- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Το φαινόμενο της πεταλούδας: Η ιστορία του εργοστασίου «Κλωσταί Πεταλούδας - Μουζάκης»
41 καλλιτέχνες μελετούν την ιστορία του εργοστασίου
Η έκθεση «Το φαινόμενο της πεταλούδας» στο εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας «Κλωσταί Πεταλούδας - Μουζάκης» και η ζωή του επιχειρηματία Ελευθέριου Μουζάκη
Ο τίτλος της έκθεσης «Το φαινόμενο της πεταλούδας» στο ιστορικό εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας «Κλωσταί Πεταλούδας - Μουζάκης» αναφέρεται στο φαινόμενο σύμφωνα με το οποίο η παραμικρή αλλαγή μπορεί, σε βάθος χρόνου, να οδηγήσει σε σημαντικές αλλαγές στην πορεία της ιστορίας.
Με βάση αυτό, ο επιμελητής Κώστας Πράπογλου, γνωστός για την πετυχημένη διοργάνωση εκθέσεων που δίνουν νέα πνοή σε ιδιαίτερα, εμβληματικά κτίρια ‒πολλά εκ των οποίων είναι μεν εγκαταλελειμμένα, αλλά έχουν αφήσει το έντονο αποτύπωμά τους στον κοινωνικό, οικονομικό και πολιτιστικό χάρτη της χώρας‒, κάλεσε 41 καλλιτέχνες να μελετήσουν με τον δικό τους τρόπο την ιστορία του εργοστασίου, το οποίο λειτουργεί έως και σήμερα, άρρηκτα συνδεδεμένο με τη βιομηχανική ιστορία της Ελλάδος.
Τα έργα των εικαστικών εντάσσονται στους πολυάριθμους χώρους του εργοστασίου και βρίσκονται σε διάλογο με τα μηχανήματα και τα διάφορα προϊόντα που παράγονται εκεί, υφαίνοντας έναν δεσμό μεταξύ της τέχνης και του επιχειρείν.
Το ρολόι του τοίχου του κτιρίου που κάποτε συγχρονιζόταν με ένα κεντρικό ρολόι συνδεδεμένο με όλα όσα βρίσκονταν στους χώρους, ενέπνευσε την Christina Anid για μια site specific εγκατάσταση που διερευνά έννοιες στενά συνδεδεμένες με την αρχιτεκτονική του χρόνου και τους τρόπους που τον κατανοούμε.
Με παραδοσιακές πρακτικές ύφανσης, πλεξίματος και κατασκευής δικτύων ψαρέματος που είδε και έμαθε από το νησί της, την Πάρο, χρησιμοποιώντας φύκια από το Αιγαίο και τον Ειρηνικό, αλλά και χρυσά και μπρούτζινα νήματα από την ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ, η Δήμητρα Σκανδάλη, υποδηλώνει με το έργο της τους μηχανισμούς και τις προσεγγίσεις που δυνητικά θα μας επιτρέψουν να επανασυνδεθούμε με την ιστορία μας, υπογραμμίζοντας τη σημασία της ανάκτησης της γνώσης τους παρελθόντος.
Μέσα σε ένα πρώην δωμάτιο συγκέντρωσης εργαζομένων, εν ώρα ανάπαυλας από την εργασία, η Στέλλα Μελετοπούλου, δημιουργεί ένα νέο περιβάλλον με πολυάριθμα βιομηχανικά στοιχεία από αλουμίνιο που τεμαχίζονται, επαναχρησιμοποιούνται και κρέμονται από την οροφή, όπως οι ακτίνες εκείνες που κάποτε ζωγραφίστηκαν από κάποιους εργάτες στους τοίχους, γεφυρώνοντας το παρελθόν με το παρόν.
Ένας πολύμετρος διάδρομος πλαισιωμένος από μια σειρά ραφιών μετατρέπεται από την Ισμήνη Σαμανίδη σε έναν μυστηριώδη χώρο νημάτων από τα οποία ποσότητες 21 χλμ. απλώνονται και πολλαπλασιάζονται σε όλο το μήκος, σε μία αλληλεπίδραση χώρου και υλικού.
