- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Γιώργος Κρανίου - Αστικά Σημεία: η θλίψη των κτιρίων, η διέξοδος του ουρανού
Γιώργος Κρανίου: Συνέντευξη με τον ζωγράφο για την έκθεση Αστικά Σημεία, που φιλοξενείται στην Αίθουσα Τέχνης Αθηνών.
Είναι πραγματικά εντυπωσιακή η ουρμπανιτέ των λαδιών του Γιώργου Κρανίου, ο μελαγχολικά και θραυσματικά αποτυπωμένος ιστός του κέντρου της πόλης αλλά και η καθοδήγηση του βλέμματος προς τον ουρανό, όπως εύστοχα τον αναδεικνύει στο σημείωμα του καταλόγου της έκθεσης ο Ανδρέας Τάκης, επίκουρος καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ και πρώτος πρόεδρος του MOMus: «Ο ημερήσιος ουρανός του Κρανίου είναι χλωμός. Δεν προσκαλεί. Υπόσχεται όμως μια αόριστη φυγή μέσα από τις λεπτές εναλλαγές αχνογάλαζων, κίτρινων και γκρι αποχρώσεων για να ζεστάνει επιτέλους μόνο μέσα από το ανακουφιστικό βαθύ μπλε της νύχτας. Αυτή η αίσθηση μιας διαρκούς ενατένισης, ενός βλέμματος σταθερά στραμμένου ψηλά, ανανοηματοδοτεί τον αστικό χώρο και τα ασάλευτα αντικείμενα που τον συνθέτουν με έναν τρόπο σχεδόν μαγικό που αφοπλίζει και μεταποιεί τον περιγραφικό ρεαλισμό της απόδοσής τους. Η Πατησίων και οι κουρασμένες της πολυκατοικίες φαντάζουν πιο πολύ σαν αεροδιάδρομος μιας επικείμενης απογείωσης, τα ρετιρέ της Αγαθάρχου ή της Βαλτετσίου σαν σκαλοπάτια για το υπερπέραν, οι σκουριασμένοι ιστοί των ταρατσών σαν ικετευτική σήμανση μιας νοερής πτήσης και οι γωνίες της μετώπης των Προπυλαίων, μνημονικό θραύσμα και αυτές, σαν λαβές για ένα πελώριο άλμα». Είναι η δεύτερη έκθεση του Κρανίου στην Αίθουσα Τέχνης Αθηνών και ορίστε εν είδει preview και γνωριμίας με τον ζωγράφο μερικές σημάνσεις για το είδος της συναισθηματικής αλλά και της πρακτικής πολεοδομίας που ορίζει τη νέα του δουλειά.
Στην προηγούμενή σας έκθεση, ήταν τα φαρμακευτικά σκευάσματα που τα απαθανατίσατε σαν νεκρές φύσεις. Στη νέα σας δουλειά είναι τα κτίρια, οι ουρανοί και το αστικό περιβάλλον που πρωταγωνιστούν, απαθανατισμένα σε παρόμοιο ύφος. Συγκρίνοντας τις Νεκρές Φύσεις και τα Αστικά Σημεία, τολμώ να πω πως, ενώ στην πρώτη σας έκθεση είναι το φάρμακο που κυκλοφορώντας εντός του οργανισμού χαρίζει ή παρατείνει τη ζωή ενός ανθρώπου, στην καινούργια δουλειά είναι ο άνθρωπος που, κυκλοφορώντας εντός των κτιρίων ή του αστικού τοπίου, τους προσδίδει νόημα και αξία. Βέβαια και στις δυο δουλειές οι άνθρωποι, στους οποίους υποτίθεται πως απευθύνονται τα «θέματά» σας, είναι απόντες. Προς τι η απουσία τους και μόνο η επιλογή της νεκρής φύσης ως αφηγηματικό μέσο;
Τα φάρμακα, όσο και αν ακούγεται περίεργο, προέκυψαν εντελώς τυχαία. Θυμάμαι έκανα σπουδές τότε για το μάθημα του Ρόρρη και στο πάτωμα του ατελιέ μου ήταν ένα κουτί από φάρμακα. Εκείνη την περίοδο επίσης γυρνούσαν στο κεφάλι μου διάφορα τσιτάτα του στιλ «η ζωγραφική είναι νεκρή ως τέχνη» ή «η νεκρή φύση είναι νεκρή ως εικαστικό θέμα». Ζωγράφισα αμέσως το πρώτο κουτί και μετά άρχισα να τα στήνω σαν να είναι μήλα του Cezanne ή κανάτια του Chardin ή του Morandi. Σκέφτηκα πως εάν τα φρούτα και οι κανάτες, δηλαδή η νεκρή φύση, λειτουργούσε ως μια απόδοση μιας ακμάζουσας αστικτότητας το 1700 και το 1900, τότε τα φάρμακα είναι η απόλυτη νεκρή φύση της εποχής μας.
