- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Μιχάλης Κιούσης: Ένας Αθηναίος περιπλανιέται στη Σενεγάλη
Η έκθεσή του είναι μια ζωγραφική εμπειρία τόπου, χρόνου και ταξιδιού
Μιχάλης Κιούσης: Συνέντευξη με τον ζωγράφο της έκθεσης Visions Croiseés που φιλοξενείται στην γκαλερί Άλμα.
Η πρώτη ατομική έκθεση του Μιχάλη Κιούση είναι ζωγραφικά έργα διαφορετικών διαστάσεων, καμβάδες και σχέδια μιας περιπλανητικής ζωής, όπου το χρώμα και το φως της γαλλικής υπερπόντιας, πρώην αποικίας, είναι κυρίαρχα. Οι σκιές θεμελιώδεις, οι αναπαραστάσεις ρεαλιστικές αλλά και εξπρεσιονιστικά ελεύθερες: οι συνθέσεις είναι γεμάτες σαφήνεια, δομική πληρότητα και πλαστικότητα τέτοια, που οριακά θα μπορούσαν να σταθούν και ως γλυπτικές.
Ανταμώνουμε ένα ήσυχο μεσημέρι Παρασκευής στην γκαλερί Άλμα και δεν του κρύβω τον θαυμασμό μου. Η ερευνητική διαδικασία που ακολουθεί ο Κιούσης βασίζεται σε αρχειακό υλικό, ζωγραφικά σημειώματα, προσωπικές αναμνήσεις και life studies, τα οποία μέσα από το ζωγραφικό του φίλτρο, τα προσαρμόζει σε εικόνες που μεταφέρουν στον καμβά την αποτύπωση και τις εμπειρίες-μνήμες του από μια γνήσια νομαδική ζωή. Oι αναπαραστάσεις από τα χρόνια της Ρεϋνιόν έχουν δουλευτεί εντός και εκτός του καλλιτεχνικού εργαστηρίου, οι αναμνήσεις από το τότε δίνουν μεγάλη σημασία στα έντονα χρώματα, τις ξεκάθαρες φόρμες και τη χειρονομιακή δυναμική, μακριά από τις τουριστικές αναπαραστάσεις και το φολκλόρ.
Οι ζωγραφικές του συνθέσεις πηγάζουν από την όσμωσή του με την καθημερινή ζωή των τόπων, όπως η Ρεϋνιόν και η Σενεγάλη, όπου ο καλλιτέχνης ταξίδεψε και έζησε στο πλαίσιο όχι μόνον των εικαστικών αλλά και των πολιτισμικών του αναζητήσεων και ερευνών. Τα χρώματα και το φως αποτελούν καταλύτες μιας εμπειρίας που σε πλημμυρίζει από το πρώτο βλέμμα. Με μια αίσθηση αφθονίας και οικειότητας, ο Κιούσης μετατρέπει κάθε σύνθεση σε μια εκ νέου γνωριμία με λιτές και pop καθημερινές στιγμές τόπων μακρινών, αλλά όχι ανοίκειων.
Με μια δεύτερη, ωστόσο, ματιά είναι ευδιάκριτες και άλλες πτυχές πολιτισμικών εμπειριών του ζωγράφου. Η επιμελήτρια Αρετή Λεοπούλου επικεντρώνει στην κίνηση, τον ρυθμό, τη λαϊκή κουλτούρα και τις κοινωνικές και πολιτισμικές αντιφάσεις περιοχών που βίωσαν δουλεία και αποικιοκρατία. Τόποι που διαθέτουν πλούσια ιστορία και ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά πολύ διαφορετικά από τα μεσογειακά/ευρωπαϊκά. «Τα ερωτήματα που θέτει ο Κιούσης είναι ανοιχτά και πολλά: πώς είναι να απαθανατίζεις μια ταπεινή, διαφορετική, αλλά και τόσο φορτισμένη πολιτικά καθημερινότητα; Ποια η πολιτική θέση και στάση του καλλιτέχνη απέναντι σε όλα αυτά; Πώς είναι να εντοπίζεις και να παρουσιάζεις εκ νέου το πολιτισμικό, αλλά και το ανθρωπολογικό βάρος άλλων τόπων μέσα από φωτεινά στιγμιότυπα της καθημερινότητας; Αυτό ακριβώς όμως είναι που κατορθώνει η ζωγραφική του Κιούση: να μας οδηγήσει, μέσα από την πλέον ειλικρινή και διερευνητική ματιά του, σε διαφορετικά μονοπάτια θέασης, να καταρρίψει τα συνήθη στερεότυπα του εξωτισμού, να μας επανασυστήσει στη σύγχρονη πραγματικότητα τόπων με ιστορία φορτισμένη από την ευρωπαϊκή αποικιοκρατία αλλά και τόσο μακριά από αυτήν, τόσο ιδιότυπη, μοντέρνα και παραδοσιακή μαζί. Αυτός υπήρξε άλλωστε και ο κατεξοχήν στόχος της εικαστικής έρευνάς του: η βιωματική αντίληψη του διαφορετικού, η κατάρριψη εξωραϊστικών πολιτισμικών μύθων, η ουσιαστικότερη κατανόηση του κόσμου. Κάτι ανάλογο είχε απασχολήσει τον Henri Μatisse, στα βήματα του οποίου επιχειρεί να κινηθεί και ο Κιούσης. Και, επιπρόσθετα, εάν το φως αποτελεί, τεχνικά και μεταφορικά, ένα από τα πιο διαχρονικά και αγαπητά στοιχεία της ελληνικής ζωγραφικής, ο Κιούσης επιτυγχάνει σίγουρα να την εμπλουτίσει υφολογικά και να την ανανεώσει εννοιολογικά με τη σύγχρονη και μετααποικιακής λογικής οπτική και εμπειρία του».
