Ένα ταξίδι στο μεταίχμιο Αφρικής και Ευρώπης
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
11°
Louise Bourgeois και Δημήτρης Γέρος: Ιστορίες και φωτογραφίες από μια φιλία ετών
Louise Bourgeois: Ο ζωγράφος Δημήτρης Γέρος περιγράφει στην ATHENS VOICE τις συναντήσεις του με τη διάσημη γλύπτρια. Ιστορίες και ανέκδοτες φωτογραφίες
Είχα δει για πρώτη φορά έργα της γαλλοαμερικανίδας γλύπτριας Λουίζ Μπουρζουά (Louise Bourgeois) όταν ακόμη ήμουν πολύ νέος, σε κάποια γκαλερί της Γερμανίας, και με είχαν εντυπωσιάσει. Από τότε άρχισα να παρακολουθώ με μεγάλο ενδιαφέρον την καριέρα της, η οποία απογειώθηκε το 1982 όταν έγινε η αναδρομική της έκθεση στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης. Έκτοτε οι μεγάλες γκαλερί και τα μουσεία όλου του κόσμου άρχισαν να παρουσιάζουν όλο και συχνότερα τη δουλειά της.
Όταν κάποτε ανέφερα στον διάσημο Αμερικανό φωτογράφο Duane Michals ότι η Louise Bourgeois είναι φίλη μου εκείνος γούρλωσε τα μάτια και έξαλλος απεφάνθη: «Μα αυτή είναι μια σκύλα!».
Την ίδια γνώμη είχα ακούσει και από άλλους και δεν θα έπαιρνα όρκο για το πόσο την αδικούσαν. Η αυταρχική και απρόβλεπτη συμπεριφορά της, που συχνά άγγιζε τα όρια της αγένειας, θα είχε ασφαλώς ενοχλήσει εκείνους που κάποτε την εισέπραξαν. Είχα γίνει μάρτυρας τέτοιου είδους εκτονωτικών συμπεριφορών της ακόμη και έναντι ανθρώπων που τη θαύμαζαν. Νομίζω όμως ότι αυτό οφειλόταν κυρίως σε μια προσπάθεια εντυπωσιασμού και άλλαζε αναλόγως της παρέας: περισσότεροι άνθρωποι, περισσότερη επιθετικότητα! Εγώ την επισκεπτόμουν όταν δεν υπήρχαν άλλοι στο σπίτι. Τότε, με συντροφιά τις περισσότερες φορές τον έναν από τους τρεις γιους της, τον Jean Louis, και τον βοηθό της Jerry, ήταν πολύ ευγενική και διέθετε άφθονο χιούμορ. Λόγω της διασημότητας αλλά και της ηλικίας της εννοείται πως οι ιδιοτροπίες μπορούσαν να συναγωνίζονται επάξια τις ιδιορρυθμίες της, αλλά σ’ εμένα, που γνωρίζω καλά τους καλλιτέχνες, μου φαίνονται αμφότερες όχι μόνον εντός των ορίων αλλά και χαριτωμένες.
Τη συνάντησα για πρώτη φορά το 2000, όταν ήταν 89 ετών και την ίδια ημέρα τη φωτογράφισα. Ζούσε σ ένα ιδιόκτητο, παλιό, πέτρινο σπίτι λίγων ορόφων, στο Chelsea της Νέας Υόρκης, όπου τώρα στεγάζεται το Ίδρυμά της. Είναι περίπου 5 μέτρα φαρδύ και μακρύ εις το διπλάσιο. Το ισόγειο ήταν και ο μόνος χώρος στον οποίο εκείνα τα χρόνια ζούσε και μπορούσε ακόμη να κυκλοφορεί χωρίς τη βοήθεια του Πι. Συνήθιζε να κάθεται αρκετές ώρες κοντά στο παράθυρο του δωματίου που έβλεπε στον δρόμο και από εκεί παρατηρούσε τους περαστικούς. Επειδή είχα αρκετούς φίλους στην περιοχή και περνούσα συχνά από τον δρόμο της, όταν την έβλεπα πίσω από τα τζάμια τη χαιρετούσα κουνώντας το χέρι κι εκείνη ανταπέδιδε χαμογελαστή. Το πιο καινούργιο αντικείμενο εκεί μέσα θα πρέπει να είχε αγοραστεί πριν από 50 χρόνια και άλλα τόσα φαίνεται πως είχε να ξεσκονιστεί ο χώρος. Υπήρχαν ελάχιστα έπιπλα, αν μπορεί κανείς να τα πει έτσι, και μόνον τα πιο απαραίτητα. Ένας και μόνον παλιός πίνακάς της ήταν κρεμασμένος σε έναν διάδρομο και αυτός αποσύρθηκε μετά από λίγο καιρό. Ο αριστερός τοίχος του πίσω δωματίου ήταν καλυμμένος με κιτρινισμένα αποκόμματα και αφίσες και ο δεξιός ήταν γεμάτος με ράφια πάνω στα οποία υπήρχαν στοιβαγμένα τα σκονισμένα αρχεία της. Σ’ αυτό το πίσω δωμάτιο υπήρχε ένας μακρύς καναπές όπου κοιμόταν η Louise και ένα τραπέζι-γραφείο.