Το αστικό τοπίο προέκυψε πάλι τυχαία. Μετά την πρώτη έκθεση με τα φάρμακα, σταμάτησα να ζωγραφίζω. Για πολύ καιρό έκανα βόλτες στην Αθήνα. Περπατούσα σε μέρη αγαπημένα, Εξάρχεια, Καπνικαρέα, Χαυτεία, Ψυρρή, και μέσα στις στοές της, τη στοά Φιξ, τη στοά Λαιμού, τη στοά Πεσμαζόγλου. Οι στοές της Αθήνας είναι σαν memento morti της πόλης, είναι εκεί που φυλάσσεται η μνήμη μιας προηγούμενης εποχής. Ήταν αναπόφευκτο, ή αναγκαίο, να στρέψω το βλέμμα μου στην πόλη. Εικαστική έμπνευση για τα έργα αυτά ήταν τα έργα του δυο ζωγράφων που αγαπώ πολύ, ή που με στοιχειώνουν πολύ. Του J.M.W. Turner και του Edward Hopper. Ο Turner δημιούργησε τοπία απίστευτης ατμόσφαιρας και αφηρημένης εικονοποιίας, ενώ τα έργα του Hopper μεταδίδουν την αίσθηση της μοναχικότητας και του αδιεξόδου των μεγάλων πόλεων. Η Αθήνα ήρθε ως το απόλυτο μοντέλο για τον συνδυασμό αυτών των δυο κόσμων. Η απουσία του ανθρώπου δεν έγινε εσκεμμένα. Δε με ενδιαφέρει το παρθένο, το άθικτο τοπίο. Με ενδιαφέρει το τοπίο και η παρέμβαση του ανθρώπου σε αυτό και πώς ο άνθρωπος το μεταβάλλει είτε παρεμβαίνοντας ενεργά είτε εγκαταλείποντάς το. Γιατί και η εγκατάλειψη είναι και αυτή μια ανθρώπινη ενέργεια.
Το βιογραφικό σας λέει πως γεννηθήκατε στην Αυστραλία το 1974, αποκτήσατε βασικό πτυχίο στις Επιστήμες Υγείας και μετέπειτα κάνατε διδακτορικό στη Μοριακή Βιολογία, στο πανεπιστήμιο Deakin της Μελβούρνης. Πώς βρεθήκατε εδώ, πώς βιοπορίζεστε και πώς ξεκινά η περιπέτεια με τη ζωγραφική αλλά και η διδαχή από τους Μανίνη και Ρόρρη;
Η ζωγραφική ήταν πάντα μαζί μου. Θυμάμαι μικρός έκανα τις πρώτες μου ζωγραφικές απόπειρες σε έναν δερματόδετο κατάλογο των έργων του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, προσπαθούσα να αντιγράψω τα πρόσωπα στο λευκό περιθώριο της σελίδας. Η σχέση μου με την επιστήμη ήταν μια απλή σχέση με την περιέργεια. Το περίεργο της ανθρώπινης φύσης. Έψαξα να βρω απαντήσεις στην επιστήμη. Βρήκα εξηγήσεις, όχι απαντήσεις. Και η ζωή του πειραματικού εργαστηρίου δε μου ταίριαζε. Όταν γύρισα στην Ελλάδα μετά από τις σπουδές στο εξωτερικό, η ζωγραφική δεν μπορούσε να μένει άλλο στο παρασκήνιο. Γνώρισα τον Δημήτρη Μανίνη, μέσω της συντρόφου μου, από μία παρουσίαση βιβλίου στο Poems and Crimes του αείμνηστου Γαβριηλήδη και ξεκίνησα να παρακολουθώ τα μαθήματά του. Ο Μανίνης έχει μια κοφτερή ματιά στην τέχνη, αναλυτική, επιστημονική θα έλεγα. Τα μαθήματα μαζί του ήταν πολύτιμα γιατί αποδομούσε τη δυτική τέχνη με έναν τρόπο διαλεκτικό. Η ζωγραφική όμως για μένα δεν είναι μόνο πνεύμα, είναι και σώμα. Ή είναι πρώτα σώμα και μετά πνεύμα. Αυτό, το σώμα της ζωγραφικής το αναζήτησα στο Ρόρρη, στον οποίο παρέμεινα μαθητής για πέντε χρόνια.
