- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Χρόνης Μπότσογλου: 40 χρόνια φιλίας με τον σπουδαίο ζωγράφο
Ο Θωμάς Σκάσσης γράφει για μια υπερσαραντάχρονη φιλία
Χρόνης Μπότσογλου: Ο Θωμάς Σκάσσης, πεζογράφος και μεταφραστής, γράφει για τον φίλο του και σπουδαίο Έλληνα ζωγράφο.
Στον τοίχο απέναντί μου κρέμεται κορνιζαρισμένη μια χαλκογραφία σε τόνους του μπλε. Είναι μικρή, τετράγωνη, 5 Χ 5 εκατοστά, και δείχνει στο κάτω μέρος του τετραγώνου ένα σπιτάκι με κεραμίδια και μια ελιά, ενώ στο όρθιο δεξί πλάι ένα μακρόστενο κτίσμα με κάτι σαν καμπαναριό στη μία του άκρη, ένα κυπαρίσσι και στον ουρανό ένα ανάποδο μισοφέγγαρο – η ατμόσφαιρα μού θυμίζει Σαγκάλ. Στο πασπαρτού που την περιβάλλει είναι γραμμένο με μολύβι: «Χρόνης ’985. Ενθύμιο 44 χρόνων».
Πόσο μεγάλος μου φαινόταν τότε από τη θέση που τον κοιτούσα δώδεκα σκαλιά πιο κάτω. Αυτά τα δώδεκα χρόνια μάς χώριζαν βιολογικά, ολόκληρο σχολείο, δημοτικό και γυμνάσιο μαζί, τεράστια απόσταση όταν είναι κανείς νέος… Κι όμως τότε αυτή η απόσταση είχε ήδη εξαερωθεί γιατί είχαμε περάσει στην ουσία ενός διαλόγου. Το απαύγασμα αυτής της ίδιας ουσίας εξακολουθεί να με ακολουθεί ανάλαφρο και καθοριστικό ακόμη και τώρα που ο δικός του χρόνος δεν μετριέται πια με σκαλοπάτια και σβηστά κεριά.
Γνωριστήκαμε την εποχή των Λιοτριβιών – ο βιωμένος χώρος απασχολούσε τη δουλειά του κι εμένα με άφησε άφωνο εκείνο το λοξό φως. Η κοινή καταγωγή των γυναικών μας, της Ελένης και της Ευρυδίκης, στάθηκε το υπόβαθρο της πρώτης γνωριμίας. Από εκεί και πέρα επικράτησε αυτό που οι διαβασμένοι αποκαλούν κομψά «εκλεκτική συγγένεια» και ο λαός, που πατάει και με τα δυο πόδια στη γη: «ταίριαξαν τα χνώτα τους». Έτσι μία συνάθροιση κοινωνικής φύσεως που θα μπορούσε κάλλιστα να αποδειχθεί βαρετή και ανούσια (ιδίως για εκείνον) έγινε το έναυσμα υπερσαραντάχρονης φιλίας. (Στο απρόσμενο φύονται οι ανθεκτικές φιλίες, σαν τους δυνατούς έρωτες.)
Ξεκίνησε, λοιπόν, ένας διάλογος και, όπως ήταν φυσικό, εκείνος μιλούσε κι εγώ περισσότερο άκουγα. Και πού δεν έχουμε κουβεντιάσει, άλλοτε τρώγοντας και πίνοντας, άλλοτε περπατώντας, άλλοτε χαζεύοντας τη φύση ή τους ανθρώπους. Από τον «Βλάσση» και τη «Λεύκα», μέχρι στα φιλετάκια στη Δάφνη, τα μπιφτέκια στα Πετράλωνα ή την μπιραρία στον παράδρομο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Από το Πετρί της Μυτιλήνης, μέχρι την Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης, το Διδυμότειχο, την Κομοτηνή, την Αλεξανδρούπολη και τις μονές του Αγίου Όρους. Από το παλιό ατελιέ (ένα δωμάτιο στο διαμέρισμα της Διγενή Ακρίτα, όπου έμενε οικογενειακώς, και αργότερα το κατέλαβε ολόκληρο όταν το νοικοκυριό μεταφέρθηκε στον επάνω όροφο), μέχρι το ολοφώτεινο της μονοκατοικίας στην οδό Διονυσίου Εφέσου.
Άλλοτε με παρέα τον μετέπειτα καθηγητή στο τμήμα Μετάφρασης και Διερμηνείας του Πανεπιστημίου της Μάλαγα και βραβευμένο μεταφραστή της ελληνικής λογοτεχνίας Μπιθέντε Φερνάντεθ, τον ψυχίατρο και ποιητή Θανάση Χατζόπουλο ή τον συγγραφέα Μισέλ Φάις και συχνότερα οι δυο μας, τότε που οι συζητήσεις γίνονταν πιο προσωπικές και οι εκμυστηρεύσεις αυθόρμητες. Εμείς ήμασταν οι νεότεροι φίλοι του με τον λογοτεχνικό προσανατολισμό, γιατί υπήρχαν φυσικά και οι άλλοι, οι ομότεχνοι και συνομήλικοι. Ο Χρόνης δεν ζωγράφιζε μόνο αλλά και διάβαζε: πολλή πεζογραφία, περισσότερη ποίηση. Με εντυπωσίαζε κάθε φορά που πιανόταν από κάποια ευκαιρία και απήγγελλε από στήθους στίχους ποιημάτων. Αν είχε αφοσιωθεί στην ποίηση (αυτή ήταν η άλλη τέχνη που τον έθελγε) θα του ταίριαζαν, λέω, τα χαϊκού.
Ο Χρόνης ήταν πολύ βαθύς άνθρωπος και συνάμα ανοιχτός, δοτικός και προσηνής – κάτι που δεν το συναντάς συχνά σε μεγάλους καλλιτέχνες. Όσο κι αν μιλούσε για την τέχνη και τη ζωή, δεν μονοπωλούσε τη συζήτηση και άκουγε πάντα προσεκτικά ό,τι του έλεγες. Η συζήτηση μαζί του ανέβαζε κι εσένα σε ανώτερο επίπεδο. Κατανοούσε σε τέτοιο βαθμό τα ανθρώπινα ώστε μπορούσε να νουθετήσει με ηρεμία έναν φίλο ακόμα κι όταν αυτός είχε διαπράξει σοβαρό ατόπημα εις βάρος του. Αυτές οι σχέσεις με τους κοντινούς «άλλους» –πρωτίστως βέβαια με την Ελένη– που ορίζουν το πρόσωπο του καθενός μας ήταν άλλωστε κύριο μέλημά του στη ζωγραφική από πολύ νωρίς. Ήξερε καλά από μικρό παιδί ότι είχε ένα χάρισμα (δεν έχω γνωρίσει άλλον που να λέει από τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού ότι θέλει να γίνει ζωγράφος και όχι πυροσβέστης ή αστροναύτης, και να το εννοεί) και αυτό το χάρισμα το καλλιέργησε με συνέπεια κι επιμονή. Στις ταβέρνες που πηγαίναμε ερχόταν πάντοτε εφοδιασμένος με μπλοκάκι σπιράλ και μαύρο μολύβι, όπου σχεδίαζε μικρά πορτρέτα των συμποτών και στη συνέχεια μας τα χάριζε. Κατείχε επίσης την τέχνη να μεταδίδει την εμπειρία και τις γνώσεις του και στον πιο αδαή συνομιλητή με τρόπο που γινόταν εύκολα κατανοητός. Υποθέτω ότι αυτό θα το εκτίμησαν οι μαθητές του στη Σχολή Καλών Τεχνών, όπως και το χιούμορ του. Μου είναι αδύνατο να τον φανταστώ αλλιώς, γιατί ήταν άνθρωπος απλός και ισορροπημένος, που δεν χρειαζόταν να προβάλλει τις ιδιότητες του ζωγράφου ή του καθηγητή, κάνοντάς σε έτσι από την πρώτη στιγμή να νιώθεις σαν ίσος προς ίσο.
Ο Χρόνης υπήρξε και ιδιαίτερα γενναιόδωρος. Είχε περίσσευμα ψυχής. Ήταν πάντα πρόθυμος να συμπαρασταθεί σε έναν φίλο και να του δώσει την όποια συμβουλή έκρινε αναγκαία, χωρίς να αρκείται σε αυτό που θέλει ο άλλος να ακούσει – η κριτική ματιά του δεν περιοριζόταν μόνο στα έργα τέχνης. Ύστερα, υπέγραφε χωρίς δισταγμό τα εξώφυλλα πρωτόλειων πεζογραφημάτων, ενώ με κάθε ευκαιρία έσπευδε να σου χαρίσει κάποιο έργο του: είτε είχες γενέθλια, είτε τον καλούσες για φαγητό στο σπίτι σου, ή του έκανες απλώς επίσκεψη. Σε αυτή την περίπτωση μάλιστα σου έλεγε να διαλέξεις όποιο σου αρέσει. Το τελευταίο μου το έδωσε λίγες μέρες μετά την Πρωτοχρονιά του 2019. Είναι ένα αφηρημένο σχέδιο σε χαρτόνι, εν μέρει κολάζ, όπου διακρίνεται ένα πανί – ετοιμαζόταν κι αυτός για το ταξίδι στο μαύρο που περιβάλλει τις μορφές της συγκλονιστικής Νέκυιας που έχει ζωγραφίσει. Από εκείνη τη μέρα, δεν τον είδα ξανά.
Έχω ακόμα την απορία τι του έδινε εκείνου η παρέα μου. Ξέρω ωστόσο πολύ καλά πόσο πολύτιμες ήταν για μένα οι ώρες της συναναστροφής μαζί του και τι μαθήματα μου έδωσε (χωρίς να μου κάνει μάθημα). Πρώτο και κύριο ήταν η διαδικασία της δημιουργίας: πώς από την πρώτη αναλαμπή της έμπνευσης βυθίζεσαι με κόπο στο θέμα, παραμερίζοντας μέχρι και τους περισπασμούς της καθημερινής ύπαρξης, για να βρεις την ουσία του και να αναδυθείς μετά, να κάνεις βήματα προς τα πίσω για να κοιτάξεις το έργο από απόσταση (ό,τι πιο δύσκολο) έτσι ώστε να διακρίνεις αδυναμίες και ελλείψεις, να τις διορθώσεις και όλο αυτό ξανά και ξανά ώσπου να αισθανθείς (γιατί πράγματι το αισθάνεσαι) ότι ολοκληρώθηκε. Το δεύτερο είναι μια πρόταση γραμμένη κάτω από μια αυτοπροσωπογραφία του με ημερομηνία 26.1.1991, όπου συμπυκνώνεται η γενναιαλογία και ο βιωμένος χρόνος καθενός μας: «Εγώ, όπως ο πατέρας μου όταν άρχισε να μοιάζει του πατέρα του». Το τρίτο, εξίσου σημαντικό, περικλειόταν σε μία φράση που είπε εν τη ρύμη του λόγου του (δεν θυμάμαι πού, πότε και με ποια αφορμή) και μου έμεινε χαραγμένη στο μυαλό: «Η μόνη αιωνιότητα που γνωρίζει ο άνθρωπος είναι η επανάληψη των τελετουργιών».
Ο Χρόνης βρίσκεται στο κέντρο της νοερής, προσωπικής μου Νέκυιας και θα με συντροφεύει μέχρι τέλους.
Βιογραφικά των Θωμά Σκάσση και Χρόνη Μπότσογλου
Θωμάς Σκάσσης
Ο Θωμάς Σκάσσης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1953, σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και έκανε μεταπτυχιακά στο University College του Λονδίνου. Άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου επί 20 χρόνια. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κέντρου Μετάφρασης. Έχει εκδώσει διηγήματα και μυθιστορήματα. Για τη μετάφραση του Τραμ του Claude Simon τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης Έργου Ξένης Λογοτεχνίας στην Ελληνική Γλώσσα 2004. Έχει μεταφράσει έργα των Henri Troyat, Don DeLillo, Graham Swift, Martin Winckler, Jean-Marie Laclavetine, Francois Salvaing, Claude Simon, κ.ά Έχει κερδίσει το Διεθνές Βραβείο Καβάφη Πεζογραφίας 2007.
Χρόνης Μπότσογλου
Ο Χρόνης Μπότσογλου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1941. Σπούδασε Ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1960-1965) με καθηγητή τον Γιάννη Μόραλη. Το 1970 συνέχισε τις σπουδές του με υποτροφία για δύο χρόνια στην École nationale supérieure des Beaux-Arts του Παρισιού. Το 1989 εκλέχτηκε καθηγητής στην Α.Σ.Κ.Τ., όπου διετέλεσε Πρύτανης (2001-2005) και δίδαξε ως το 2008. Εκτός από τη ζωγραφική ασχολείται με τη γλυπτική και τη χαρακτική. Από το 1964 συμμετέχει σε διάφορες καλλιτεχνικές ομάδες με πολιτικό χαρακτήρα («Ομάδα Τέχνης Α» 1960-1967, «Κέντρο Εικαστικών Τεχνών» 1974-1976, «Ομάδα για την Επικοινωνία και την Εκπαίδευση στην Τέχνη» 1976-1981). Υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη της ομάδας «Νέοι Έλληνες Ρεαλιστές» (1971-1973). Επιπλέον, έχει εκδώσει τα βιβλία «Ημερολόγια ταξίδια» (1994), «Ψευτοδοκίμια» (2000) και «Το χρώμα της σπουδής» (2005) με κείμενά του σχετικά με την τέχνη. Το 1998 εξέδωσε την ποιητική συλλογή με τίτλο «Σπουδή στο μαύρο».