Κάθε Κυριακή στις 3.30 άνοιγε το σπίτι της και την επισκέπτονταν νέοι, σχεδόν άνευ ενδιαφέροντος καλλιτέχνες και διάφοροι άλλοι τους οποίους δεν δεχόταν κατ’ ιδίαν. Στην πλειοψηφία τους εκείνες οι Κυριακές ήταν για μένα πολύ πληκτικές, γι’ αυτό και είχα πάει μόνον δύο φορές και αυτές κατόπιν δικής της επιμονής. Τη συναντούσα 2-3 φορές τον χρόνο, μόνον τις καθημερινές, και μιλούσαμε συχνότερα στο τηλέφωνο. Θυμόταν ακόμη πολλά πρόσωπα και γεγονότα του παρελθόντος. Καμιά φορά δε αναφερόταν στον Ιόλα και με ρωτούσε αν ζούσε. Μεταξύ άλλων της είχε κάνει εντύπωση και δεν ξεχνούσε μια παλιά φωτογραφία μου που απεικόνιζε έναν έφηβο με σαλιγκάρια να περπατούν πάνω στο γυμνό του στήθος κι όταν το θυμόταν μού έλεγε πόσο τα λαχταρούσε μαγειρεμένα με σάλτσα ντομάτας, σκόρδο, μαϊντανό, και στα μάτια της ήταν ολοφάνερη αυτή η επιθυμία.
Της άρεσε να μιλάμε για την Ελλάδα και ξετρελαινόταν να ακούει ανέκδοτα τα οποία μου ζητούσε να της τα διαβάζω για να διασκεδάζει με τη βαριά προφορά μου, αν και η δική της δεν ήταν καλύτερη.
Καθώς περνούσαν τα χρόνια όλο και περισσότερο δυσκολευόταν να μετακινείται, ώσπου άρχισε να με δέχεται στο δεύτερο δωμάτιο που έβλεπε στον επίσης παραμελημένο κήπο, γεμάτο με θάμνους και ψηλά δέντρα. Τα δύο-τρία τελευταία χρόνια έβλεπα το Πι παρατημένο, μακριά της, και την ίδια καθισμένη πάντα πίσω από το τραπέζι-γραφείο πάνω στο οποίο έτρωγε, ζωγράφιζε και υπέγραφε τα έργα της. Οι λιγοστές μετακινήσεις της θα έπρεπε να γίνονταν πια μόνον με τη βοήθεια τρίτων. Οι φράσεις της επίσης λιγόστευαν σε έκταση ώσπου στο τέλος είχαν γίνει σχεδόν μονολεκτικές.
Ήταν Σάββατο 15 Μαΐου του 2010 όταν τη συνάντησα για τελευταία φορά, στις 6 το απόγευμα.
Τη βρήκα καθισμένη στην ίδια παλιά καρέκλα, τη φορτωμένη με μαξιλάρια ώστε να είναι αναπαυτικότερη και υψηλότερη, και είχε σκεπασμένα τα πόδια της με την ίδια κόκκινη κουβέρτα που χρησιμοποιούσε τον τελευταίο χρόνο. Το δωμάτιο ήταν σχεδόν σκοτεινό και φωτιζόταν μόνον από ένα παμπάλαιο, σαραβαλιασμένο αμπαζούρ που βρισκόταν στο πλάι της και δεν είδα να έχει αλλάξει τίποτα εκεί. Ακόμη και τα σκαμνιά, στα οποία κάθονταν μέχρι πριν δύο χρόνια οι επισκέπτες της Κυριακής, ήταν κι αυτά στις ίδιες θέσεις.
Η Louise επίσης παρέμενε ίδια. Τα τελευταία τέσσερα-πέντε χρόνια δεν είχα προσέξει καμιά σημαντική αλλαγή στην εμφάνισή της ή στη συμπεριφορά της και σκεπτόμουν πως είχε ξεγελάσει πια τον χρόνο, και θα συνέχιζε να ζει έτσι για μεγάλο ακόμη διάστημα.
«Louise, θυμάσαι τον Δημήτρη;» την ρώτησε ο Jerry όταν πέρασα στο δωμάτιο. «Δημήτρης, ποιος Δημήτρης;» τον ρώτησε. Όταν ο Jerry της είπε το επίθετό μου εκείνη απάντησε κοφτά, με γαλλική προφορά: «Yes», αλλά δεν είμαι σίγουρος πως με θυμόταν όπως δεν νομίζω να θυμόταν πλέον κανέναν από τους γνωστούς της.
Της έδωσα το χέρι και τη ρώτησα τι κάνει. «Καλά» απάντησε με χαμηλή, και μάλλον βραχνή φωνή. Κάθισα απέναντί της και καθώς μιλούσαμε την έβλεπα συχνά να κλείνει τα μάτια κουρασμένη. Εξάλλου, και λόγω της φθίνουσας ακοής, δεν μπορούσε πάντοτε να μας παρακολουθήσει. Τη μόνιμη αυτή κατάσταση των τελευταίων χρόνων τη διέκοπτε η ίδια με ξαφνικές ερωτήσεις: «Μου έφερες κάτι να δω;» «Μερικές φωτογραφίες σου και θα ήθελα, σε παρακαλώ, να τις υπογράψεις» της απάντησα και της έδωσα τα πορτρέτα που της είχα κάνει υποδεικνύοντάς της πού θα ήθελα να υπογράψει. «Nice» μου είπε σχολιάζοντας την πρώτη φωτογραφία που είδε και έγραψε το όνομά της από κάτω με μεγάλα γράμματα. «Louise, μην υπογράφεις με το μικρό όνομα του πατέρα σου, να βάζεις και το έψιλον στο τέλος του ονόματός σου» της υπενθύμιζε ο Jerry.
Της είχα δώσει εννιά φωτογραφίες αλλά στην τρίτη υπογραφή το χέρι της κουράστηκε και τα γράμματα άρχισαν να παραμορφώνονται. Περιμέναμε λίγο και αργότερα υπέγραψε και τις άλλες. «Θέλεις κάτι να πιείς;» με ρώτησε και σήκωσε το παλιό τσίγκινο κύπελλο μέσα στο οποίο υπήρχε πάντοτε ένα κουτάκι sprite και ρούφηξε λίγο με το καλαμάκι. Της είπα ότι δεν ήθελα. Παρά την άρνησή μου εκείνη ζήτησε από τον βοηθό της να μου προσφέρει κονιάκ. Τη συνέχεια την ήξερα, την είχα ζήσει αρκετές φορές, όταν μου πρόσφερε κονιάκ το συνόδευε με τραγούδια του Jean Sablon και ο Jerry έβαζε το CD να παίζει.
Έμεινα αρκετά συζητώντας με τον βοηθό της που μου είπε πως η Louise τελευταία συνήθιζε να κοιμάται για 3 συνεχόμενες ημέρες, πως δεν δεχόταν πια κόσμο τις Κυριακές και μου έδειξε μερικές ωραιότατες κόκκινες ζωγραφιές που είχε κάνει πρόσφατα με υδροχρώματα ενώ την παρακολουθούσα με τα σκελετωμένα χέρια της ακουμπισμένα στο τραπέζι άλλοτε να μας κοιτά με μισόκλειστα μάτια, κι άλλοτε να επιστρέφει στον γερασμένο, αλλά και μοντέρνο, δικό της κόσμο κλείνοντάς τα εντελώς.
