- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Βρυσάκι: Αναζητώντας τη χαμένη συνοικία
Τα έργα της Αρτέμιδος Χατζηγιαννάκη μας μεταφέρουν στην ατμόσφαιρα της Παλιάς Αθήνας της εποχής των αρχών του 20ού αιώνα
«Βρυσάκι: Αναζητώντας τη χαμένη συνοικία»: Η έκθεση της Αρτέμιδος Χατζηγιαννάκη στο Λουτρό των Αέρηδων και η ιστορία της περιοχής
Μία εξαφανισμένη συνοικία της Παλιάς Αθήνας, το Βρυσάκι, ξεπρόβαλε από τα χαλάσματα και τη σκόνη της κατεδάφισης και ξαναζωντάνεψε μέσω των έργων της Αρτέμιδος Χατζηγιαννάκη, που φιλοξενούνται στον χώρο του Λουτρού των Αέρηδων - Μουσείο Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού, στην Πλάκα, του μόνου από τα δημόσια λουτρά της Αθήνας που σώζεται έως σήμερα. Ήταν γνωστό τα χρόνια της τουρκοκρατίας ως «το χαμάμ του Αμπίντ Εφέντη».
Οι υδατογραφίες της εικαστικού αναπαριστούν μ' έναν μοναδικό τρόπο την ανθρωπογεωγραφία μίας συνοικίας που θυσιάστηκε για να αναβιώσει ένα ένδοξο παρελθόν, αυτό της Αρχαίας Αγοράς, το λίκνο της δημοκρατίας και επίκεντρο του δημόσιου βίου της αρχαίας πόλης.
Η Άρτεμις Χατζηγιαννάκη –μαχόμενη συμβολαιογράφος, με καταγωγή από τη Σμύρνη– προσελκύεται, όπως αναφέρει, «από θέματα που έχουν σχέση με την απώλεια, θέματα που δεν υπάρχουν προσωπικές μνήμες του χώρου, ούτε δυνατότητα πλέον πρόσβασης σ' αυτούς». Η παραστατική ζωγραφική της στηρίζεται στην παρατήρηση και στην ενδελεχή μελέτη τεκμηρίων και φωτογραφιών από γεγονότα που την άγγιξαν ή της κέντρισαν την περιέργεια, καθώς επίσης και σε οικογενειακές αναμνήσεις ή προφορικές μαρτυρίες τις οποίες δραματοποιεί εικαστικά, με ιδιαίτερη δυναμικότητα αλλά και ευαισθησία.
Πτυχές της καθημερινότητας, συνήθειες, έθιμα και παραδόσεις της θρυλικής συνοικίας του Βρυσακίου, αναγεννιόνται γεφυρώνοντας ταυτόχρονα το κενό που υπάρχει ανάμεσα στο σήμερα και στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν ενός ιστορικού αστικού τοπίου, ελάχιστα γνωστό σε πολλούς.
Για να επιτευχθεί το άψογο αυτό αποτέλεσμα, εκτός από τη δεξιοτεχνία της ζωγράφου, τη στενή της συνεργασία με την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών και με τον συνεπιμελητή της έκθεσης –τον δημοσιογράφο και αθηναιογράφο Νίκο Βατόπουλο, με τον οποίο μοιράζονται τη μεγάλη αγάπη αλλά και τις αστείρευτες γνώσεις τους για την Αθήνα–, απαιτήθηκαν ώρες μελέτης και αξιοποίησης ιστορικών τεκμηρίων και αρχειακού υλικού, όπως και συνεντεύξεις ανθρώπων που μπόρεσαν, μέσω των αναμνήσεών τους, να προσφέρουν πολύτιμες προφορικές μαρτυρίες.
Μέσα από τα έργα, ο επισκέπτης μεταφέρεται στην ατμόσφαιρα της Παλιάς Αθήνας της εποχής των αρχών του 20ού αιώνα, μέχρι τα χρόνια των απαλλοτριώσεων και των ανασκαφών που ακολούθησαν, προκειμένου να έλθει στο φως η Αρχαία Αγορά.
