Εικαστικα

Η αλχημεία της ζωγραφικής του Μιχάλη Οικονόμου στο Μέτσοβο

Είδαμε την εξαιρετική έκθεση για τον σημαντικό Έλληνα ζωγράφο, που πρόκειται να ταξιδέψει και στην Αθήνα
Ιωάννα Γκομούζα
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Μιχάλης Οικονόμου-Η αλχημεία της ζωγραφικής» στην Πινακοθήκη Ε. Αβέρωφ στο Μέτσοβο

Σπίτια σε ακρογιάλια που αντικατοπτρίζονται μες στο νερό, ψαρόβαρκες στο μούχρωμα σε απάνεμους κολπίσκους και στα κανάλια της γραφικής Μαρτίγκ, ρωμαλέες ελιές και λυγερόκορμα κυπαρίσσια, αλλά και εκκλησιές, αγροτόσπιτα, φουρτουνιασμένες θάλασσες.

Πόσες εκπλήξεις μπορεί να κρύβει μια έκθεση για τη διαδρομή ενός ζωγράφου που εμμονικά έχει αφοσιωθεί στην διαπραγμάτευση του τοπίου; Και πώς να συγκροτηθεί ένα αφήγημα μεστό και κατατοπιστικό για έναν δημιουργό του πρώτου μισού του 20ού αιώνα ο οποίος έφυγε νωρίς από τη ζωή (πριν καν τα πενήντα χρόνια του), χωρίς ν’ αφήσει πίσω του σκέψεις και σημειώσεις ούτε καλά καλά χρονολογίες στα έργα του;

Κι όμως, δεν θέλαμε να βγούμε από το μεγάλο αφιέρωμα στον Μιχάλη Οικονόμου, με τίτλο «Η αλχημεία της ζωγραφικής», που οργάνωσε με περίσσια φροντίδα η Πινακοθήκη Ε. Αβέρωφ στο Μέτσοβο. Ενενήντα χρόνια από τον θάνατο του ζωγράφου, η επιμελήτρια Αφροδίτη Κούρια, άοκνη μελετήτρια του έργου του, καταφέρνει να μας παρασύρει στις διαδρομές του χρωστήρα και να αναδείξει τους πειραματισμούς ενός δημιουργού ο οποίος διαμόρφωσε μια προσωπική ζωγραφική γλώσσα και συνέβαλε ουσιαστικά στην ανανέωση της νεοελληνικής τοπιογραφίας.

«Εξετάζοντας διεξοδικά το έργο του Μιχάλη Οικονόμου στη σύντομη τροχιά της σταδιοδρομίας του, έχει κανείς την αίσθηση ότι τα απλά, κοινότοπα θέματα που σταθερά πραγματεύεται αποτελούν ουσιαστικά προσχήματα για να κατακτήσει ζωγραφικά το “θέμα” που αταλάντευτα τον απασχολεί, το δικό του δηλαδή εσωτερικό-ψυχολογικό “τοπίο”. Θαρρείς πως από έργο σε έργο, “κυνηγά” ένα ιδεατό τοπίο που συνεχώς του ξεφεύγει» μας αναφέρει η ίδια και συνεχίζει λέγοντας πως «Η διαλεκτική μεταξύ παραστατικότητας και αφαίρεσης, υλικού και άυλου, οπτικού και απτικού, συμπαγούς/στατικού και ρευστού/φευγαλέου, καθώς και οι ψευδαισθητικές ιδιότητες της ζωγραφικής εικόνας έχουν βρει στην τέχνη του Οικονόμου πολύ ενδιαφέρουσες εκδοχές».

Μιχάλης Οικονόμου: από τον Πειραιά στη Γαλλία

Βλέπει το φως το 1884 στο Πασαλιμάνι –διόλου τυχαία, λοιπόν, η ζωγραφική προσήλωσή του στη θάλασσα. Παιδί ευαίσθητο, λιγομίλητο, σχεδιάζει συχνά στον ελεύθερο χρόνο του. Παίρνει, μάλιστα, μαθήματα από τον μεγάλο θαλασσογράφο Κωνσταντίνο Βολανάκη. Το 1906 φεύγει στο Παρίσι για να σπουδάσει ναυπηγός, όπως επιθυμούσε ο βιομήχανος πατέρας του. Τρία χρόνια αργότερα, όμως, αφοσιώνεται αποκλειστικά στη ζωγραφική. Συχνάζει στο Μονπαρνάς, επίκεντρο τότε της καλλιτεχνικής ζωής, και στο περίφημο καφενείο Rotonde· ασκεί το βλέμμα του στις συλλογές των μουσείων· ταξιδεύει στη Βρετάνη, τη Νορμανδία, την Κυανή Ακτή, τη Μασσαλία· δίνει το παρών με έργα του σε πολλά Salons.