Στη μέση ενός αχανούς χώρου, στο υπόγειο του κτιρίου, το βλέμμα πέφτει αμέσως σε μία κατάλευκη (δομική) κολώνα, ύψους 5 μέτρων, ολόκληρη «ντυμένη» με αλάτι και με τον φωτισμό να δημιουργεί ένα πολύ ιδιαίτερο αποτέλεσμα. Πρόκειται για τη «Γυναίκα του Λωτ», έργο της Κλαίρης Τσαλουχίδη-Χατζημηνά. Η βιβλική μορφή που μετατράπηκε σε στήλη άλατος μετά την καταστροφή των Σοδόμων, αλλά και το αλάτι, απαραίτητο θρεπτικό συστατικό για τη ζωή καθώς επίσης και για τη διαδικασία βαφής των υφασμάτων, αποτέλεσαν την πηγή έμπνευσης για την εικαστικό. Μέσα από το εντυπωσιακό έργο, η καλλιτέχνης θέτει ερωτήματα σχετικά με τη γυναικεία ανωνυμία της συζύγου του Λωτ, αλλά και της ταυτότητας των γυναικών ηρωίδων που εργάστηκαν σε βιομηχανίες όπως η συγκεκριμένη.
Πρόκειται για μία εντυπωσιακή, διαδραστική έκθεση, όπου οι έννοιες παρελθόν, παρόν και μέλλον αλληλοσυγκρούονται και αλληλοσυγχέονται, προσφέροντας ένα ταξίδι στον χωροχρόνο, αλλά και τροφή για σκέψη και προβληματισμό.
Ελευθέριος Μουζάκης, ο «πατέρας της κλωστοϋφαντουργίας»
Η ζωή του ιδρυτή μίας από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες της νεότερης Ελλάδας, μοιάζει με μυθιστόρημα. Γεννήθηκε στη Σμύρνη στις 25 Μαρτίου του 1915. Έζησε την τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής και μετά από αρκετές ταλαιπωρίες, βρέθηκε με τους γονείς και τα πέντε αδέλφια του, πρόσφυγας, στην ιδιαίτερη πατρίδα τού πατέρα του, τη Ζάκυνθο. Εκεί έμειναν έναν χρόνο και μετά εγκαταστάθηκαν στον Πειραιά, αναζητώντας μία καλύτερη τύχη. Ζούσαν σε μια άθλια παραγκούπολη δίπλα στο νεκροταφείο της Ανάστασης. Ο πατέρας του ήταν τσαγκάρης αλλά, αν και έψαχνε, μετά βίας εύρισκε δουλειά, και η μητέρα του αναγκάστηκε να εργάζεται σκληρά σε μία μικρή βιοτεχνία, κρατώντας πάνω της το βάρος της πολυμελούς οικογένειας.
Στο σημείο αυτό αξίζει να να αναφερθεί ένα γεγονός που φανερώνει την αγάπη και την εκτίμηση που έτρεφε ο Ελεύθεριος Μουζάκης για τη μητέρα του, της οποίας τις θυσίες πότε δεν ξέχασε. Μόλις είδε το γύψινο πρόπλασμα της Μάνας της Κατοχής, έργο του Κώστα Βαλσάμη, το οποίο παρουσίαζε μία γυναίκα πεθαμένη που στο μαραμένο στήθος της θήλαζε ένα μωρό, ήταν σαν να έβλεπε, όπως ομολογεί, τη μητέρα του στο αμπάρι του πλοίου που τους μετέφερε από τη Σμύρνη, ξαπλωμένη ‒ούτε φαΐ ούτε νερό τρεις μέρες‒ και στο στεγνό της στήθος το μωρό της, έξι μηνών, η Διονυσία, να προσπαθεί να θηλάσει. Αμέσως δέχθηκε να αναλάβει τα έξοδα χύτευσης και δημιουργίας του κατάλληλου μνημείου για να τοποθετηθεί το άγαλμα στο Α' Νεκροταφείο, σε χώρο που είχε παραχωρήσει ο Δήμος Αθηναίων (απέναντι από την είσοδο της εκκλησίας των Αγίων Θεοδώρων).
Από μικρό παιδί γαλουχήθηκε, όπως αναφέρει στην αυτοβιογραφία του, με πίστη στο Θεό, αγάπη για την πατρίδα και αφοσίωση στην εργασία. «Από Θεού άρξασθαι» ήταν το μότο του, και το ότι πρέπει κανείς να μάχεται για να κερδίσει τον αγώνα της ζωής ήταν κάτι που εφάρμοσε από τα παιδικά του κιόλας χρόνια.