Ο θεατής μπορεί να δει τα παιδιά της συνοικίας να παίζουν πετροπόλεμο στην πλατεία Στοά των Γιγάντων, πλατεία που δημιουργήθηκε όταν περικλείστηκε με πέτρινο τοίχο και κιγκλιδώματα το σημείο που αποκαλύφθηκαν οι τρεις κολοσσιαίοι ανδριάντες, κατά τη διάρκεια των ανασκαφών της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, το 1858.
Όπως μας αναφέρει η εικαστικός εμπνεύστηκε τη σκηνή από την πρώτη «ηχητική και άδουσα» ελληνική ταινία, «Οι Απάχηδες των Αθηνών», σε σκηνοθεσία Δημήτρη Γαζιάδη, που γυρίστηκε στην περιοχή το 1930. (Η ταινία, μετά την αποκατάσταση και ψηφιοποίησή της, χάρη στη δωρεά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, βρίσκεται σήμερα στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος).
Μπορεί να δει στον αριθμό 18 της οδού Αρείου Πάγου (τον μακρύτερο και πιο πολυσύχναστο δρόμο της συνοικίας, που ξεκινούσε από την οδό Αδριανού και ανηφόριζε προς τον Άρειο Πάγο, ακολουθώντας τη χάραξη της αρχαίας οδού των Παναθηναίων), την οικία με το βαρελοποιείο. Πρόκειται για το πιο μεγάλο σε έκταση κτίριο, με πολλαπλές χρήσεις, από τα πιο παλιά της συνοικίας που οικοδομήθηκε αμέσως μετά την ανακήρυξη της Αθήνας ως πρωτεύουσας του ελληνικού κράτους, στη θέση που μέχρι τις αρχές της επανάστασης, βρισκόταν η οικία του αρχαιοκάπηλου, προξένου της Γαλλίας, Λουίς Φωβέλ, ο οποίος είχε συγκεντρώσει στο υπόγειο του σπιτιού του τόσα έργα που κάλλιστα θα μπορούσαν να γεμίσουν ένα μουσείο. Το σπίτι του Φωβέλ ήταν το πρώτο που κατεδαφίστηκε.
Μπορεί να δει τα ερείπια της Στοάς του Αττάλου, πριν την ανακατασκευή της (1953-1956), καθώς και κτίσματα των οδών Ποικίλης και Πολυγνώτου που υπήρχαν εκεί μέχρι το 1950 και κατεδαφίστηκαν στη δεύτερη φάση των ανασκαφών (1951-1970).
Εικόνες που σήμερα μας φαίνονται αδιανόητες, όπως γυναίκες να πλένουν και να απλώνουν την μπουγάδα τους γύρω από την Πύλη της Αρχέτιδας Αθηνάς, Κούλουμα πάνω στον Άρειο Πάγο, μικροπωλητές με τα κάρα και την πραμάτεια τους πάνω στη γέφυρα της οδού Ποσειδώνος, λαϊκή αγορά μπροστά στον ναό του Ηφαίστου, είναι μερικά ακόμη από τα έργα που απαρτίζουν τη νοσταλγική αυτή περιοδική έκθεση που αναπλάθει ιστορίες και μνήμες από μία ζωντανή γειτονιά του κέντρου της Αθήνας «που χάθηκε για πάντα σαν την Ατλαντίδα κάτω από την σκαπάνη των ανασκαφών», όπως γράφει ο Γιάννης Σιμωνέτης στο βιβλίο του «ΘΗΣΕΙΟ. Γειτονιές που χάθηκαν».
Επεξηγηματικά κείμενα, όπου ορίζεται η θέση του εικονιζόμενου έργου, συνοδεύουν το κάθε ένα απ' αυτά και όλα πλαισιώνονται από επιλεγμένα αντικείμενα των μουσειακών συλλογών τα οποία λειτουργούν ως υλικοί σύνδεσμοι του σήμερα με το χθες. Η ιδιαίτερη διάταξη του λουτρού, με τους μικρούς δαιδαλώδεις χώρους, τους διάτρητους θόλους, τις πανέμορφες μαρμάρινες γούρνες, σε συνδυασμό με τα έργα της Άρτεμις Χατζηγιαννάκη καλούν τον επισκέπτη να πάρει μέρος σε ένα παιχνίδι κρυμμένου θησαυρού.