Επειδή μετά από τέσσερις ημέρες θα πήγαινα στο Μεξικό, ο Jerry μου είπε: «Όταν επιστρέψεις να περάσεις να μας δεις και αν η Louise είναι σε καλή διάθεση τότε να την ξαναφωτογραφήσεις». Τη Louise την είχα φωτογραφίσει αρκετές φορές και δεδομένου ότι οι φωτογραφίες άρεσαν και στη Wendy, τη μάνατζέρ της, υπήρχε από καιρό η σκέψη κάποτε να τις εκθέσουμε. Επομένως θα μου ήταν χρήσιμη μία ακόμη φωτογράφιση.
Την ώρα που έφευγα, μια στρουμπουλή μαύρη ερχόταν να κάνει τη νυχτερινή βάρδια με τη Louise.
Την 1η Ιουνίου ήμουν ακόμη στο Μεξικό, στην Oaxaca. Ήταν νωρίς το πρωί όταν είχα πάει να συναντήσω τον Francisco Toledo, έναν από τους σημαντικότερους Μεξικανούς ζωγράφους. Τον βρήκα στο Ινστιτούτο που έχει ιδρύσει για να σπουδάζουν χαρακτική οι νέοι καλλιτέχνες. Ο Francisco ήταν όπως πάντοτε: αγχωμένος, σεμνός, ντροπαλός, λιγομίλητος. Μιλούσαμε όρθιοι, και σ’ ένα τραπέζι πλάι μας υπήρχαν απλωμένα τρία βιβλία της Bourgeois που αποδείκνυαν όχι μόνον την ευρύτατη αποδοχή του έργου της αλλά και τον πλούτο του Ιδρύματος μιας σχετικά μικρής, φτωχικής επαρχιακής πόλης.
«Αγαπητέ Δημήτρη, είμαι σίγουρη ότι θα άκουσες πως η Louise έφυγε χθες το πρωί. Παρόλο που ξέραμε ότι πλησίαζε αυτή η μέρα είναι δύσκολο να αποδεχτούμε ότι δεν θα είναι πια μαζί μας… Πιστεύουμε ότι η Louise θα ζει για πάντα».
Ξαφνικά μου είπε με βαθιά θλίψη: «Είμαι εβδομήντα χρονών, Δημήτρη, και φοβάμαι ότι θα πεθάνω» υπενθυμίζοντάς μου το μέγεθος της υποχονδρίας του. Για να τον ενθαρρύνω και να τον παρηγορήσω του έδειξα τα βιβλία της Louise και του είπα: «Μα, τι είναι αυτά που λες, δεν βλέπεις τη Louise που είναι εκατό χρονών κι ακόμα δημιουργεί;» (Η Germaine Greer σε άρθρο της έχει εκφράσει έντονες απορίες για τη δημιουργικότητα της Bourgeois τα τελευταία χρόνια.)
Επιστρέφοντας λίγο αργότερα στο ξενοδοχείο άνοιξα το κομπιούτερ για να διαβάσω τα email και μεταξύ άλλων υπήρχε κι ένα από τη Wendy που μου έλεγε «Αγαπητέ Δημήτρη, είμαι σίγουρη ότι θα άκουσες πως η Louise έφυγε χθες το πρωί. Παρόλο που ξέραμε ότι πλησίαζε αυτή η μέρα είναι δύσκολο να αποδεχτούμε ότι δεν θα είναι πια μαζί μας… Πιστεύουμε ότι η Louise θα ζει για πάντα».
Δειτε περισσοτερα
Πώς συγκεντρώνουν την πραμάτεια τους, ποιες δυσκολίες αντιμετωπίζουν και ποιο είναι το όραμά τους για κεντρική ενιαία αγορά
Φωνές από το περιθώριο και τροφή για σκέψη για την αποδοχή και τα σύγχρονα κοινωνικά στερεότυπα
Πώς συναντιούνται τόσοι κόσμοι;
Τα ψηφιακά εργαλεία που υπόσχονται ένα πράσινο μέλλον
Οι επιχειρήσεις που αναγνωρίζουν τη σημασία της βιωσιμότητας μπορούν να επιτύχουν σε όλα τα επίπεδα—οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά