Εικαστικα

Γιάννης Παυλίδης: «Η ζωγραφική είναι το απάγκιο της ψυχής μου»

Μετά από 14 χρόνια, ο γνωστός καλλιτέχνης επιστρέφει με τη νέα ατομική του έκθεση, «Comic City» στον Τεχνοχώρο. Μια καλή ευκαιρία να αναζητήσουμε τη ματιά του για την τέχνη.
Ιωάννα Γκομούζα
ΤΕΥΧΟΣ 862
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Ο Γιάννης Παυλίδης μιλά στην ATHENS VOICE για την έκθεσή του «Comic City» στον Τεχνοχώρο

«Δηλαδή θα πρέπει να καθίσω τώρα;» αναφωνεί καθώς η ηχογράφηση ξεκινά και βλέπει το μπλοκάκι μου με τις ερωτήσεις. Αποδεικνύεται, όμως, πρακτικά αδύνατον να κρατήσεις τον Γιάννη Παυλίδη σε ένα σημείο. Αεικίνητος, σε παρασύρει διαρκώς σε διαφορετικές γωνιές στο πολύχρωμο ατελιέ, στο ισόγειο σπίτι όπου μεγάλωσε στην Αμφιάλη. Ελίσσεται πλάι στα καρπερά δέντρα από παπιέ μασέ και τους οξυκόρυφους ουρανοξύστες που σου έρχονται στο νου όταν ακούς το όνομά του. Ανοίγει τη βιτρίνα, ένα παιχνιδιάρικο cabinet de curiosites, με τις μινιατούρες που δημιουργεί θέλοντας να τον συντροφεύουν στον χώρο οι εικόνες της φαντασίας του. Πετάγεται στο διπλανό δωμάτιο για να σου δείξει και τα νέα έργα που παρουσιάζει από τις 9 Μαρτίου στον Τεχνοχώρο (σε επιμέλεια Λουίζας Καραπιδάκη): τελάρα με ποπ πυκνοδομημένες πόλεις που «στεφανώνει» η ανθρώπινη βοή μέσα από εικόνες κόμικς κι άλλα τρισδιάστατα, κροκοδειλάκια, συννεφάκια, καρδιές και χαρτονένια ειλητάρια που, καθώς τα ξετυλίγεις, σου αποκαλύπτουν αστικά πανοράματα τυλιγμένα σε έντονες χρωματικές αντιπαραθέσεις.

Ήταν άνοιξη του 2009 όταν έφθασε η πρόσκληση για την τελευταία του ατομική έκθεση, με τις γυναικείες φιγούρες του «Women overdose». Ύστερα ήρθαν η οικονομική κρίση, η πανδημία του κορωνοϊού και σε προσωπικό επίπεδο η ανάγκη να αποσυρθεί στο εργαστήριο και να δουλέψει χωρίς βιασύνη πολλές ιδέες παράλληλα. «Η Comic City δημιουργήθηκε την τελευταία δεκαετία μαζί με άλλα έργα που θα αποτελέσουν άλλες σειρές στο μέλλον» μου εξηγεί. «Για πρώτη φορά το 2015 σε ένα τελάρο μακρόστενο, όπως είναι σε κάποιες γκραβούρες πόλεων, αποτυπώνω στο ένα τρίτο του πίνακα μία πυκνογραμμένη πόλη, βλέποντας την από πάνω, όπως θα την παρακολουθούσε ένα drone, και στον υπόλοιπο χώρο δημιουργώ ένα κολάζ από κόμικς». Μια εικονογραφία που δεν ήθελε και πολύ για να απλώσει την επικράτειά της και πάνω σε εμπορικά σήματα, σύμβολα και μπουκάλια αναψυκτικών από χαρτοπολτό, όπως και σε ρολά γραφής –όπως αυτό στο οποίο ο Μαρκήσιος ντε Σαντ έγραψε τις 120 ημέρες στα Σόδομα.

Τον ιντριγκάρουν η ανθρώπινη μορφή και η ενέργεια του αστικού χώρου. Ίσως να φταίει και η θέα στην πόλη από τον λόφο της Καλλίπολης στον Πειραιά όπου ζει. «Η πιο καθηλωτική εικόνα που έχω δει είναι όταν βρέθηκα για πρώτη φορά στους δρόμους του Μανχάταν στη Νέα Υόρκη ανάμεσα στους πανύψηλους ουρανοξύστες. Το κενό που διαγράφεται ανάμεσά τους είναι εντυπωσιακό. Είναι αυτό που επηρέασε και εξέλιξε την τέχνη μου», ομολογεί. «Η εικονογραφία μου, που δανείζεται την γραφή των κόμικς και χρησιμοποιεί το χιούμορ, προσπαθεί να αποδώσει μία πραγματικότητα όπως την αντιλαμβάνομαι. Οι πόλεις μας εξελίσσονται πολεοδομικά, κτιριακά, η αναπτυσσόμενη τεχνολογία συμβάλλει και αυτή, αλλάζουν οι συνήθειες, οι τύποι συμπεριφοράς, οι εκδηλώσεις. Αυτό που δεν αλλάζει είναι ότι ο άνθρωπος εξακολουθεί να αγαπάει, να μισεί, να ζηλεύει, να αισθάνεται, αλλά το εκδηλώνει διαφορετικά κάθε εποχή. Εγώ καταγράφω και καταθέτω αυτό πού αντιλαμβάνομαι και αυτό πού αγαπάω. Οι πόλεις μου εμπεριέχουν τις διαφορετικές αλλά και ίδιες ζωές μας, όλα αυτά που μας κάνουν να είμαστε ξεχωριστοί και διαφορετικοί (ευτυχώς), όπως τα χρώματα με τις μεγάλες αντιθέσεις και αρμονίες που χρησιμοποιώ. Όλα αυτά τα καταθέτω “αμάσητα” ώστε ο καθένας να τα επεξεργαστεί όπως τον βολεύει ή του αρέσει».

Επιλέγει τις ready-made εικόνες που εντάσσει στα έργα του περισσότερο για τη διακοσμητική τους διάσταση και όχι μόνο για την ιστορία τους. Τις ενοποιεί παρεμβαίνοντας με μαύρο χρώμα και στο τέλος τις επιζωγραφίζει (ασπρόμαυρα) ώστε να μην κιτρινίσουν στο μέλλον. Αυτές είναι που αποτυπώνουν τη ζωή στις πόλεις του «λόγω της φύσης τους που αποτελείται από λέξεις, εικόνες και ακολουθίες». Τα κόμικς, άλλωστε, που διάβαζε από μικρός του έδειξαν τον δρόμο για σπουδές στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Φλωρεντίας. Κι ας μην έχει αποπειραθεί ποτέ να ασχοληθεί με την ένατη τέχνη. «Έχω δανειστεί, όμως, τον τρόπο γραφής τους και την αισθητική τους» αναγνωρίζει και μου απαριθμεί έντυπα της εποχής που έχουν περάσει από τα χέρια του: Κολούμπρα, Βαβέλ, Μεγάλο και Μικρό Παραπέντε, ακόμα και τα ελάχιστα τεύχη της Πράσινης Γάτας και το Tarkidi.

Η Ιταλία της δεκαετίας του ’80 του προσφέρει πρόσβαση σε μια ζωή και πολιτιστικά δρώμενα που δεν έφταναν τότε στην Ελλάδα. Τέχνη, μουσεία, μουσική, τα ταξίδια στις ευρωπαϊκές πόλεις εύκολα, ανοίγουν το βλέμμα του σε ενδιαφέρουσες εμπειρίες. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, η γνωριμία με τον ζωγράφο Γιάννη Αδαμάκη τον βοηθά να προσγειωθεί ομαλά στην εγχώρια εικαστική σκηνή, συμμετέχοντας σε ομαδικές εκθέσεις, γνωρίζοντας άλλους καλλιτέχνες. «Στάθηκα τυχερός που στην πρώτη ομαδική έκθεση που συμμετείχα με έργο ανθρωποκεντρικό –έως τότε εξέθετα «αφηρημένη» δουλειά–, αγοράστηκε από ένα μουσείο, ανοίγοντάς μου καλύτερα τον δρόμο για την πρώτη μου ατομική έκθεση».

Μια άλλη ματιά στην ανθρώπινη φιγούρα είναι και τα τερατάκια που θα φιγουράρουν στην αίθουσα τέχνης της οδού Λεμπέση. «Είναι η μαμά σχεδόν όλης της δουλειάς μου την τελευταία δεκαετία. Προέκυψαν σε μια στιγμή εκνευρισμού, όταν σχεδίασα ένα συννεφάκι με τερατάκια, βόμβες, εκρήξεις, σαν αυτά των Μίκυ Μάους, στα οποία οι ήρωες, όταν έβριζαν, βάζανε διάφορα σύμβολα. Είναι άνθρωποι εκτός εαυτού, που ερίζουν με τον περίγυρό τους και με τον εαυτό τους. Θα μπορούσε να είναι ο καθένας».

Η κουβέντα έρχεται στο παπιέ μασέ, σταθερό «όπλο» στη φαρέτρα του: «είναι ένα υλικό που κουβαλάει μια “ιδεολογία” καθώς ξεκινάει από ένα δάσος, γίνεται εφημερίδα που μεταφέρει πληροφορίες και ανακυκλώνεται. Είναι εύπλαστο, “γράφει” ωραία, βγάζει ευαισθησία, ενισχύει το χιούμορ, συμβάλλει στην αντιπαράθεση με τη “σοβαρή” τέχνη». Περνάει από τον ζωγραφικό και τον γλυπτικό χώρο του που κατακλύζεται από μορφές και δομές: «Ο φόβος του κενού ήταν αυτός που με οδήγησε στο να ξεφύγω από το τελάρο και να επεκταθώ στον χώρο, όπως και το να αφήσω πίσω μου όποιες ανησυχίες είχα με την αφηρημένη ζωγραφική και να κάνω κυρίαρχο στην θεματολογία μου τον άνθρωπο και την πόλη. Το κενό είναι που ενισχύει το μήνυμα σε μία εγκατάσταση ή ένα έργο μου». Στέκεται σε δημιουργούς και κινήματα που τον έχουν καθορίσει: στον Μοντιλιάνι που τον συγκινεί, την επιμήκυνση στις φιγούρες και στα γλυπτά του Τζιακομέτι που αγαπά, τις πολλές οπτικές γωνίες στις εικόνες του Πικάσο, τα ready-made του Μαρσέλ Ντυσάν, την ποπ αρτ που με τη θεματολογία και την επαναληπτικότητά της τον έχουν επηρεάσει περισσότερο.

Κι όταν μπαίνουμε στην «κουζίνα» του ως καλλιτέχνη εκτιμά πως «Το πρώτο πράγμα που πρέπει να ξέρεις είναι τι θέλεις να πεις. Άλλες φορές είναι ξεκάθαρο στην αρχή, άλλες διαμορφώνεται στην πορεία. Καταγράφω με μολύβι ιδέες και δοκιμάζω διάφορες εκδοχές, πρόχειρα κάποιες φορές, ενώ πολλές τις ολοκληρώνω για να δω πώς λειτουργεί. Μέχρι να ολοκληρωθεί η δουλειά θα πρέπει να σκέφτεσαι για να ανακαλύπτεις και να εμπλουτίζεις την ιδέα και τη γραφή σου. Η ζωγραφική, άλλωστε, είναι πνευματική εργασία. Τα ερεθίσματα για να ξεκινήσω τα αντλώ από τις συνήθειες, τις εκφράσεις, τις απόψεις, τις εκδηλώσεις των ανθρώπων της πόλης, από την καθημερινότητά τους, όπως και από τη δική μου».

Θέλει τα έργα του να βάζουν τον θεατή στη διαδικασία να σκεφτεί λίγο παραπάνω αλλά και να τον διασκεδάζουν. «Όταν πάψει να υφίσταται ενδιαφέρον, τότε το έργο παύει να είναι ζωντανό ή μπαίνει σε χειμερία νάρκη. Εξακολουθώ να βλέπω τα πράγματα με αισιοδοξία ακόμη και στις χειρότερες περιπτώσεις γιατί πιστεύω ότι το δώρο της ζωής είναι το πιο ενδιαφέρον για τον άνθρωπο. Η ζωγραφική είναι μια οπτική γλώσσα η οποία καταγράφει τον πολιτισμό μας με εκπληκτικό τρόπο σε μια εικόνα και μπορεί να διαβαστεί από τον καθένα. Για μένα, εκτός από μια γλυκιά καθημερινότητα, είναι και το απάγκιο της ψυχής μου».

INFO:
Γιάννης Παυλίδης,
Comic City
Αίθουσα τέχνης Τεχνοχώρος
Λεμπέση 12, Ακρόπολη, 211 1823818
Eγκαίνια: 9 Μαρτίου, 17:30-22:30. Μέχρι 1 Απριλίου
Τρίτη, Πέμπτη, Παρασκευή 11:00-14:30 & 17:30-20:30, Τετάρτη 11:00-17:00, Σάββατο 11:00-16:00