Εικαστικα

Νίκος Εγγονόπουλος: Ο Τάκης Μαυρωτάς μας τον συστήνει με 10 έργα

Δείτε τον Εγγονόπουλο μέσα από τα δέκα έργα που επιλέγει ο επιμελητής της έκθεσης λίγο πριν τα εγκαίνια στο Ίδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη

Ιωάννα Γκομούζα
11’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Νίκος Εγγονόπουλος. Ο Ορφέας του Υπερρεαλισμού»: Ο επιμελητής Τάκης Μαυρωτάς μιλάει στην Athens Voice για την έκθεση στο Ίδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη

Βούτηξε στη δεξαμενή της ελληνικής παράδοσης και, συνδυάζοντας εικόνες και στοιχεία από όλη την διαχρονία της, ξετύλιξε με ζωηρά χρώματα και λέξεις την προσωπική του αλήθεια εκφράζοντας το πάθος του για καθετί ωραίο, αλλά και την κριτική του στάση απέναντι στα πράγματα. Στη ζωγραφική του ο κόσμος της καθημερινής ζωής χανόταν και τη θέση του έπαιρνε ένα εσωτερικό και ιδιόρρυθμο δικό του σύμπαν κατοικημένο, όπως σημείωνε ο φίλος και συνοδοιπόρος του Ανδρέας Εμπειρίκος το 1963, «από στιλπνούς δαίμονας, καλλίμαστους κόρας και παράδοξα μαγικά αντικείμενα». Σ’ αυτή τη sui generis και άμεσα αναγνωρίσιμη εικαστική κατάθεση του Νίκου Εγγονόπουλου είναι αφιερωμένη η νέα έκθεση του Ιδρύματος Β. & Μ. Θεοχάρακη που εγκαινιάζεται στις 9 Μαρτίου.

Από τις λίγες περιπτώσεις δημιουργών, οι οποίοι εκφράστηκαν εξίσου δυναμικά με τον λόγο και τον χρωστήρα, ο Εγγονόπουλος υπήρξε αναπόσπαστο κομμάτι στο ψηφιδωτό της φυσιογνωμίας της Ελλάδας του περασμένου αιώνα, εισηγητής και κυρίαρχη μορφή μιας ιδιότυπης εκδοχής του υπερρεαλισμού, εκπρόσωπος της Γενιάς του ’30 και ιδρυτικό μέλος της ομάδας Αρμός – που αποτελούσε κατά τον Μανόλη Χατζηδάκη «το άκρον άωτον της μοντέρνας “τέχνης”, βλέπε της πιο επαναστατικής αδέσμευτης και εξωλογικής ζωγραφικής».

Έως τις 19 Ιουνίου, θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε 148 και πλέον έργα ενός καλλιτέχνη βαθιά καλλιεργημένου, ο οποίος θεωρήθηκε περίεργος και ερμητικός, λοιδωρήθηκε όσο λίγοι στο ξεκίνημά του, έκανε μόλις επτά ατομικές εκθέσεις στα 55 χρόνια της καλλιτεχνικής του πορείας (οι τέσσερις πρώτες σε διάστημα σαράντα ετών και οι τρεις επόμενες μέσα σε τέσσερα χρόνια), για να φθάσει σε δημοπρασία προ διετίας να αναδειχθεί ως ο πλέον ακριβός Έλληνας ζωγράφος του 20ού αιώνα. Λίγο πριν μπούμε στην έκθεση «Νίκος Εγγονόπουλος. Ο Ορφέας του Υπερρεαλισμού», ο επιμελητής της Τάκης Μαυρωτάς ξεκλειδώνει αυτή την «ανάδελφη» πορεία στην ελληνική ζωγραφική διαβάζοντάς τη μέσα από δέκα έργα που θα φιλοξενούνται στο Ίδρυμα Θεοχαράκη.