Η απίστευτα κοπιαστική ζωή της μητέρας στεναχωρούσε τον δεκάχρονο Λευτέρη, ο οποίος σκέφτηκε να αρχίσει δουλειές μικροεμπορίου ώστε να μπορεί να προσφέρει κι αυτός στην οικογένεια. Μετά το σχολείο τριγυρνούσε στις γειτονιές του Πειραιά, πουλώντας είδη μαναβικής, καραμέλες, ναφθαλίνη και μυγοσκοτώστρες. Μία φορά τον είχαν συλλάβει να πουλά ντομάτες, χωρίς να έχει άδεια, και όταν τον πήγαν στο δικαστήριο είπε με δάκρυα στα μάτια: «τις πούλαγα για να ζήσω, σπουδάζω και ο πατέρας μου δεν έχει χρήματα». Η ομολογία αυτή δεν φαίνεται να συγκίνησε ιδιαίτερα τον δικαστή που τον τιμώρησε με ένα πρόστιμο 25 δρχ. το οποίο θα έπρεπε να αποπληρώσει με την ενηλικίωσή του. Μεγαλώνοντας, συνέχιζε να κάνει ένα σωρό δουλειές του ποδαριού, όπως να σερβίρει καφέδες και γλυκά του κουταλιού σε ένα καφενείο στην Τρούμπα, να καθαρίζει ψάθινα καπέλα περαστικών κ.ά.
Η δυσχερής οικονομική κατάσταση της οικογένειάς του, που τον ανάγκασε να βγει από νωρίς στον εργασιακό στίβο, ξύπνησε το έμφυτο επιχειρηματικό του δαιμόνιο και ανέδειξε το τεράστιο ταλέντο του στις πωλήσεις. Όπως όμως ο ίδιος ομολογεί «ποτέ δεν πούλησα, ό,τι και αν έκανα, την αξιοπρέπειά μου. Είναι σημαία η αξιοπρέπεια. Αν χάσουμε την αξιοπρέπεια, χάνουμε το όνειρό μας, άρα η ζωή μας χάνει τη χαρά της».
Αφήνοντας πίσω τις υπαίθριες αγορές, άρχισε να εργάζεται, ως μισθωτός, στην εταιρεία αντιπροσωπειών Ραζή. Με την εργατικότητα, την οξυδέρκεια, το ήθος και την όρεξή του για δουλειά, κέρδισε γρήγορα την εμπιστοσύνη του αφεντικού του. Όταν η εταιρεία οδηγήθηκε σε παύση εργασιών, λόγω περιορισμών στις εισαγωγές, ακολούθησε τον Ραζή στην επόμενη επιχειρηματική του δραστηριότητα, την εταιρεία κλωστών «Τρία Αστέρια» και ανέλαβε καθήκοντα διευθυντή, αν και ήταν μόλις 20 χρονών.
Έτσι ξεκίνησε η πετυχημένη πορεία του στον χώρο της κλωστοϋφαντουργίας, έναν χώρο δύσκολο και ανταγωνιστικό και το όνομά του άρχισε να ακούγεται για τις κινήσεις που έκανε και τις μεθόδους που εφάρμοζε, προκειμένου να αποκτήσει η εταιρεία μία ευυπόληπτη θέση στην αγορά.
Ο μεγαλύτερος ανταγωνιστής, ο Ι. Θεοδωρακόπουλος των κλωστών «Κιθάρα», διακρίνοντας το ταλέντο και το πείσμα του για την επιτυχία, του έκανε μία δελεαστική πρόταση συνεργασίας, προσφέροντάς του τριπλάσια αμοιβή απα αυτήν που έπαιρνε. Εκείνος την απέρριψε λέγοντας: «Ευχαριστώ για την πρόταση. Αυτό όμως σκοντάφτει στον χαρακτήρα μου. Πρέπει να συνεχίσω να εργάζομαι γι' αυτούς που επί χρόνια πολλά μου εμπιστεύτηκαν την ανάπτυξη της επιχείρησής τους. Σε αυτούς έχω αφοσιωθεί μέχρι σήμερα. Μπορώ αύριο να γίνω πολέμιός τους;»
Μετά την επιστροφή του από το αλβανικό μέτωπο, το 1941, άρχισε τη δική του δουλειά. Με 1.500 δρχ. απέκτησε την πρώτη του μονοκέφαλη, ποδοκίνητη μηχανή, ενώ λίγο αργότερα νοίκιασε ένα εργοστάσιο στην οδό Αδριανού 61, με δύο ποδοκίνητες μηχανές, και άρχισε η παραγωγή με μανταρίσματα και χαρτονάκια. Το 1944 κυκλοφόρησε την πρώτη κουβαρίστρα κλωστής με το έμβλημά του, την «Πεταλούδα» η οποία έμελλε να γίνει πασίγνωστη για την ποιότητά της, και η επιχείρηση «Κλωσταί Πεταλούδας-Μουζάκης» μία από τις μεγαλύτερες κλωστοϋφαντουργίες της Ελλάδας, αλλά και τρίτη μεγαλύτερη στην Ευρώπη.
Μία δε διαφήμιση που είχε κάνει πολύ μεγάλη αίσθηση εκείνη την εποχή (Ιούνιος, 1944), στην ακόμη κατεχόμενη Ελλάδα, ήταν ένα πόστερ που απεικόνιζε δεμένους σε μία καρέκλα τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι, με τον Μουσολίνι να αποκρίνεται στον πρώτο: «Μπορεί, Φύρερ μου, να έχεις σπάσει γραμμές και οχυρά. Αλλά την κλωστή Πεταλούδας που μας έχουν δέσει, δεν πρόκειται να την σπάσεις ποτέ». (Το κείμενο είχε γράψει ο ίδιος ο Μουζάκης.)
Το 1951, ο γαλλικός κολοσσός DMC του πρότεινε συνεργασία για τη συσκευασία μερικών προϊόντων του, ενώ μεγάλοι εισαγωγείς (των προϊόντων αυτών) μέχρι τότε κερδοσκοπούσαν, κάνοντας μαύρη αγορά. Η κίνηση αυτή εισαγωγής νημάτων από την Γαλλία, ήταν η αφορμή για να αρχίσει ένας ανελέητος πόλεμος εναντίον του από ανταγωνιστές, χονδρέμπορους, νηματουργούς, Πανελλήνια Οργάνωση Σηροτρόφων, Αναπηνιστών, Μεταξουργών, κατασκευαστών μετάξης κ.ά., με σκοπό την ακύρωση των αδειών που είχαν ήδη εγκριθεί και τη διάλυση της συνεργασίας.
Παρόλο που δεν είχε γνωριμίες με πολιτικές προσωπικότητες, όπως οι περισσότεροι εκ των αντιπάλων του, κατάφερε να βγει νικητής, οι ανταγωνιστές του να γίνουν πλέον φίλοι και συνεργάτες του και το εργοστάσιο να βρίσκεται σε μία συνεχή ανοδική πορεία, με τη διαφήμιση να παίζει έναν πολύ σημαντικό ρόλο, καθώς επίσης και οι πρωτοποριακές για την εποχή τεχνικές management και marketing.
Τα εμπόδια δεν τον πτόησαν, απεναντίας τον έκαναν πιο εφευρετικό, και όπως απάντησε σε μία σχετική ερώτηση κάποτε «Εάν στη ζωή δεν με κυνηγούσαν, δεν θα είχα φτάσει ούτε εκεί που βρισκόμουν στα 1949-1950. Ίσως και να μην υπήρχα. Το κυνήγημα και ο ανταγωνισμός ωφέλησαν στη συνεχή ανοδική μου πορεία, στην προσφορά υπηρεσιών μου στην πολιτεία με πληρωμή φόρων και στο κοινωνικό σύνολο με παροχή υψηλής ποιότητας προϊόντων αφ' ενός και αφ' ετέρου με προσφορά εργασίας σε 1.350 οικογένειες που εργάζονται σε μένα και σε μερικές εκατοντάδες επιχειρήσεις που συνεργάζονται μαζί μας».
Μία από τις γνωστές εργαζόμενες στην εταιρεία ήταν η Άντζελα Δημητρίου, ένα κορίτσι από φτωχή οικογένεια που το πρωί δούλευε στο εργοστάσιο της Πεταλούδας, στο Περιστέρι, ως νεαρή κορδελιάστρα, και το βράδυ τραγουδούσε σε νυχτερινά κέντρα.
Εκείνη δε την εποχή αποφασίζει την έναρξη εξαγοράς των βιομηχανιών κλωστών και το 1957 ιδρύονται οι «Κλωστοβιομηχανίαι Ελλάδος Α.Ε.» που περιλαμβάνουν τις μέχρι τότε εξαγορασθείσες 17 εταιρείες κλωστών.
Στις επόμενες δεκαετίες ο Μουζάκης εξελίχθηκε στον πιο πετυχημένο βιομήχανο με ρεκόρ εξαγορών. Η εταιρεία του, με δυναμικό 1.500 υπαλλήλων, εισάγεται στο Χρηματιστήριο, εξαπλώνεται σε διεθνείς αγορές, εκσυγχρονίζεται συνεχώς και παράγει υψηλής ποιότητας κλωστές ραφής και κεντήματος όλων των τύπων, κατασκευασμένες από βαμβάκι, πολυεστέρα και σύμμικτα (βαμβάκι/πολυεστέρα) έχοντας αναλάβει την κατ' αποκλειστικότητα διάθεση των ξένων οίκων D.M.C., MADEIRA, GUTERMANN, τα οποία είναι συμπληρωματικά με τα δικά της προϊόντα και εισάγονται από το εξωτερικό.
Ο Ελευθέριος Μουζάκης έμεινε στην ιστορία όχι μόνο ως ένας από τους πιο οξυδερκείς, χαρισματικούς μεγαλοβιομήχανους ή ο «πατέρας του ελληνικού επιχειρηματικού μάρκετινγκ», αλλά και ως «ο ειλικρινέστερος Έλληνας φορολογούμενος μεταξύ όλων των επιχειρηματιών», τίτλος που του απενεμήθη το 1980 από το Υπουργείο Οικονομικών.
Όπως είχε πει χαρακτηριστικά: «Το κράτος είμαστε εμείς. Χρεώνοντας το κράτος χρεώνουμε τους εαυτούς μας. Και αν υπερχρεωθεί το κράτος, τότε είναι πολύ δύσκολο να συνεχίσουμε και εμείς ως άτομα να έχουμε την ελευθερία μας... Νιώθω υποχρέωσή μου να φροντίζω όχι μόνο για τον εαυτό μου, αλλά και για το καλό της πατρίδας μου. Μετά θα σας πω και το άλλο. Δεν καταλαβαίνω όλους αυτούς που χάνουν τόσες ώρες για να βρουν έναν τρόπο να κλέψουν την Εφορία. Αν τον χρόνο που χάνουν για να βρουν το κόλπο να κλέψουν τον αφιέρωναν στη δουλειά τους, θα κέρδιζαν περισσότερα».
Ο Μουζάκης πέθανε το 2006, έχοντας όμως προνοήσει για την επόμενη μέρα της εταιρείας του. Άφησε πίσω μία τεράστια περιουσία και την επιχείρηση κερδοφόρα, παρά την κρίση που μάστιζε την ευρωπαϊκή κλωστοϋφαντουργία, καθώς επίσης και ένα γερό καταπίστευμα, ως άτοκο δάνειο, για την αξιοποίησή του σε περίπτωση που ο όμιλος αντιμετώπιζε ταμειακές δυσχέρειες και για την αποπληρωμή υποχρεώσεων. Με τη διαθήκη του άφησε ως παρακαταθήκη στους κληρονόμους του μία εντολή: «Αν θέλετε να αποκτήσετε τις μετοχές και την περιουσία μου, για τα επόμενα 15 χρόνια, μέχρι τον Δεκέμβριο του 2021, είστε υποχρεωμένοι να μην πουλήσετε την εταιρεία, τις μετοχές και τα ακίνητά της. Ό,τι κι αν έχει συμβεί».
Το 85% των μετοχών του περιήλθε στους άμεσα οικογενειακούς κληρονόμους του (την σύζυγό του και τις 4 κόρες του), ενώ το υπόλοιπο 15% σε 6 συνεργάτες στελέχη της επιχείρησης που ήθελε να ανταμείψει για τη μακρά και επιτυχημένη συμπόρευση ετών. Μεταξύ αυτών, ο ανιψιός του, Νίκος Σαράφης, και η αδελφή του, Ελένη Μουζάκη Μπουρίτσα. Μετά τον θάνατό του, τα ηνία της προεδρίας του Ομίλου έχει αναλάβει η σύζυγός του Ελευθερία. Η «Πεταλούδα» είναι ήδη 79 ετών και συνεχίζει να λειτουργεί ως οικογενειακή επιχείρηση, με ελληνική ταυτότητα.
Είναι δε πολύ συγκινητική η αναφορά της εικαστικού Άντας Πετρανάκη στο πρόσωπο του Μουζάκη: «Όταν ήλθαμε και αρχίζαμε να στήνουμε την έκθεση με προσέγγισαν παλιοί υπάλληλοι και μου είπαν ότι έπρεπε να γνωρίσεις τον κο Μουζάκη. Αγαπούσε τόσο πολύ τους υπαλλήλους του που τους φρόντισε και μετά τον θάνατό του. Με όρο στη διαθήκη του, και ανάλογα με τα χρόνια εργασίας, μοίρασε από 1.500 έως 3.000 ευρώ στον καθέναν».
Τέτοιοι άνθρωποι έχουν πολλούς λόγους για να μείνουν στην ιστορία και να αποτελέσουν φωτεινό παράδειγμα για τις επόμενες γενιές.
Βιβλιογραφία
- Μουζάκης, Ελευθέριος, ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ, ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ, εκδ. ΚΕΔΡΟΣ, Αθήνα, 1997.
Ηλεκτρονικές πηγές