Κοντράστ με την αφήγηση της groovie Αθήνας - place to be, η Πατησίων, τα Εξάρχεια, το θέατρο Εμπρός, οι στύλοι της ΔΕΗ και οι λεπτομέρειες αρχαίων μνημείων, οι φωτοχημικοί ουρανοί, οι κεραίες τηλεοράσεων και τα ανώγεια δώματα, συνθέτουν, παρά το θραυσματικό της αποτύπωσης, μια πολύ συγκεκριμένη πινελιά-ματιά-όλον, όπως το εισπράττω: Παρακμή, ανάμνηση πρότερου κλέους, φθορά, γήρας και μια λυμφατική πόλη σε διαρκή κατάσταση μελαγχολίας είναι αυτή η Αθήνα των Αστικών Σημείων. Μιλήστε μου για το γενεσιουργό αίτιο της έκθεσης και την επιλογή της συγκεκριμένης ψιλοκαταθλιπτικής ατμόσφαιρας.
Υπάρχει η κατάθλιψη των κτηρίων σίγουρα, υπάρχει όμως και η διέξοδος του ουρανού, ναι; Χρόνια έχω συμβιβαστεί με την εικόνα της Αθήνας. Η Αθήνα, είναι για μένα η πιο όμορφη άσχημη πόλη της Ευρώπης. Και αν θέλουμε να κάνουμε το άλμα μας προς τα κάπου, θα πρέπει να το κάνουμε μέσα από αυτά τα παρατημένα, παρηκμασμένα και γερασμένα κτίρια. Πρέπει να πατήσουμε τα λιωμένα πεζοδρόμια, να κρατήσουμε τα σκουριασμένα κάγκελά της. Προς το παρόν, δεν με αφορά αυτή η wanna be λαμπερή Αθήνα, ή το πόσο όμορφη είναι από ψηλά, ή τη νύχτα. Είναι όμως μια πόλη που βρίσκεται σε διαρκή, άναρχη και σχεδόν βίαιη, «αναδιάταξη» και αυτό με βρίσκει να συμπάσχω μαζί της, είτε μου αρέσει είτε όχι. Με συγκινεί η υγρασία και η σκόνη των στοών και των ταρατσών της. Με αφορά η εικόνα που είναι γύρω μου, όπως είναι, χωρίς γκλίτερ ή περιστασιακά φτιασιδώματα.
Το «Εμπρός» ήταν ένα κομβικό έργο για αυτή την έκθεση. Όχι μόνο επειδή ήταν το πρώτο. Νομίζω ότι στο κτήριο αυτό γράφεται, σε έναν βαθμό, η νεότερη ιστορία της πόλης. Θυμάμαι, όταν το ζωγράφισα, μετά από λίγο καιρό κάποιος κατέβασε το αστέρι. Το οποίο βέβαια δεν ήταν εκεί στα πρώτα χρόνια του θεάτρου. Τελευταία ξαναμπήκε, αλλά όχι καλά, όχι τέλος πάντων όπως το ζωγράφισα εγώ. Αν μη τι άλλο, όλα αυτά δείχνουν ότι η πόλη αυτή παραμένει μια ζωντανή πόλη. Μια πόλη που δεν ησυχάζει. Και μια πόλη που δεν ησυχάζει θα βρίσκει πάντα τον δρόμο της.
Παρεμπιπτόντως, θυμάμαι τον Μανίνη να λέει πως αθώοι συνδυασμοί χρωμάτων δεν υπάρχουν, κάθε παράθεση ενέχει και άποψη. Μιλήστε μου για το ιδεολογικό πλαίσιο των επιλογών στα χρώματα των Αστικών Σημείων.
Επίσης έλεγε ότι αυτό που παρουσιάζεται σε ένα έργο δεν έχει να κάνει με τα αντικείμενα αυτά κάθε αυτά αλλά με μια πραγματικότητα που οργανώνεται σε έναν μυθικό χώρο ο οποίος παράγει τέχνη. Με αυτό το σκεπτικό προσπάθησα το χρώμα στα έργα μου να δημιουργήσει έναν χώρο μέσα στον οποίο αναπτύσσονται οι κώδικες της ύλης, δημιουργώντας έναν μύθο, ή μια σύγχρονη καθημερινή ιστορία. Ξοδεύτηκε αρκετός χρόνος και ενέργεια ώστε να βρεθεί το κατάλληλο γαλάζιο. Ένα γαλάζιο που να είναι όσο πιο κοντά στο πραγματικό μπλε του ουρανού. Πράγμα το οποίο αργά ανακάλυψα ότι ήταν μάταιο, γιατί απλά δε βλέπουμε όλοι το ίδιο μπλε!
Έρχομαι και στον Ρόρρη. Αλήθεια, πόσο σας επηρέασε και πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι για κάποιον που μαθητεύει δίπλα σε ένα τέτοιο μέγεθος να «σκοτώσει» την επιρροή του ώστε να βρει τον δικό του βηματισμό και να μην τον καταπιεί η σκιά του (Μεγάλου) δάσκαλου;
Είναι αδύνατον να μαθητεύσεις κοντά σε ένα τέτοιο άνθρωπο και να μην επηρεαστείς. Όχι μόνο τεχνοτροπικά. Ενστερνίζομαι την αντίληψή του για τη ζωγραφική, για το τι σημαίνει σήμερα ζωγραφίζω, σε έναν κόσμο που πλέον πολιορκούμαστε καθημερινά από εικόνες. Οπότε για μένα αυτή η επιρροή είναι μια εσωτερική δύναμη που δε χρειάζεται απαραίτητα να τη «σκοτώσεις», χρειάζεται όμως να τη δαμάσεις, να τη διαφυλάξεις και να τη μετασχηματίσεις σε κάτι νέο, ή κάτι άλλο. Το «αρνούμαι τη διδασκαλία μου» ή «αποτάσσομαι τον δάσκαλό μου» είναι κάπως παρωχημένα, αν μη τι άλλο αυτοπαγίδευση. Να βρεις τον δικό σου βηματισμό είναι μια διαδικασία που δε σταματά ποτέ, και όπως είπε και ο Miles, για να αναφερθώ σε έναν άλλο μεγάλο άλλης τέχνης, παίρνει πολλά χρόνια να μάθεις να παίζεις σαν τον εαυτό σου. Πιστεύω όμως ότι προσπαθώ να καλλιεργήσω το δικό μου βλέμμα, τη δική μου προσέγγιση στη ζωγραφική διαδικασία. Διαλέγω τις εικόνες που θέλω να ζωγραφίσω. Υπάρχει μια μελέτη πάντα πίσω από ένα έργο. Μια σύνθεση της εικόνας, ώστε να πληροί τις προϋποθέσεις που εγώ θέλω. Να γίνει μια εικόνα που αξίζει να ζωγραφιστεί. Να ξεχωρίσει από τις χιλιάδες των εικόνων που βλέπουμε καθημερινά. Να υπηρετεί και να δημιουργεί έναν μύθο. Οπότε το κάθε έργο προκύπτει από μια μελέτη, γίνονται προσχέδια, ίσως και τροποποιήσεις του πραγματικού, μια διαδικασία που μπορεί να πάρει χρόνο, ενώ η καθαρή ζωγραφική, αυτή καθαυτή, μπορεί να γίνει σε λίγες ημέρες. Υπάρχουν έργα που βγήκαν πράγματι σε λίγες ημέρες, αλλά και άλλα που μου πήραν δυο χρόνια να τα τελειώσω. Θα έλεγα, λοιπόν, ότι στη ζωγραφική μου ξεκινώ από την πραγματικότητα, η οποία σταδιακά οφείλει να αποχωρήσει, ώστε να δώσει τον χώρο στον μύθο. Ίσως όλο αυτό να εντάσσεται εν τέλει σε μια προσπάθεια να βρω τον δικό μου βηματισμό.
Πού κατοικείτε, πού κινείστε και ποια είναι η Αθήνα που εντός της νιώθετε άνετα; Στέκια αγαπημένα για φαγητό, ποτό, συναυλίες και γειτονιές παρηγορητικές.
Τα τελευταία χρόνια στην Κηφισιά, όπου έχω και το ατελιέ. Η βόλτα στην Αθήνα ξεκινά συνήθως από την Ομόνοια. Παρότι τα τελευταία πολλά χρόνια έχει πάψει να είναι το κέντρο της πόλης. Αγαπημένοι μου δρόμοι ήταν πάντα η Ακαδημίας και η Πανεπιστημίου και οφείλω να δώσω τα εύσημα, αν μου επιτρέπεται, στον νέο δήμαρχο γιατί, για μένα προσωπικά και χωρίς να θέτω εδώ κάποιο πολιτικό κριτήριο, απλά αποκατέστησε την Πανεπιστημίου σε αυτό που εγώ είχα αγαπήσει. Αγαπημένο σημείο είναι ο αντικατοπτρισμός του αγάλματος της Αθηνάς στο γυάλινο κτήριο της πάλαι ποτέ Αμέρικαν Εξπρές. Το οποίο είναι ένα από τα ομορφότερα γλυπτά της πόλης. Αυτό, και ο Δρομέας του Βαρώτσου, που είναι κρίμα που δεν κατάφεραν να το κρατήσουν στην Ομόνοια. Η στοά Φιξ από την Μπενάκη, που φαίνεται ακόμα η ταμπέλα της Κασσετεμπορικής. Επισκέπτομαι τα μπαράκια στα στενά της Ακαδημίας, που διατηρούν ένα πολύ προσωπικό στιλ, καλή κάβα και μουσική, και μου αρέσουν τα μπαρ που είναι σε στοές, ή πάνω ακριβώς σε κεντρικές λεωφόρους. Για φαγητό στα πεζοδρόμια του Ψυρρή αλλά και στα Εξάρχεια, στη Βαλτετσίου. Όσον φορά στη μουσική, ο αδερφός μου (Αλέξης) είναι επαγγελματίας μουσικός. Έχω μια ιδιαίτερη αγάπη όμως για τη ζωντανή μουσική. Με συναρπάζει το γεγονός ότι όλο αυτό που ακούς, όλη αυτή η ενέργεια, θα χαθεί εάν αυτοί που είναι στη σκηνή ξαφνικά σταματήσουν να παίζουν. Η Αθήνα είναι τυχερή γιατί είχε και έχει μια πολύ ζωντανή και πολυποίκιλη μουσική. Μου αρέσουν περισσότερο οι μουσικές σκηνές παρά οι μεγάλοι συναυλιακοί χοροί. Το Faust, το Kύτταρο, η ταράτσα του Gazarte, το Africana. Υπάρχει ένα μίγμα μοντερνισμού και παράδοσης στους ήχους της πόλης. Προσωπικά μου αρέσουν μπάντες με συγκεκριμένη αισθητική παρουσίαση. Η μπάντα του Γιώργου Ζεβούπχ, παραστατικότητα, εξαιρετική μουσική ικανότητα και όλα αυτά δεμένα σε ένα πολύ προσωπικό στιλ. Electric Litany για τον αυθεντικό ήχο, τον ποιητικό στίχο και την ατμόσφαιρα που δημιουργούν στα live performances, αλλά και ο Phil Diamond, μια από τις καλύτερες φωνές που γράφουν και τραγουδούν με αγγλικό στίχο στην Αθήνα.
Ποια, πού και σε ποιανού έκθεση, ήταν η τελευταία φορά που συγκλονιστήκατε; Μιλώ για την εικαστική κίνηση εντός της Αττικής…
Η αναδρομική έκθεση του Γιάννη Χατζημιχάλη στο μουσείο Μπενάκη. Το έργο του «Σχιστή Οδός. Το τρίστρατο όπου ο Οιδίποδας φόνευσε τον Λάιο», έμεινα να το χαζεύω ώρες, ενώ η αλληλογραφία μεταξύ του Γιώργου και του Κύριλλου μια εναλλαγή συναισθημάτων από το τραγικό στο κωμικό και πάλι στο τραγικό. Το δεύτερο μέρος της Performance Rooms 2024 στην Kapatos Gallery. H έκθεση του Μιχάλη Οικονόμου «H Aλχημεία της Ζωγραφικής» στο Ίδρυμα Β&Μ Θεοχαράκης.
Και η Αυστραλία; Μακρινό όνειρο πλέον ή μια επιλογή που ανά πάσα στιγμή μπορεί να πυροδοτηθεί;
Στην Αυστραλία θα γύριζα για να ξαναδώ τον ορίζοντα στην Ζωγραφισμένη έρημο, και τα κύματα του ωκεανού στη χερσόνησο του Rye. Άρα, μάλλον μακρινό όνειρο πλέον.
Γιώργος Κρανίου, Αστικά Σημεία
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την έκθεση στο City Guide της Athens Voice