- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Οι Εξόριστοι του Μιχάλη Μαδένη στην Εθνική Βιβλιοθήκη
Ποιοι είναι, τι τους συνέβη, πού κατοικούν;
Μιχάλης Μαδένης: Συνέντευξη με τον ζωγράφο της έκθεσης «Εξόριστοι» που παρουσιάζεται στον δεύτερο όροφο της Εθνικής Βιβλιοθήκης.
Τρόφιμοι ψυχιατρείου, κλεισμένοι εκεί για χρόνια, χτυπημένοι από βαριά ψυχική νόσο, εξόριστοι από τη ζωή, εξόριστοι ακόμα και από τον ίδιο τους τον εαυτό. Πρόσωπα αλλοιωμένα από την ασθένεια, με χαραγμένο τον πόνο στα μάτια αλλά και στη στάση του σώματος: οι ψυχικά πάσχοντες ήρωες του Μιχάλη Μαδένη ανατρέπουν τον μύθο πως ο «τρελός» ούτε πονά ούτε υποφέρει.
Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης εύστοχα παρατηρεί στο εισαγωγικό του καταλόγου της έκθεσης πως «με τέτοια ψέματα καλύπτουμε την ηθική αδιαφορία μας και επιτρέπουμε στον εαυτό μας να τους ξεχνάει ανένοχα».
Συναντιόμαστε με τον Μιχάλη Μαδένη στον δεύτερο όροφο της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Έχω την τιμή να με ξεναγεί ο ίδιος στην έκθεσή του, στα λαβωμένα βλέμματα, τους άλαλους αναστεναγμούς, το μαρτύριο, την ικεσία, τη μοναξιά της τρέλας. Με τον Μιχάλη είμαστε κοντοπατριωτάκια, Κομοτηνή αυτός, Ξάνθη εγώ, ανασκαλεύουμε γενέθλιες μνήμες.
Η περιπατητική μας ενώπιον των έργων διανθίζεται από παρατηρήσεις και σχόλια, που κάνουν το στομάχι μου να ανακατεύεται: Ο Μαδένης πονά, συμπάσχει με τους δυστυχισμένους, δεν εξωραΐζει, δεν ηρωοποιεί, δεν σπεκουλάρει επί της ιερότητα των Σαλών, δεν επιχειρεί να εκμαιεύσει εύκολη συγκίνηση, ζωγραφίζει τον ζόφο, την παρακμή και την έκπτωση των ανθρώπων με το δέον σέβας.
«Κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ένα βιβλίο από τη Θεσσαλονίκη φτάνει στα χέρια του δασκάλου μου, Παναγιώτη Τέτση. Είναι η έκδοση Σιωπή-Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης με την υπογραφή του Γιώργου Κατσάγγελου (καθηγητής Φωτογραφίας σήμερα, στο Τμήμα Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών στο ΑΠΘ). Η έκδοση γεννήθηκε μετά από πέντε εκθέσεις του Κατσάγγελου και το θέαμα ήταν μοναδικό. Ο Τέτσης μου επισήμανε και το ασυνήθιστο του θέματος και την υψηλή ποιότητα των φωτογραφιών, προτείνοντας μου να εμπνευστώ από αυτό, να δημιουργήσω μια ανάλογη σειρά έργων. Μου ήταν αδύνατον να το αγγίξω μέχρι τον καιρό της καραντίνας, τότε που κι εγώ έγκλειστος και παγιδευμένος στο εργαστήριο-σπίτι μου, μετείχα κατά κάποιο τρόπο της ίδιας εγκιβωτισμένης συνθήκης».
Τον διακόπτω, καθώς το Ψυχιατρικό Κατάστημα της Σταυρούπολης, τόπος από όπου ο Κατσάγγελος «άντλησε και εξόρυξε» πρόσωπα και εικόνες, μου είναι πολύ οικείο στη μνήμη. Πολλά χρόνια πριν η οδός Λαγκάδα γίνει μια απλωμένη λεωφόρος με τριπλά ρεύματα κυκλοφορίας σε κάθε διάδρομο, το απογευματινό λεωφορείο από την Ξάνθη που με πήγαινε στη Θεσσαλονίκη περνούσε ξυστά σχεδόν με το ίδρυμα. Έβλεπα με τρόμο, θλίψη και στεναχώρια τους «τρελούς» να στέκονται μπροστά στα κάγκελα. Βουβοί, βαριά κατεσταλμένοι, «Μιχάλη, θυμάμαι πεντακάθαρα το Λεμπέτι, όπως αποκαλούνταν τότε το Ψυχιατρείο της Σταυρούπολης».
Συνεχίζει: «Όταν άρχισα δειλά δειλά να μπαίνω στα έργα, αναδύθηκαν από μέσα μου πολλές ιστορίες, θαμμένες μνήμες που τις ανέσυρα από το υποσυνείδητό μου ή ανεξίτηλα γεγονότα που με σημάδεψαν, όπως φερειπείν εκείνα τα χρόνια που δίδαξα καλλιτεχνικά σε παιδιά με ειδικές ανάγκες, στην Ξάνθη και τη Γενισέα. Ή άλλες μνήμες, όπως εκείνου του φίλου που είχα στο Άσυλο Ανιάτων της Αγίας Ζώνης στην Κυψέλη: ο Δημητράκης, καθηλωμένος σε καρότσι, το τράνταζε ώστε η κίνηση και η παραγόμενη βοή να λειτουργήσουν σαν χαιρετισμός σε κάποιο συγκεκριμένο κορίτσι. Θυμήθηκαν κάποιες άλλες γυναίκες, εργάτριες στη βιοτεχνία νυχτικών, εκεί όπου μικροί με τα κουρέλια που περίσσευαν μεταμφιεζόμασταν σε χαρακτήρες των παραμυθιών ή της φαντασίας μας. Πολλαπλό προσωπικό υλικό ανασύρθηκε και με καθοδήγησε. Ξέρεις, είχα μια πολύ αγαπημένη μου θεία που πέρασε βαριά πολιομυελίτιδα και μαζί ήταν σαν να είχαμε ανακαλύψει μια νέα γλώσσα για να επικοινωνούμε. Όλα αυτά με βοήθησαν να μπω επιτέλους μετά από τόσα χρόνια στο θέμα και να βγάλω από μέσα μου τα έργα».
Στο κέντρο της έκθεσης δεσπόζει ένα πολύπτυχο με πέντε φύλλα. Ένα είδος αδυσώπητα μελαγχολικού πανοράματος όπου τα σώματα των απεικονιζομένων, σχεδόν σε φυσική κλίμακα, επιβάλλονται στο βλέμμα μου. Το μαύρο φόντο συγκρατά και συνδέει το κατάμαυρο θέαμα ανθρώπων. Ανακαλώ τη Λαϊκή Αγορά του Παναγιώτη Τέτση, φόρος τιμής, κάτι αντίστοιχο, στον δάσκαλό του, με τον οποίο συνδέθηκε στενά μέχρι και το τέλος της ζωής του.
Αποτυπώσεις υψηλής ακρίβειας παντού και όχι μόνο στα μεγάλα έργα, που ο Μαδένης κατευθύνει το βλέμμα σύμφωνα με τους κανόνες της σύνθεσης από τα αριστερά προς τα δεξιά, αλλά και στα μικρά, όπου εξίσου οι συναισθηματικές εντάσεις ορθώνουν αναγνώσεις σκληρές, καθώς ο Μαδένης καταφέρνει μέσω της απόδοσης της στάσης των σωμάτων να κινητοποιήσει την ενσυναίσθηση του θεατή. Άλλες μορφές κινούνται, άλλες στέκουν παγερές, τσαλακωμένα ρούχα, σωματικές δυσμορφίες, εν ασθένεια άνδρες και γυναίκες, κάθε χέρι, κάθε πηγούνι, κάθε κλίση, φωτισμός, βλέμμα και επιδερμίδα, τραβούν την προσοχή. Εικόνες ανοιχτές σε άπειρες αναγνώσεις. Αλλά και ένα μικρό παιχνίδι, καθώς ο ζωγράφος, καταργώντας την απόσταση θέματος και δημιουργού, μπαίνει κι αυτός στο κάδρο, συμμετέχοντας ενεργά στη χαρτογράφηση αυτής της διαδρομής. Θα τον δεις μέσα στο θέμα του, ένας μέσα στο πλήθος.
Η γέννηση και η καταγωγή των «Εξορίστων» στην τέχνη έρχεται από πολύ μακριά. Ο Γκόγια, ο Ζερικώ, ο Ντύρερ, ο Τζιορτζιόνε, αλλά και οι μεταπτυχιακές σπουδές του Μαδένη στη Χάγη, φέρνουν τα σώματα και τα βλέμματα των ηρώων του να συνομιλούν με τα βάθη των αιώνων. Βασισμένος στις φωτογραφίες του Κατσάγγελου και ανασύροντας προσωπικές του μνήμες, καταφέρνει να στήσει πίνακες με πρωταγωνιστές ανύπαρκτους ανθρώπους στην πραγματικότητα, που όμως παράγουν ένα αποτέλεσμα εντελώς αληθινό. Η τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, η ερήμωση, ο πόνος, το αμείλικτο, το ασάλευτο και το δυσβάστακτό της αποτυπώνονται με τέτοιον δεινό τρόπο, που νομίζεις πως στα αλήθεια κάπου τις έχεις συναντήσει όλες αυτές τις τραγικές φιγούρες. Σε μια στάση, σε ένα λεωφορείο, σε μια ταινία, στο οικογενειακό σου δένδρο ή σε έναν κοντινό φίλο που πέρασε απέναντι.
Πολλοί από εσάς που πιθανόν θα δείτε την έκθεση θα φορέσετε κατάσαρκα τη θλίψη της. Οι σιωπές και τα σκοτάδια απλώνονται πέρα και έξω από τους πίνακες. Ο Μαδένης είναι συγκλονιστικός, σας περιγράφω αυτό που μου συνέβη. Αυτός ο όρκος ευαισθησίας, όπως παρατηρεί ορθά στον κατάλογο της έκθεσης ο Τάκης Μαυρωτάς, έχει τον τρόπο του να σε κάνει πρώτα να ταρακουνηθείς και αμέσως μετά να τον ασπαστείς.