- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ο Παναγιώτης Τέτσης και η Σίφνος μέσα από τα λόγια των φίλων του
«Η Ύδρα είναι η σύζυγος, αλλά η Σίφνος είναι η ερωμένη» συνήθιζε να λέει για το νησί που επισκέφθηκε τυχαία και ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά
Παναγιώτης Τέτσης: Με αφορμή το ατελιέ του στη Σίφνο μιλήσαμε με φίλους του ζωγράφου για τα έργα του και την αγάπη του για το νησί.
Στο πλαίσιο των πολιτιστικών εκδηλώσεων «Μονοπάτια των Θεών» που έγιναν στη Σίφνο, είχαμε την ευκαιρία να επισκεφθούμε το ατελιέ του αείμνηστου ζωγράφου, ακαδημαϊκού και δασκάλου Παναγιώτη Τέτση (1925-2016), ο οποίος, μετά την Ύδρα, θεωρούσε το νησί ως τη δεύτερη πατρίδα του.
Μπαίνοντας στο απλό σπιτάκι που βρίσκεται σ’ ένα μεγάλο χωράφι στην άκρη του οικισμού Κάτω Πετάλι και ανεβαίνοντας την σκάλα που οδηγεί στο πάνω πάτωμα, με την εσωτερική στέρνα και τον χώρο εργασίας, ο επισκέπτης έχει την αίσθηση ότι εισέρχεται σ’ έναν χώρο όπου ο χρόνος έχει παγώσει. Νιώθει μία συγκίνηση με τη σκέψη ότι εκεί πέρασε ατελείωτες ώρες, δουλεύοντας, ο σπουδαίος καλλιτέχνης, αρχίζοντας μάλιστα μνημειώδη έργα όπως τη «Λαϊκή Αγορά». Συμπαθούσε δε πάντα τα μεγάλα τελάρα και έλεγε, χαριτολογώντας, ότι έκανε ακροβασίες… δουλεύοντας πάνω σε αυτά, μέσα σε μικρούς χώρους, όπως ο συγκεκριμένος.
Ένα παράθυρο με θέα το χωράφι και τους οικισμούς Εξάμπελα, Απολλωνία, Πετάλι και ένα πορτοπαράθυρο στραμμένο προς τη θάλασσα και τα απέναντι νησιά, αποτελούν ανοίγματα που αφήνουν το βλέμμα μας να ξεφύγει αλλά και την σκέψη μας να τρέξει στα λόγια του Τέτση: «Νησιά σαν τη Σίφνο σε ταξιδεύουν. Οι ουρανοί τα βάλανε εκεί, μαζί με τη ζωγραφική και τον άνθρωπο».
Μεγάλα τελάρα ακουμπισμένα στον τοίχο, ένα τραπέζι-γραφείο μπροστά στο παράθυρο γεμάτο με προσωπικά αντικείμενα όπως ένα ζευγάρι κιάλια, χειρόγραφες σημειώσεις, τα γυαλιά του, πινέλα, σωληνάρια με ξεραμένες μπογιές, δίνουν την εντύπωση ότι περιμένουν τον κάτοχό τους, τον ζωγράφο «με τα πινέλα και τα χρώματα» να τα χρησιμοποιήσει ξανά.
«Η Ύδρα είναι η σύζυγος, αλλά η Σίφνος είναι η ερωμένη» συνήθιζε να λέει χαρακτηρίζοντας την πολυετή και τρυφερή σχέση του με το νησί. Την επισκέφθηκε τυχαία πριν περίπου 50 χρόνια όταν, μη βρίσκοντας εισιτήριο για την Πάτμο, μετά από παρότρυνση κάποιων φίλων, κατέληξε εκεί. Την ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά.
Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν στο νησί ούτε ξενοδοχεία ούτε πληθώρα ενοικιαζόμενων δωματίων. Ο Αντώνης Τρούλος, ο σπουδαίος ιστορικός και λαογράφος της Σίφνου, τον υποδέχθηκε και τον φιλοξένησε σ’ ένα από τα δωμάτια που είχε φτιάξει, σ’ ένα παλιό λιοτρίβι στην Απολλωνία, με θέα προς την Πάρο. Ξυπνώντας το πρωί και αντικρίζοντας το εκτυφλωτικό φως, μαγεύτηκε και αμέσως αισθάνθηκε την επιθυμία να αποκτήσει εκεί έναν χώρο εργασίας. Το επόμενο καλοκαίρι νοίκιασε ένα μικρό ατελιέ στο Κάτω Πετάλι και λίγο αργότερα αγόρασε ένα ερειπωμένο σπίτι το οποίο επισκεύασε και από τότε έγινε φανατικός επισκέπτης του νησιού. Η χαρά του με την απόκτηση σπιτιού ήταν τόσο μεγάλη που χάρισε έναν πίνακά του στο Μουσικό Σχολείο του Κάτω Πεταλιού, όπου δίδασκε ο φίλος του Αντώνης Τρούλος.
Στη Σίφνο βρήκε πολλή ομορφιά και, όπως έλεγε χαρακτηριστικά, «το φως και ο αέρας βοηθούν τα χρώματα ν’ απλωθούν, να φέρουν το αποτέλεσμα που επιθυμεί ο ζωγράφος. Εδώ το χρώμα έχει φωνή, θερμότητα και έρωτα». Μοντέλα του ήταν στοιχεία του νησιού, όπως οι ξερολιθιές, τα πεύκα, οι εκκλησίες, τα σπίτια, τα βράχια που κοιτούν την θάλασσα, την οποία περιέγραφε σαν «μια λουλακιά ανάμνηση και μια νησιώτικη σκέψη».
Εκτός όμως από τα φιλοτεχνημένα με γοητευτικά χρώματα τοπία, τα λουσμένα από τον αδυσώπητο ήλιο του μεσημεριού, έκανε μία σειρά ασπρόμαυρα, με σινική μελάνι, μία δουλειά που θεωρούσε από τις πιο σημαντικές του και η οποία ξάφνιασε όσους τον είχαν συνδέσει μόνο με το χρώμα. Χρησιμοποιώντας μία τεχνική που αγαπούσε πολύ, κοίταγε το τοπίο από πάνω προς τα κάτω, σαν σε κάτοψη και, όπως εξηγούσε, «με το ασπρόμαυρο βλέπεις περισσότερα από όσα με το χρώμα. Το χρώμα δεν σε αφήνει να πας πιο πέρα. Όταν βλέπεις το ασπρόμαυρο μετέχεις περισσότερο, γίνεσαι πιο ενεργός, ανοίγουν τα φτερά της φαντασίας σου, συνεργάζεσαι κατά κάποιον τρόπο». Έτσι το πράσινο και το βαθύ καφέ της γης έγιναν μαύρα μελάνια. Όπως έχει γραφτεί, στην ενότητα της Σίφνου, περισσότερο απ’ όλους τους κύκλους δουλειάς του, έχει χρησιμοποιήσει όλο του το οπλοστάσιο.
Η Σίφνος με τη σειρά της τον αγάπησε πολύ και το 2008 η τοπική αρχή τον ανακήρυξε επίτιμο δημότη του νησιού ως μία ένδειξη ευγνωμοσύνης για όλα όσα πρόσφερε αυτά τα χρόνια. Από όλα τα δώρα που του έδωσαν ξεχώρισε ένα τσικάλι που μέσα είχαν βάλει μπουκαμβίλιες και θέλησε αμέσως να τις ζωγραφίσει πριν το έντονο ελληνικό φως ξεθωριάσει το χρώμα τους και χάσουν την φρεσκάδα και την ομορφιά τους.
Η αγάπη του για το νησί τον έκανε να ανησυχεί για την εξέλιξή του ή την αλλοίωση του φυσικού περιβάλλοντος λόγω της τουριστικής ανάπτυξης. Στις κουβέντες του επεσήμανε ότι «δεν γίνεται να γυρίσουμε πίσω, αλλά πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί για το πως θα προχωρήσουμε μπροστά. Πρέπει να προστατεύσουμε τον τόπο».