Μιλάμε περί ανέμων και υδάτων, μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά. Τι συνάντησε εκεί στις άλλες θάλασσες και πόσες απαντήσεις βρήκε σχετικά με όσα έψαχνε όταν η περιέργειά του τον έστειλε τόσο μακριά από την Αθήνα;
Πώς βρέθηκες στο Ρεϋνιόν; Τι έψαχνες να βρεις, τι συνάντησες εκεί και πώς αποτιμάς την εμπειρία; Έμεινες εκεί κοντά στα 3 χρόνια.
Αφ’ ότου τελείωσα τη σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο του 2015, ήθελα να ταξιδέψω. Το διεθνές πρόγραμμα πρακτικής άσκησης Erasmus placement στάθηκε η κατάλληλη αφορμή για να μου πραγματοποιήσει αυτήν την ανάγκη. Το πρόγραμμα σε υποχρεώνει να βρίσκεσαι σε ευρωπαϊκό έδαφος, πράγμα που εκμεταλλεύτηκα. Αφενός το Ρεϋνιόν ανήκει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αφετέρου βρίσκεται γεωγραφικά νοτιοανατολικά της Αφρικής. Ήξερα πως στο Ρεϋνιόν, αυτή η υπερπόντια κτήση της Γαλλίας, ένα μικρό νησάκι στον Ινδικό Ωκεανό, υπάρχει μια σχολή καλών τεχνών και χωρίς να χάσω χρόνο έστειλα μια πρόταση στη σχολή για να δουλέψω ως βοηθός καθηγητή ζωγραφικής και σχεδίου. Παρόλο που δεν υπήρχε καμία διμερής συμφωνία μεταξύ των σχολών, με δέχθηκαν για ένα εξάμηνο και ξεκίνησα το ταξίδι μου. Αναμφίβολα έψαχνα για καινούργιες εμπειρίες, αρκετά διαφορετικές από αυτές που είχα συναντήσει στην έως τότε περιπλάνησή μου στην Ευρώπη, αλλά κυρίως για καινούργιες εικόνες με αποκλειστικό σκοπό την εξέλιξη της δικιάς μου προσωπικής καλλιτεχνικής ταυτότητας. Όταν έφτασα πλέον στο νησί, τον Φεβρουάριο του 2016, συνάντησα έναν καυτό, τροπικό και υβριδικό τόπο ο οποίος δουλεύει και κοιμάται με ευρωπαϊκό ωράριο, τρώει με ασιατικό τρόπο και διασκεδάζει με αφρικάνικους ρυθμούς. Το γεγονός πως πρόκειται για έναν αρκετά εξευρωπαϊσμένο τόπο με υποδομές και παροχές που κάποιες φορές πιθανόν και η Ελλάδα να ζήλευε, δεν με εξέπληξε καθώς δεν περίμενα να βρεθώ σε ένα απομονωμένο νησί στη μέση του πουθενά. Παρ' όλη λοιπόν αυτήν την εικόνα του μοντερνισμού που έφτασε σαρωτικά γρήγορα και αλλοίωσε σε μεγάλο βαθμό την καθημερινότητα των ντόπιων, υπάρχουν μοναδικά σημεία φυσικής ομορφιάς, όπως το ηφαίστειο Piton de la Fournaise, που παραμένει ακόμα ενεργό και το οποίο χάρισε τη δαιδαλώδη γεωμορφολογία του εσωτερικού του νησιού. Από τις πρώτες μέρες αισθάνθηκα αρκετά οικεία και κατάλαβα πως το Ρεϋνιόν είναι ένα μέρος που για να το ανακαλύψεις και να σου αποκαλύψει τα μυστικά του χρειάζεται χρόνο. Συνοψίζοντας, όλη αυτή η εμπειρία, αυτά τα 3 χρόνια διαμονής στο νησί αλλά και τα ταξίδια μου ανάμεσα, μου έμαθε φυσικά πολλά καινούργια πράγματα αλλά κυρίως πως, αν θέλεις κάτι πραγματικά, μπορείς να το πετύχεις.