 

Το 1926 συμμετέχει με δυο πίνακές του σε ομαδική έκθεση του Συλλόγου Ελλήνων Καλλιτεχνών και Διανοουμένων στην γκαλερί Charles Brunner στη γαλλική πρωτεύουσα, έχοντας κάνει την πρώτη του ατομική το 1913 στην αίθουσα Marcel Bernheim. Όπως μαρτυρούν δημοσιεύματα της εποχής, από την παρουσίαση της ζωγραφικής του στο Παρίσι το 1920 θα περάσει και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος επιλέγει τρεις πίνακες που αγοράστηκαν για την Ελληνική Πρεσβεία. Σύντομα σειρά θα έχει το Λονδίνο, όπου επίσης η δουλειά του αποσπά επαινετικές κριτικές.

«Είναι ίσως ο πρώτος Έλληνας καλλιτέχνης που μας προσφέρει μια αυθεντική εικόνα της πατρίδας του» υπογραμμίζει ο τεχνοκρίτης, συγγραφέας και ποιητής Andre Salmon αναγνωρίζοντας στις συνθέσεις του έναν ζωγράφο του αισθήματος αλλά και καλό τεχνίτη, με οπτική απαλλαγμένη από τον «συναισθηματικό ρομαντισμό που απευθύνεται σε καλλιεργημένους τουρίστες».

Παρέα με την επιμελήτρια στον υπόγειο εκθεσιακό χώρο, το βλέμμα χαϊδεύει την έντονη χειρονομία και την ανάγλυφη πινελιά στα πυρακτωμένα σταροχώραφα και τα νοτισμένα από την υγρασία ψαροχώρια του κι ανακαλύπτει απρόσμενες λεπτομέρειες στους ιδιαίτερους «καμβάδες» όταν o καλλιτέχνης επιλέγει να ζωγραφίζει ακόμα και πάνω σε πανιά που φανερά νωρίτερα είχαν χρησιμεύσει για να καθαρίζει τα πινέλα του. Να όπως σ’ εκείνο το υπέροχο «Τζαμί» ή το «Γεφύρι» (1920) που τα πρόχειρα σκουπισμένα χρώματα «χτίζουν» αντίστοιχα τον τοίχο ενός ερειπωμένου σπιτιού αλλά και το τόξο του γεφυριού.

Δεν χορταίνω να κοιτώ το στιγμιότυπο από τον ανήφορο της «La Montee des Accoules» στη Μασσαλία και να χαζεύω τους χωρικούς ενώ θερίζουν «Τα στάχυα» σ’ έναν ανοιχτό γαλανό ορίζοντα –σχεδόν ακούς τις δρασκελιές και τις κινήσεις τους. Και είναι κι εκείνη η γυναίκα «Κάτω από την καμάρα» στη Νίκαια που αχνοφαίνεται να ξεμυτίζει από ένα κατώφλι –με τι σκοπό, αλήθεια, και προς ποια κατεύθυνση; Η έμπειρη επιμελήτρια ξέρει γιατί: «Σε κάποιους πίνακες ο καλλιτέχνης με τους συνθετικούς τρόπους, τη χαμηλή οπτική γωνία, το προβεβλημένο πρώτο πλάνο και γενικά τη διάρθρωση του χώρου, δημιουργεί μια ατμόσφαιρα, προκαλεί μια εντύπωση που εντατικοποιεί την επικοινωνία του θεατή με το εικονιζόμενο θέμα σε νοηματικό ακόμη και ψυχολογικό επίπεδο. Δημιουργείται μια ψυχολογική εγγύτητα, μπορεί να πει κανείς».

Λίγα βήματα πιο πέρα, οι δημιουργίες τις οποίες ενέπνευσε η καρτποσταλική Μαρτίγκ, η «Βενετία της Προβηγκίας» που τόσο αγάπησε, όπως άλλωστε και ο Ντεραίν, ο Ντυφύ, ο Μπρακ στη φωβ περίοδό τους. «Στα έργα αυτά προβάλλει με ενάργεια ένα βασικό γνώρισμα της καλλιτεχνικής προσωπικότητας του Οικονόμου: η εγρήγορσή του, η προσοχή του στην ιδιαίτερη και πρόσφορη εκείνη χρονική στιγμή που αναδύεται το “πνεύμα του τόπου” και βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία με τη δική του ψυχική διάθεση».

Ο Μιχάλης Οικονόμου και τα «χνουδάτα» έργα σε φανέλες

Το 1926 πραγματοποιεί την πρώτη ατομική του στην Ελλάδα, στον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός, δείχνοντας 64 πίνακες με γαλλικά και ελληνικά τοπία. Η γνωριμία εκείνη την περίοδο με τη μέλλουσα σύζυγό του Ευτυχία θα υπήρξε από τους βασικούς παράγοντες που τον οδήγησαν να εγκατασταθεί στα πάτρια την ίδια κιόλας χρονιά. Άλλωστε και τα οικονομικά της οικογένειάς του δεν ήταν πλέον ανθηρά. Έκτοτε εκθέτει πλέον σχεδόν ανά χρόνο, στον Παρνασσό, την αίθουσα Στρατηγοπούλου, στο Φουαγέ του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά (μαζί με τον γλύπτη Αντώνιο Σώχο), στην αίθουσα της ΕΛΠΑ και της Ενώσεως Συντακτών.

Είναι, όμως, στη δεύτερη ατομική του στην Ελλάδα που παρουσιάζει τα εξαιρετικά «χνουδάτα», κάνοντας τον λογοτέχνη και διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης, Ζαχαρία Παπαντωνίου να γράψει πως «Ο καλλιτέχνης ξεκίνησε να πηγαίνει προς το “κόζα μεντάλε” της ζωγραφικής» και τον Διονύση Κόκκινο να παρατηρεί πως «Τα νεώτερα έργα του φθάνουν να είναι ποιήματα, αλλά με τόσην γραφικήν αρτιότητα εκφρασμένα, ώστε να κυριαρχεί η σημασία των ως έργων ζωγραφικής».

Ο λόγος για τα λάδια του Οικονόμου πάνω σε φανέλες και λινά σεντονόπανα όπου συχνά η χρωστική ουσία χάνει την πυκνότητα, τη σωματικότητά της, ενώ οι φόρμες εμφανίζονται απλοποιημένες, περιγεγραμμένες. Πειραματισμοί που είχε ήδη ξεκινήσει στη Γαλλία και συνέχισε με την επιστροφή του στη γενέτειρα αποτυπώνοντας τα θέματά του (σπίτια με βάρκες, με δέντρα ή χαγιάτι και στιγμιότυπα κοντά στα Μέγαρα) με μια «μουσική ρευστότητα», με λεπτούς χειρισμούς στο χρώμα και στο φως, με περάσματα και σβησίματα του ενός χρωματικού τόνου μέσα στον άλλο καθώς και με ιριδισμούς.

Δεν γνωρίζουμε γιατί άρχισε να δουλεύει πάνω σε χνουδωτές επιφάνειες. Η Αφροδίτη Κούρια αναρωτιέται μήπως τις προτιμά στην προσπάθειά του να αποδώσει το εφήμερο παιχνίδι των κατοπτρισμών με τα εφέ του –ένα μοτίβο που τον απασχολεί σταθερά. Πάντως, στη ζωγραφική του Οικονόμου είναι ευδιάκριτες οι επιρροές του μετα-ιμπρεσιονισμού, αλλά και απηχήσεις του συμβολισμού, του γιαπωνισμού, κάποτε και του φωβισμού.

Είναι εντυπωσιακό πώς μέσα από αυτούς τους ιδιαίτερους «καμβάδες» μπορείς να εισχωρήσεις την «κουζίνα» του καλλιτέχνη: «άλλοτε δουλεύει με παστόζικη πινελιά που συμπαρασύρει το μακρύ χνούδι μέσα στο χρώμα και άλλοτε γδέρνει με τις στεγνές τρίχες του πινέλου την επιφάνεια της φανέλας και έτσι χάνεται το πέλος, ενώ άλλες φορές ζωγραφίζει με διαδοχικές επιστρώσεις αραιωμένου χρώματος που αφήνουν το χνούδι πιο ελεύθερο να αιωρείται» περιγράφει την τεχνική του η επιμελήτρια.

Ο Μιχάλης Οικονόμου, οι ελιές, τα κυπαρίσσια και η Ύδρα

Οι ελιές με την «γλυπτή» κορμοστασιά και οι ραδινές φιγούρες των κυπαρισσιών καθώς υψώνονται σε σιωπηλά, «εσωστρεφή» τοπία, κεντρίζουν συχνά τον χρωστήρα του. Οι πρώτες ήδη από το ξεκίνημά του, ενώ τα δεύτερα κατά την επόμενη περίοδό του. «Το κυπαρίσσι, προσφιλές θεματικό μοτίβο της συμβολιστικής ζωγραφικής, με ρομαντικούς απόηχους, μοιάζει να γίνεται στον Οικονόμου ένα σύμβολο του ψυχισμού του και της έντονα υποκειμενικής ανταπόκρισής του στα ερεθίσματα του εξωτερικού κόσμου, φορέας του “αισθήματος” που ο καλλιτέχνης θέλει να μεταδώσει με τη ζωγραφική του».

Περνώντας πλέον στη μικρότερη εκθεσιακή σάλα, ο χρόνος μετρά αντίστροφα καθώς προσεγγίζουμε το 1931, χρονιά της τελευταίας του έκθεσης με έργα από την Ύδρα κυρίως και τον Πόρο. Η σύφιλη από την οποία πάσχει ο ζωγράφος υποσκάπτει την υγεία του σωματικά και πνευματικά και, με συμπτώματα που αποδόθηκαν στην εμφάνιση προϊούσας εγκεφαλικής παράλυσης, εισάγεται στο Δρομοκαϊτειο όπου πεθαίνει τον Μάιο του 1933.

Τα σημάδια της ασθένειας είναι διακριτά στα έργα των τελευταίων χρόνων. Γνωρίζουμε, άλλωστε, πως εκείνη την εποχή κατέστρεψε πίνακές του στην Ύδρα. «Σε αρκετά από αυτά τα έργα ο κόσμος του εμφανίζεται σταθερός, όπως παλιά. Τα κτίσματα έχουν ξαναβρεί τον όγκο, την υλική στερεότητά τους, καθώς μάλιστα συχνά προβάλλουν λουσμένα στο φως. Ωστόσο, τώρα ο ορίζοντας είναι συνήθως κλειστός, μεταδίδοντας κάποιες φορές στον θεατή μια κλειστοφοβική αίσθηση χώρου ή ακόμη και μια αόριστη απειλή» σημειώνει η Αφροδίτη Κούρια.

Βάρκες στο ηλιοβασίλεμα και μετά τη βροχή, παλιόμυλοι και μοναχικά σπίτια πάνω στο νερό· τα όψιμα έργα και οι Ύδρες μαρτυρούν τον κλονισμένο εσωτερικό κόσμο του Οικονόμου που αρνείται τις πανοραμικές απόψεις του λιμανιού και αναδεικνύει τη μεγάλη φόρμα του ψηλού, κοφτού βράχου. Ίσως πολλοί θ’ αναζητούσαν μια άλλη Ύδρα, πιο γνωστή και φωτεινή. Όμως εκείνος αισθάνεται τη μορφή της αποτυπώνοντας ένα σκοτεινό νησί, με κρημνώδεις βράχους και βουβά νερά γιατί όπως έγραψε ο Παπαντωνίου «Τα σιγόφωτά του είναι αυτός ο ίδιος».

Αξίζει να αφεθείτε στη γοητεία τους. Κι αν ο δρόμος δεν σας φέρει στη γραφική κωμόπολη της Ηπείρου, σημειώστε πως η έκθεση έρχεται από τον προσεχή Φεβρουάριο στην Αθήνα, στο Ίδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη. Συνοδεύεται από έναν ενδελεχή κατάλογο και ένα κατατοπιστικό βίντεο και σημείωμα που εστιάζει στη μοντερνιστική τεχνική του ζωγράφου μέσα από τη μελέτη της συντηρήτριας έργων τέχνης Χριστίνας Καραδήμα.

INFO:
Μιχάλης Οικονόμου (1884-1933), η αλχημεία της ζωγραφικής
Πινακοθήκη Ε. Αβέρωφ, Μέτσοβο
Διάρκεια έκθεσης έως 15 Ιανουαρίου 2024

Ώρες λειτουργίας: 10:00-16:00, καθημερινά εκτός Τρίτης