Στην παρέα της Σίφνου ήταν μεταξύ άλλων η οικογένεια Κότσιρα από τις Καμάρες, ο Κοσμάς Ξενάκης (αδελφός του Ι. Ξενάκη), η Μαρία Καλόσακα, η οδοντίατρος Χρυσή Δρογγίτη, η Ελένη Σταθοπούλου, η καθηγήτρια αρχιτεκτονικής Σούλα Τζάκου, ο Δημήτρης Τρούλος (αδελφός του λαογράφου).
Είχα την τύχη να γνωρίζω την Σταυρούλα και τον Δημήτρη Τρούλο, οι οποίοι δέχθηκαν να μοιραστούν μαζί μου τις αναμνήσεις που έχουν από τον Τέτση, όπως ήθελε να τον φωνάζουν και όχι Παναγιώτη που ήταν το μικρό του όνομα. Και έτσι οργανώθηκε μία όμορφη βραδιά στη βεράντα του σπιτιού τους, αφιερωμένη στον αγαπημένο τους φίλο, με καλεσμένους την Μαρία Καλόσακα και τον γιο του, Αλέξη, και μέσα από τις αφηγήσεις, μαρτυρίες και προσωπικές αναφορές σε γεγονότα και στιγμιότυπα σκιαγραφήθηκε το πορτραίτο του ανθρώπου Τέτση.
Θυμήθηκαν πώς τον γνώρισαν τυχαία στον δρόμο, τότε που εκείνος έψαχνε για σπίτι, τους ρώτησε αν είχαν κάτι υπόψη τους και από τότε άρχισε μία ωραία, δυνατή φιλία που κράτησε ως το τέλος της ζωής του.
Σε αυτή την φιλία αναφέρθηκε η κα Σταυρούλα λέγοντας, «Τον Τέτση δεν μπορώ να τον κρίνω σαν τον ζωγράφο Τέτση, αλλά σαν έναν στενό οικογενειακό φίλο. Τον γνώρισα τον 1982, όταν παντρεύτηκα με τον Δημήτρη. Μέχρι τότε τον είχα ακουστά σαν όνομα και σαν καλλιτέχνη, από τις εφημερίδες και το πρώτο έργο δικό του που είδα ήταν η “Λαϊκή Αγορά” (1979-1982). Ήταν αυστηρός και ίσως πολλές φορές απότομος, αλλά συνάμα αυθεντικός, ακέραιος, σεμνός και ευγενής. Ένας άνθρωπος που ήξερε να πει «ευχαριστώ» και μπορούσε να γίνει θυσία για τα αγαπημένα του πρόσωπα».
Και στο σημείο αυτό μας διηγήθηκε μία πολύ όμορφη ιστορία που φανέρωνε την ευαισθησία και την λεπτότητά του: «Ένα βράδυ μάς είχε καλέσει οικογενειακώς για φαγητό. Καθώς ετοιμαζόμαστε να φύγουμε, η 13χρονη κόρη μας, αδιαθέτησε για πρώτη φορά και όπως ήταν φυσικό είχε ταραχθεί και δεν θέλησε να μας ακολουθήσει. Του εξηγήσαμε τι συνέβη και κάπως το καλαμπουρίσαμε. Την επόμενη το πρωί, με πήρε τηλέφωνο να πάω να τον συναντήσω στο καφενείο του Γεροντόπουλου, στην Απολλωνία. Μου έδωσε ένα κύλινδρο (αυτά που βάζουν μέσα τα σχέδια). Όταν το άνοιξα βρήκα μία καταπληκτική ζωγραφιά, με κόκκινα τριαντάφυλλα, με αφιέρωση “Στην Ε. τα πρώτα τριαντάφυλλα για την άνοιξη της ζωής της”. Αυτόν τον πίνακα τον έφτιαξε εκείνο το ίδιο βράδυ».