Ο Τάκης Μαυρωτάς επιλέγει δέκα έργα από την έκθεση «Νίκος Εγγονόπουλος. Ο Ορφέας του Υπερρεαλισμού»

Αυτοπροσωπογραφία (1933) του καλλιτέχνη στην έκθεση "Νίκος Εγγονόπουλος. Ο Ορφέας του Υπερρεαλισμού" στο Ίδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη

Αυτοπροσωπογραφία, 1933, Ιδιωτική Συλλογή

Ήταν είκοσι έξι ετών όταν με σινική μελάνη απέδωσε την αυτοπροσωπογραφία του πάνω σε ένα μικρό χαρτί 30,5x24 εκατοστά. Εκείνη την περίοδο ήταν ήδη δευτεροετής φοιτητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με δασκάλους τους Κωνσταντίνο Παρθένη, Δημήτριο Μπισκίνη, Θωμά Θωμόπουλο και Γιάννη Κεφαλληνό. Επίσης, δούλεψε κοντά στον Φώτη Κόντογλου και τον καθηγητή Αλέξανδρο Ξυγγόπουλο, όπου κατάφερε να έλθει σε άμεση επαφή με την παράδοση και την ουσία της βυζαντινής και μεταβυζαντινής τέχνης. Πολλές φορές αναφέρθηκε με σεβασμό στους δασκάλους του, Κωνσταντίνο Παρθένη και Φώτη Κόντογλου, που τον μύησαν στις άφθαρτες αξίες της μεγάλης τέχνης. Αξίζει να σημειώσουμε ότι συμφοιτητές του εκείνη την περίοδο, ήταν οι Τσαρούχης, Διαμαντόπουλος, Μόραλης και Τέτσης, μεταξύ άλλων. Ο Εγγονόπουλος με αισθήματα συνοχής και συνέπειας, κατέκτησε την προσωπική πυκνή ζωγραφική του έκφραση, που είναι εύκολα αναγνωρίσιμη. Αδιαπραγμάτευτα ειλικρινής και ανιδιοτελής απέναντι στη ζωή, αντιμετώπισε με θάρρος τους επικριτές και πολέμιούς του, αντιπαραθέτοντας τη ζωγραφική και την ποίησή του, οι οποίες είναι έντονα συνδεδεμένες με τα όνειρα και τους ονειρικούς μηχανισμούς, με το παράλογο και τη «ζούρλια», μια λέξη που συχνά χρησιμοποιούσε ο ίδιος. Αυτό το μυστηριακό σύμπαν εκφράζει τη δική του αλήθεια, έναν απέραντο κόσμο, που αντανακλά το πάθος του για καθετί ωραίο, αλλά και την κριτική του στάση απέναντι στα μεγάλα λάθη. Το 1935 ζωγράφισε την περίφημη Αυτοπροσωπογραφία του με τέμπερα και με το γνώριμο βυζαντινότροπο ύφος του (σήμερα εκτίθεται στις μόνιμες συλλογές του Μουσείου Μπενάκη - Πινακοθήκη Ν. Χατζηκυριάκου - Γκίκα), ενώ το 1954, την Αυτοπροσωπογραφία στη Βενετία, όπου αναπαρίσταται ως γυμνός νέος στη Βενετία κρατώντας ένα τσιγάρο στο χέρι, με τα γνωστά σύννεφα του να προβάλλονται στον ουρανό.

"Ο Ορφεύς" (1968) στην έκθεση "Νίκος Εγγονόπουλος. Ο Ορφέας του Υπερρεαλισμού" στο Ίδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη

Ο Ορφεύς, 1968, Ιδιωτική Συλλογή Μ.Μ.

