Ένα ταξίδι στο μεταίχμιο Αφρικής και Ευρώπης
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
11°
«Γιάννης Μόραλης - Χώρος Ιδιωτικός»: Είδαμε την έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη Ελληνικού Πολιτισμού
«Γιάννης Μόραλης - Χώρος Ιδιωτικός»: Εντυπώσεις από την έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη Ελληνικού Πολιτισμού και λίγα λόγια για τον σπουδαίο ζωγράφο
Με το που μπαίνει κάποιος στην αίθουσα όπου φιλοξενούνται οι περιοδικές εκθέσεις του Μουσείου Μπενάκη - Ελληνικός Πολιτισμός αντιλαμβάνεται το πόσο πετυχημένος και ακριβής είναι ο τίτλος της έκθεσης την οποία θα επισκεφθεί. Από το πρώτο κιόλας βήμα νιώθει ανάκατα συναισθήματα συγκίνησης, προσμονής και περιέργειας, μια και γνωρίζει ότι εισέρχεται στον «Χώρο Ιδιωτικό» ενός από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της νεότερης ελληνικής ζωγραφικής, του εικαστικού και καθηγητή Γιάννη Μόραλη.
Σπάνιες οικογενειακές φωτογραφίες από τα παιδικά του χρόνια με τους γονείς, τα αδέλφια, τη θεία, φωτογραφίες με αγαπημένους φίλους, πορτραίτα των συζύγων του, του γιου του, προσωπικά αντικείμενα, ακόμη και το τετράδιο που είχε ζωγραφίσει σε ηλικία εννέα ετών, πρωτογενές υλικό σχεδιασμάτων και σημειώσεων, αντιπροσωπευτικά έργα από όλες τις περιόδους της δημιουργίας του, μας καλούν σε μία συναρπαστική περιήγηση για να μας συστήσουν όχι μόνο τον σπουδαίο εικαστικό αλλά και τον άνθρωπο Γιάννη Μόραλη, την οικογένεια και τους φίλους του.
Σε 6 τ.μ., σε κεντρικό σημείο του χώρου, μία αναπαράσταση του «ατελιέ» του, όπως περίπου ήταν στην οδό Δεινοκράτους 9, μέσα στο οποίο εργάστηκε τα περισσότερα χρόνια της καλλιτεχνικής του πορείας, μας βάζει στον αγαπημένο του κόσμο και Ιδιωτικό Χώρο, πλαισιωμένο με τον εξοπλισμό, προσωπικά αντικείμενα, καβαλέτα, σύνεργα ζωγραφικής. Η αίσθηση της «παρουσίας» του μεγάλου απόντος έντονη. Μέσα σε αυτόν τον χώρο όπου κυριαρχεί μία τακτοποιημένη αταξία, ξεδιπλώθηκαν όλες οι πτυχές της καλλιτεχνικής προσωπικότητάς του. Εκεί το άυλο μετουσιώθηκε σε υλικό, η έμπνευση σε απτή δημιουργία, η ιδέα σε σχεδίασμα, σημείωση, σκαρίφημα, έργο καλλιτεχνικό. Όπως έλεγε, προτιμούσε να εργάζεται μόνος και καμία φορά ακόμη και το μοντέλο τον ενοχλούσε, ποτέ όμως ο αγαπημένος του Μπαχ και το ραδιόφωνο ή το μαγνητόφωνο ήταν πάντα σε περίοπτη θέση.
Η υπογραφή του Μόραλη έχει ταυτιστεί στη συνείδηση του κοινού με στιγμές από την «αφαιρετική» του ζωγραφική. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Στην έκθεση ο επισκέπτης έχει την ευκαιρία να βρεθεί στην αφετηρία και να παρακολουθήσει τη μακρά πορεία του στον καλλιτεχνικό στίβο, από την πρώιμη εποχή με τα έργα παραστατικής ζωγραφικής, κυρίως προσωπογραφίες και τοπιογραφίες, έως την ώριμη με έργα που χαρακτηρίζει μία αυστηρή γεωμετρία, με συμμετρία και λιτότητα. Είναι εντυπωσιακή η πολυποίκιλη δραστηριότητά του, η οποία εκτός από τη ζωγραφική επεκτείνεται στη χαρακτική, στην εικονογράφηση βιβλίων, στη σχεδίαση σκηνικών και κουστουμιών θεατρικών παραστάσεων καθώς και εξωφύλλων δίσκων.
Ιδιαίτερη μνεία οι ανάγλυφες διακοσμήσεις της εξωτερικής βορειοδυτικής όψης του ξενοδοχείου Χίλτον καθώς επίσης και οι κεραμικές συνθέσεις για τον εξωραϊσμό κτιρίων δημοσίου και ιδιωτικού χαρακτήρα και στην έκθεση παρουσιάζονται αρκετές μελέτες όλων αυτών.
Η έκθεση αυτή αφήνει στον επισκέπτη μία όμορφη, γλυκιά αίσθηση και μία ικανοποίηση που του δόθηκε η ευκαιρία να τρυπώσει στο άδυτο του Ιδιωτικού Χώρου του Γιάννη Μόραλη, που ήλθε σ' επαφή με άγνωστες πτυχές της ζωής και του έργου του, θαύμασε και γνώρισε λίγο καλύτερα τον «τελευταίο ευπατρίδη της αληθινής ζωγραφικής», όπως έλεγε χαρακτηριστικά για αυτόν ο Μάνος Χατζηδάκης.
Γιάννης Μόραλης (1916-2009): Λίγα λόγια για τον ζωγράφο
Αν και γεννήθηκε στην Άρτα κι εκεί πέρασε τα πρώτα παιδικά του χρόνια, συχνά έλεγε ότι γεννήθηκε στην Πρέβεζα, μία πόλη που τον ξετρέλανε, λόγω της θάλασσας, από την πρώτη στιγμή που αντίκρισε. Εκεί εγκαταστάθηκαν οικογενειακώς και ο πατέρας του υπηρέτησε ως Γυμνασιάρχης.
Από την ηλικία των έξι ετών άρχισε να αισθάνεται ότι θέλει να γίνει ζωγράφος. Χανόταν μέσα στο δωμάτιο της θείας του και την παρακολουθούσε που ζωγράφιζε. Του άρεσαν οι μπογιές, οι μυρωδιές, τα χρώματα. Όταν πήγαινε στο σχολείο όπου δίδασκε ο πατέρας του, βούταγε τις κιμωλίες σε μπλε ή κόκκινο μελάνι και μ' αυτές έκανε σχέδια στον μαυροπίνακα.
Δύο μικρά σχέδια που είδε στο περιοδικό Ερυθρός Σταυρός της Νεότητας που εκδιδόταν στην Πρέβεζα τον εντυπωσίασαν και αυτή ήταν η πρώτη του επαφή με τον δημιουργό τους, τον νεαρό τότε Γιάννη Τσαρούχη.
Το 1927 ήρθαν στην Αθήνα και έμειναν στο Παγκράτι, αρχικά στην οδό Άκρωνος 5 και μετέπειτα στον οδό Αγίου Φανουρίου 31. Κάθε Κυριακή ο πατέρας του τον συνόδευε στο «Κυριακόν Σχολείον» της Σχολής Καλών Τεχνών, στο ισόγειο του Αβερώφειου κτιρίου.
Στην ηλικία των 15 ετών έγινε δεκτός στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, στην αρχή ως μαθητής του Παρθένη και λίγο αργότερα του Ουμβέρτου Αργυρού. Παράλληλα άρχισε να φοιτά στο εργαστήριο χαρακτικής του Γιάννη Κεφαλληνού, ο οποίος υπήρξε γι' αυτόν όχι μόνο δάσκαλος αλλά και μέντορας. «Στην τάξη ήμασταν μόνο πέντε φοιτητές. Ο Κεφαληνός, ένας άνθρωπος πολύ καλλιεργημένος, δεν ήταν απλώς ένας δάσκαλος που μας μάθαινε χαρακτική, αλλά ήταν και φίλος. Μας έφερνε βιβλία, συζητούσαμε με τις ώρες. Το μάθημα άρχιζε στις 3 το μεσημέρι και τελείωνε στις 9». Στη Σχολή γνώρισε τον Καπράλο, τον Τσαρούχη, τον Τάσσο και τον Νικολάου με τον οποίο συνδέθηκε με μία μακροχρόνια φιλία ζωής.
Όπως κάθε ζωγράφου το όνειρο ήταν να πάει στο Παρίσι έτσι και η μεγάλη επιθυμία του Μόραλη ήταν να βρεθεί στην πόλη του φωτός. Οι υποτροφίες εκείνη την εποχή ήταν κάτι σπάνιο. Αλλά είχαν κάνει μία συμφωνία με τον επιστήθιο φίλο του, τον Νικολάου, ότι έτσι και την κέρδιζε ο ένας θα έπαιρνε μαζί του και τον άλλον. Και έτσι έγινε. Το 1938, ο Μόραλης πήρε υποτροφία για την Ρώμη και μαζί με τον Νικολάου βρέθηκαν στην αιώνια πόλη. Μετά από λίγο καιρό το όνειρό τους πραγματοποιήθηκε και κατάφεραν να πάνε στο Παρίσι. Ο Μόραλης παρακολουθούσε ταυτόχρονα δύο σχολές, την Ecole National des Beuax Arts για νωπογραφία και την Εcole des Arts et Metiers για ψηφιδωτό. Ο Παπάς, ο Καπράλος, ο Χατζηδάκης, ο Νικολάου, ο Τσαρούχης αποτελούν τον στενό φιλικό του κύκλο.
Επέστρεψε στην Ελλάδα με την κήρυξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου για να κάνει τη θητεία του. Η δεκαετία του '40 ήταν μία από τις πιο ταραγμένες της Ελλάδος και εκείνα τα δύσκολα και επικίνδυνα χρόνια αποτυπώνονται στα έργα του. Το 1941 παντρεύτηκε τη Μαρία Ρουσσέν και εγκαταστάθηκαν σε ένα διαμέρισμα στην οδό Πλουτάρχου 5, στο Κολωνάκι, ενώ τα καλοκαίρια πήγαιναν στο πατρικό της συζύγου του, στην Κηφισιά. Καθ' όλη τη διάρκεια της Κατοχής εργαζόταν βοηθώντας τον φίλο του, τον Νικολάου, στο παλαιοπωλείο στην οδό Πανεπιστημίου 10 και φιλοτεχνώντας πορτραίτα, κατά παραγγελία, πράγμα που του εξασφάλισε τα προς το ζην.
Το 1945 χώρισε και δύο χρόνια μετά, στο εργαστήριο της Νάτας Μελά, γνώρισε την δεύτερη σύζυγό του, την γλύπτρια Αγλαΐα Λυμπεράκη, με την οποία έμειναν στην Νέα Κηφισιά (πρώτα στη Λεωφ. Ανοίξεως 25 και αργότερα στη οδό Καραϊσκάκη 12). Άρχισε να ζωγραφίζει από το σπίτι. Τότε έκανε τα πρώτα επιθαλάμια έργα. Του άρεσε πολύ αυτή η λέξη, η οποία αφορά τα τραγούδια που λένε μπροστά από το νυφικό δωμάτιο και σε ορισμένα μέρη της Ελλάδος υπάρχει ακόμη αυτό το έθιμο.
Το 1947 εκλέχθηκε τακτικός καθηγητής της προπαρασκευαστικής τάξης της ΑΣΚΤ, σε ηλικία 31 ετών, ο νεότερος καθηγητής στην ιστορία της Καλών Τεχνών. Όπως έλεγε χαρακτηριστικά «Η επαφή με τους νέους σε ζωντανεύει. Όταν έκανα την πρώτη ανακοίνωση στους φοιτητές μου, είχα τρακ. Τους είπα να με θεωρούν ως έναν συνάδελφό τους που έχει λίγη μεγαλύτερη πείρα από εκείνους. Δεν πήρα ύφος δασκάλου, δεν υπήρχε απόσταση. Ήμασταν φίλοι».
Το 1948 γεννήθηκε ο γιος του, Κωνσταντίνος. Στην πρώτη μεταπολεμική έκθεση που έγινε εκείνη τη χρονιά στο Ζάππειο, ο Μόραλης παρουσίασε τα έργα του «Έγκυος γυναίκα», «Το τραπέζι», «Δύο φίλες», «Ο Ζωγράφος με την γυναίκα του».
Το 1949 ξεκίνησε τη δραστηριότητά του με την καλλιτεχνική ομάδα «Αρμός» μαζί με γνωστούς έλληνες ζωγράφους, μεταξύ των οποίων ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νίκος Νικολάου, ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο Παναγιώτης Τέτσης, ο Μίνως Αργυράκης κ.ά.
Η δεκαετία του '50 ήταν σταθμός για την καλλιτεχνική του διαδρομή. Η τέχνη του έχει μεταβεί σε νέα φάση, με τα λυρικά στοιχεία των συνθέσεών του να δέχονται γεωμετρικές επιρροές και να δημιουργούν μία πρωτότυπη, μοντέρνα εκδοχή της αφαίρεσης, που ισορροπεί με την παραστατικότητα. Κεντρικός της άξονας είναι η γυναικεία μορφή και πηγές έμπνευσης οι κλασικές επιτύμβιες στήλες του 5ου αιώνα, τα Φαγιούμ, οι τοιχογραφίες της Πομπηίας. Εργαζόταν ακατάπαυστα, με φρενήρεις ρυθμούς, παρ' όλες τις απαιτητικές ακαδημαϊκές του υποχρεώσεις.
Ένα ταξίδι του στην Αίγινα έμελλε να είναι σημαδιακό. Λάτρεψε το νησί από την πρώτη στιγμή, γιατί όπως έλεγε, του θύμιζε κάτι από την αγαπημένη του Πρέβεζα. Έκτοτε έγινε μόνιμος καλοκαιρινός παραθεριστής, μένοντας σε ενοικιαζόμενα σπίτια ή ξενοδοχεία, μέχρι το 1978 που εγκαταστάθηκε στο δικό του σπίτι, που σχεδίασε και έκτισε γι' αυτόν ο φίλος του και αρχιτέκτων, Άρης Κωνσταντινίδης.
Από το 1954 ξεκίνησε την πολυετή και γόνιμη συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης και τον Κάρολο Κουν, ενώ αργότερα συνεργάστηκε με τον Μάνο Χατζηδάκη, το Εθνικό Θέατρο και το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλού Μάνου. Μαζί της θα δημιουργήσει το σκηνογραφικό του αριστούργημα, τις «Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές».
Η προσωπική του ζωή ήταν πολυκύμαντη, με διαζύγια αλλά και... μετακομίσεις. Το 1956 χώρισε από την Αγλαΐα Λυμπεράκη και εγκαταστάθηκε με τον γιο του σε ένα διαμέρισμα στην οδό Καρνεάδου 15, στο Κολωνάκι και δύο χρόνια αργότερα θα μετακομίσει στην οδό Ξενοκράτους 37, όπου ήταν πλέον και η μόνιμη κατοικία του.
Το 1957 εκλέχθηκε τακτικός καθηγητής εργαστηρίου ζωγραφικής της ΑΣΚΤ και το 1958 αντιπροσώπευσε την χώρα μας, μαζί με τον Γιάννη Τσαρούχη και τον Αντ. Σώσο στην Biennale της Βενετίας.
Αν και ήταν ένας ήδη αναγνωρισμένος καλλιτέχνης, άργησε πολύ να κάνει ατομική έκθεση και η πρώτη του έγινε το 1960 στην γκαλερί «Αρμός» (Ηρακλείτου 21), στο Κολωνάκι, με έργα που είχε παρουσιάσει στην Biennale.
H δεκαετία του '60 σηματοδοτείται από τις «αρχιτεκτονικές εφαρμογές», όπως αποκαλούσε την σειρά συνθέσεων φιλοτεχνημένων για ξενοδοχεία του ΕΟΤ, το εστιατόριο ΩΚΕΑΝΊΣ (Βουλιαγμένη), τα περίπτερα του ΟΛΠ, το Μον Παρνές (Πάρνηθα), με την πιο γνωστή απ' όλες εκείνη του ξενοδοχείου Hilton. Στην αίθουσα τέχνης του ξενοδοχείου, έκανε το 1963 την 2η ατομική του έκθεση, με έργα που φιλοτέχνησε την τελευταία τριετία.
Επίσης, εικονογράφησε αφίσες, τις ποιητικές συλλογές του Ελύτη και του Γεωργίου Σεφέρη, ενώ η συνεργασία του με τον εκδοτικό οίκο ΙΚΑΡΟΣ συνεχίστηκε μέχρι το τέλος της ζωής του. Στα μέσα της δεκαετίας του 60, του απονεμήθηκε από τον βασιλιά Κωνσταντίνο, ο Ταξιάρχης του Φοίνικα. (1965).