Σχολίασαν την εξαιρετική μαγειρική του και αναπόλησαν την καθιερωμένη κυριακάτικη πρόσκληση στο σπίτι του, στην Σίφνο ή στην Αθήνα. «Είχε πολύ ανοικτό σπίτι. Αν δεν πηγαίναμε την Κυριακή, θύμωνε», λέει γελώντας ο κος Δημήτρης. Τα φαγητά πάνω στα τραπέζια έμοιαζαν σαν πίνακες ζωγραφικής, γιατί όπως ανακάτευε τα λάδια και τις μπογιές, έτσι ανακάτευε και τα υλικά των συνταγών. Τους έχει μείνει αξέχαστη η κολοκυθόπιτα αλλά και το καταπληκτικό ψωμί που έφτιαχνε, καθώς και τα ρεβίθια, τα οποία μαγείρευε με τον υδραίικο αλλά και τον σιφνέικο τρόπο. Τα δε γλυκά του κουταλιού ήταν η σπεσιαλιτέ του και δεν άφηνε κανέναν να φύγει από το σπίτι του χωρίς να τον κεράσει.
Μίλησαν για την αγάπη που έτρεφε για τους Σιφναίους και τη γενναιοδωρία που έδειξε προς μερικούς που εργάστηκαν γι’ αυτόν, όπως τον τεχνίτη που του επισκεύασε το σπίτι ή έναν ξυλουργό που του έφτιαξε τα πορτοπαράθυρα, στους οποίους χάρισε πίνακές του. Κάτι δε που δεν ήταν καθόλου γνωστό και στις μέρες φαντάζει απίθανο, είναι ότι πολλές φορές ζωγράφιζε στα χωράφια και, όταν σταματούσε, άφηνε εκεί το τελάρο για να συνεχίσει την επόμενη μέρα. Είχε δε εντυπωσιαστεί ιδιαίτερα από τη διακριτικότητα των Σιφνιών οι οποίοι, παρόλο που ήξεραν ποιος είναι, όταν τον έβλεπαν να εργάζεται στην ύπαιθρο, απομακρύνονταν λες και καταλάβαιναν την ιερότητα της στιγμής, κάτι που δεν συνέβαινε σε άλλα μέρη. «Οι Σιφναίοι, παραδόξως, τον αγαπούσαν και δεν τον θεωρούσαν ξένο».
Είχε γυρίσει ολόκληρο το νησί, αλλά δεν πήγαινε στα πανηγύρια. Του άρεσαν πολύ οι διάφορες ιστορίες που έλεγαν οι ντόπιοι και, όπως θυμάται η κα Μαρία Κ., την είχε πάρει μια-δυο φορές τηλέφωνο από την Αμερική για να του θυμίσει εκείνη με «τον πετεινό τον κόκκινο τον ταχυδρομημένο που τον παραδίδει το Σταμά στα κάτασπρα ντυμένο».
Αναφέρθηκαν στην αγαπημένη του σύζυγο, τη Νίνα, μία εξαιρετική, πολύ χαριτωμένη και χαμηλών τόνων κυρία, η οποία ήταν πάντα δίπλα του βράχος ακλόνητος, άλλα άφηνε εκείνον να φαίνεται μπροστά σαν ογκόλιθος. Ασχολείτο με την κατασκευή αμπαζούρ και τον στήριξε πολύ οικονομικά, στα πρώτα του δύσκολα βήματα, στην Αθήνα. «Αν έγινε ο Τέτσης αυτός που έγινε, το 50% οφείλεται στην Νίνα» λέει ο κος Δημήτρης. Η Νίνα αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα με την υγεία της. Τα τελευταία χρόνια έμεινε κατάκοιτη και οι δημόσιες εμφανίσεις της ήταν σπανιότατες. Τις ελάχιστες φορές που πήγε στα κυριακάτικα τραπέζια ο Τέτσης την έφερε με την αναπηρική καρέκλα. Προσπαθούσε να την προστατεύσει από τα αδιάκριτα βλέμματα ή την περιέργεια του κόσμου.
Εκτός από τον ίδιο, δίπλα της πάντα ήταν η Γιούλη, μία νεαρή, αξιοπρεπή γυναίκα που είχαν για χρόνια στο σπίτι και τη θεωρούσαν αναπόσπαστο μέλος της οικογένειας. Ο Τέτσης, θέλοντας να την ευχαριστήσει για όλα όσα είχε κάνει για την σύζυγό του, της άφησε προίκα το μικρό διαμέρισμα στην οδό Ξενοκράτους. Η Νίνα πέθανε ενάμιση περίπου χρόνο μετά από εκείνον και η Γιούλη στάθηκε στο πλευρό της μέχρι την τελευταία στιγμή. Το ίδιο απλόχερος ήταν και προς τον θεράποντα γιατρό τη Νίνας, τον νευρολόγο Σπ. Σκαρπαλέζο, το γραφείο του οποίου ήταν γεμάτο πίνακες του Τέτση.
Αν και αυστηρός σαν άνθρωπος, ήταν πολύ ωραίος τύπος για παρέα και διέθετε ιδιαίτερο χιούμορ. Του άρεσαν πολύ τα «πιπεράτα» ανέκδοτα, τόσο που, όπως θυμάται η κα Σταυρούλα, όλοι φρόντιζαν να πάνε… διαβασμένοι στις συναντήσεις τους. Απέφευγε δε να μιλάει για την ζωγραφική, παρόλο που η ζωή του ήταν δοσμένη σε αυτήν.
Τόνισαν ιδιαίτερα ένα ακόμη –άγνωστο στον πολύ κόσμο– ταλέντο του, το γράψιμο. «Ήταν χαρισματικός. Δεν το περίμενες από έναν ζωγράφο να γράφει τόσο ωραία…» λέει η κα Μαρία Κ. αναφερόμενη στο μικρό υπέροχο βιβλίο «... εκ του θανάτου εις την ζωήν», με τα 50 επιμνημόσυνα κείμενα για αγαπημένους φίλους που έχουν φύγει από τη ζωή, από τον χώρο των γραμμάτων, τεχνών και της πολιτικής. Μέσα σε λίγες αυθόρμητες, γραμμές κατέγραψε, ακριβοδίκαια, ένα ιδιαίτερο «κάτι» γι’ αυτούς που κανείς δεν θα μπορούσε να το βρει γραμμένο σε κάποια κριτική ή βιογραφία.
Ο γιος του έχει μνήμες από όλα τα καλοκαιρία που περνούσε σαν παιδί, στη Σίφνο, καθώς και έντονη την εικόνα του πατέρα του στο χωράφι μπροστά στο σπίτι, να ‘ναι απορροφημένος από τη ζωγραφική του, ενώ εκείνος έπαιζε με τους φίλους του λίγο παραπέρα, στην αυλή της εκκλησίας. Στο σπίτι, το οποίο επισκέπτεται ανελλιπώς κάθε χρόνο, υπάρχει η κληματαριά που ο πατέρας του προσπάθησε να μπολιάσει μπας και κάνει καλύτερα σταφύλια, αλλά αυτά εξακολουθούν να είναι άγουρα και να μην τρώγονται.
«Οι παρέες μου ήταν στη Σίφνο. Δεν έτυχε να κάνω στην Ύδρα ποτέ γιατί ο πατέρας μου δεν πολυπήγαινε εκεί. Άρχισε να πηγαίνει την τελευταία 20ετία της ζωής του. Πιο πριν δεν την επισκεπτόταν για διακοπές, ή το Πάσχα, αλλά μόνο με τους φοιτητές της ΑΣΚΤ, κάθε Ιούνιο, για να κάνει το εργαστήριο στον καλλιτεχνικό σταθμό».