Η μυθολογική μορφή του Ορφέα, από το 1939 στάθηκε αιτία και αφορμή για τη δημιουργία δεκατριών έργων, καλύπτοντας μια περίοδο τριάντα χρόνων. Ο Εγγονόπουλος, έχω την αίσθηση, ότι ταυτίζεται με τον Ορφέα στο όνειρο, στον ευσεβή πόθο και στην άσβεστη επιθυμία. Ο Ορφέας, γιός του Οίαγρου και της Μούσας Καλλιόπης ή της Πολύμνιας, ήταν κατεξοχήν αοιδός, μουσικός, ποιητής, ιερέας των Αργοναυτών. Πιστός στη γυναίκα του Ευρυδίκη, κατέβηκε στον Κάτω Κόσμο για να τη συναντήσει. Ο Άδης και η Περσεφόνη της έδωσαν μια δεύτερη ευκαιρία, ώστε να επιστρέψει στον Πάνω Κόσμο, με μία προϋπόθεση, ότι ο Ορφέας δεν έπρεπε να γυρίσει να την κοιτάξει κατά την άνοδο τους από τον Κάτω Κόσμο. Ορμώμενος, όμως, από την λαχτάρα και από τον φόβο μήπως τη χάσει, παρακούει τους θεούς, βλέποντας έτσι την αγαπημένη του να πεθαίνει για δεύτερη φορά. Ο Εγγονόπουλος γνώριζε σε βάθος τον μύθο, ίσως και τον εκπληκτικό κρατήρα του 5ου αι. π.Χ., από το Aρχαιολογικό Mουσείο του Βερολίνου, με τον δαφνοστεφανωμένο Ορφέα να παίζει τη λύρα του καθώς τέσσερις ακροατές ολόγυρά του απολαμβάνουν το τραγούδι του. Στο εν λόγω έργο, ο γυμνός Ορφέας με το πλατύγυρο καπέλο, τα κόκκινα γάντια και τον κίτρινο χιτώνα του, παρατηρεί μέσα από τα κιάλια του τον κόσμο, ενώ δεξιά, το ρολόι ενδυναμώνει την αξία της στιγμής στην ανθρώπινη ζωή.

Το έργο του Νίκου Εγγονόπουλου "Ο ζωγράφος και το μοντέλο του" (1970) στην έκθεση στο Ίδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη

Ο ζωγράφος και το μοντέλο του, 1970, Ιδιωτική Συλλογή

Ο Εγγονόπουλος, με το παιγνιώδες πνεύμα του, έχεις την αίσθηση ότι εκφράζει το προσωπικό του απόσταγμα παρατήρησης του κόσμου. Με λογισμό και όραμα κινείται από το παρόν στο παρελθόν, από το όνειρο στον μύθο και από την πραγματικότητα στη φαντασίωση και συνδέει το σήμερα με το όνειρο, τον μύθο και την ιστορία. Εύστροφος και εύστοχος, αποκαλύπτει, με απαρομοίαστη ομοιογένεια και οξυδέρκεια, σε κάθε του δημιουργία, έντεχνα και αρμονικά, πτυχές του μυστηριακού του κόσμου. Αλληγορίες, σύμβολα και μύθοι ορίζουν την πραγματικότητά του, αφού πάντα η πνευματική του ευλυγισία τον έσπρωχνε σε ακροβασίες και ασύλληπτες τομές. Έτσι, οι αινιγματικές του φιγούρες αντανακλούν πολλές φορές μια βαθιά μυθική υποβολή και άλλοτε, με τρόπο μοναδικό και ουσιώδη, εν φαντασία και λόγω, ενδυναμώνουν την ποιητική έκφραση των εικόνων του. Σ’ αυτό το έργο ο ζωγράφος στέκεται γυμνός καθώς αφηγείται τα οράματά του πάνω στο τελάρο ενώ στο πάτωμα είναι πεταμένη η άδεια από χρώματα παλέτα του. Αυτό το ξύλινο πάτωμα μας παραπέμπει στο κατάστρωμα ενός καραβιού και στην αίσθηση του ατελείωτου ταξιδιού. Το μοντέλο του δεν είναι ούτε μια τρυφερή γυναίκα ούτε μια στοχαστική μορφή, αλλά ένα«σκιάχτρο» με εντυπωσιακό κατακίτρινο χιτώνα και ένα δίχρωμο πηλήκιο, που αφαιρούν τη δυνατότητα από τον θεατή να προσδιορίσει, τόσο χρονικά όσο και εννοιολογικά, όσα διαδραματίζονται.

"Ο Καβάφης" (1948) του Νίκου Εγγονόπουλου από τη Συλλογή του Ιδρύματος Ωνάση παρουσιάζεται στο Ίδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη

Ο Καβάφης, 1948, Συλλογή Ιδρύματος Ωνάση

Ακόμα ένα συγκλονιστικό πορτρέτο με βυζαντινότροπο ύφος που αντανακλά την ενήδονη αισθητική του Κ.Π. Καβάφη και φυσικά το περιβόητο ποίημα του με τίτλο Ζωγραφισμένα, «Την εργασία μου την προσέχω και την αγαπώ. Μα της συνθέσεως μ’ αποθαρρύνει σήμερα η βραδύτης. Η μέρα μ’ επηρέασε. Η μορφή της όλο και σκοτεινιάζει. Όλο φυσά και βρέχει. Πιότερο επιθυμώ να δω παρά να πω. Στη ζωγραφιάν αυτή κυττάζω τώρα ένα ωραίο αγόρι που σιμά στη βρύσι επλάγιασεν, αφού θ’ απέκαμε να τρέχει. Τι ωραίο παιδί τι θείο μεσημέρι το έχει παρμένο πια για να το αποκομίσει. Κάθομαι και κυττάζω έτσι πολλήν ώρα. Και μες την τέχνη πάλι, ξεκουράζομαι απ’ την δούλεψη της». Ο Καβάφης, με την ποίησή του ιστορεί το μνημείο του έρωτα και της ζωής με αισθήματα, ενθυμήσεις και δυνατές συγκινήσεις. Στην πόλη των ιδεών και των αισθημάτων βρίσκει τη δική του αλήθεια. Επίμονα σε όλη του τη ζωή έμεινε απέναντι στους ηθικολαλλούντες της εποχής του και με αυστηρή στοχαστική διάθεση αντιμετώπισε την ιστορία του ελληνισμού, από την Αθήνα στην Ανατολή και από τη Ρώμη στην Αλεξάνδρεια. Ο Εγγονόπουλος, με περίσσεια στοχαστικότητα, φιλοτέχνησε το πορτρέτο του οικουμενικού ποιητή, αντιλαμβανόμενος το μεγάλο χρέος του απέναντι του. Ίσως γιατί και ο ίδιος ως ποιητής, στο σύνολο του ποιητικού του έργου, συνεχώς εφευρίσκει και πλάθει απρόσμενες μορφές και μέσα από αυτές αναζητά ένα σταθερό λόγο ύπαρξης, μια raison d'être.

Το έργο "Ορφεύς, Ερμής και Ευρυδίκη" (1949) του Νίκου Εγγονόπουλου θα παρουσιαστεί στο Ίδρυμα Β. & Ν. Θεοχαράκη

Ορφεύς, Ερμής και Ευρυδίκη, 1949, Ιδιωτική Συλλογή

Στον πίνακα Ορφεύς, Ερμής και Ευρυδίκη, (1949, λάδι σε μουσαμά), με την προκλητική ερωτική φιγούρα της Ευρυδίκης, που καλύπτει τη γύμνια της με μια κόκκινη κουρτίνα να βρίσκεται αντιμέτωπη με δύο γυμνούς άντρες, έναν με λύρα και έναν με πλατύγυρο καπέλο με φτερά, που μαρτυρούν την θεϊκή τους υπόσταση, ζωντανεύει η αίσθηση της απροσδόκητης συνεύρεσης. Όπως γράφει στον κατάλογο της έκθεσης η Ελένη Γλύκατζη - Αρβελέρ «Ο Εγγονόπουλος κάνει ποίηση ζωγραφίζοντας και δημιουργεί εικαστική τέχνη με την ποίησή του». ‘Ετσι, τον πρώτο λόγο έχει το ποίημά του Ο Ορφεύς:

les nuages, les merveilleux nuages…
CH. BAUDELAIRE
Τον Ορφέα ποτέ —μα ποτέ— τίποτα δεν τον επαρηγόρησε
για την διπλήν απώλεια
της Ευρυδίκης:
άλλοτε —για λίγο— έλεγε κανά τραγούδι μες στο μαράζι του
άλλοτε —για λίγο πάλε—
τα χρώματα
τον γοητεύανε
με τις άπειρες ποικιλίες τους
και τους συμπτωματικούς
λογής λογής συνδυασμούς τους
μια φορά —κατά του ήλιου
το βασίλεμα—
πρόσεξε μες στο γαλάζιο τ’ ουρανού
γοητευτικές αράδες
σύννεφα
—γι’ αυτό που στο Καβούρι κάποτε ένας χωροφύλακας1
σα μεταμεληθείς εκραύγασε:
«Ιδού τα σύννεφα του Εγγονόπουλου!»—

"Ο εμφύλιος πόλεμος" (1948) στην έκθεση "Νίκος Εγγονόπουλος. Ο Ορφέας του Υπερρεαλισμού" στο Ίδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη

Ο Εμφύλιος Πόλεμος, 1948, Ιδιωτική Συλλογή

Ο Νίκος Εγγονόπουλος βίωσε τον τρόμο και τη βία, την απελπισία και το θάνατο στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στον πίνακα Ο Εμφύλιος Πόλεμος αναπαρίστανται δύο σπαραχτικές γυμνόστηθες γυναικείες φιγούρες, καθώς το ακόντιο διαπερνά το σώμα της μιας εξ’ αυτών, με την κίνηση της να κορυφώνει τον σπαραγμό της. Παράλληλα, στο έδαφος υπάρχει ένα κράνος με σβάστικα, ένα όπλο και ένα φανάρι, σύμβολα που λειτουργούν σαν μαχαίρια στη μνήμη και τη ψυχή όλων εκείνων που βίωσαν τη φρίκη του πολέμου. Ο Εγγονόπουλος ήταν πάντα αυθεντικός και στα έργα του αποκαλύπτει αμφίσημες ποιητικές εικόνες χωρίς όρια, δίνοντας το δικαίωμα σε κάθε θεατή να τις ερμηνεύσει ανάλογα με τη δύναμη της φαντασίας του και να αντιληφθεί τη φιλοσοφική ή καυστική του διάθεση. Βαθιά αισθησιακός, χωρίς να λογοδοτεί ή να σεμνοτυφεί, αφήνει τις γυμνόστηθες γυναικείες του φιγούρες να πρωταγωνιστούν στο έργο του.

Η "Αργώ" (1948) του Νίκου Εγγονόπουλου στο Ίδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη

Αργώ, [1948], Ιδιωτική Συλλογή

Ο Ιάσονας, γιος του Αίσονα, γεννήθηκε στην Ιωλκό και ανήκει στους απογόνους του Αίολου. Ανατράφηκε από τον κένταυρο Χείρωνα που του δίδαξε την ιατρική και όταν ενηλικιώθηκε επέστρεψε στην Ιωλκό. O Ιάσονας, σύμφωνα με τον μύθο, αναζήτησε το χρυσόμαλλο δέρας ζητώντας τη βοήθεια του Άργου, γιού του Φρίξου. Με τη συμβουλή της Αθηνάς, ο Άργος ναυπήγησε την Αργώ, το καράβι που θα μετέφερε τον Ιάσονα και τους συντρόφους του στην Κολχίδα. Ο Εγγονόπουλος γνώριζε σε βάθος την ελληνική μυθολογία και συχνά ανάτρεχε σε αυτή για την απόδοση του οραματικού του κόσμου, όπως και ο αγαπημένος του ζωγράφος  Τζόρτζιο ντε Κίρικο. Και οι δύο τους εκφράζουν στο έργο τους την αίσθηση του αινίγματος, του υπαινικτικού, του ανοίκειου και, μέσα από τις μυστικές διαδρομές της ψυχής και της σκέψης τους, αποκαλύπτουν τη δική τους αλήθεια, την απελευθέρωση του υποσυνείδητου. Το μυστήριο της ζωής πυροδότησε τη φαντασία του Νίκου Εγγονόπουλου για να προσεγγίσει την υποσυνείδητη όψη των πραγμάτων. Έτσι, συχνά επέστρεφε στο παρελθόν, στις µνήµες εκείνες που υπήρξαν καθοριστικές για την τέχνη του, αφού το τέλος πάντα γυρίζει στην αρχή.

"Ο Αϊ Γιώργης" (1947) στην έκθεση "Νίκος Εγγονόπουλος. Ο Ορφέας του Υπερρεαλισμού" στο Ίδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη

Ο Αϊ Γιώργης, 1947, Ιδιωτική Συλλογή

Ο Εγγονόπουλος ενσαρκώνει τον εμπνευσμένο Έλληνα καλλιτέχνη του 20ού αιώνα που αντλεί από την πλούσια ιστορική παρακαταθήκη της χώρας μας και παράλληλα βρίσκεται σε διάλογο και αρμονική συμπόρευση με το διεθνές κίνημα του υπερρεαλισμού. Αυτά πράττει ταυτόχρονα με τη χρήση των χαρακτηριστικών στιλπνών φωτεινών επιφανειών, που καλύπτουν, κάτω από το ελληνικό φως, ζωντανές μορφές και απόκοσμα, ταυτόχρονα όμως γνώριμα ελληνικά και γενικότερα ευρωπαϊκά τοπία. Η πνευματώδης προσέγγισή του προσθέτει ένα ακόμα ιδιαίτερο προσωπικό στοιχείο που τα καθιστά διακριτά και αλησμόνητα. Στον πίνακα Ο Αϊ Γιώργης συνυπάρχει το χθες με το σήμερα και η ιστορία και το όνειρο. Και όπως ο ίδιος έχει δηλώσει: «Τι είναι λογική; Σήμερα υπάρχουμε, αύριο δεν θα υπάρχουμε. Η μόνη λογική είναι ότι κάποτε δεν θα υπάρχουμε. “Και μου μαυρίζει ο ντουνιάς κι αράδα παλαβώνω”, λέει ο Χατζή-Σεχρέτ. Όλα τα άλλα είναι παραλογισμός. Κατηγορούν τον υπερρεαλισμό ότι δεν έχει σχέση με τη ζωή, ότι είναι ασυνάρτητος. Μα η ζωή είναι συναρτημένη; Ασυνάρτητη δεν είναι κι αυτή; Βέβαια δε σταμάτησα σ’ αυτούς τους μεγάλους (Σολωμός, Χαίλντελιν, Μπωντλαίρ, Χατζή-Σεχρέτ), άλλα κι ο Μαλλαρμέ με γοήτευσε ένα καιρό, “Οι Γάλλοι ξέρουν να προσδίνουν στα στιγμιαία μια αιωνιότητα”, έλεγε ο Γκαίτε. Πρέπει, όμως, να συμπληρώσω ότι πέρα απ’ αυτούς τους δασκάλους, με δίδαξαν πολλά ο Απολλιναίρ, ο Λωτρεαμόν, ο Καρυωτάκης, ο Καβάφης, ο Εμπειρικός. Όλοι αυτοί μου ομόρφυναν τον νυχτερινό μου ουρανό, μου έκαναν τη νύχτα μέρα».

Η "Μεσογειακή μούσα" (1984) στην έκθεση "Νίκος Εγγονόπουλος. Ο Ορφέας του Υπερρεαλισμού" στο Ίδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη

Μεσογειακή Μούσα, 1984, Ιδιωτική Συλλογή

Το 1984, ο Νίκος Εγγονόπουλος ολοκλήρωσε το έργο Μεσογειακή Μούσα, στο κέντρο του οποίου δεσπόζει μια τρυφερή καμπυλόγραμμη γυναικεία φιγούρα με ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στο χέρι. Πρόκειται για τον τελευταίο του πίνακα, αφού το 1985 απεβίωσε. Η ζωγραφική για τον ίδιο ήταν μια άσκηση πνευματικής ελευθερίας. Δούλευε καθημερινά με μαεστρία, ενίοτε ελαιογραφίες, με τον ίδιο τρόπο που δούλευε την αυγοτέμπερα, χρησιμοποιώντας λιγοστά καθαρά και λαμπερά χρώματα, όπως την ώχρα, το μπλε του κοβαλτίου ή το ούλτραμαρίν, το βαθύ πράσινο και το κόκκινο και άλλοτε υδατογραφίες, σε αρκετές από τις οποίες προσέθετε σινική μελάνη. Ξεκινούσε πάντα με ένα bozzetti, όπως ο ίδιος το αποκαλούσε, δηλαδή με την απόδοση του οράματός του σε χαρτί, μικρών διαστάσεων, ζωγραφισμένο από υδατοχρώματα και σινική μελάνη, ακόμη και χρωματιστά μολύβια. Στη συνέχεια, προχωρούσε στην ακριβή αποτύπωση του σχεδίου, χρησιμοποιώντας μολύβι ή κάρβουνο ή και τα δύο μαζί. Το σχέδιο, εξάλλου, για τον δάσκαλό του Φώτη Κόντογλου έπαιξε κυρίαρχο ρόλο για την δημιουργία ενός έργου, όπως και η τήρηση των κανόνων της χρυσής τομής, για κάθε σύνθεση. Έτσι, με ακρίβεια, το αποτύπωνε πάνω στον μουσαμά, το ξύλο ή το χαρτόνι για να ολοκληρώσει, με την επιλογή των χρωμάτων, τους μνημειακούς του πίνακες. Πρωταγωνιστές του ήταν οι ανθρώπινες μορφές. Ευθυτενείς, καλλίγραμμες, με δηλωτικές κινήσεις, αλλά με ανύπαρκτα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του προσώπου τους.

