Εικαστικα

Τι βασανίζει τη Yayoi Kusama;

H μόδα την έμαθε από τον Louis Vuitton αλλά η Κusama είναι η πιο σημαντική εν ζωή γυναίκα εικαστικός. Αυτή είναι η περιπετειώδης ζωή της
Βάγια Ματζάρογλου
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Yayoi Kusama: Η ζωή, η τέχνη, η μάχη με την ψυχική ασθένεια, οι συνεργασίες με τον Louis Vuitton μιας γυναίκας φαινόμενο. 

Ζει και αναπνέει για την τέχνη και χάρη στην τέχνη στην κυριολεξία. «Αν δεν υπήρχε, θα είχα αυτοκτονήσει εδώ και πολύ καιρό» ομολογεί. Οι πολύχρωμες κουκκίδες είναι το σήμα κατατεθέν της, ένα σχήμα χωρίς όριο, που συμβολίζουν την πορεία της προς την αποτύπωση του απείρου. Εμβληματικές και οι κολοκύθες με τις ανθρώπινες ιδιότητες: είναι το εικαστικό alter ego της, μια αυτοπροσωπογραφία της. Και είναι εντυπωσιακές, χιουμοριστικές, μαγικές.

Γεννημένη το 1929 σε μια ταπεινή αγροτική περιοχή της Ιαπωνίας, η Γιαγιόι Κουσάμα εκτοξεύθηκε ήδη από τη δεκαετία του ’60 στο εικαστικό πάνθεον του κόσμου. Θεωρείται η πιο επιτυχημένη και πιο ακριβή εν ζωή γυναίκα εικαστικός, υπάρχει στα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου, την αντέγραψαν ομότεχνοί της όπως ο Άντι Γουόρχολ και ο Κλάες Όλντερμπουργκ (στη συνέχεια της ζήτησαν ταπεινά συγγνώμη για την κλοπή). 

Τύπος ιδιοσυγκρασιακού και αταξινόμητου καλλιτέχνη, εφηύρε μια ολόδική της εικαστική γλώσσα, την οποία περιγράφει ως «Kusama Art». Πολυσχιδής προσωπικότητα, αφιερωμένη ψυχή τε και σώματι στην τέχνη. Ασχολήθηκε με τη γλυπτική, τις εγκαταστάσεις, τη ζωγραφική, την περφόρμανς, το βίντεο, την ποίηση, το σινεμά, τη μόδα, την εικονογράφηση, τον μινιμαλισμό, τον σουρεαλισμό, την ποπ αρτ, την εννοιολογική τέχνη. Μαχητική ακτιβίστρια, προωθεί τον φεμινισμό, την παγκόσμια ειρήνη, την κοινωνική δικαιοσύνη, τα δικαιώματα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας εδώ και 40 χρόνια. Με τα παραισθησιακά, μνημειακών διαστάσεων, έργα της κυρίως αυτοβιογραφείται, αποτυπώνοντας τη χιουμοριστική της διάθεση, την όρεξή της για ζωή και χαρά αλλά και τη μάχη της με την αυτοκαταστροφή. 

Από τα παιδικά της χρόνια συγκρούεται καθημερινά με το είναι της και αγωνίζεται για την ψυχική της υγεία. Για τα ψυχικά προβλήματά της μιλά ανοιχτά. Ζει για πέντε περίπου δεκαετίες σε μια ειδική μονάδα, την οποία εγκαταλείπει καθημερινά για να περπατήσει ως το στούντιό της και να εργαστεί. Και το βράδυ επιστρέφει στην ασφάλεια του δωματίου της. «Πολεμώ τον πόνο, το άγχος και τον φόβο κάθε μέρα και η μόνη μέθοδος που έχω βρει για να με ανακουφίζει από την ασθένειά μου είναι να κάνω τέχνη. Ακολούθησα το νήμα της και με κάποιο τρόπο ανακάλυψα ένα μονοπάτι που θα μου επέτρεπε να ζήσω».

Τα παιδικά της χρόνια υπήρξαν τραυματικά. Θα υπήρχε η Γιαγιόι Κουσάμα της τέχνης χωρίς αυτό το τραύμα; Ποιος να ξέρει; Η μητέρα της δεν την ενθάρρυνε όσον αφορά τη ζωγραφική της ενασχόληση, την κακοποιούσε σωματικά και την υποχρέωνε να κατασκοπεύει τον πατέρα της, που συστηματικά δημιουργούσε εξωσυζυγικές σχέσεις. Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η Κουσάμα μίσησε το σεξ. «Δεν ήθελα να κάνω σεξ με κανέναν για χρόνια. Η σεξουαλική εμμονή και ο φόβος του σεξ συνυπάρχουν μέσα μου» λέει. Ψάχνει την αγάπη απεγνωσμένα, όπως αποδεικνύουν και κάποιοι τίτλοι των εκθέσεών της: Give Me Love, Love Forever, Everyday I Pray For Love. Στην ιστορία καταγράφονται δύο σχέσεις της, μία ολοκληρωμένη με τον καλλιτέχνη Ντόναλντ Τζαντ και μία πλατωνική (κυρίως μέσω τηλεφωνημάτων) με τον επίσης καλλιτέχνη Τζόζεφ Κορνέλ. 

Οι παραισθήσεις της, που η ίδια ονομάζει «αυτοεξάλειψη» και θεωρεί από τις θεμελιώδεις επιρροές της τέχνης της, ξεκίνησαν από την ηλικία των 10. Ήταν η άμυνα του μυαλού της απέναντι στην τοξικότητα της δυσλειτουργικής της οικογένειας. Έβλεπε φλασιές φωτός και κουκκίδες, λουλούδια να τις μιλούν, υφάσματα να ζωντανεύουν και να την καταβροχθίζουν. Η αντίδρασή της; Πήρε τα χρώματα και άρχισε να ζωγραφίζει τις ψευδαισθήσεις της, τα ίδια μοτίβα σε επανάληψη, ξανά και ξανά. Ήταν ο τρόπος της να αποφεύγει τις ενοχλητικές σκέψεις της, ένα σύμπαν ολόδικό της στο οποίο κατέφευγε για να βρει την ηρεμία της.

Στα 13 της την έστειλαν να δουλέψει σε ένα εργοστάσιο του στρατού· έραβε αλεξίπτωτα. Πέρασε την εφηβεία της στο «σκοτάδι», κυριολεκτικό και μεταφορικό. Εν μέσω του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, άκουγε τους συναγερμούς να προειδοποιούν για μια αεροπορική επιδρομή και έβλεπε τα αμερικάνικα Β-29 να πετούν πάνω από το κεφάλι της. Ήταν η περίοδος που άρχισε να εκτιμά την έννοια της ελευθερίας, κυρίως της προσωπικής και δημιουργικής.

Τελικά έκανε το δικό της και στράφηκε στην τέχνη. Αρχικά διδάχτηκε τη ζωγραφική Nihonga, όμως το ιαπωνικό στιλ αποδείχτηκε περιορισμένο για την ευρύτητα του πνεύματός της. Η ευρωπαϊκή και αμερικανική πρωτοπορία ήταν που τη συνάρπαζαν. Άρχισε να ζωγραφίζει, να καλύπτει με κουκκίδες, τα «δίχτυα απείρου», όπως τις ονόμαζε, τα πάντα: από καμβάδες μέχρι τοίχους και γυμνούς ανθρώπους. 

Και κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα: «Μια μέρα κοίταζα τα κόκκινα λουλούδια ενός τραπεζομάντιλου στο τραπέζι και, όταν σήκωσα το βλέμμα μου, είδα το ίδιο σχέδιο να καλύπτει την οροφή, τα παράθυρα, τους τοίχους, και τελικά όλο το δωμάτιο, το σώμα μου, το σύμπαν. Ένιωθα σαν να είχα αρχίσει να αυτοεξαφανίζομαι, να περιστρέφομαι στο άπειρο του ατελείωτου χρόνου και την απολυτότητα του χώρου και να συρρικνώνομαι σε ένα τίποτα. Καθώς συνειδητοποίησα ότι όλο αυτό συνέβαινε στην πραγματικότητα και όχι μόνο στη φαντασία μου, τρόμαξα. Ήξερα ότι έπρεπε να φύγω για να μη μου στερήσει τη ζωή το ξόρκι των κόκκινων λουλουδιών. Ανέβηκα τρέχοντας τις σκάλες απελπισμένη. Τα σκαλιά από κάτω μου άρχισαν να καταρρέουν, έπεσα και στραμπούληξα τον αστράγαλό μου».

Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο Κιότο, το 1958 μετακόμισε στην αναβράζουσα Νέα Υόρκη. Ήταν 27 χρονών, είχε αποφασίσει πως η ιαπωνική κοινωνία ήταν «πολύ περιφρονητική απέναντι στις γυναίκες» και είχε καταστρέψει ένα μεγάλο μέρος των έργων της στα πάτρια. Ζητώντας τα φώτα της Τζόρτζια Ο’Κιφ, κατέκτησε πολύ γρήγορα το αμερικανικό όνειρο. Δούλευε ακατάπαυστα παράγοντας μαζικά έργα, έγινε μέλος της ποπ-αρτ σκηνής της πόλης, για να ενστερνιστεί στα τέλη της δεκαετίας του ’60 τον χιπισμό. Τα μίντια των ΗΠΑ την έμαθαν, τη συζήτησαν και την κατέταξαν στην αβαν-γκάρντ όταν είδαν τα γλυπτά της με λευκούς φαλλούς, τις εγκαταστάσεις της σε μέγεθος δωματίων ή τη σειρά από τολμηρές περφόρμανς, όπου γυμνοί συμμετέχοντες βαμμένοι με πουά ξεχύνονταν στα λιβάδια. 

Πάντως και η ίδια φρόντισε να παίξει όλο το έργο της δημοσιότητας. Φωτογραφιζόταν δίπλα σε κάθε νέα της δουλειά και συμμετείχε σε πάμπολλες κοινωνικές εκδηλώσεις φορώντας πολύχρωμες περούκες και πρωτοποριακά ρούχα. Λεφτά ωστόσο δεν έβγαζε. Αντιμετώπιζε τόσο μεγάλα οικονομικά προβλήματα και τέτοια απογοήτευση, ώστε προχώρησε στην πρώτη της απόπειρα αυτοκτονίας. Όταν άρχισε να νοσηλεύεται στα νοσοκομεία λόγω υπερκόπωσης και κατάθλιψης, η Τζόρτζια Ο’Κιφ ανέλαβε να την ξελασπώσει πείθοντας τον δικό της γκαλερίστα να αγοράσει πολλά έργα της Κουσάμα. Γυναικεία αλληλεγγύη. 

Στην Ευρώπη έδωσε στίγμα στην Μπιενάλε της Βενετίας, στην οποία συμμετείχε χωρίς επίσημη πρόσκληση. Η εγκατάσταση «Narcissus Garden», ένα «κινητικό χαλί», όπως το χαρακτήρισε η ίδια, αποτελούνταν από 1.500 καθρεφτένιες σφαίρες ριγμένες στο έδαφος, που «αντανακλούσαν και πρόβαλλαν την ψυχή των επισκεπτών». Η ίδια φορώντας ένα κιμονό πουλούσε τις σφαίρες στους ενδιαφερόμενους προς δύο δολάρια την καθεμιά. Το σχόλιό της πάνω στην εμπορευματοποίηση της τέχνης δεν εκτιμήθηκε από τους διοργανωτές της Μπιενάλε, που έβαλαν τέλος άρον άρον στην «επιχείρησή» της. Όμως τα μίντια κατέγραψαν το happening και το όνομά της. Το ημερολόγιο έγραφε 1966.

Στις διαμαρτυρίες για τον πόλεμο του Βιετνάμ έδωσε βροντερό παρών με τον ανατρεπτικό τρόπο της. Διοργάνωνε περφόρμανς με γυμνούς (ζωγραφισμένους με πουά) διαδηλωτές στο Σέντραλ Παρκ, τη Γέφυρα του Μπρούκλιν και το MOMA, ενώ έστειλε ανοιχτή επιστολή στον πρόεδρο Νίξον, όπου δήλωνε πως θα έκανε σεξ μαζί του αν εκείνος έβαζε τέλος στον πόλεμο. 

Το 1968, η Κουσάμα «ευλόγησε» τον πρώτο γκέι γάμο στην Εκκλησία της Αυτοεξάλειψης και άνοιξε την γκέι λέσχη κοινωνικότητας Kusama 'Omophile Kompany (kok). Οι κινήσεις αυτές έφεραν την κατακραυγή της στην Ιαπωνία. Η οικογένειά της δήλωνε ντροπιασμένη, ενώ το σχολείο της αφαίρεσε από τη λίστα των αποφοίτων του το όνομά της. Το σοκ ήταν μεγάλο και η Κουσάμα επιχείρησε τη δεύτερη απόπειρα αυτοκτονίας.

Μετά από μία δεκαετία στις ΗΠΑ, επέστρεψε στην Ιαπωνία το 1973 και βρήκε παλαιούς και νέους δρόμους για να εκφράσει το δημιουργικό της όραμα: έντονα χρώματα, παραδοξότητες, λουλούδια, κουκκίδες, παιχνίδι, ψυχεδέλεια, λογοτεχνία και ποίηση. 

Η υποδοχή της από την ιαπωνική κοινωνία ήταν κάθε άλλο παρά αποθεωτική. Ήταν «η βασίλισσα του σκανδάλου». Κατάθλιψη, νέα απόπειρα αυτοκτονίας, γνωριμία με έναν γιατρό που χρησιμοποιούσε την τέχνη ως θεραπεία ψυχικών ασθενειών σε νοσοκομειακό περιβάλλον. Το 1977 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην εν λόγω κλινική, όπου και διαβιεί μέχρι και σήμερα.

Εκτός από την τέχνη, και η μόδα είναι ένας τομέας στον οποίο ανακάλυψε απεριόριστες δυνατότητες έκφρασης. Το 1968, ίδρυσε στην Αμερική την εταιρεία Kusama Fashion Company, σχεδίαζε αβαν-γκάρντ ρούχα και τα πουλούσε στη δική της γωνιά (Kusama Corner) στο πολυκατάστημα Bloomingdales. Μεσολάβησε ένα μεγάλο χρονικό διάστημα αγρανάπαυσης, ώσπου το 2009 μπήκε στη νέα εποχή σχεδιάζοντας τέσσερα συλλεκτικά κινητά τηλέφωνα. Κυκλοφόρησαν 1.000 από κάθε τύπο, είχαν περίεργα σχήματα (π.χ. το σχήμα γυναικείας τσάντας ή σκύλου), κόκκινους, ροζ και λευκούς κόκκους και ονόματα υπερβατικά (όπως Handbag for Space Travel ή My Doggie Ring-Ring). Συλλεκτικά ήταν και τα έξι lipgloss που σχεδίασε για τη Lancôme. 

Για τη Louis Vuitton εν έτει 2023 έδωσε τα ρέστα της. Ο οίκος μόδας τής ανέθεσε να μεταμορφώσει τα πιο κεντρικά καταστήματά του στον κόσμο και να σχεδιάσει μερικές pop-up μπουτίκ, εν όψει του λανσαρίσματος μιας νέας capsule συλλογής. Με τη Louis Vuitton είναι παλαιοί γνώριμοι. Η πρώτη τους δημιουργική συνάντηση ανάγεται στο 2006, όταν ο τότε δημιουργικός διευθυντής του Οίκου, Μαρκ Τζέικομπς, έδωσε στην εικαστικό μια τσάντα Ellipse για να τη ζωγραφίσει με το πουά μοτίβο της. Έξι χρόνια αργότερα, το 2012, ο Τζέικομπς παρουσίασε μια συλλογή με τσάντες, αξεσουάρ, παπούτσια, ρολόγια, κοσμήματα και ready-to-wear ρούχα, που είχαν γίνει θεαματικά αγνώριστα στα χέρια της Κουσάμα. Για τον Τζέικομπς έχει μόνο καλά λόγια, εξάροντας την «ειλικρινή στάση του απέναντι στην τέχνη».

Οι κριτικοί τέχνης τη συγκρίνουν με τον Τζάκσον Πόλοκ, τον Μαρκ Ρόθκο, τον Μπάρνετ Νιούμαν. Θα δεις δουλειές της στα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου. Το 2014 οι εκθέσεις της στη Λατινική Αμερική σημείωσαν ρεκόρ προσέλευσης. Στα 90 της δουλεύει ακατάπαυστα. Στα χρόνια της παντοδυναμίας των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, το 2017, η έκθεσή της Infinity Mirrors έγινε hashtag #InfiniteKusama, ενώ οι 34.000 selfies και οι 330 εκατομμύρια καρδούλες στο instagram αποδεικνύουν πως οι νέες γενιές την ανακάλυψαν και την λατρεύουν. Ακόμα και η Ιαπωνία της απένειμε τη μεγαλύτερη εικαστική διάκριση. Το 2006…