Βρυσάκι: Λίγα λόγια για την εξαφανισμένη συνοικία
Περπατώντας, σήμερα, από το Μοναστηράκι (και πιο συγκεκριμένα από τους Αέρηδες) προς το Θησείο, δύσκολα μπορεί να φανταστεί κάποιος ότι σ' όλη αυτή την περιοχή, ειδικά δε εκεί που βρίσκεται σήμερα ο αρχαιολογικός χώρος της Αρχαίας Αγοράς, υπήρχε προπολεμικά μια από τις πιο πυκνοκατοικημένες, πολυσυλλεκτικές και πολύβοες συνοικίες της Παλιάς Αθήνας, ένα πραγματικό χωνευτήρι ανθρώπων, κοινωνικών τάξεων και ειδικοτήτων, γεγονός που διαμόρφωσε τόσο τον χαρακτήρα της όσο και την όψη της.
Μία συνοικία με εργάτες, υπαλλήλους, μεσοαστούς, πρόσφυγες, αλλά και πλουσίους, μία συνοικία γεμάτη σπίτια απλά, λιτά, μονώροφα ή διώροφα με λιακωτά αλλά και νεοκλασικά, όπου μέσα σ' αυτά οι άνθρωποι έζησαν πίκρες και χαρές, μια συνοικία γεμάτη μαγαζάκια και μικρά εργοστάσια (υποδηματοποιίας, κηροποιίας κυτιοποιίας, κατόπτρων, ξυλουργίας), φούρνους, ζαχαροπλαστεία, καφενεία, ζυθοπωλεία και οινοπωλεία, μία συνοικία γεμάτη από τις φωνές των πλανόδιων πωλητών, των παιδιών που έπαιζαν στις αλάνες, τα κουδουνίσματα των ποδηλάτων, τους θορύβους από τα πατίνια με το ρουλεμάν, τα τραγούδια, τις καντάδες, τους ήχους της λατέρνας και της ρομβίας.
Το όνομά της αποδίδεται ή σε παραφθορά της λέξης Ευρυσάκειο (αρχαίο «Ιερόν» του Σαλαμίνιου ήρωα Ευρυσάκη, γιου του Αίαντα, που βρισκόταν στον Αγοραίο Κολωνό, δηλαδή κοντά στον ναό του Ηφαίστου) ή σε μία από τις πολλές βρύσες που υπήρχαν στην περιοχή και μέσω αυτών διοχετευόταν το νερό που πήγαζε από τον βράχο της Ακρόπολης.
Ελάχιστα σπίτια υπήρχαν εκεί μέχρι την Επανάσταση του '21. Τα περισσότερα κτίστηκαν τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης, όταν με το διάταγμα της Αντιβασιλείας αποφασίστηκε η μεταφορά της πρωτεύουσας του κράτους, από το Ναύπλιο στην Αθήνα (18.9.1834).
Το 1890 διανοίχθηκε, στην Παλιά Πόλη, μία μεγάλη τάφρος για την επέκταση της σιδηροδρομικής γραμμής μεταξύ Θησείου και Ομόνοιας και για την πρόσβαση των πεζών στην οδό Αδριανού κατασκευάστηκαν 4 γέφυρες. Σήμερα, ο επισκέπτης που εισέρχεται στον αρχαιολογικό χώρο, από την οδό Αδριανού, διασχίζει τη μεγαλύτερη από εκείνες τις γέφυρες.
Οι τρεις μεγάλες εκκλησίες της συνοικίας –οι Άγιοι Απόστολοι του Σολάκη, ο Άγιος Φίλιππος και η Παναγιά η Βλασαρού– προσδιόριζαν αντίστοιχα τις τρεις γειτονιές της. Στη δε τελευταία, μία τρίκλητη βασιλική του 17ου αιώνα, αφιερωμένη στα Εισόδια της Θεοτόκου, που βρισκόταν μεταξύ του αλλοτινού Μνημείου των Επωνύμων Ηρώων και του Ωδείου του Αγρίππα, στήθηκε το 1834 το Πρωτοδικείο Αθηνών, ενώ λίγο αργότερα, εκεί εγκαταστάθηκε ο Άρειος Πάγος. Κατεδαφίστηκε στις ανασκαφές του 1939 και όλα τα ιερά λείψανά της τα κληρονόμησε η εκκλησία του Αγίου Φιλίππου.
