- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ποιο περιβάλλον;
Μια «Κιβωτός σπόρων» ξεκινά για τη 12η Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας.
Όταν η Ελλάδα συνεχίζει να διχάζεται μεταξύ του «περιβαλλοντικού σικ» και της περιθωριοποίησης της περιβαλλοντικής ατζέντας, μια «Κιβωτός σπόρων» ξεκινά για τη 12η Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας, με το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής (ΥΠΕΚΑ) αντί του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού (ΥΠΠΟΤ) ν’ αναλαμβάνει την οργάνωση της ελληνικής εκπροσώπησης, για πρώτη φορά στην ιστορία του θεσμού.
«Δεν χρειάζεται κανείς phd στη γλωσσολογία για να δει ότι υπάρχει κάτι παράξενο στην έννοια του “περιβάλλοντος”. Αν η έννοια περιλαμβάνει ανθρώπους, κάθετι είναι “περιβαλλοντικό” και έχει μικρή χρήση πέρα από το να είναι ένα υποδεέστερο συνώνυμο για “τα πάντα”. Αν η έννοια αποκλείει τους ανθρώπους είναι επιστημονικά ύποπτο, για να μην πει κανείς και πολιτικά αυτοκτονικό». Σε έναν αιώνα που ξεκίνησε κάτω από δύο σημαίες, του Web και του Περιβάλλοντος, με το βιβλίο τους “The Death of Environmentalism”, 2004 («O θάνατος του περιβαλλοντισμού») οι Michael Shellenberger & Ted Nordhaus αναρωτήθηκαν το αυτονόητο και ενόχλησαν περίπου όλους όσοι ασχολούνται με την οικολογία σε όλο τον κόσμο.
Εντοπίζοντας την αιτία της αναποτελεσματικότητας των δράσεων του περιβαλλοντισμού στο ότι έγινε και παραμένει «ένα ακόμη θέμα ειδικού ενδιαφέροντος», οι συγγραφείς μίλησαν για την αδιαλλαξία αλλά και την πολυγλωσσία που επικρατεί ως προς τη χρήση του όρου «περιβάλλον» και τους τακτικισμούς στους οποίους επιδίδονται συχνά οι υποστηρικτές του κινήματος, τον μάλλον «τεχνικό» και μονοδιάστατο τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται τις λύσεις. Κι αν είναι πολύ δύσκολο να σκεφτεί κανείς ότι ακόμη και η αμερικανική κοινωνία θα υιοθετήσει την πρόταση των συγγραφέων να απαλλαγούμε από τον όρο «περιβάλλον» για να μπορέσουμε να σκεφτούμε έξω από το εννοιολογικό «κουτί» στο οποίο αυτός μας εγκλώβισε, δεν μπορεί να μην αισθανθεί ότι εδώ υπάρχει κάποια στοιχειώδης και χρήσιμη λογική.
Ο ελληνικός διχασμός
Αντιλαμβάνομαι ότι στην Ελλάδα, μια χώρα διχασμένη ανάμεσα στο να πέσει με τη λαγνεία του βουλιμικού στο νέο «περιβαλλοντικό σικ» και στο να σπρώξει διακριτικά, αλλά με την αφ’ υψηλού περιφρόνηση που γεννά η γνώση των «πολύ σοβαρότερων εθνικών προβλημάτων», στο περιθώριο της κοινωνικής ατζέντας το περιβαλλοντικό ζήτημα, τα πράγματα είναι ακόμη πιο δύσκολα. Προσθέστε στο μείγμα και ότι ποτέ δεν έχουμε σκεφτεί τα πράγματα πριν ενεργήσουμε επάνω τους (θεωρώ τη δημόσια διαβούλευση ενέργεια και όχι ατομική ή συλλογική σκέψη), και έχετε ένα μάλλον ασταθές ως προς το είδος της εκτόνωσής του μείγμα.
Για χάριν συντομίας θα σημειώσω ότι η ανάληψη της οργάνωσης της ελληνικής εκπροσώπησης στη φετινή 12η Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας, για πρώτη φορά στην ιστορία του θεσμού, από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής (ΥΠΕΚΑ) αντί του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού (ΥΠΠΟΤ), μου φαίνεται ένα από τα στοιχεία που προσδιορίζουν το μείγμα αυτό ως προς τις δυνατότητες και τις παγίδες του και ίσως έχουν ενδιαφέρον και στα πλαίσια της ευρύτερης συζήτησης περί της θρυλούμενης «σύγχρονης ελληνικής ταυτότητας».
Δεν ξέρω πώς συνέβη η αλλαγή αρμοδιοτήτων, άρα μπορώ μόνο να ελπίσω ότι η μετάβαση αυτή συμβολίζει μία πιο σφιχτά σχεδιασμένη, αλλά με μεγαλύτερη διάχυση και πιο καλά πληροφορημένο στοχασμό, αντιμετώπιση αυτής της αρχιτεκτονικής διοργάνωσης. Αν αυτό συνδυαστεί με την επίγνωση, εκ μέρους του ΥΠΕΚΑ, ότι οι υπηρεσίες του οφείλουν να χειριστούν ταυτόχρονα και μια σοβαρή, διεθνή, καλλιτεχνική δράση, με τις ιδιαιτερότητές της (και το ΥΠΠΟΤ είχε τους μηχανισμούς να αντιμετωπίσει), τότε θα μπορούμε ίσως να μιλάμε για ένα case study επιτυχούς σύντηξης του περιβαλλοντικού και του πολιτιστικού – το «μάθημα» του οποίου δεν πρέπει βέβαια να πέσει, τις επόμενες χρονιές, θύμα πιθανών αλλαγών στην ηγεσία του υπουργείου που ανέλαβε τη νέα ευθύνη, ή δυσκαμψίας του «εργοκεντρικού» συστήματός του, αλλά να χρησιμεύσει για να γονιμοποιήσει δημιουργικά το νέο έδαφος ευθύνης.
Πηγαίνοντας το επιχείρημα ένα βήμα και ίσως πολλές δεκαετίες πιο πέρα, νομίζω ότι θα ήταν πολύ πιο έντιμο και βιώσιμο να μην αντιλαμβανόμαστε πια το περιβάλλον ως ένα διακριτό κλάδο (υπουργείο, προϋπολογισμός, διαχειριστικό πρόβλημα, εκδηλώσεις) αλλά σαν μια ποιότητα, η οποία συμπλέκεται με την καθημερινότητά μας σε κάθε έκφανσή της και διαποτίζει την ούτως ή άλλως πορώδη σύσταση της ουσίας της.
Ο κατακλυσμός και η κιβωτός
Η τέχνη δεν μπορεί ίσως να σώσει τον πλανήτη, όπως έχει με θάρρος παραδεχτεί διά των σκεπτόμενων εκπροσώπων της (“Art Review”, τεύχος 02, Αύγ. ’06), αλλά μπορεί, να συνεισφέρει ουσιαστικά στο να γίνει η αντιμετώπιση του προβλήματος κάτι περισσότερο από το άθροισμα ad hoc ακτιβισμού ή μόδας. Ενώ έχει πρώτη εμπλακεί στο θέμα (υπάρχει μια τεράστια σχετική βιβλιογραφία από τις δεκαετίες του ’60 και ’70 με δημιουργούς σε διαφορετικά είδη, όπως ο καλλιτέχνης-σύμβολο της Land Art Robert Smithson, ο οραματιστής αρχιτέκτονας Buckminster Fuller, ο ακτιβιστής καλλιτέχνης Gustav Metzger κ.ά.), στις πιο δυνατές σε θεωρητικό επίπεδο, τις λιγότερο αφελείς και πιο πρόσφατες εκδηλώσεις της, η τέχνη έχει αντιληφθεί τις νέες ανάγκες και έχει αποφύγει τις διακρίσεις σε ειδικές κατηγορίες στρατευμένης ανταπόκρισης (όπως eco-art, land art κ.λπ.).
Καθώς η ίδια η περιβαντολλογική ατζέντα έχει γίνει πιο άυλη (σφαίρα της οικονομίας και της υψηλής τεχνολογίας), οι καλλιτεχνικές πρακτικές που έχουν μία πιο εννοιολογική βάση και τη μορφή έρευνας και ντοκουμέντου, γίνονται πιο πειστικές από ό,τι εκείνες που βασίστηκαν περισσότερο στην εικόνα. Ταυτόχρονα, και καθώς η τέχνη έχει τη δυνατότητά να κινηθεί, όχι μόνο με μεγάλες δράσεις αλλά και σε συμβολικό επίπεδο, ευνοούνται αλλά και καθίστανται αποτελεσματικές οι μικρές χειρονομίες και οι χαμηλόφωνες συνέργειες. Μια εξαιρετική τέτοια περίπτωση συμβολικής χειρονομίας και ευφυούς συνέργειας, η οποία συλλαμβάνει το πρόβλημα πιο πειστικά από κάθε πολιτική διακήρυξη, φαίνεται να είναι η πρόταση που ετοιμάζεται να υλοποιήσει η ελληνική ομάδα στη Βενετία τον Αύγουστο.
Μια Κιβωτός ταξιδεύει στην Μπιενάλε
Με γενικό τίτλο «Κιβωτός, παλιοί σπόροι για νέες καλλιέργειες», βασίζει το σκεπτικό της «στην οικονομική κρίση, στην ελληνική κρίση της αγροτικής παραγωγής και στη συρρίκνωση του περιβαλλοντικού αποθέματος, προτείνοντας τη δημιουργία μιας πολυμεσικής εγκατάστασης (κατασκευή Κιβωτού, έκθεση εικόνων, βίντεο προβολή), η οποία αναδεικνύει τη βιοποικιλότητα του ελληνικού φυτογενετικού υλικού. Δημιουργείται μια κιβωτός σπόρων. Οι σπόροι παρουσιάζονται ως “συναισθητική” εμπειρία και ταυτόχρονα η κουζίνα της Κιβωτού παράγει διατροφικά προϊόντα, προτείνοντας στους επισκέπτες μια συμβολική αλλά και πραγματική πλατφόρμα παροδικής συμβίωσης και επικοινωνίας».
Πέραν του ότι η πρόταση των Επιτρόπων της ελληνικής συμμετοχής, του Ζήση Κοτιώνη και της Φοίβης Γιαννίση, ανοίγει, χωρίς τη στεγνή γλώσσα της αρχιτεκτονικής θεώρησης αλλά και χωρίς τον υπερβολικό συναισθηματισμό της καλλιτεχνικής, όλους τους δρόμους για μια διεθνή συζήτηση όπως αυτή που υπαινιχθήκαμε παραπάνω, αποκαλύπτει ταυτόχρονα μια διόλου προσχηματική έγνοια εντοπιότητας (αγροτική καλλιέργεια, παραγωγή σε μικρές κοινωνικά κλίμακες κ.λπ.), σχηματίζοντας μια βεντάλια προσεκτικών συνεργασιών που καλύπτει όλα τα στάδια εργασίας μιας «διασωστικής αποστολής»-καλλιέργειας και περιλαμβάνει: την εμπεριστατωμένη συλλογή του υλικού των σπόρων (από το βιολόγο Ορέστη Δαβία), τη σύγχρονη καταγραφή του αγροτικού μόχθου που προϋποθέτει η καλλιέργεια (από το σκηνοθέτη Γιάννη Ισιδώρου), τα ίχνη αυτής της ιστορίας πάνω στο ελληνικό τοπίο (από τον αρχιτέκτονα Κώστα Μανωλίδη), την καταγραφή ενός εντυπωσιακού αρχείου πληροφοριών από την ελληνική λογοτεχνία, την ιστορία και την αρχαιολογία γύρω από τη διατροφή και τη συμβολική αλυσίδα της (από τη Φοίβη Γιαννίση και την Κατερίνα Ηλιοπούλου), την guerrilla πληροφοριακή δράση με θέμα ένα σύγχρονο DIY survival kit (από τον εικαστικό Αλέξανδρο Ψυχούλη), μια ακτιβιστική performative πλευρά με τη συνεργασία συναφών περιβαλλοντικών ομάδων στην Ιταλία (από την εικαστικό Μαρία Παπαδημητρίου), τη δραστηριοποίηση της φοιτητικής κοινότητας με τη συμμετοχή στη διοργάνωση ομάδας σπουδαστών από το Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου της Θεσσαλίας (όπου διδάσκουν τόσο οι δύο επίτροποι όσο και οι περισσότεροι εκ των συνεργατών), ακόμη και με τη συμμετοχή αξιόπιστων μαστόρων με πείρα στην καλή ποιότητα της κατασκευής, στη χειρωναξία και στο σχεδιασμό (Μιχαήλ Γαβρήλος για την Κιβωτό και Μιχάλης Παπαρούνης για το σχεδιασμό του καταλόγου της έκθεσης).
Η ίδια η εικόνα της κιβωτού, απειλητική και ταυτόχρονα ελπιδοφόρα, ένα είδος μήτρας όπως η ζωοφόρα μνήμη των παλιών περιηγητών (δεν μεταφέρει απλά, αλλά δημιουργεί καθ’ οδόν), λειτουργεί ως η τέλεια μεταφορά για το συναισθηματικό τόξο της διεθνούς αντίδρασης για το περιβάλλον. Χάρη στην πύκνωση και την οικονομία που επιβάλλει η δημιουργία μιας κιβωτού, αλλά και λόγω του άδηλου αποτελέσματος του ταξιδιού της, τοποθετείται, νομίζω, στη θέση των κλισέ και των περιβαλλοντικών κοινοτοπιών, ένα πρωτόγονο και καίριο ερώτημα: Ποιο περιβάλλον;
Στην απολύτως μεταιχμιακή πραγματικότητα που βιώνουμε όλοι (τη ριζοσπαστική αιχμή /radical edge, την οποία ταυτίζει με το περιβάλλον η Lucy Lippard), και έως ότου τραβηχτούν τα νερά για να δούμε το νέο τοπίο, δεν είναι απλώς ένα ερώτημα, είναι η δυνατότητα να το φαντασιωθούμε αυτό το τοπίο έως την υλοποίησή του.
Φωτό: Η ομάδα εργασίας της Κιβωτού της Μπιενάλε και συνεργάτες τους (από αριστερά οι Γ. Τζιρτζιλάκης, Ζ. Κοτιώνης, Φ. Γιαννίση, Ο. Δαβίας, Μ. Γαβρήλος και ο βοηθός του Πέτρος)
Φωτό: Τάσος Βρεττός