- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Όταν ο Γιώργος Βακιρτζής ζωγράφιζε για τον κινηματογράφο Αττικόν
Η ζωή του και η τέχνη της γιγαντοαφίσας με αφορμή την έκθεση στο Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών
Γιώργος Βακιρτζής: Ο μάστορας της γιγαντοαφίσας & η έκθεση «Όταν ο Γιώργος Βακιρτζής ζωγράφιζε για τον κινηματογράφο Αττικόν» στο Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών.
«Όταν τα όνειρα διοχετεύονταν σε αίθουσες κινηματογράφων, όταν το δάκρυ “εκείνης” κυλούσε από τα μάτια μας, και το μαχαίρι “εκείνου” σημάδευε την καρδιά μας, η φυγή άρχιζε από το πρώτο εκείνο βλέμμα που ακουμπούσαμε στις τεράστιες ζωγραφιές στην πρόσοψη του σινεμά και που φορές περνάγαμε για να ξαναδούμε.
Η φυγή και το όνειρο συνεχίζονται ακόμη για μερικούς.
Και κάποιοι ξεχασμένοι ρομαντικοί ψάχνουν ακόμη στο τέλος του έργου για τη μισοσκισμένη γιγαντοαφίσα.»
Αυτά ήταν τα λόγια της τότε Υπ. Πολιτισμού Μελίνας Μερκούρη όταν είδε την αφίσα της ταινίας «Στέλλα» φιλοτεχνημένη από τον Γιώργο Βακιρτζή, τον «μάστορα», όπως ο ίδιος προτιμούσε να τον αποκαλούν, που κάθε βδομάδα στόλιζε με τις γιγαντοαφίσες του τις μαρκίζες του κινηματογράφου Αττικόν, καθώς και άλλων κεντρικών της Αθήνας. Το είδος αυτό της διακόσμησης των προσόψεων των κινηματογράφων ήταν γνωστό ως «ντεκόρ».
Αυτές, σε μία εποχή που δεν υπήρχε η σημερινή υπερβολή της ενημέρωσης, αποτελούσαν το «βαρύ πυροβολικό» της προώθησης της κάθε ταινίας, ταυτοποιώντας συγχρόνως το θέαμα με τον χώρο προβολής. Κάλλιστα θα μπορούσαν να θεωρηθούν σαν μία οπτική, σύντομη αφήγηση του έργου, με σκοπό να μαγνητίσουν το βλέμμα του υποψήφιου θεατή, να του προκαλέσουν το ενδιαφέρον και να τον παρακινήσουν να μπει στην αίθουσα του κινηματογράφου, έναν χώρο μαγείας και προσφιλή τόπο διασκέδασης.
Εδώ και πολλά χρόνια, η τέχνη αυτή έδωσε τη σκυτάλη στις νέες τεχνολογίες και η ίδια ανήκει πια στο παρελθόν. Οι μεγαλύτεροι και ιδιαίτερα οι σινεφίλ ίσως θυμούνται ακόμη τις εν λόγω αφίσες, ενώ οι νεότεροι γνώρισαν ή γνωρίζουν αυτές και τους δημιουργούς τους (Στ. Αλμαλιώτης, Γ. Βακιρτζής, Νικ. Ανδρεάκος, Μ. Τουλιάτος, Β. Φαεινός, Μ. Χονδρογιάννης κ.ά.), μέσα από την Hellaffi (αστική, μη κερδοσκοπική εταιρεία που δημιουργήθηκε στα τέλη της δεκαετίας '60 - αρχές '70, με σκοπό την συλλογή κινηματογραφικών γιγαντοαφισών της χρονικής περιόδου 1950-1975) ή/και τις σημαντικές εκθέσεις και εκδόσεις των Φίλων της Starlets Collection.
Μερικές από τις αφίσες της συλλογής, φιλοτεχνημένες από τον Γ. Βακιρτζή, μαζί με πρωτότυπα προσχέδια, σκίτσα, μακέτες, σημειώματα, σπάνια λιθόγραφα - αφίσες διαστάσεων 80Χ60 ή 100Χ70, με τις οποίες διαφημιζόταν η ταινία σε όλες τις συνοικίες της πόλεις - εργαλεία της δουλειάς του (πινέλα, παλέτα χρωμάτων κ.ά.), παρουσιάζονται σε μία διαδραστική έκθεση, η οποία φιλοξενείται στο Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών - Ίδρυμα Βούρου-Ευταξία και οργανώθηκε σε συνεργασία με τους Φίλους της Starlets Collection, σε επιμέλεια των Χρ. Δημητριάδη & Αλ. Μακρή.
Αξίζει να τονιστεί ότι όλη η δουλειά είναι φιλοτεχνημένη στο χέρι και αποτελεί ένα μέρος μόνο της συγκεκριμένης συλλογής, ενώ το 60-70% των έργων στις αίθουσες του Μουσείου όσο και του υλικού τεκμηρίωσης και των «ντοκουμέντων» που βρίσκονται μέσα στις βιτρίνες, βλέπουν το φως της δημοσιότητας για πρώτη φορά. Όσον αφορά τα «ντοκουμέντα» πρόκειται για το φωτογραφικό υλικό, φωτογραφίες ηθοποιών, σκηνές από την ταινία που παρέδιδαν, συνήθως κάθε Παρασκευή απόγευμα, οι διανομείς των ταινιών στα εργαστήρια των καλλιτεχνών, και βάσει αυτού, εκείνοι ετοίμαζαν τις γιγαντοαφίσες, οι οποίες θα έπρεπε να είναι έτοιμες για να αναρτηθούν την Κυριακή το βράδυ.
Ως εκ τούτου, όπως επισημαίνει ο κος Χρ. Μαργαρίτης, ένα επιπλέον χαρακτηριστικό της γιγαντοαφίσας, εκτός από την τεράστια επιφάνεια του έργου και την χρήση της ψαρόκολλας ως συνδετικό υλικό, ήταν η ταχύτητα της εκτέλεσης, η οποία απαιτούσε σκληρή δουλειά, έμπνευση αλλά και μεγάλη εμπειρία.
Η χρονική περίοδος που παρουσιάζεται αυτή η έκθεση δεν είναι τυχαία και σηματοδοτείται από δύο γεγονότα άμεσα συνδεδεμένα τόσο με τον καλλιτέχνη, όσο και με το Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών - Ίδρυμα Βούρου-Ευταξία, στο οποίο ανήκει ο κινηματογράφος Αττικόν.
Φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από την γέννηση του Γιώργου Βακιρτζή, ο οποίος, ζωγράφιζε για το «Αττικόν» και διατηρούσε από το 1948 έως το 1960 το εργαστήριό του σε μία μικρή αυλή στο πίσω μέρος του κινηματογράφου, (Χρήστου Λαδά 11).
«Φέτος, βρισκόμαστε στην έναρξη των διαδικασιών για ν' ανοίξουν οι κλειστοί, όχι οι καμένοι, κινηματογράφοι "Αττικόν" & "Απόλλων"», ανακοίνωσε ο κος Βογιατζής, Πρόεδρος του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών - Ίδρυμα Βούρου-Ευταξία, την ημέρα των εγκαινίων της έκθεσης, ανακοίνωση που χαροποίησε ιδιαίτερα όλους τους παρευρισκόμενους.
Έχουν ήδη συμπληρωθεί έντεκα χρόνια από την νύχτα της 12ης Φεβρουαρίου 2012, όταν κατά τη διάρκεια επεισοδίων στο κέντρο της Αθήνας, το υπέροχο εκλεκτικιστικό Μέγαρο Βούρου, σχεδιασμένο από τον Ε. Τσίλλερ, για λογαριασμό του Χιώτη τραπεζίτη Σταμάτη Δεκόζη Βούρου, στο οποίο στεγάζονταν οι κινηματογράφοι ΑΤΤΙΚΟΝ και ΑΠΟΛΛΩΝ, πυρπολήθηκε από τους γνωστούς - αγνώστους. Έκτοτε το μπαρουτοκαπνισμένο κτίριο, μία χαίνουσα πληγή στο κέντρο της πόλης, μαυρίζει την καρδιά όλων όσοι περνάνε από μπροστά.
Ας ευχηθούμε τα λόγια του κου Βογιατζή να γίνουν σύντομα πραγματικότητα, να αποκατασταθεί το πανέμορφο νεοκλασικό κτίριο και οι δύο ιστορικοί κινηματογράφοι να ανοίξουν ξανά τις πόρτες τους για το φιλοθεάμον κοινό, φωτίζοντας και ζωντανεύοντας την άλλοτε κοσμοπολίτικη αλλά σήμερα απαξιωμένη οδό Σταδίου.
Λίγα λόγια για τον Γιώργο Βακιρτζή
Ο Γιώργο Βακιρτζής γεννήθηκε στη Μυτιλήνη το 1923, λίγους μήνες μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, με τους γονείς του να θρηνούν τη γενέθλια γη αλλά και να ‘ναι αντιμέτωποι με τις δυσκολίες του ξεριζωμού και της προσφυγιάς. Το 1930 εγκαταστάθηκαν στον Πειραιά και ο ίδιος αναγκάστηκε από την ηλικία των 12 ετών να εργαστεί ώστε να βοηθά την οικογένειά του.
Σαν να γνώριζε η μοίρα τη μεγάλη του αγάπη για τα πινέλα και τις μπογιές και τον οδήγησε στο εργαστήριο του Τούρκου επιγραφοποιού στην Κοκκινιά, Κιαμίλ Νουλ Νουρ, ο οποίος έκανε ταμπέλες για μαγαζιά, διακοσμήσεις για το τσίρκο, για πανηγύρια, σκηνικά για πλανόδιους θιάσους καθώς και διαφημιστικές επιγραφές με ασβέστη, πάνω σε μαντρότοιχους. Αυτός υπήρξε ο πρώτος του δάσκαλος.
Άκουσε για πρώτη φορά το όνομα του Στέφανου Αλμαλιώτη, του ιδρυτή της λεγόμενης «Σχολής των Αθηνών στο ντεκόρ», τη δεκαετία του 1930, όταν ενδιαφέρθηκε να μάθει ποιος ήταν αυτός που έφτιαχνε τα εντυπωσιακά πανό των κινηματογράφων Ορφεύς & Κρόνος (αργότερα Κοτοπούλη). Έτσι βρέθηκε βοηθός στο εργαστήριό του, στον ίδιο χώρο με τον σκηνογράφο Μήτσου Μακρή, σ' ένα μηχανουργείο στην οδό Σοφοκλέους.
Το εργαστήριο αυτό υπήρξε πολύ μεγάλο σχολείο για τον τότε δεκαπεντάχρονο Βακιρτζή. Εκεί διδάχθηκε την τεχνική της κατασκευής ντεκουπέ, τα μυστικά της γιγαντοαφίσας καθώς και των κατασκευών από μαραγκούς, επιγραφοποιούς και ζωγράφους. Διακρίνοντας το μεγάλο του ταλέντο ο Αλμαλιώτης τον προέτρεψε να φοιτήσει στην ΑΣΚΤ, όπως και έγινε. Εισήχθη το 1939 και ως το 1946 μαθήτευσε στα εργαστήρια των Ουμβ. Αργυρού & Κ. Παρθένη ενώ το 1952-1953 συνέχισε τις σπουδές του στην Ecole des Beaux-Arts, στο Παρίσι, (ζωγραφική, χαρακτική & γραφικές τέχνες) με δασκάλους τους J. Souverbie και E.J. Goerg.
Οι δάσκαλοί του έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη ζωή του και στην τέχνη του και, όπως έλεγε χαρακτηριστικά, «ζωγραφίζω πάντα με τον τρόπο που έμαθα από τους μαστόρους μου, τους δασκάλους μου και την καθημερινή μου πείρα».
Από το 1945 έως το 1963 ασχολήθηκε με την φιλοτέχνηση γιγαντοαφισών για κινηματογραφικές ταινίες, για το θέατρο, τον ΕΟΤ και τα τουριστικά Φεστιβάλ, ενώ το ίδιο διάστημα διετέλεσε καλλιτεχνικός διευθυντής της «Σκούρας Φιλμς», που διαχειριζόταν τον κινηματογράφο Αττικόν αλλά και της διαφημιστικής εταιρείας «ΓΝΩΜΗ Α.Ε.». Επίσης, συνεργάστηκε με την Φίνος Φιλμ και τα κινηματογραφικά εργαστήρια LTC στο Παρίσι.
Μετά το 1964 ασχολήθηκε περισσότερο με τις γραφικές τέχνες (επιμέλεια εκδόσεων, εξώφυλλα για βιβλία, περιοδικά, λευκώματα, καταλόγους), ενώ είχε μεταφέρει το εργαστήριό του από την Χρήστου Λαδά στη λεωφόρο Αμαλίας.
Το 1949 συμμετείχε για πρώτη φορά σε ομαδική έκθεση, ενώ το 1960 παρουσίασε στις «Νέες Μορφές» την πρώτη από τις 15 ατομικές που ακολούθησαν, με τίτλο «Μονοτυπική Ζωγραφική-Μονογραφία». Τον συγκινούσε ιδιαίτερα ό,τι αφορούσε τον άνθρωπο και τα πάθη του και η παραστατική ζωγραφική του διακρίνεται για τις πολλές και διαφορετικές θεματικές ενότητες («Ανασκαφές»/1964-1966, «Ειρωνείες & Επικλήσεις»/1967-1969, «Αντανακλάσεις»/1972-1973, «Σχόλια-Δρώμενα»/1975-1977) από μοντέρνα, εξπρεσιονιστικά, κοινωνικού θέματος έργα, μέσω των οποίων εξέφραζε τα ιδεολογικά του πιστεύω, με εμφανείς τις επιρροές, σε πολλά απ' αυτά, μεγάλων ζωγράφων του παρελθόντος.
«Ο Βακιρτζής και η ζωγραφική του είναι σαν ένα ποτάμι που κατεβαίνει. Ο,τι παίρνει μαζί του, το 'χει κάνει κιόλας δικό του και κυλάνε όλα μαζί και είναι ανώφελο να το εγκρίνεις ή να το απορρίψεις, γιατί δεν αλλάζει τίποτα», είχε γράψει γι' αυτόν ο Νίκος Κούνδουρος στον «Ζυγό» το 1974.
Σημαντικός σταθμός της καριέρας του ήταν το 1979, όταν επισκέφθηκε τη Μόσχα ως μέλος της κριτικής επιτροπής που επέλεξε αφίσες για την Ολυμπιάδα της Σοβιετικής Ένωσης.
Εκτός από την Ελλάδα, έργα του παρουσιάστηκαν στο εξωτερικό (Νέα Υόρκη, Μόσχα, Λος Άντζελες, Βελιγράδι και αλλού.). Έναν χρόνο μετά τον θάνατό του (1988) οργανώθηκε μία αναδρομική, στην Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξ. Σούτσου.
Αν και εγκατέλειψε οριστικά τη γιγαντοαφίσα στα μέσα της δεκαετίας του '60, η προσφορά του, μέσω αυτής στην ελληνική σύγχρονη τέχνη είναι τεράστια. Δημιούργησε μία μοναδική στο είδος της «σχολή» η οποία όμως μπήκε σε φθίνουσα τροχιά με την κρίση των κινηματογραφικών αιθουσών στην Ελλάδα, τη δεκαετία του '70. Τα έργα του, με τις αδρές, πλατιές πινελιές και τα ζωηρά χρώματα χαρακτηρίζονται από καινοτομία, τόλμη, δημιουργική φαντασία, κίνηση και δυναμισμό. Στα επιβλητικά πορτραίτα των πρωταγωνιστών δεν ακολουθεί την πεπατημένη και χρησιμοποιεί πάνω τους μη συμβατικά χρώματα, ενώ το πλούσιο αρχείο με φωτογραφίες των πρωταγωνιστών των ταινιών, και μάλιστα με κάνναβο, του επέτρεπε να τις μεγεθύνει με το χέρι μέχρι να τις φτάνει τελικά τρία μέτρα, και του παρείχε ταυτόχρονα πολλές επιλογές ως προς την σύνθεση που θα πλαισίωνε το κεντρικό μοτίβο.
Όπως επισημαίνει η ιστορικός τέχνης Ειρήνη Οράτη: «Ο Βακιρτζής μετέτρεψε ένα λαϊκό είδος σε ένα αστικό ορόσημο, σφραγισμένο με το δικό του αποτύπωμα». Και συνεχίζει. «Δεν θα ήταν δίκαιο να επωμιστεί ο καλλιτέχνης την ευθύνη για το γεγονός ότι δεν συνειδητοποίησε ο ίδιος την ουσιαστική συμβολή του στη Γιγαντοαφίσα. Τα έργα αυτά ήταν στην κυριολεξία εφήμερα. Χρειάστηκαν περισσότερα από είκοσι χρόνια και ιδιαίτερο πείσμα από όλα τα μέλη της Ομάδας Hellaffi, που δημιουργήθηκε τη δεκαετία του ’70, για να διασωθούν υπολείμματα συνθέσεων Γιγαντοαφισών, τα οποία είχαν φυλαχθεί εντελώς τυχαία σε αποθήκες κινηματογράφων στην Αθήνα, τον Πειραιά αλλά και σε όλη την Ελλάδα».
Μετά την αποκατάστασή τους, διοργανώθηκε μία σειρά εκθέσεων στην Αθήνα, Θεσσαλονίκη και σε πολλές πόλεις της Ελλάδος, καθώς επίσης και σε πόλεις της Ευρώπης, όπως Παρίσι, Βενετία, Λονδίνο, Μόναχο. Το φιλότεχνο και κινηματογραφόφιλο κοινό είχε την ευκαιρία να τα δει από κοντά, να αναγνωρίσει την καλλιτεχνική τους αξία και να τα εκτιμήσει ως αυτόνομα έργα ζωγραφικής.
Σήμερα τα περισσότερα έργα του που έχουν διασωθεί ανήκουν σε συλλογές Μουσείων.
Ο Γιώργος Βακιρτζής έχει εκδώσει τα βιβλία: «25 αφίσες του Γ. Βακιρτζή» (1963), «Γιγαντοαφίσες του κινηματογράφου του Γ. Βακιρτζή» (1968) και «Η λαϊκή επιγραφή στην Ελλάδα» (1973/1974).
ΠΗΓΕΣ
- Λεύκωμα «Προσεχώς Coming Shortly. Με τις αφίσες και τα σχέδια για τον Κινηματογράφο του Γιώργου Βακιρτζή. Από τη Συλλογή Starlets». Επιμέλεια Χρήστος Φ. Μαργαρίτης, εκδ. Ιτανός, Αθήνα, 2012.
Info
«Όταν ο Γιώργος Βακιρτζής ζωγράφιζε για τον κινηματογράφο Αττικόν» στο Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών.
Διάρκεια: Ως 9 Απριλίου 2023
Ώρες λειτουργίας: Δευτέρα – Παρασκευή (εκτός Τρίτης): 09:00- 16:00, Σάββατο – Κυριακή 10:00- 15:00
Διεύθυνση: Οδός Ι.Παπαρρηγοπούλου 5-7, Πλατεία Κλαυθμώνος, 105-61, Αθήνα