«Στην Παναγιά τη Βλασσαρού την πυκνογειτονιά/έμαθαν οι ανύπαντρες να κάνουνε παιδιά», διαβάζουμε σ' ενα σατυρικό διάστιχο που επιβεβαιώνει το πόσο πυκνοκατοικημένη ήταν η περιοχή.
Και «Το σπίτι που ‘ναι δίπλα στη Βλασσαρού», την οικία της Μαρίας και του Σταμάτη Σπυρόπουλου στον αριθμό 7 της οδού Επωνύμων, είχε διαλέξει το 1928 για να ζωγραφίσει ο νεαρός τότε Γιάννης Τσαρούχης.
Στον χώρο της Αρχαίας Αγοράς βρίσκεται σήμερα η άλλοτε ενοριακή εκκλησία της συνοικίας, οι Άγιοι Απόστολοι Σολάκη (11ος αι.), σταυροειδής, τετράκογχη με τρούλο, ένα μνημείο της μεσαιωνικής Αθήνας, σύγχρονο των Αγ. Θεοδώρων της Αθήνας και της Καπνικαρέας. Η προσωνυμία Σολάκη οφείλεται σε κάποια αρχοντική οικογένεια που κατοικούσε στην περιοχή.
Σ' ένα σπίτι κοντά στους Αγίους Αποστόλους γεννήθηκε το 1935 ο μεγάλος μας ζωγράφος Αλέκος Φασιανός και όπως διαβάζουμε σε μία συνέντευξη που είχε δώσει στην Λίζα Σκουζέ-Πετρίδη «... Ο παππούς μου σ' αυτή την εκκλησία ήταν παπάς. Μπουσουλούσα μέσα στο Ιερό και κρυβόμουνα κάτω από την μαρμαρένια Αγία Τράπεζα που ήταν κούφια. Οταν μεγάλωσα λίγο, βοηθούσα και τον παππού στο Ιερό. [...] Οταν άρχισαν οι ανασκαφές, πήγαμε σε κάτι σπίτι παραπάνω, στα σπίτια του Μιχαλέα. [...] Για να πάμε στα Μιχαλέϊκα περνούσαμε μπροστά από κάτι αγάλματα, τους Τρίτωνες, που ήσαν στην Αγορά, χωμένοι μέχρι τη μέση μέσα στη γη. Τα παιδιά, εμείς, τα φωνάζαμε οι Γίγαντες και τους κοροϊδεύαμε και βγάζαμε τη γλώσσα».
Κατά τη διάρκεια των ανασκαφών, η Αμερικανική Σχολή αποκατέστησε το μικρό εκκλησάκι του οποίου η αρχική μορφή είχε αλλοιωθεί από μεταγενέστερες επεκτάσεις και ένα καμπαναριό. H μαρμάρινη κολυμβήθρα της εκκλησίας μεταφέρθηκε στην αυλή του Βυζαντινού Μουσείου.
Πίσω από το ιερό της εκκλησίας, σχηματιζόταν μία μικρή πλατεία, η πλατεία των Αγίων Αποστόλων, που αποτελούσε το κέντρο στο Βρυσάκι (μεταξύ των οδών Αρείου Πάγου, Πολυγνώτου και Βουλευτηρίου). Αριστερά και δεξιά της βρισκόντουσαν μανάβικα, μπακάλικα, καφενεία, ταβέρνες, μικρά εμπορικά μαγαζιά. Γνωστά δε ήταν τα καφενεία του Καρατζά, τόπος συγκέντρωσης των Βενιζελικών και του Σοφού, όπου μαζεύονταν οι βασιλόφρονες.
Οι οδοί Αγίων Αποστόλων, Απολλοδώρου, Επωνύμων, Αστεροσκοπείου ήταν μερικές από τις κεντρικές της συνοικίας, γεμάτες μικρομάγαζα, ταβέρνες, οινοπωλεία και σπίτια με πλακόστρωτες αυλές γεμάτες γλαστράκια και τενεκέδες με λουλούδια.
Μεγάλες πλατείες της συνοικίας ήταν η μακρόστενη Πλατεία της Στοάς των Γιγάντων και η ορθογώνια Πλατεία Θησείου, στη νότια πλευρά του ναού.
