τον προφυλάσσουν από κάθε προκαθορισμένη αντιπροσωπευτικότητα. Ένα ακόμα στοιχείο είναι η προσήλωση που έδειχνε στο παράδοξο. Σημείο αφετηρίας της έκθεσης είναι η σημασία που έδινε στον ερωτικό ορίζοντα της τέχνης, στην πρόσληψή της ως μια ερωτική εμπειρία».

Ένα μικρό μέρος από αυτό το «σώμα» παρουσιάστηκε στο Ζάγκρεμπ το 2005 και ένα μεγαλύτερο το 2009 στον Πύργο Μπαζαίου στην Νάξο, είναι όμως η πρώτη φορά που η δωρεά συναντά το κοινό στο σύνολό της. Στο ισόγειο του Μουσείου στην Πειραιώς 138, ένα σύστημα από ντέξιον και μαύρη μοκέτα που ελίσσεται γραμμικά (αρχιτεκτονικός σχεδιασμός: AREA) δημιουργεί μια συστοιχία από ρέοντα δάπεδα και επίπεδα όπου τοποθετούνται ζωγραφικά έργα, γλυπτά, βίντεο και κατασκευές παράλληλα, κάθετα ή σε κλίση με το έδαφος. Μια αναφορά στη σειριακή δομή, τον μηχανισμό με τον οποίο ο καλλιτέχνης συγκρότησε τη συλλογή του χτίζοντας σχέσεις γύρω από τα αποκτήματα, με αφετηρία την πρώτη συνειδητή αγορά, μια δημιουργία της Mary Redmond που κέντρισε το ενδιαφέρον του σε μια έκθεση της γκαλερί της Els Hanappe το 2001.

Διατρέχοντας τις (πορώδεις) ενότητες στις οποίες οι επιμελητές τα έχουν οργανώσει (Αφαίρεση, Κοσμολογίες, Τόποι, Οίκος, Χειρονομίες, Άνιμα, Τελετουργικά, Ιστοί, Θεσμοί, Σώμα, Δομές, Οργανικό), διακρίνεις γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν αυτό το σύνολο: την προτίμηση στο έλασσον, τη χειροτεχνική λεπτότητα και τα φευγαλέα προσωπικά ίχνη, το ενδιαφέρον για τα δομικά συστήματα, τους ιστούς και τα πλέγματα, την εύθραυστη ισορροπία μεταξύ αταξίας και τάξης.

Στις υπογραφές ανακαλύπτουμε κατά βάση συνομήλικους και νεότερους του Αλεξίου ομοτέχνους του από την Ελλάδα και το εξωτερικό, χωρίς να λείπουν οι προγενέστεροι δημιουργοί αναφοράς που για τον ίδιο στάθηκαν «οδοδείκτες». Ανάμεσά τους ονόματα όπως οι Adam Chodzko, Gert & UweTobias, Jim Shaw, Αλέξης Ακριθάκης, Νάνος Βαλαωρίτης, Ντίκος Βυζάντιος, Βαγγέλης Βλάχος, Ελένη Καμμά, Ηλίας Καφούρος, Πάνος Κοκκινιάς, Ντιάνα Μαγγανιά, Βασίλης Μπαλατσός, Ντόρα Οικονόμου, Αιμιλία Παπαφιλίππου.

Οι Κωστής Βελώνης, Βάσω Γκαβαϊσέ, Μανώλης Ζαχαριουδάκης και Γεωργία Σαγρή για τον Νίκο Αλεξίου και τα έργα τους

Πώς θυμούνται, όμως, τον Νίκο Αλεξίου καλλιτέχνες που έργα τους περιλαμβάνονται στη συλλογή; Γιατί ξεχωρίζουν τη δημιουργική του κατάθεση; Τι κρατούν από τον διάλογό τους; Και τι πραγματεύονται οι δημιουργίες τους που παρουσιάζονται στην έκθεση; Ζητήσαμε τις σκέψεις των Κωστή Βελώνη, Βάσως Γκαβαϊσέ, Μανώλη Ζαχαριουδάκη και Γεωργίας Σαγρή.

Κωστής Βελώνης

Ο Νίκος Αλεξίου ήταν ένας αγαπητός άνθρωπος και η παρρησία του λόγου του, το θάρρος της γνώμης του μου επέτρεπε να τον αντιμετωπίζω ως δάσκαλο που είχε την απαραίτητη καθαρότητα να τοποθετείται στο έργο μου και να είναι ευπρόσδεκτες με χαρά οι παρατηρήσεις του.

Μέσα από τη δουλειά του απέβαλε από την χριστιανική τέχνη τον μανδύα μιας αναμενόμενης εικονογράφησης, συνδύασε το ήθος του καθημερινού και του ευτράπελου με την αποκαλυπτική εμπειρία του θαύματος. Πολλοί από τους καλλιτέχνες που συμπεριέλαβε στη συλλογή του είναι σ’ ένα βαθμό επίγονοί του, ακόμη και αν φαίνονται διαφορετικοί μεταξύ τους· ο Αλεξίου είναι ο συνδετικός κρίκος, από την Βάσω Γκαβαϊσέ στον Βαγγέλη Βλάχο, την Ελένη Καμμά, τον Δημήτρη Φουτρή ή τον Χριστόδουλο Παναγιώτου.

Ξεχωρίζω το έργο του πάντα για τη διανοητική του ταπεινότητα. Είναι ένας άνθρωπος που πρόσεχε τις σκέψεις των άλλων.

Κατανοώ τους λόγους που επέλεξε αυτά τα έργα από τον κάθε καλλιτέχνη και είναι αυτονόητο ότι μέσα από τη συλλογή του έβρισκε έναν τρόπο να ερευνήσει και να επεκτείνει τη δική του έρευνα. Στην περίπτωσή μου είναι ίσως o διάλογος με το στοιχείο της εμψύχωσης της ύλης στα χειρωνακτικά του γλυπτά, καθώς και η χρήση της γραμμής και του περιγράμματος που ορίζουν την έννοια του ορίου καθώς και την υπονόμευσή του.

Από τότε, ίσως, διέκρινε ένα αίσθημα ανάγκης για επαγρύπνηση που είχε να κάνει την κατάρρευση του περιβάλλοντος σε έργα μου των οποίων οι τίτλοι θυμίζουν το ύφος ενός Ντύλαν Τόμας, όπως το «In the still sleeping town, the force that drives the trees is the midnight noise that empty rooms may make». Ο περιορισμός του «εντός», ο οποίος εμπερικλείει εν δυνάμει και αυτό που αποκλείει, η ένταση ανάμεσα σε κλειστά συστήματα που αποζητούν την αυτάρκεια, το χαώδες και το ανόργανο στοιχείο μέσα στο οικιακό, εν ολίγοις η σύγκλιση του ονείρου, ακόμα και δυστοπικού, μέσα στην πραγματικότητα, όλα αυτά είναι κατανοητά στο βλέμμα του Νίκου. Εδώ υπάρχει ένα στοιχείο που θα του άρεσε και που άφορα μια στάση που ξεφεύγει από τις κραυγαλέες διακηρύξεις της επίσημης πολιτικής, μια υποπολιτική της καθημερινότητας.

Στο έργο του νομίζω ότι αναζητά μια απόρθητη ιδιωτικότητα, όπως θα την συναντούσαμε στα μοναστήρια και τις απομονωμένες κοινότητες. Το ερώτημα που μας θέτει είναι αν αυτή η «απόσυρση» ορίζει εκ νέου την έννοια της ελευθερίας εκτός των τειχών της πόλης. Ο Νίκος Αλεξίου ανορθώνει τοιχώματα σε περίκλειστους κήπους, χωρίς να βροντοφωνάζει σαν τον Τίμο τον Αθηναίο εναντίον της πολιτείας.

Βάσω Γκαβαϊσέ

Εμπνευσμένος καλλιτέχνης, πηγή έμπνευσης ο ίδιος, ακούραστος εργάτης. Ασκητικός, οξυδερκής. Υποστηρικτικός, πολύτιμος σύμβουλος. Αυτός είναι ο δικός μου Νίκος Αλεξίου.

Από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας μας το 2002, τον θυμάμαι να λέει «χτίσε το παραμύθι σου». Αυτό έκανε και ο ίδιος. Κομματάκι-κομματάκι συναρμολογούσε το αέρινο οικοδόμημά του, καλώντας μας σε έναν άνωθεν στροβιλισμό. Σαν αυτόν που έχει αποτυπωθεί στην τοιχογραφία «Άγγελος ο ελίσσων τον ουρανόν» στη Μονή της Χώρας. Γιατί έτσι, αναποδογυρίζοντας το σύμπαν μέσα και έξω από εμάς, αποκτά νόημα η δημιουργική κατάθεση του καθενός μας.

Είναι εμφανείς οι κοινοί μας κώδικες: Λεπτεπίλεπτο άγγιγμα, εμμονική χειρωνακτική και χρονοβόρα διαδικασία. Τάξη, σύστημα. Ενώσεις, αρθρώσεις, υφάνσεις, δομές και πλέγματα. Αναλογίες, στατικές και δυναμικές ισορροπίες. Κινήσεις, μεταβολές, νέοι σχηματισμοί, αλληλουχίες. Προσευχές. Για να σωθούν οι «αφανείς αρμονίες», για να έχει ο κόσμος συνοχή εσωτερική.

Το 2004 απέκτησε ένα από τα πρώτα cut paper έργα μου, με τίτλο «Αναπτυχή»: μια περιστρεφόμενη διάτρητη στήλη όπου το ανάπτυγμα ενός πλατωνικού στερεού ξετυλίγεται αφήνοντας το ίχνος του στο χαρτί. Και ένα δεύτερο το 2009 με τίτλο «Ελάχιστες πολύτιμες ψιχάλες σε στιγμές προνομιούχες»: ένα θραύσμα, τμήμα μιας ευρύτερης σύνθεσης, μιας συνεχούς ροής σχημάτων και φωτός. Και τα δύο μέρος της συλλογής του, που λειτουργεί ως συμπληρωματικό κομμάτι του εαυτού του. Ως ο χώρος που γεννώνται νέες σχέσεις-συνδέσεις, ένα παράθυρο για να αγκαλιάζει τον Άλλον. Οι βαθύτερες συγγένειες των ανθρώπων δεν τελειώνουν και ανθίζουν ξανά σε νέα πρόσωπα, σε άλλο χρόνο, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Άλκηστης Μαυροκεφάλου, που και το δικό της έργο αιωρείται μεταξύ γης και ουρανού.

Ως θησαυρό, μαζί με την μνήμη του, κρατώ έναν εξαίσιο κατάλογο με τα ψηφιδωτά και τις νωπογραφίες της Μονής της Χώρας που μου δώρισε στην τελευταία μας συνάντηση, πολύ λίγο πριν αναχωρήσει για το μεγάλο ταξίδι.

Μανώλης Ζαχαριουδάκης

Συναντηθήκαμε το 1987, μέσω του Μανώλη Χάρου. Και οι τρεις συμμετείχαμε στη Μπιενάλε Νέων της Βαρκελώνης που έγινε εκείνη τη χρονιά. Έκτοτε κάναμε συνεχώς παρέα και συζητήσεις για τα πάντα. Τα έργα μας ήταν διαφορετικά, καθένας είχε το δικό του όραμα και τους δικούς του στόχους, αλλά υποστήριζε ο ένας τον άλλο σε κάθε περίπτωση. Μια φορά που έτυχε να έχουμε και οι τρεις ατομικές εκθέσεις σε τρεις γκαλερί της Αθήνας την ίδια περίοδο, κρέμασε ο καθένας, εκτός από τα δικά του έργα, και ένα μικρό έργο του άλλου, κάνοντας έτσι μια «ομαδική» έκθεση.

Τον ενδιέφερε η συνέπεια στο έργο, από τη σύλληψη και τη μέθοδο ως την κατασκευή, όλη η πορεία έως το κρέμασμα στην έκθεση. Η διαδικασία και ο τρόπος πραγματοποίησης του έργου ήταν ουσιώδες συστατικό μέρος του. Θαύμαζα τον τρόπο του, μα είχα τον δικό μου, που τον θαύμασε. Αν ο Νίκος Αλεξίου ξεκινούσε από ένα ελάχιστο γεωμετρικό σχήμα ή άλλο δομικό στοιχείο, εγώ ξεκινούσα από έναν μύθο. Παρόλα αυτά «ανταλλάσαμε» ενθάρρυνση και επιβράβευση.

Τόνιζε πολύ τη σημασία της μεθόδου, του βασικού σχήματος, της επανάληψης, της στάσης, και πώς, όταν αυτά προσδιοριστούν, τότε το έργο μπορεί να γίνει από τον καθένα. Και επειδή σημασία είχε η μέθοδος, είχε αξία όχι μόνο το έργο αλλά και το άπεργο, το οποίο παρουσίαζε και αυτό ως αυτόνομο έργο.

Πριν ξεκινήσει ένα έργο, έθετε ένα βασικό πρωταρχικό ερώτημα: το γιατί, το νόημα και τον σκοπό του. Απαντώντας σε αυτό, ο δρόμος και η μέθοδος γίνονταν ξεκάθαρα και ορατά. Αναζητούσε την τέλεια απάντηση, όχι την καλύτερη. Έχω στήσει δυο εκθέσεις του αντί γι’ αυτόν, όταν ήταν άρρωστος και μετά τον θάνατό του. Η κεντρική ιδέα στο στήσιμο ήταν το γιατί θα τοποθετηθεί το έργο εδώ και όχι το πώς θα φαίνεται. Και πράγματι, έτσι παρουσιαζόταν με τον τέλειο τρόπο.

Συζητούσαμε για τις τάσεις και τα πράγματα στην τέχνη και τον τρόπο που τα διαχειρίζονταν οι γκαλερί, τα μουσεία κ.λπ. Ο Νίκος ζούσε στο κέντρο και συναντούσε πολλούς ανθρώπους, ενώ εγώ σε προάστιο και δεν είχα έντονη κοινωνική ζωή. Είχε καλύτερη εικόνα για το τι συμβαίνει σε όλους τους τομείς, στα εικαστικά αλλά και στο θέατρο. Σχολιάζαμε τα ζητήματα της τέχνης γενικά. Θεωρούσα τον εαυτό μου σύγχρονο καλλιτέχνη, αλλά εκείνος δεν ήθελε να ανήκει ή να τον εντάσσουν κάπου, μα να είναι άχρονος, μοναδικός.

Η διαμονή του στο Άγιο Όρος τον είχε επηρεάσει έντονα, άλλα σε ένα μεταφυσικό-εσωτερικό επίπεδο, όχι απαραίτητα θρησκευτικό. Εκεί επινόησε έναν χάρτη-διαδρομή πάνω στο οποίο «πάτησαν» τα επόμενα έργα του.

Με συμβούλευε οι δημιουργίες μου να έχουν σχέση με τις γνώσεις μου στη μυθολογία και την αρχαιολογία –η σύζυγός μου είναι αρχαιολόγος. Του άρεσαν πολύ αυτά τα θέματα και μιλούσαμε γι’ αυτά πολλές φορές.

Στη συλλογή του υπάρχουν αρκετά δικά μου έργα, διαφόρων περιόδων. Μάλιστα, ένα ή δύο τα αγόρασε από έκθεση. Πάντως ό,τι διάλεξε, είχε στοιχεία που ταίριαζαν με τα άλλα της συλλογής του και διέκρινε σε αυτά γνωρίσματα που εγώ δεν είχα δει ή είχα βάλει ασυναίσθητα αλλά του ταίριαζαν και τα επισήμανε κάθε φορά. To Χαλί (2005) είναι ένα από τα μεγαλύτερα που έχω κάνει. Ίσως να το είδε ως σχόλιο σε σχέση με τα δικά του έργα. Είναι από λωρίδες χαρτιού, τις οποίες χρησιμοποιούσε και ο Νίκος. Οι δικές του, όμως, ήταν προσεκτικά κομμένες με το χέρι ώστε να σχηματίζουν μοτίβα και δομημένα σχέδια, ενώ οι δικές μου σε καταστροφέα εγγράφων για να φτιάχνουν χαοτικά κρόσσια σε φλοκάτη. Το Καραβάκι (1986) είναι σχεδιασμένο με καπνό κεριού, έργο με ελάχιστα μέσα και ελάχιστο σχέδιο, σαν arte povera. Ίσως να έχει σχέση με τις κατασκευές-ανεμόμυλους από κλαδιά που έφτιαχναν τα παιδιά στην Κρήτη (υπάρχει ένα έργο μου με τέτοιο μύλο και ο Νίκος έκανε πολλούς τέτοιους μύλους) και τα σημάδια στις πόρτες με καπνιά που σχηματίζουμε τη νύχτα της Ανάστασης. Η Γραβάτα στην εφημερίδα (περίπου 1990) είναι μοναδικό έργο, δεν έκανα άλλα παρόμοια, αλλά νομίζω υπάρχουν παρόμοια έργα άλλων καλλιτεχνών στη συλλογή του. Μικρογλυπτά από πηλό, χαρτί ή μόλυβδο έχω κάνει ελάχιστα και αυτό στη συλλογή (1986) είναι ένα από αυτά. Η ζωγραφιά στον χαρτοπολτό με τίτλο Ακούω δεν ακούω (1990) έχει προφανώς θρησκευτικό θέμα, έναν στυλίτη ασκητή. Η επιλογή του ενδεχομένως έχει σχέση με τη διαμονή του στο Άγιο Όρος. Υπάρχει και ένα πολλαπλό, από την εποχή που έψαχνα τι μπορώ να κάνω με τα κομπιούτερ, πριν από τα Mac και τα PC. Παριστάνει ένα Άλογο (1986) και έχει γίνει σε έναν από τους πρώτους σπιτικούς εκτυπωτές που κυκλοφορήσαν και με μικρές σφραγίδες. Ο Νίκος είχε πάρει όλο το τιράζ.

Γεωργία Σαγρή

Γνωριστήκαμε το 2001 στην πρώτη μου ατομική έκθεση και ενώ ήδη θαύμαζα το έργο του. Η εκτίμηση και η χαρά υπήρξε αμοιβαία. Αστεία, πειράγματα και αλλεργία στη σοβαροφάνεια. Όταν είδε την φωτογραφία μου που παρουσιάζεται στην έκθεση, αμέσως μου είπε ότι τη θέλει. Δεν κάναμε ανταλλαγή, προχώρησε σε αγορά για να παραδειγματίσει και να με υποστηρίξει. Μετά από ένα χρόνο έφυγα για την Αμερική και δυστυχώς σιγά σιγά χάσαμε επαφή.

Το έργο του Αλεξίου είναι ανεπιτήδευτα πνευματικό, είναι η στροφή από την επιφάνεια στην τρισδιάστατη απεικόνιση, στον εσωτερικό πλούτο του νου, του σώματος, του πνεύματος. Πώς καθημερινές χειρονομίες μετατρέπονται σε ιερές λειτουργίες. Η κατάθεσή του είναι αυτή η καταβύθιση στο ιερό.

Από τον διάλογό μας κρατάω την κοινή μας ανάγκη για μια ένωση με το θείο και την ιερή τρέλα της τέχνης ως καθημερινή πρακτική.

Μέσα από αυτή τη φωτογραφία (Άτιτλο, 2005), μπροστά από το οικογενειακό χριστουγεννιάτικο δέντρο, εισάγω στη δουλειά μου το οικουμενικό λεξιλόγιο της καμπύλης. Ως ένα σύμβολο εναγκαλισμού, η απαλή αψίδα που δημιουργεί το σώμα πάνω από την ιερή φάτνη της γέννησης είναι μια γέφυρα ένωσης του ιερού και του κοσμικού, μια ωδή για την κυκλική μορφή της ζωής και την συσχέτιση της θείας χάρης με τον απτό μας κόσμο.

Περισσότερα στο City Guide της Athens Voice