Η "Μεταθανάτια αυτοπροσωπογραφία" (1940) στην έκθεση "Νίκος Εγγονόπουλος. Ο Ορφέας του Υπερρεαλισμού"

Μεταθανάτια αυτοπροσωπογραφία, 1940, Ιδιωτική Συλλογή

Ο Εγγονόπουλος είχε πατέρα Φαναριώτη και έτρεφε μεγάλο σεβασμό στον μεγάλο συνεχιστή της μεταβυζαντινής ζωγραφικής, τον πρόσφυγα της Μικράς Ασίας, Φώτη Κόντογλου, που τον οδήγησε στην αναζήτηση του πνευματικού και του άυλου. Όπως συχνά μου λέει η εκλεκτή φίλη Ερριέττη Εγγονοπούλου, ο πατέρας της επαναλάμβανε, σχεδόν μοιρολατρικά, την τούρκικη φράση «μπού ντουνιά, τσάραφιλέκ», δηλαδή «ο κόσμος είναι στρογγυλός και γυρίζει». Έτσι, με στωικότητα αντιμετώπισε τις δυσκολίες και τις χαρές της ζωής, δίνοντας μια προσωπική έκφραση στον οραματικό του κόσμο, βυθιζόμενος συχνά στην μυθολογία και στην ιστορία, για να αντικρίσει νηφάλια και σοφότερα το αύριο. Στη Μεταθανάτια αυτοπροσωπογραφία, ο ζωγράφοςστέκεται σε ένα μικρό τραπέζι καθώς βυθίζει το βλέμμα του στην ατελεύτητη θάλασσα με τον συννεφιασμένο ουρανό. Στο πάτωμα κείτονται διάφορα αντικείμενα, ανάμεσά τους ένα κεφάλι αγάλματος, μια περικεφαλαία και ένας κίονας. Ξεχασμένο στην αριστερή μεριά του πίνακα υπάρχει ένα βιβλίο, στην επιφάνεια του οποίου ανθίζει ένα λουλούδι, υπογραμμίζοντας την ατέλειωτη περιπέτεια του Εγγονόπουλου ανάμεσα στις λέξεις και τα χρώματα, αφού το εικαστικό του σύμπαν πάντα θα συνομιλεί με τις ποιητικές του συλλογές: Μην ομιλείτε εις τον οδηγό (1938), Τα Κλειδοκύμβαλα της Σιωπής (1939), Η Επιστροφή των Πουλιών (1946), Έλευσις (1948), Εν Ανθηρώ Έλληνι λόγω (1957), Στην κοιλάδα με τους ροδώνες (1978) κ.ά.


INFO:
Νίκος Εγγονόπουλος. Ο Ορφέας του Υπερρεαλισμού
Ίδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη, Βασ. Σοφίας 9 & Μέρλιν 1, Κολωνάκι
Διάρκεια έκθεσης: 9 Μαρτίου - 19 Ιουνίου 2022
Ώρες λειτουργίας: Δευτέρα-Κυριακή 10:00-18:00, Πέμπτη 10:00-20:00 (Οκτώβριο έως Μάιο)