Με την τρίτη ατομική του έκθεση, το 1972, άρχισε η μακρόχρονη, αποκλειστική, και ανέφελη συνεργασία του με την Γκαλερί Ζουμπουλάκη, η οποία κράτησε μέχρι τον θάνατό του, το 2009. Εκεί θα δείξει για πρώτη φορά και μετά, κατά τακτά διαστήματα (1978, 1983, 1992, 1997, 2002, 2004, 2006), την αφαιρετική του περίοδο καθώς και μία σειρά έργων με τίτλο «Επιθαλάμια».
Η τέχνη του έχει μπει πλέον σε άλλη φάση και η θεματολογία του περιορίζεται. Αυτό που τον ενδιαφέρει να απεικονίζει είναι το γυναικείο σώμα (σχεδόν πάντα με λευκό χρώμα) ή συμπλέγματα ανδρικών σωμάτων (σχεδόν πάντα με μαύρο χρώμα) και γυναικείων. Γυναίκες μόνες, σε νωχελικές, ηδυπαθείς στάσεις, ή η ερωτική πράξη με το ζεύγος να απεικονίζεται σε όλες τις πιθανές παραλλαγές, είναι τα βασικά θέματά του. Τάξη, αρμονία και έλλειψη κάθε περιττού στοιχείου χαρακτηρίζουν τα έργα του.
Το 1979 του απενεμήθη το Βραβείο Αριστείας από την Ακαδημία Αθηνών. Ο κύκλος διδασκαλίας του στην Σχολή Καλών Τεχνών έκλεισε στις 31 Αυγούστου του 1982, μετά από 35 χρόνια συνεχούς παρουσίας, έχοντας υπάρξει δάσκαλος εκατοντάδων νεότερων δημιουργών. Λίγα χρόνια αργότερα έκανε μία μεγάλη δωρεά έργων του στην Εθνική Πινακοθήκη.
Το 1996 παντρεύτηκε την Ιωάννα Βασάλλου, ενώ την ίδια χρονιά έγινε η αναδρομική του έκθεση στην Ακαδημία Αθηνών με έργα από την συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης και επιμέλεια του Παναγιώτη Τέτση. Το 1999 του απονέμεται το μετάλλιο του Ταξιάρχη της Τιμής από τον ΠτΔ. Το 2000 συμμετέχει στην έκθεση «Κλασσικές Μνήμες στην Σύγχρονη Ελληνική Τέχνη» που οργανώθηκε από την Εθνική Πινακοθήκη και το Ιδρυμα Ωνάσης, στο Olympic Tower της Νέας Υόρκης.
Με την πάροδο των χρόνων το έργο του είναι ευρέως αναγνωρίσιμο και ο ίδιος ιδιαίτερα αγαπητός και δημοφιλής. Οι αναδρομικές εκθέσεις του στο Μουσείο Μπενάκη (2001), στη Σύρο (2005) στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή, στην Άνδρο (2008), στο Μέγαρο Εϋνάρδου (2008), γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία και αποτελούν σταθμούς για τα καλλιτεχνικά χρονικά.
Λίγο πριν τον θάνατό του δώρισε το σύνολο του αρχείου του στο Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης αναθέτοντάς του, σε συνεργασία με την Γκαλερί Ζουμπουλάκη, την κατάρτιση του πλήρους καταλόγου του έργου του. Ταυτόχρονα, δωρίζει στο Μουσείο Μπενάκη ένα μεγάλο σύνολο από προσχέδια μακέτες αρχιτεκτονικών εφαρμογών και μήτρες ξυλογραφίας.
Πέθανε στην Αθήνα, στις 20 Δεκεμβρίου του 2009, αφήνοντας πίσω του ένα τεράστιο έργο και ανεξίτηλο το αποτύπωμά του στα εικαστικά δρώμενα της χώρας μας.
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την έκθεση «Γιάννης Μόραλης. Χώρος ιδιωτικός» στο City guide της Athens Voice
Δειτε περισσοτερα
Πώς συγκεντρώνουν την πραμάτεια τους, ποιες δυσκολίες αντιμετωπίζουν και ποιο είναι το όραμά τους για κεντρική ενιαία αγορά
Φωνές από το περιθώριο και τροφή για σκέψη για την αποδοχή και τα σύγχρονα κοινωνικά στερεότυπα
Πώς συναντιούνται τόσοι κόσμοι;
Τα ψηφιακά εργαλεία που υπόσχονται ένα πράσινο μέλλον
Οι επιχειρήσεις που αναγνωρίζουν τη σημασία της βιωσιμότητας μπορούν να επιτύχουν σε όλα τα επίπεδα—οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά