Εικαστικα

«Πλανητική ταραχή»: Τα κολάζ του Ντίνου Σιώτη

Η προοπτική του αιώνα. Ο Ντίνος Σιώτης δημιουργεί κολάζ όπως δημιουργεί ποιήματα

Αγγελική Κορρέ
14’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ντίνος Σιώτης - «Πλανητική ταραχή»: Η έκθεση κολάζ του ποιητή και εκδότη του περιοδικού (δε)κατα στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης

Παρατηρώντας κανείς εκείνη τη φωτογραφία στους NY Times με το γραφείο το οποίο ο Τζον Άσμπερι χρησιμοποιούσε ως επιφάνεια εργασίας για τα κολάζ του, ίσως αισθανθεί σαν να παρατηρεί ένα τοπίο όπου όλα είναι κάπως οικεία μα και συνάμα εντελώς ξένα – όσο περισσότερο στέκεται το βλέμμα του στην εικόνα, τόσο πιο τρυφερό και τόσο πιο φρικιαστικό γίνεται το θέαμα. Δύο φωτιστικά, που αρχικά μοιάζουν ίδια, αλλά μόνο τα αμπαζούρ είναι ίδια – η μία βάση είναι ιωνική, παχιά και ψηλή, ευθυτενής· η άλλη βιομηχανική, κοντύτερη από την άλλη, λεπτή και γερτή. Στο πλάι της υπάρχει μια αδέσποτη λάμπα, αντικατεστημένη ή εφεδρική, ποιος ξέρει. Παντού πίσω από τα φωτιστικά, βαζάκια με κόλες, ένα δοχείο με πινέλα –που φανερά ήταν κι εκείνο βαζάκι κάποτε, αν όχι από κόλα, τότε από τουρσί ή μπαχαρικά–, ένα μικρό μεταλλικό κουτί σαν αυτά για τις παστίλιες και κάθε λογής σκουπιδάκια, που πρέπει να είναι διπλάσια απ' όσα φαίνονται: τσαλακωμένα χαρτάκια και χαρτοπετσέτες, κομμάτια αεροπλάστ. Κάτω από το φως, στα αριστερά της φωτογραφίας, υπάρχει η στοίβα των πρώτων υλών: βιβλία, μονήρη χαρτιά, ίσως κάποιο περιοδικό· στο κέντρο υπάρχει ένα καρτολίνο (στα αριστερά του ένα σελοτέιπ) σαν από παιδικό βιβλίων γνώσεων, με παραλληλόγραμμα που απεικονίζουν σκάλες, γοργόνες, αστακούς, ομπρέλες και διάφορα άλλα (από την τελευταία σειρά των εικονιδίων λείπουν δύο, προφανώς για να ενταχθούν σε κάποιο κολάζ)· δίπλα στο παιδικό καρτολίνο υπάρχουν παλιακές χάρτινες φιγούρες σε σέπια, που έχουν ψαλιδιστεί περιμετρικά: τουλάχιστον δύο γυναίκες με ενδυμασία του τέλους του 19ου αιώνα. Δίπλα, προς τα δεξιά, αυτοκόλλητα χαρτάκια σημειώσεων. Από πάνω, ένα ψαλίδι και ένα χρυσό αντικείμενο με πράσινες λεπτομέρειες που δεν καταλαβαίνεις εύκολα τι είναι, αν και μοιάζει κάπως με θήκη για πένες γραφής ή μπιμπελό αποκολλημένο από μια μεγαλύτερη σύνθεση αλά αρ νουβό, που πλέον μοιάζει με ποδοπατημένο βατράχι. Όλα τούτα είναι μόνο τα βασικά. Λίγο ακόμα να παρατηρήσει αυτός ο Κανείς που παρατηρεί, θα βρει άλλα τόσα αντικείμενα μέσα στο όλο χάος, αν και κάποια στιγμή σίγουρα θα ενδώσει στον πειρασμό να κοιτάξει το δωμάτιο που διακρίνεται πίσω από το γραφείο, να δει μέσα από την κλειδαρότρυπα τα παραδοσιακά ενδότερα του Άσμπερι, με τα βαριά, σκαλιστά ξύλινα έπιπλα, το χρυσό αμπράζ στο παράθυρο, τα σμαράγδινα διακοσμητικά, τις επιτραπέζιες κορνιζαρισμένες φωτογραφίες και μια πόρτα στο βάθος που στην αρχή, λόγω του γαλάζιου ημίφωτος, μοιάζει με τοίχο με σταχτιά ταπετσαρία και γκραβούρες σε επιχρυσωμένα κάδρα βαλανιδιάς. Όμως είναι απλώς μια πόρτα.

Το κολάζ προϋποθέτει τον ψυχαναγκασμό του συλλέκτη, που μόνο εκείνος δύναται να κατανοήσει και να διαχειριστεί την αισθητική του παράταιρου, να εντοπίσει και να ερμηνεύσει το νόημα που επινοείται από μόνο του κατά τη συσσώρευση των αντικειμένων, και τελικά να επιδοθεί στο παιχνίδι τού «μετά»: μεταποίηση, μετάπλαση, μετασχηματισμός, μεταμόρφωση. Αν το κολάζ είναι τέχνη, τότε είναι η μόνη τέχνη της οποίας ο εργάτης δεν φιλοδοξεί να παίξει τον Θεό. Δεν είναι δημιουργός – δεν ζωγράφισε, δεν φωτογράφισε, δεν φύτεψε το δέντρο που έβγαλε το χαρτί του, δεν εξόρυξε το μέταλλο που έβγαλε το ψαλίδι του. Είναι ένας άνθρωπος ευσεβής: εργάζεται με αυτό που του δίνεται, κάνει τέχνη με προϋπάρχουσα τέχνη, συνθέτει μονάδες με εντελείς μονάδες. Επίσης, δεν λογίζεται, δεν στοχάζεται, δεν οραματίζεται. Μονάχα παρατηρεί – η παρατηρητικότητα είναι το ταλέντο του, η ικανότητα να δράχνει με το βλέμμα του, να αποδομεί και να δομεί (όχι απαραιτήτως με αυτή τη σειρά). Αυτό που έχει στον νου του όταν κατεργάζεται το υλικό του, όλες εκείνες τις παράταιρες εικόνες, περιορίζεται στο εκάστοτε άκρο του αιτίου του – διότι το κολάζ μπορεί να είναι συνδυασμός εικόνων, αλλά ποτέ συνδυασμός κινήτρων. Ή άσκεφτα δημιουργείται, για την ομορφιά των πραγμάτων και την ανακούφιση του μεγαλύτερου τραύματος του συλλέκτη –τι θα κάνει όλα αυτά που συλλέγει εκτός από το να τα ονομάζει συλλεγμένα και, δίχως καν να τα θαυμάζει, να κρατά απλώς στο πίσω μέρος του μυαλού του τη γνώση ότι τα κατέχει–, ή από μια σκέψη που δεν προηγείται ποτέ της ανακάλυψης των εικόνων παρά σχηματίζεται μονάχα αφού έχουν όλες ανασυρθεί από τη δράκα του βλέμματος και ταξινομηθεί: μια σκέψη για έννοιες πολύ μεγάλες.

Η πιο συχνή έννοια είναι η νεωτερικότητα και τα παρελκόμενά της, η επικαιρότητα, οι διάφορες κρίσεις και πληγές του παρόντος – επειδή το κολάζ αντλεί παραδοσιακά από περιοδικά και εφημερίδες, των οποίων τέτοιες είναι οι αναφορές. Αλλιώς, όταν αντλεί από καλλιτεχνήματα –από φωτογραφίες, βιβλία με πίνακες ζωγραφικής, αντίγραφα χαρακτικών, αριστοτεχνικές βινιέτες και τέτοια–, οι έννοιες είναι ευρείες, θεμελιώδεις: ζωή, θάνατος και επέκεινα, έρωτας και ερημία, ταυτότητα και σκοπός, χώρος και χρόνος. Κάτι αλλάζει μόνον όταν χρησιμοποιούνται πορτρέτα, πρόσωπα στραμμένα στον φακό φωτογράφων ή καλοστημένα μπροστά από καμβάδες. Σ’ αυτή την περίπτωση, το κολάζ δεν αλλοιώνει την πρωτότυπη στάση, παρά κλείνει στην καρδιά του το πρόσωπο και το περιβάλλει είτε με εικόνες που το στοχεύουν αγριεμένα όπως οι βαλλίστρες των δημίων τον Άγιο Σεβαστιανό είτε με γεωμετρικά σχήματα που το κυκλώνουν ανάλαφρα, όλα τους δίνοντας την εντύπωση ενός νέου κάδρου. Καθεμία από τις δύο περιβληματικές επιλογές –τα δύο διαφορετικά φορτισμένα κάδρα– εξυπηρετεί την απροσδιόριστη έλξη του βλέμματος, τα άγνωρα, απόκοσμα σημαινόμενα που το κατάπιαν στο συναπάντημα με εκείνο το ένα πρόσωπο που κρατάει επτασφράγιστα τα μυστικά του και διαψεύδει εν τη γενέσει της κάθε ερμηνεία. Το πρόσωπο δεν έχει νόημα – έχει μόνο μια δύναμη που καλύπτει σαν λευκός θόρυβος την αράδα των εικόνων· η αράδα είναι ευσύμβολη, η δύναμη απροσμάχητη και ο δημιουργός του κολάζ ανήμπορος μπροστά στο ένα πρόσωπο, που περιγελά τη χαριτωμένη συλλεκτική μανία του, τη χαριτωμένη ενοποιητική τεχνική του και τη χαριτωμένη τυπολογική εννοιοδοσία του, διότι δεν είναι και δεν μπορεί να γίνει τίποτε άλλο από αυτό που είναι. Όταν αντιμετωπίζει το ένα πρόσωπο, το κολάζ δεν μπορεί να συνθέσει, παρά μονάχα να διασώσει ένα αμετάβλητο πρωτότυπο, απλώς στριμώχνοντας σ’ ένα αόριστο περιτύλιγμα το τραύμα του θυμικού του.

«Faraway, so close»

Ωστόσο, όταν ο δημιουργός του κολάζ, που κατά παράδοση δεν φιλοδοξεί να παίζει τον Θεό, τυχαίνει να εργάζεται και με μια άλλη καλλιτεχνική ιδιότητα, και μάλιστα μία που γέννησε την ίδια την ιδέα τού να παίζεις τον Θεό, δηλαδή με την ιδιότητα του ποιητή, τότε το κολάζ εκτείνεται και σε άλλα μήκη. Τα κολάζ των ποιητών δεν μπορούν έστω και λίγο να μην απηχούν τα θέματα που τους απασχολούν στη γραφή τους. Τα πιο πληθωρικά από τα κολάζ του Άσμπερι μοιάζουν με απεικονίσεις μιας πραγματικότητας γεμάτης από νοσηρά αφηγήματα που βάλλεται από την ανανεωτική σφύρα της φαντασίας· το ονειρικό και το παράδοξο εισβάλλουν με τη μορφή γελαστών προσώπων, ζώων και καρτούν, γεμίζοντας με θορυβώδη χρώματα τη μουντάδα του παρελθόντος, των παραδόσεων και των δεδομένων, σαν να ρίχνουν φως σε κάτι πονηρά σκοτεινό. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι η ευφροσύνη που κατακλύζει τις συνθέσεις είναι μια ελαφρά ειρηνευτική πρόταση. Αντίθετα, όσο πιο χιουμοριστικές οι φιγούρες που συρρέουν κατά δεκάδες στις συνθέσεις του Άσμπερι τόσο πιο τραγικά αυτά που αντιπροσωπεύουν, δηλώνοντας όμως την πολυτροπικότητα της ανθρώπινης ψυχής και τη ζωτικότητα της παρουσίας της μέσα στην κατά τ’ άλλα μονότονη ροή των πραγμάτων. Ο Μαρκ Στραντ, έτερος ποιητής που δημιούργησε κολάζ, παρουσιάζει μια ιδιομορφία: σπούδασε ζωγραφική και ασκήθηκε στα εικαστικά προτού καταλύσει στην ποίηση· για κάποιον λόγο, ενώ τα ποιήματά του είναι γεμάτα εικόνες, με σαφείς και συχνά κυριαρχικές υπερρεαλιστικές και συμβολιστικές επιρροές, τα κολάζ του είναι αφαιρετικά σε βαθμό που θυμίζουν ανασυνθέσεις του Ρόθκο με χαρτοκοπτική, αν όχι κάτι από σουπρεματισμό ή, σπανιότερα, ζωγραφική της δράσης. Η φύση, τα συναισθήματα, τα πρόσωπα, η εαυτολογική εγκεφαλικότητα που συστέλλει και διαστέλλει τα όρια του βιούμενου κόσμου μέσα στην ποίηση του Στραντ μεταπηδούν στα κολάζ του αποστραγγισμένα. Εκεί, μικρά χαρτάκια –συχνά κομμάτια της ίδιας εικόνας– είναι απλώς κολλημένα το ένα πάνω στο άλλο· δεν περιέχουν τίποτα παρά χρώματα, στίγματα, μολυβένιες σκιάσεις, αόριστες, άτακτες, παχιές χαρακιές σαν από μαρκαδόρο ή κηρομπογιά. Στα συνοδευτικά κείμενα της έκθεσης ενός μέρους αυτών των κολάζ, που πραγματοποιήθηκε από τις 24 Μαΐου έως τις 30 Ιουνίου 2017 στο Neubauer Collegium, σταχυολογείται μεταξύ άλλων μια φράση-κλειδί του ίδιου του καλλιτέχνη, ο οποίος ομολογεί πως τα κολάζ του είναι μια «απόδραση από τη δημιουργία νοήματος», όπως επίσης και μια «μεταπήδηση» από τη «λεκτική αίσθηση» στην «οπτική αίσθηση». Πολλοί θα διαφωνούσαν –ίσως και μειδιώντας– με τον Στραντ σχετικά με την πεποίθηση ότι οι εσωτερικές διεργασίες που πυροδοτούν οι εικόνες είναι διάφορες από εκείνες που πυροδοτεί η γλώσσα, η οποία φαίνεται πως έχει (και) αρνητικό πρόσημο για τον ποιητή, γεγονός που δεν σοκάρει κιόλας, δεδομένων των υπερρεαλιστικών του καταβολών. Εντούτοις, έτσι ακριβώς συνδέονται τα κολάζ του Στραντ με την ποίησή του – όχι με τον αναμενόμενο, παραστατικό τρόπο (επιεικώς φαντασιώδεις, αν όχι τελείως παρδαλές, αλλοπρόσαλλες σκηνές και εφιαλτικές ωμότητες), αλλά με τον εννοιολογικό, με την επιχείρηση διάλυσης και ανακαίνισης, ανακαίνισης και διάλυσης της ανθρώπινης εμπειρίας. Στα καθ’ ημάς, τα περίφημα κολάζ του Οδυσσέα Ελύτη δεν επιφυλάσσουν καμία έκπληξη, αντικατοπτρίζοντας τα εναργέστερα στοιχεία της αισθητικής του: το ελληνικό τοπίο, τη χριστιανοσύνη και τη γυναίκα. Μάλιστα, η σχέση μεταξύ κολάζ και ποιημάτων είναι τόσο στενή, που τα κολάζ μοιάζουν με εικονογραφήσεις των ποιημάτων ή αποτελούν τα ίδια «οπτικά» ποιήματα. Πάντως, σε αντίθεση με τον Στραντ, που φαίνεται πως με τα κολάζ του προσπάθησε να ελευθερώσει μια ενέργεια που την ένιωθε να ασφυκτιά στις λέξεις των ποιημάτων, ο Ελύτης με τα δικά του κολάζ μάλλον «υπονομεύει», τρόπος του λέγειν, τα ποιήματα, τα οποία είναι κατά πολύ συνθετότερα του αφόρητου κλισέ γαλαζοπράσινο-άγγελοι-παιδίσκες, το οποίο συχνά δεσμεύει τους βιαστικούς αναγνώστες. Τελικά όμως, εάν ο ποιητής είχε πράγματι κατά νου μια οπτικοποίηση της ποιητικής του, δεν έσφαλε· απλώς μετέφερε τις ήδη υπάρχουσες εικόνες, χωρίς να προδώσει το νόημά τους. Αναμφίβολα όμως είναι κολάζ πολύ προσωπικά – στο βάθος, αναφέρονται στο πρόσωπο του ποιητή και στο έργο του παρά σε οτιδήποτε άλλο.

Η μέθοδος του Ντίνου Σιώτη, ως ποιητή και δημιουργού κολάζ, βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι. Τα κολάζ δεν εικονογραφούν τα ποιήματα, όπως στην περίπτωση του Ελύτη, ούτε τα υπερβαίνουν, όπως στην περίπτωση του Στραντ. Το κίνητρο του κολάζ και το κίνητρο του ποιήματος έχουν ωστόσο μια ευρεία σχέση, όπως στην περίπτωση του Άσμπερι, αλλά όχι τόσο ευρεία, όχι τόσο εννοιακή. Ο Σιώτης δημιουργεί κολάζ όπως δημιουργεί ποιήματα, δηλαδή: παίρνει εικόνες από το περιβάλλον, τις συνδυάζει και αφήνει το απόσταγμα του συνδυασμού να ρεύσει αργά αργά μοναχό του, σαν να αναμεταδίδει ατάραχα ένα συμβάν. Η ίδια η τεχνική και η θεματική του στην ποίηση είναι που δίνουν το περιθώριο για έναν τέτοιο τύπο κολάζ: οι παραστάσεις των γεγονότων στον διαρκώς μεταβαλλόμενο αλλά κατ’ ουσίαν αμετάβλητο κόσμο, όπου ο χρόνος των ανθρώπων δεν μετράται σε παρελθόν, παρόν, μέλλον, αλλά σε τραύμα και μνήμη, εμμονή και επιμονή, φόβο και ελπίδα. Τα κολάζ του Σιώτη είναι λιτά και οριοθετημένα σαν να τα κοιτάζει κανείς μέσα από μια camera obscura, απολύτως γεωμετρικά, με περισσότερο ή λιγότερο διακριτά τμήματα, που χωρίζονται από ευθείες γραμμές ή, σπανιότερα, καμπύλες. Έτσι, μετατρέπονται σε επεισόδια, σε ιστορίες που κάποιος διηγείται, με πρόσωπα και τεκταινόμενα.

Η ριζικότερη ομοιότητα των κολάζ του με τα ποιήματα έγκειται στον κοινωνικοπολιτικό χαρακτήρα τους, στοιχείο που κατά βάση απαντά σε κολάζ αποκλειστικά εικαστικών καλλιτεχνών –ειδικά του ντανταϊσμού–, οι οποίοι, ακριβώς λόγω της εξοικείωσής τους με το οπτικό και το χειροπιαστό, είναι σε θέση να λεπτολογούν φτιάχνοντας κολάζ με κομμάτια τόσο ταιριαστά, που μοιάζουν να ήρθαν κατά παραγγελία, κομμάτια τα οποία συνθέτουν ένα σύνολο αρκετά συγκεκριμένο ώστε να καταλήγει να θυμίζει περισσότερο πίνακα παρά κολάζ. Τα κοινωνικοπολιτικά κολάζ του Σιώτη δεν είναι τόσο επιτηδευμένα, διατηρούν την απλότητα, τον αυθορμητισμό τούτης της τέχνης που σε μεγάλο βαθμό παραμένει ψυχαγωγική για τον εργάτη της. Παράλληλα όμως οι κοινωνικοπολιτικές υφές τους γίνονται αισθητές και μάλιστα, εφόσον στην ποίησή του είναι καθοριστικές, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση της ταυτότητάς της, δίνουν και εδώ μια ιδέα ταυτότητας – χαρακτηριστικό εξαιρετικά σπάνιο για την τέχνη του κολάζ, ειδικά στις σύγχρονες εκδοχές της, επειδή, αν στις υπόλοιπες τέχνες θεωρείται επίτευγμα η διαμόρφωση ενός καθαρού προσωπικού ύφους, στο κολάζ είναι (σχεδόν) ακατόρθωτο.

Στο πλαίσιο της ενασχόλησης του Σιώτη με το κολάζ γενικώς, υπάρχουν «κύκλοι» κοινωνικοπολιτικών έργων προσανατολισμένοι σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους, στιγματισμένες από ειδικά ιστορικά γεγονότα, που ασκούν πολεμικές ευκρινέστερες σε σχέση με άλλα κολάζ, χωρίς συγκεκριμένα σημαινόμενα, εντούτοις ακόμα και στα απλούστερα αυτά έργα διακρίνεται μια κριτική τάση, με κυρίαρχους στόχους τον πόλεμο, την πολιτική –κυρίως την αμερικανική–, τον καπιταλιστικό αισθητισμό και τις δυσαρμονίες της κοινωνικής δομής. Εκείνο όμως που διαμορφώνει τελικά την ταυτότητα των έργων, που διαμορφώνει ακόμα και ένα ύφος –όσο δυνατό μπορεί να είναι κάτι τέτοιο, λοιπόν, στην τέχνη των κολάζ– είναι η κλιμάκωση μιας διαδικασίας επιλογής, συγκεκριμενοποίησης και κεντροποίησης του θέματος, η τοποθέτηση των κομματιών των εικόνων με τέτοιον τρόπο ώστε να δίνουν την ψευδαίσθηση μιας εν προόδω εστίασης, που, είτε στοχεύει σε ένα πρόσωπο είτε σε ένα αντικείμενο είτε σε ό,τι άλλο, τελικά κάνει το σύνολο να μοιάζει με ένα πορτρέτο φτιαγμένο με τη χρήση του τριγώνου του Ρέμπραντ: ο θεατής βρίσκεται ενώπιος σε κάτι απ’ οποίο δεν μπορεί να πάρει τα μάτια του· είναι ένα κάτι τόσο μυστήριο, που τον αφομοιώνει· όχι παρά την απλότητά του, αλλά ακριβώς λόγω της απλότητάς του διανοίγει όλες τις πιθανές κατευθύνσεις, σαν το λευκό φως που περνάει μέσα από το πρίσμα· τελικά, με την ελάχιστη πρώτη ύλη, ο θεατής βρίσκεται εγκλωβισμένος στον κυκεώνα των ίδιων του των σκέψεων, στην πυροδότηση ή στην ενεργοποίηση των οποίων ο δημιουργός του καλλιτεχνήματος στόχευε από την αρχή. Με αυτό το τρόπον τινά «ρεμπραντικό» τέχνασμα, τα κολάζ του Σιώτη αναμεταδίνουν ένα στεγνό γεγονός, αν όχι μια στεγνή πληροφορία – με τη γνώση της οποίας όμως ο θεατής αντιλαμβάνεται κάθε είδους αντίκτυπο που μπορεί να έχει εκείνη πάνω του και πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση γενικώς, κάθε είδους συναίσθημα που ελλοχεύει καθώς ο παραλήπτης της της δίνει υπόσταση με την ίδια την ύπαρξή του ως παραλήπτη. Ο Σιώτης κάνει το ίδιο και στα ποιήματά του. Όσο υπαινικτικός είναι στην ποίηση τόσο υπαινικτικός είναι και στα κολάζ, όσο ειρωνικός είναι στην ποίηση τόσο ειρωνικός είναι και στα κολάζ.

«Shell gas station»

Το –πολλές φορές μαύρο– χιούμορ, που είναι χαρακτηριστικό πολλών ποιημάτων του, στα κολάζ εκφράζεται μέσω πολυχρωματικών συνδυασμών και ευχάριστων μορφών, που δεν είναι όμως –έστω και σκόπιμα– ελαφρές, αξιογέλαστες, όπως τα καρτούν του Άσμπερι, αλλά ανθρώπινες, ρεαλιστικές, φοβερές, αν και η συγγένεια με τον Άσμπερι διατηρείται στο πλαίσιο του χρώματος: όσο πιο έντονο, όσο πιο αλλοπρόσαλλο είναι το κολάζ του Σιώτη, τόσο πιο σκοτεινό το θέμα του. Μάλιστα, τα «σκοτεινά» αυτά κολάζ του Σιώτη συνήθως είναι και τα μόνα που δεν υπακούν εντελώς τον κανόνα της εστίασης, ούτε και σε αυτόν της γενικής λιτότητας, απεικονίζοντας ένα δυσάρεστο, θορυβώδες πανδαιμόνιο. Τα πιο συγκεκριμένα από θεματολογικής άποψης πολιτικά κολάζ είναι κάπως έτσι: χαοτικά, δυσοίωνα, γεμάτα κουραστικά χρώματα και έξαλλες μορφές.

Όμως, όπως η ποίησή του, έτσι και τα κολάζ του δεν φυλακίζονται σε αυτές τις, έστω και αναπόφευκτες, κριτικές τάσεις. Η τρυφερότητα του απλώς και απλά καθημερινού, η οικειότητα του απροσποίητου ανθρώπινου ή φυσικού τοπίου, που στα ποιήματα του Σιώτη μαρτυρούν μια συγγένεια με τον Ρίτσο, υφίστανται στην πλειονότητα των κολάζ του, που ακόμα και στις πιο μελαγχολικές απεικονίσεις τους –ή μάλλον, όχι: ειδικά στις πιο μελαγχολικές απεικονίσεις τους– αποτυπώνουν μια καθάρια εκδοχή αυτού που θα μπορούσε κανείς, όσο καταχρηστικά θέλει, να ονομάσει ανθρωπινότητα. Σχεδόν βιβλικό, στην ουσία: ο άνθρωπος και η έρημός του, ο άνθρωπος και το νερό του, ο άνθρωπος και τα οικοδομήματά του, ο άνθρωπος και τα αφηγήματά του –τα ταπεινά, αφελή και άκακα–, ο άνθρωπος και οι άνθρωποί του, ο άνθρωπος και το σώμα του, ο άνθρωπος και ο χρόνος του. Όλα τούτα τα σχήματα αναφορικά με αυτό που είναι ο άνθρωπος, με αυτό που είναι η εσωτερική του ζωή και αυτό που είναι η εξωτερική του ζωή, δείχνουν να προέρχονται όχι από μακρόπνοους φιλοσοφικούς στοχασμούς αλλά από την εγγενή προϋπόθεση του κολάζ, την παρατήρηση. Εάν είναι ίδιον της ποίησης του Σιώτη να αφήνει καμιά φορά κατά μέρος τις μεγάλες έννοιες και τις ατέρμονες εγκεφαλικές διεργασίες και να εστιάζει στις παραστάσεις της οικουμένης –που ξέρει ότι είναι παραστάσεις, όπως ξέρει και ότι είναι γεμάτες ζωή–, τα κολάζ του δεν διαφέρουν.

«Eclipse»

Εντέλει, όπως κάθε μορφή τέχνης, έτσι και το κολάζ ανακουφίζει μια ανάγκη για επικοινωνία, για μια καρποφόρα στροφή προς τα έξω, σ’ έναν κόσμο που δίνει και παίρνει. Αυτό που συνήθως αντιπροσωπεύει το ύφος σε μια καλλιτεχνική πρακτική είναι ο κατά τον καλλιτέχνη καλύτερος δυνατός τρόπος να επιτευχθεί η στροφή, σύμφωνα με τους καρπούς για τους οποίους εκείνος θεωρεί ότι αξίζει τον κόπο να στρέφεσαι στον κόσμο. Και αυτό που ο Σιώτης επιτυγχάνει με τα κολάζ του είναι παρόμοιο με αυτό που επιτυγχάνει με τα ποιήματά του: μια προτροπή να παρατηρήσουμε τον κόσμο, να τον ψηλαφίσουμε, να αισθανθούμε τη βαρύτητα της βιωτής, να ζυγίσουμε τους κινδύνους και, φυσικά, να ανανεώσουμε –και να ανανεώνουμε διαρκώς, κάθε μέρα– την εμπιστοσύνη μας στην τέχνη. Είναι γεγονός πως ο Ντίνος Σιώτης ως δημιουργός εκδηλώνει κάπου κάπου μια υγιή αυτοαναφορικότητα – η οποία μπορεί πράγματι να χαρακτηριστεί υγιής, επειδή δεν μοιάζει με κανένα απ’ όλα εκείνα τα φλύαρα ξεσπάσματα που υποδηλώνουν μάλλον έλλειψη έμπνευσης και ιδεών για κάτι καλύτερο παρά ειλικρινή ανάγκη εξερεύνησης της εκάστοτε τέχνης και των συνιστωσών της. Για τον Σιώτη (ο οποίος τόσο θεωρητικά –με τις αυτοαναφορικές αποχρώσεις του έργου του– όσο και πρακτικά –με τη μακρόχρονη εκδοτική παρουσία του και την ακάματη συμμετοχή του στην οργάνωση συλλογικοτήτων, φεστιβάλ και εκδηλώσεων– φέρνει συνεχώς στο προσκήνιο την αναγκαιότητα της εξωστρέφειας και της συνεχούς ώσμωσης με το κοινό) η τέχνη, όπως λέγεται και σε ένα από τα κολάζ του με παχιά κόκκινα γράμματα, «είναι εδώ – λύνει τα προβλήματα». Τέτοια υποδόρια αλλά και καίρια μικρά «μανιφέστα» για την τέχνη διαπνέουν το έργο του Σιώτη: η τέχνη που λύνει προβλήματα, η τέχνη που δίνει ελπίδα, η τέχνη που είναι εδώ. Και τούτο είναι ίσως το απαύγασμα αυτών των κολάζ, μια απεικόνιση της μεθόδου του ποιητή να παρατηρεί τον κόσμο και να λέει, «στον αιώνα του», τι βλέπει.

Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την έκθεση στο City Guide της Athens Voice

«Dynamite»