Η διάνοιξη της οδού Αποστόλου Παύλου, το 1860, χώρισε την πλατεία από τον Λόφο των Νυμφών και τη γειτονιά που το 1923 θα ονομαζόταν Θησείο.
Μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, η πλατεία ήταν μία αδόμητη αλάνα και σ' ένα σημείο αυτής στήθηκαν το 1922 σκηνές για τους πρόσφυγες και λίγο αργότερα κτίστηκε εκεί μια μικρή παραγκούπολη.
Στην πλατεία Θησείου υπήρχε το καφεναδάκι του Πετσάλη, αγαπημένο στέκι των εντόπιων αλλά και επισκεπτών, μια και εξυπηρετούσε τον υπαίθριο βουβό κινηματογράφο με μία πρόχειρη σκηνή που στηνόταν κάθε βράδυ, μπροστά από το μνημείο. Ο κινηματογράφος ΖΕΦΥΡΟΣ, ήταν ένα άρτια οργανωμένο θερινό σινεμά, όπου οι θεατές δεν πλήρωναν εισιτήριο, αρκεί ν' αγόραζαν κάτι από την καντίνα.
Και όπως θυμάται ο Γιάννης Σιμωνέτης, το 1934, ιδρύθηκε το τρίτο σινεμά της πλατείας, το ΕΝΤΕΝ, ένας σύγχρονος κινηματογράφος, με καλά μηχανήματα και πολύ καλό ρεπερτόριο ταινιών, ιδιοκτησίας του Σπύρου Σκούρα, του μετέπειτα ιδρυτή της αμερικανικής εταιρείας ταινιών Scuras filsm.
Στο δυτικό μέρος της πλατείας βρισκόταν το θρυλικό, λαϊκό θέατρο του Φαρέα, απ' όπου ξεκίνησαν την καριέρα τους γνωστοί ηθοποιοί και καραγκιοζοπαίχτες και εκεί έκανε τα πρώτα του βήματα ο αυτοδίδακτος αγαπημένος ηθοποιός, Βασίλης Αυλωνίτης – κάτοικος της περιοχής από τα παιδικά του χρόνια.
Σήμερα δεν μπορούμε καν να φανταστούμε ότι σε μία στέρνα ελλειπτικού σχήματος, που υπήρχε στο νότιο άκρο της πλατείας, μάθαιναν μπάνιο οι πιτσιρικάδες της γειτονιάς. Την δε ημέρα των Θεοφανείων, οι ιερείς της Αγίας Μαρίνας αγίαζαν τα νερά ρίχνοντας μέσα στη στέρνα τον σταυρό.
Οι γειτονιές των Αγίων Απόστόλων και Βλασσαρού εξυπηρετούντο από ένα σχολείο, το τότε 13ο Δημοτικό Σχολείο, γνωστό ως σχολείο του Μερτζιώτη, που βρισκόταν στην γωνία των δρόμων Βρυσακίου και Κλάδου.
Αυτή η γειτονιά, σίγησε για πάντα. Σήμερα, έχει μετατραπεί σ' έναν εμβληματικό και ειδυλλιακό αρχαιολογικό χώρο, όπου οι επισκέπτες έρχονται σ' επαφή με σημαντικά μνημεία του πολύ μακρινού παρελθόντος που στην πορεία λεηλατήθηκαν, βανδαλίστηκαν, σκεπάστηκαν από προσχώσεις μέχρι που μέρος αυτών ξαναήλθε στην επιφάνεια, αφού θυσιάστηκε γι' αυτά ένας αστικός ιστός του σύγχρονου παρελθόντος.
Λίγα λόγια για το ιστορικό των ανασκαφών
Το ενδιαφέρον για την αποκάλυψη της Αρχαίας Αγοράς ήταν τεράστιο τόσο από την ελληνική όσο και τη διεθνή αρχαιολογική και επιστημονική κοινότητα. Η Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία είχε ήδη κάνει εκτενείς ανασκαφές στο ανατολικό τμήμα της Αγοράς, οι οποίες όμως σταμάτησαν λόγω του ότι το ελληνικό δημόσιο δεν μπορούσε να σηκώσει ένα τόσο μεγάλο οικονομικό βάρος.
Έτσι, η κυβέρνηση αναγκάστηκε να προσεγγίσει τις ξένες Αρχαιολογικές Σχολές στην Αθήνα. Ο τότε διευθυντής της Αμερικανικής Σχολής, Bert Hodge Hill, εξέφρασε το έντονο ενδιαφέρον της Σχολής ν' αναλάβει ένα μεγάλο τμήμα των ανασκαφών και το 1926 ο John D. Rockefeller Jr. πείστηκε να συμμετάσχει οικονομικά στις ανασκαφές, δωρίζοντας το ποσό των 250.000 δολαρίων, επιθυμώντας όμως να παραμείνει ανώνυμος. Οι διαβουλεύσεις για τη σύναψη συμφωνίας μεταξύ ελληνικής κυβέρνησης - Ελλήνων αρχαιολόγων και Σχολής, ήταν εξαιρετικά πολύπλοκες και χρονοβόρες.
Η προσωπική παρέμβαση του πρωθυπουργού Ελ. Βενιζέλου (1928), έδωσε λύση στο πρόβλημα με την ψήφιση του νόμου 4212, βάσει του οποίου ικανοποιήθηκαν και οι δύο πλευρές και εξασφαλίστηκε η συνέχιση της χρηματοδότησης του έργου. Ολόκληρη η περιοχή της ανασκαφής (112.000 τετραγωνικά μέτρα) χαρακτηρίστηκε ως αρχαιολογικός χώρος, απαλλοτριωτέου υπέρ του ελληνικού δημοσίου, ανεξάρτητα από τον φορέα διενέργειας της ανασκαφής. Χωρίστηκε δε σε δύο τμήματα, όπου δυτικά ήταν η αμερικανική ζώνη με 67.000 τετραγωνικά μέτρα και ανατολικά η ελληνική, με το υπόλοιπο, 45.000 τετραγωνικά μέτρα.
Το 1929 αποφασίστηκε η απαλλοτρίωση των ιδιοκτησιών και η αποζημίωση των ιδιοκτητών, οι οποίοι έπρεπε να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, μετά την ολοκλήρωση των απαραίτητων ελέγχων. Οι ανασκαφές γινόντουσαν υπό την εποπτεία του T. Leslie Shear και ξεκίνησαν στις 25 Μαϊου του 1931 με την κατεδάφιση των 15 πρώτων σπιτιών.
Όλο αυτό προκάλεσε έντονες διαμαρτυρίες, εντάσεις, δημοσιεύσεις σε εφημερίδες, αρκετές προσφυγές στα δικαστήρια και τις επακόλουθες καθυστερήσεις. Διαμεσολαβητής των διαπραγματεύσεων μεταξύ του ελληνικού κράτους, ιδιοκτητών και του Edward Capps, Προέδρου της Διοικούσας Επιτροπής της Σχολής, ήταν ο Αναστάσιος Αδοσίδης, ένας χαρισματικός, επικοινωνιακός άνθρωπος, ο οποίος στην προσπάθειά του να επιταχύνει τη διαδικασία των απαλλοτριώσεων, ήλθε πολλές φορές σε δύσκολη θέση, λόγω των πιέσεων ή των απειλών που δεχόταν από απελπισμένους ή αγανακτισμένους ιδιοκτήτες.
Συχνά γινόταν αποδέκτης συγκινητικών επιστολών, όπως η παρακάτω της Μαρίας Πετράκη «... τουλάχιστον να πάρω τα παράθυρά και πόρτες να κάμω μίαν παράγκα να καθείσω διότι εις υποχρεώσεις μου έδωσα τα λεπτά που πήρα και τώρα σε λίγο καιρόν θα στερηθώ και το ψωμί». Αλλά και απειλητικών, όπως αυτή με την υπογραφή «ένας "αδικημένος"». «έχω το ατύχημα να είμαι και εγώ εις εξ εκείνων που πετάξατε εις τους δρόμους κατά τον ελεϊνότερον τρόπον... Και επειδή εξαιτίας σας ευρίσκομαι σε ελεϊνή οικονομική κατάστασιν, μάθε ότι θα σε τινάξω τον αέρα με χειροβομβίδα για να μην χαρής εσύ παλιοκερατά τον ίδρωτα τον ιδικόν μας μαζύ με αυτόν τον αρχιρουφιάνο τον Πουστογεωργιάδη τον κεραταρμένη».
Ιδιαίτερη ευαισθησία έδειχνε όταν έφτανε η ώρα για την κατεδάφιση κάποιου από τα πολλά μικρά εκκλησάκια και ιδιόκτητα παρεκκλήσια που βρίσκονταν στην περιοχή. «Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι θλιβερό πράγμα είναι η κατεδάφιση μίας εκκλησίας για το λαϊκό αίσθημα στην Ελλάδα», έγραφε στον Edward Capps, εφιστώντας την προσοχή για τη λεπτότητα με την οποία έπρεπε να χειριστούν αυτά τα θέματα.
Την περίοδο 1931-1939 κατεδαφίστηκαν γύρω στα 600 κτίρια από 348 οικόπεδα και περισσότεροι από 5000 κάτοικοι εκτοπίστηκαν και αποζημιώθηκαν. Οι 18 οικίες που γλύτωσαν της κατεδάφισης, ανατολικά της Στοάς του Αττάλου, αφέθηκαν στη φθορά του χρόνου. Με πρωτοβουλία του Υπουργείου Πολιτισμού, και παρ' όλες τις κάποιες αντιδράσεις, αυτές αναστηλώθηκαν και σήμερα, ως εκθεσιακοί χώροι μέσα στην Αυλή των Θαυμάτων (μία ολόκληρη γειτονιά στο Μοναστηράκι, που ορίζεται από τις οδούς Αδριανού, Άρεως, Κλάδου και Βρυσακίου, επισκέψιμη από τα τέλη του χρόνου), αποτελούν μέρος του Μουσείο Ελληνικού Πολιτισμού και ένα μικρό κομμάτι στην ιστορική διαχρονία της πόλης.
Οι ανασκαφές συνεχίστηκαν πάνω από την οδό Αδριανού όπου την δεκαετία του '80 εντοπίστηκε το δυτικό άκρο της Ποικίλης Στοάς και 15 χρόνια αργότερα το ανατολικό τμήμα αυτής, αφού προηγουμένως κατεδαφίστηκαν κτίρια όπως ο Αλευρόμυλος του 1885, που βρισκόταν στην οδό Αδριανού 13.
Αν και η συνοικία του Βρυσακίου σβήστηκε οριστικά από τον αθηναϊκό χάρτη και ζει στις αναμνήσεις όσων παλιών κατοίκων ζουν ακόμη ή των απογόνων τους, δεν βυθίστηκε στην απόλυτη λήθη και υπάρχουν περισσότερες πληροφορίες γι' αυτήν απ' οποιαδήποτε άλλη συνοικία της Αθήνας. Αυτό επετεύχθη χάριν στην αποτύπωση και συστηματική καταγραφή της περιοχής που έκανε η Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, πριν τις κατεδαφίσεις, παραδίδοντας έτσι ένα πολύτιμο τεκμήριο, το οποίο εκτίθεται σήμερα στη Στοά του Αττάλου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- ΚΟΥΤΣΟΥΚΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Σελίδες απ'την Παλιά Αθήνα, Εκδ. ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ "ΕΣΤΙΑΣ" Ι.Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑ Α.Ε., Αθήνα 1984.
- ΣΙΜΩΝΕΤΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. ΘΗΣΕΙΟ. ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΑΝ, Εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα, 1991
- ΣΙΜΩΝΕΤΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Η ΑΘΗΝΑ...ΚΑΠΟΤΕ. Γειτονιές που χάθηκαν. Εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα 2004.
- ΣΚΟΥΖΕ - ΠΕΤΡΙΔΗ ΛΙΖΑ. ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΖΟΝΤΑΣ με ανθρώπους που σημάδεψαν τη ζωή μου. Εκδ. ΕΡΜΗΣ, Αθήνα, 1993
- ΣΚΟΥΜΠΟΥΡΔΗ ΑΡΤΕΜΙΣ. ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙ-ΠΛΑΚΑ. Οι γειτονιές των Θεών. Εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2016.
- 6. DYMONT SYLVIE. ΒΡΥΣΑΚΙ: Η ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ ΜΙΑΣ ΣΥΝΟΙΚΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΑΓΟΡΑΣ. Εκδ. ΜΕΛΙΣΣΑ, Αθήνα 2020.