Ο Αλέξης, «σκράπας» όπως ο ίδιος παραδέχεται στα μαθηματικά, θυμάται πως κατάφερε να τα… συμπαθήσει κάπως με το πρωτότυπο μάθημα - παιχνίδι που του έκανε τα καλοκαίρια στη Σίφνο ο Κώστας, ο αδελφός της Μαρίας Κ., που ήταν μαθηματικός.
Τον Αύγουστο του 2014 προβλήθηκε στην Ύδρα, σε μία μεγάλη εκδήλωση, το ντοκιμαντέρ «Παναγιώτης Τέτσης - Παίζοντας με τα Χρώματα» σε σκηνοθεσία Γ. Βαμβακά, γεγονός που τον είχε χαροποιήσει ιδιαιτέρως και τότε εξέφρασε την επιθυμία να προβληθεί η ταινία και στο Κάτω Πετάλι της Σίφνου και μακάρι αυτή να υλοποιηθεί.
Κάθε χρόνο έστελνε στους φίλους του χριστουγεννιάτικες μακρόστενες κάρτες - έργα τέχνης και υπέγραφε, πάντα με μολύβι «Π. Τέτσης, Νίνα, Αλέξης». Η τελευταία δεν ήταν ιδιόχειρη και δεν εστάλη από τον ίδιον αλλά κατευθείαν από τις «Νέες Μορφές». Είχε ήδη αρρωστήσει σοβαρά, με μεταστατικό καρκίνο στα οστά και υπέφερε πολύ.
Στη Σίφνο πήγε για τελευταία φορά ένα χρόνο περίπου πριν πεθάνει και η παρέα θυμάται την έξοδό τους στο μαγαζί του Κατσουλάκη, στον Πλατύ Γιαλό. Λίγους μήνες αργότερα τα μέλη του Πολιτιστικού Συλλόγου με Πρόεδρο την νυν Δήμαρχο, Μαρία Ναδάλη, είχαν την ιδέα να του ζητήσουν να φιλοτεχνήσει την αφίσα του «Φεστιβάλ του Τσελεμεντέ» που εκείνη την χρονιά θα γιόρταζαν τη 10η επέτειό του. Μέσα σε ένα ωραίο κουτί έβαλαν ό,τι μπορούσαν από γεύσεις και μυρωδιές της Σίφνου καθώς και μία επιστολή με το αίτημά τους. Η απάντηση που περίμεναν δεν ήλθε ποτέ… Απλώς έλαβαν ένα γράμμα με το οποίο τους ευχαριστούσε για το δώρο και έκλεινε με την φράση… «χαιρετίστε μου, την Απολλωνία, τον Αρτεμώνα, τα Εξάμπελα, την Καταβατή, το Πετάλι…». Τρεις-τέσσερις μέρες μετά έμαθαν ότι ο σπουδαίος αυτός καλλιτέχνης ηκούμπισεν, όπως λένε στην Σίφνο για έναν άνθρωπο που φεύγει από τη ζωή.
Μέσω της Εθνικής Πινακοθήκης έκανε στη Σίφνο μία δωρεά τεσσάρων έργων του, τα οποία σύντομα θα έρθουν στο νησί και θα βρουν τη θέση που τους αρμόζει.
Ένα θερμό ευχαριστώ στο ζεύγος Σταυρούλα & Δημήτρη Τρούλου, στον κο Αλέξη Τέτση, στην κα Μαρία Καλόσακα, στην δήμαρχο της Σίφνου Μαρία Ναδάλη, στη κα Ελένη Τρούλου, σύζυγο του ιστορικού & λαογράφου Α. Τρούλου, για την πολύτιμη βοήθειά τους στη σύνταξη αυτού του άρθρου, το οποίο έγινε με αφορμή το άνοιγμα του ατελιέ του Τέτση, στο πλαίσιο του 1ου Φεστιβάλ Πολιτισμού Σίφνου «Στα Μονοπάτια των θεών», με καλλιτεχνικό διευθυντή τον Μάνο Καρατζογιάννη.
Δείτε εδώ το έργο του Παναγιώτη Τσέτη στο εξώφυλλο του τεύχους 133 της Athens Voice