- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ο Αλέξης Κυριτσόπουλος σε μια περιπέτεια 60 χρόνων
Τι ωραία μας είπε για την αναδρομική έκθεση στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων και το νέο του βιβλίο
Αλέξης Κυριτσόπουλος: Συνέντευξη με αφορμή την αναδρομική έκθεση «Παράλληλα» στην Δημοτική Πινακοθήκη και το βιβλίο «Άλλοτε και τώρα» (Κέδρος).
«Η μητέρα μου ήταν πρόσφυγας από τη Μικρασία, δεν μιλούσε ποτέ γι’ αυτά τα θέματα, βαριά πράγματα. Μια φορά, θυμάμαι, θέλησε να φτιάξει καφέ στον πατέρα μου αλλά δεν είχε μπρίκι. Ήσυχα παίρνει ένα κονσερβοκούτι, το στραβώνει και λίγο για να κερνάει, και βάζει να ψήσει εκεί τον καφέ…»
Αυτό το ταπεινό αντικείμενο συμπληρώνεται από ένα σκίτσο και γίνεται έργο τέχνης, ένα από τα πολλά που θα δούμε στη μεγάλη αναδρομική έκθεση για τον Αλέξη Κυριτσόπουλο στην Πινακοθήκη Δήμου Αθηναίων στο Μεταξουργείο στις 9 Δεκεμβρίου. Στην έκθεση, σε επιμέλεια Χριστόφορου Μαρίνου και διοργάνωση ΟΠΑΝΔΑ, θα παρουσιαστούν πίνακες, σχέδια, αφίσες, εξώφυλλα βιβλίων, CD και δίσκων, όπως αυτά που είχε κάνει για τον Σαββόπουλο, ακουαρέλες από την τελευταία του έκθεση «Οι φαντασίες του Δον Κιχώτη» στην Γκαλερί Σκουφά το 2021 και άλλα πολλά. Τι να πρωτοβάλει κανείς σε μια αναδρομική περιπέτεια 60 χρόνων...
Ακούω τον Αλέξη να μιλάει για τα νεανικά του χρόνια, το Παρίσι, τους φίλους, για το πότε εισέβαλε στη ζωή του το χρώμα, για το βιβλίο που ετοιμάζει με τις εκδόσεις Κέδρος, παράλληλα με την αναδρομική έκθεση και σκέφτομαι: ο ίδιος είναι τα σκίτσα του. Όπως στα ανθρωπάκια του, το χιούμορ του είναι κρυμμένο πίσω από ένα μανδύα μελαγχολίας. Τα μάτια του σε κοιτάζουν απορημένα αλλά μια σπίθα γέλιου τον μαρτυράει. Μιλάει και αναιρεί ταυτόχρονα σαν να είναι αβέβαιος, αλλά υποψιάζομαι ότι αυτός ο αντισυμβατικός καλλιτέχνης είναι σταθερός στα πιστεύω του και κατασταλαγμένος εδώ και πολλά χρόνια. Έχει φέρει μαζί του σελίδες από το βιβλίο, σκίτσα που δημιουργήθηκαν πριν τη δικτατορία και τις αρχές της μεταπολίτευσης. Είναι σκίτσα λιτά, γελοιογραφίες χωρίς λόγια, γραμμές χωρίς χρώμα, που δεν θέλουν κάτι, μόνο τρέχουν ανέμελα, ανεξέλεγκτα, και δειλά μας κλείνουν το μάτι με παιδική αθωότητα, ευαισθησία, με μια υποψία θλίψης.
Ο Αλέξης Κυριτσόπουλος για την αναδρομική έκθεση «Παράλληλα» και το βιβλίο «Άλλοτε και τώρα»
Αλέξη, μια αναδρομική έκθεση και ένα βιβλίο με σκίτσα. Ετοιμάζεσαι να εκθέσεις 60 χρόνια ζωής;
60 χρόνια, η περιπέτεια της ζωής μου! Με τη ζωγραφική κυρίως, γιατί αυτό που έχει ενδιαφέρον για εμένα είναι πότε ο σκιτσογράφος γίνεται ζωγράφος και αρχίζει τα χρώματα. Όταν ο Χριστόφορος Μαρίνος μου έκανε την πρόταση ταράχτηκα πάρα πολύ – είναι ένα θέμα πολύ συναισθηματικό διότι η αναδρομική είναι ένας απολογισμός. Αναρωτιόμουν μέσα στον πανικό, τι θα πρωτομπεί. Τα πήρα από την αρχή λοιπόν, παράλληλα – γι’ αυτό ο τίτλος της έκθεσης είναι «Παράλληλα». Ξέρεις, αισθάνομαι λίγο σαν τον Οδυσσέα, τον άνδρα τον πολύτροπο που γνώριζε πολλές ξένες πόλεις και μετά γυρίζει ξανά στο σπίτι του. Με τη ζωγραφική έκανα λίγο αυτό το πράγμα, δηλαδή γνωρίζοντας και αγαπώντας διάφορους ζωγράφους, έχω εμπνευσθεί, έχω συνομιλήσει μαζί τους κι έχει ενδιαφέρον αυτό για εμένα, φαντάζομαι και για άλλους. Έπειτα είναι και οι εσωτερικές απορίες, γιατί παίρνεις αυτόν τον δρόμο και όχι τον άλλο...
Με ποια εσωτερική διαδικασία το σκίτσο, η γελοιογραφία, γίνεται σχέδιο αποκτώντας όγκο, ανεξαρτησία, χρώμα;
Όταν ήμουν μικρός, 17 χρόνων, όπως όλα τα παιδιά έκανα σκίτσα, τα οποία δεν είχαν λόγο ύπαρξης. Ο μόνος που τότε είχε πει ότι είναι κάτι ήταν ο Διονύσης Φωτόπουλος, ο Μαυροειδής αργότερα κι ο Μπαχαριάν. Εγώ δεν είχα καταλάβει. Για να αποκτήσουν έναν λόγο ύπαρξης αυτά τα σκιτσάκια, τα οποία ήταν σκηνές καθημερινής ζωής –ένας κύριος που κάθεται, ένας κύριος που είναι όρθιος κ.λπ.–, τους έβαζα ένα «αξεσουάρ», για παράδειγμα εκεί που κάθεται τον κουτσουλάει ένα περιστέρι. Ένα αστείο. Έτσι μπήκα στη γελοιογραφία. Αργότερα δεν τα χρειαζόμουν τα αξεσουάρ, μπορούσαν να μιλήσουν μόνα τους τα ανθρωπάκια. Είχα πάει στο Παρίσι, είχα δει πράγματα, είχα δει τον Saul Steinberg, δεν λέω τον Αργυράκη γιατί ήταν μεν πολύ συμπαθητικός αλλά γραφικός. Είχα πια φύγει από την περιγραφή, ό,τι το σκίτσο περιγράφει ή αναφέρεται σε μία πραγματικότητα. Είχε αυτονομηθεί η γραμμή κι αυτό το χρωστώ στο Steinberg γιατί χάρη σε αυτόν γνώρισα τον Kandinsky κι εκεί αρχίζει η περιπέτεια της ζωγραφικής.
Ο Αλέξης Κυριτσόπουλος και η σχέση του με τα βιβλία
Τα βιβλία είναι επίσης ένα μεγάλο κομμάτι αυτής της 60χρονης περιπέτειας. Με ποιον τρόπο μπήκαν στη ζωή σου;
Μου αρέσει πολύ να κάνω βιβλία, το βιβλίο ως αντικείμενο, όχι ως είδος πληροφορίας. Μου αρέσουν πολύ και τα εξώφυλλα. Το 1976 έκανα το «Παραμύθι με τα χρώματα» το οποίο ήταν μία βαθύτερη δική μου εξομολόγηση και μέσω αυτού μπήκα επαγγελματικά στο βιβλίο. Εν τω μεταξύ είχα και μεγάλη ανασφάλεια, δεν είχα την αυτοπεποίθηση να πάω σε μία γκαλερί και να πω, εδώ είμαι να με εκθέσετε. Επειδή δεν έκανα καμβάδες, έκανα ακουαρέλες, ντρεπόμουν. Τις ακουαρέλες δεν τις εκτιμούν. Μία φορά ο Μάκης Μάτσας είχε έρθει σπίτι για ένα εξώφυλλο του Σαββόπουλου, είχε αγοράσει ένα Σάμιο, μου τον έδειχνε και τον καμάρωνε ενώ τα δικά μου τα θεωρούσε υποδεέστερα. Αυτά που είναι για εφαρμοσμένες τέχνες δεν τα εκτιμούν. Θυμάμαι η Πέγκυ Ζουμπουλάκη, που την είχα δει κάποια στιγμή επειδή με σύστησε ο Φασιανός που του είχα κάνει ένα εξώφυλλο, με κοίταξε σαν να ήμουν το τελευταίο σκυλί των σκύλων, μόνο που δεν με έφτυσε (γελάει).
Τότε μπήκε ο Αλέκος Λεβίδης, ο φίλος μου ο ζωγράφος, στη μέση. Είχε ένα βιβλιοπωλείο μέσα στη δικτατορία και λίγο μετά, και έκανα μία εκθεσούλα, μετά έκανα στον Μπαχαριάν που με ήξερε και αισθανόμουν οικεία. Αργότερα μόνο, το 1990, έκανα μία τεράστια έκθεση –είχε πεθάνει ο Μπαχαριάν δυστυχώς– σε όλη την Γκαλερί Ώρα, δύο όροφοι, 400 τ.μ. έργα. Επίσης και στη Σκουφά που συνεργάζομαι τώρα, έχω εκθέσει έργα από βιβλία, εξώφυλλα, αφίσες, ζωγραφικά, όπως και την τελευταία έκθεση με τον Δον Κιχώτη.
Ο Δον Κιχώτης είναι σαν να καταλήγω ξανά εκεί που ξεκίνησα, γιατί είναι πια ένας «ώριμος» άνθρωπος που τον απασχολούν όμως τα ίδια θέματα για την κοινωνία, για τον εαυτό του. Ο Δον Κιχώτης μου έχει μέσα τη σάτιρα, πράγματα που έχουν σχέση με τον Σαββόπουλο, έχει τα χρώματα, έχει πια και την εμπειρία και μία ζωγραφικότητα. Συναισθηματικά είναι ένας πλανόδιος ο οποίος έχει τα ίδια ψυχικά αιτήματα και τη διάθεση που είχε ως νέος, τα έχει πια και ως μπατίρης, πληγωμένος, πάντα με ελπίδα και αισιοδοξία, κι ας τον δέρνουν. Έχει την ίδια μελαγχολία που είχαμε όταν ήμασταν εικοσάχρονοι, μια μελαγχολία ανεξήγητη. Ο Νόλλας, που ήταν οξυδερκής, λέει ότι μέσα σε αυτή τη χαρά των χρωμάτων βλέπει ένα μαύρο, και σκέφτομαι ότι αυτά τα συναισθήματα μπορεί να είναι εκτός ζωγραφικής.
Αυτό το «μαύρο» έχει να κάνει με την εποχή; Γράφεις στο βιβλίο «εκείνη την υπέροχη άνοιξη (1960-1967) που άρχισε για μας –τελειώνοντας το σχολείο, φοιτητές– άρχισαν όλα, άνθισαν όλα – και σταμάτησαν όλα κακήν κακώς τον Απρίλιο του 1967…»
Θυμάμαι πολύ καλά αυτή την περίοδο πριν τη δικτατορία, ήταν μία μικρή άνοιξη στην Ελλάδα, ένα υπέροχο πράγμα. Πώς γίνεται μέσα σε αυτή την κατάσταση να υπάρχει μία μελαγχολία, δεν μπορώ να το απαντήσω. Ήταν μία εποχή που πηγαίναμε αδιαλείπτως στο θέατρο, ήταν ο Κουν, ο Μπέκετ, ήταν όλοι αυτοί οι καινούργιοι, ο Ιονέσκο, όμως όλα αυτά δεν ήταν χαρούμενα. Παράλληλα τότε διαβάζαμε Σαρτρ και Καμύ που ήταν άλλο πράγμα... ήταν υπαρξιακό. Ήταν την ίδια εποχή που η Juliette Greco τραγουδούσε στα υπόγεια ντυμένη στα μαύρα.
Από την άλλη, υπήρχε και η σκιά του εμφυλίου, ένα πράγμα βαρύ για εμάς που ήμασταν παιδιά τότε. Πριν τη δικτατορία, που ήμασταν όλοι αριστεροί, διαμαρτυρόμασταν με μια μελαγχολία περίεργη και με ένα αδιέξοδο, γιατί πιστεύαμε με συγκλονιστική αφέλεια ότι θα γίνει ο κομμουνισμός κάποτε. Ένας φίλος μου είχε γράψει στην ντουλάπα του το 1965, «σε 2.000 χρόνια θα γίνει κομμουνισμός και τότε η καθαρίστρια θα διοικεί το κράτος», μία ουτοπία. Ο Σαββόπουλος δεν καθόταν στα αυγά του. Ήταν συνέχεια διαμαρτυρόμενος, χωρίς περιεχόμενο στην πραγματικότητα.
Με τον Διονύση, παρ’ όλο που για διάφορους λόγους τσακωνόμασταν, όπως ας πούμε όταν ψυχρανθήκαμε που δεν πήγα να δουλέψω στο «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι», του είπα δεν με ενδιαφέρει να τραγουδά η Βουγιουκλάκη και ο Πάριος και εγώ να κάνω ντεκόρ, και δεν μιλιόμασταν. Πάντα όμως μου άρεσαν αυτά που έφτιαχνε, με εξέφραζαν πάρα πολύ. Αισθανόμουν σαν το Σιρανό ντε Μπερζεράκ που κρύβεται πίσω από κάποιον και μιλάει. Ο Διονύσης έλεγε πράγματα που ήθελα να πω και εγώ, κρυμμένα πίσω από όλα αυτά τα χαρούμενα χρώματα – που δεν είναι πάντα χαρούμενα εάν τα δεις μαζεμένα.
Όμως αυτό που έκαναν οι Γερμανοί –ο Grosz κι άλλοι εκείνης της εποχής– ενώ το άγγιξα, το άφησα γιατί είχα σχεδόν ορκισθεί να μη βάλω στη ζωγραφική μου πράγματα όπως η σκληρότητα ή ο πόλεμος, πράγμα για το οποίο ο Λεβίδης με έχει προγκάρει πολλές φορές. Σε όλη τη διάρκεια της ζωής μου από τη μία ήταν ο Λεβίδης –για τη ζωγραφική μιλάμε–, από την άλλη ο Σαββόπουλος που μου έδιναν τη δύναμη.
Αυτά τα σκίτσα στο βιβλίο, που τα εξέδωσα σε ένα λευκωματάκι το 1966, έχουν ενδιαφέρον, όπως μου λένε και οι φίλοι μου που πάντα συμβουλεύομαι. Ήταν η εποχή μετά τον πόλεμο, έξω παίζονταν πράγματα και εδώ ήρθε η δικτατορία, η καφρίλα και τα ισοπέδωσε όλα. Γι’ αυτό τολμώ να τα βγάλω πάλι. Είναι η έλλειψη επικοινωνίας, η μοναξιά, ό,τι δεν με καταλαβαίνουν, ένας που κρατάει ένα λουλούδι και δεν ξέρει τι να το κάνει. Είναι μελαγχολικά αυτά τα πράγματα, δεν είναι κεφάτα. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι δεν είναι καν γελοιογραφίες, κι ας είχαν ένα γκαγκ. Έχω δουλέψει μέχρι και στο «Αντί», το οποίο όμως κάποια στιγμή το βαρέθηκα και δεν συνέχισα. Γιατί από τη μία τα σκίτσα πολιτικής διαμαρτυρίας δεν έχουν ενδιαφέρον σχεδιαστικά και από την άλλη ήταν βαρετό, διότι έκανες σκίτσο εναντίον του τάδε, μετά εναντίον του τάδε, ήταν όλα ίδια.
Αλλά αυτό που έχει σημασία τώρα είναι ότι θέλω να δει κανείς το σύνολο αυτής της ζωγραφικής περιπέτειας.
Υπάρχει και κάτι τελευταίο το οποίο με ενδιαφέρει πολύ να ειπωθεί, να το καταθέσω. Δεν σου λέω τώρα για άλλους ανθρώπους που έχουν πολύ μεγάλη σημασία στη ζωή μου, όπως ο Ράμφος που είμαστε και φίλοι και τον παρακολουθώ, ο Διονύσης Φωτόπουλος, ο Ανδρέας Στάικος, ο Πέρης Ιερεμιάδης κι άλλοι, πάντα ξεχνώ κάποιον… Αλλά στο Παρίσι, εκεί που γνώρισα τη ζωγραφική, είναι ένας πολύ σπουδαίος σύντροφος αυτής της περιόδου, ο Αλέκος Λεβίδης, ο οποίος σε όλη αυτή την περιπέτεια με τα χρώματα ήταν πάντα κοντά, σύμβουλος, φίλος, παρηγορητικός. Κυρίως παρηγορητικός, γιατί τώρα στην έκθεση δεν θα φανεί, αλλά έχω περάσει μεγάλες κοιλιές ανημπόριας – ας μην πούμε μη έμπνευσης. Με είχε ενθαρρύνει πολύ ο Αλέκος, έβρισκε ενδιαφέρον ακόμα και σε κάτι πραγματάκια τόσα δα, γιατί έχει πολύ δυνατό μάτι. Του χρωστώ τόσα πολλά και ξεχνώ να το πω διότι είναι σαν να μιλάω για το βαθύτερό μου εαυτό. Είναι σαν να λέω για τον Πινόκιο με τον τζίτζικα που του μιλάει. Γιατί στη βαθύτερή σου στιγμή, που κάθεσαι μόνος και σκέπτεσαι, είναι σπουδαίο να έχεις έναν να το μοιραστείς.
Αυτή η μελαγχολία σε συνοδεύει μέχρι σήμερα;
Δεν είμαι πια μελαγχολικός, τώρα πλέον δεν μπορώ να πω ότι είμαι ούτε αισιόδοξος ούτε απαισιόδοξος, τίποτα δεν είμαι. Είμαι ένας άνθρωπος ο οποίος, πολύ χονδρικά, προσπαθεί, πιστεύω, για το καλό. Θέλω το καλό.
Info: Αλέξης Κυριτσόπουλος, αναδρομική έκθεση «Παράλληλα» στην Πινακοθήκη Δήμου Αθηναίων, Λεωνίδου & Μυλλέρου, Μεταξουργείο, 210 5202420 - 421
Αλέξης Κυριτσόπουλος, «Άλλοτε και τώρα», εκδόσεις Κέδρος