7.000 χιλιόμετρα μακριά από την Αθήνα και σε ένα νησί που ακόμα και οι Γάλλοι δεν το πολυξέρουν. Πώς εγκλιματίστηκες, πώς βιοπορίστηκες, πώς σε προϋπάντησαν και σε αντιμετώπισαν κατά τη διάρκεια της διαμονής σου;
Ήμουν τυχερός που το πρώτο εξάμηνο βρέθηκα σ’ ένα ασφαλές περιβάλλον όπως αυτό της σχολής και κατάφερα μέσω της τέχνης ουσιαστικά να γνωρίσω το εγχώριο δυναμικό του νησιού. Τα πρωινά δούλευα στη σχολή και τα απογεύματα είχα τον χρόνο να εξερευνήσω το νησί αλλά και να δημιουργήσω. Βέβαια, όταν έφτασα, μιλούσα ελάχιστα γαλλικά και φυσικά καθόλου κρεόλ (την τοπική τους διάλεκτο), πράγμα που με δυσκόλεψε λίγο, αλλά κατάφερα γρήγορα να μάθω πολύ καλά και τις δυο γλώσσες μέσω της καθημερινής τριβής με τους συναδέλφους και τους σπουδαστές. Στη συνέχεια τα πράγματα δεν ήταν και τόσο εύκολα. Η ζωή εκεί είναι ακριβή και παίρνοντας πλέον την απόφαση να μείνω στο νησί δεν είχα κάποια υποτροφία, δεν δούλευα πια στη σχολή. Σε όλη αυτήν τη διαδρομή όμως γνώρισα κάποιους σημαντικούς ανθρώπους και καλλιτέχνες του νησιού που με βοήθησαν. ‘Έκανα πολλές διαφορετικές δουλειές μέχρι να καταφέρω να είμαι άνετος οικονομικά και να εξασφαλίσω βασικά πράγματα, έπαιζα κρουστά σε μαθήματα χορού, έκανα μαθήματα καλλιτεχνικών σε έναν οργανισμό για άτομα με ειδικές ανάγκες και δούλευα σαν σκηνογράφος σε θεατρικά έργα, χωρίς ποτέ παράλληλα να σταματώ τα προσωπικά μου πρότζεκτ. Οι ντόπιοι Κρεόλ είναι ένα κράμα πολιτισμών και κουλτούρων που προέρχονται μέσω της δουλείας από την Ευρώπη, την Αφρική και την Ασία. Βρέθηκαν στο νησί μετά το 1500, αφού το νησί πριν δεν κατοικείτο, κάτω από το σκληρό αποικιοκρατικό καθεστώς της Γαλλίας, με τη δουλεία να σταματά μόλις περίπου 150 χρόνια πριν. Σαφώς και υπάρχουν διαφορές: πρόκειται για μια κοινωνία που οι μνήμες αυτών των δύσκολων καιρών είναι αρκετά νωπές, αλλά τελικώς είναι περισσότερα τα πράγματα που με ενώνουν μαζί τους καθώς είναι αρκετά φιλόξενοι και ευγενικοί. Η αντιμετώπιση είχε πλάκα, πολλές φορές περνούσα απαρατήρητος αλλά αυτό σταματούσε μόλις άνοιγα το στόμα μου για να μιλήσω, αφού δεν μπορούσα να κρύψω την προφορά μου! Οι ντόπιοι παρ' όλη την πολυφυλετική μίξη εδώ και πολλές γενιές, δεν είναι συνηθισμένοι σε ξένους που έρχονται σήμερα στο Ρεϋνιόν. Κατά κύριο λόγο οι Γάλλοι από τη μητρόπολη είναι αυτοί που αποφασίζουν να εγκατασταθούν στο νησί μαζί με κάποιες μικρές κοινότητες από τα γύρω νησιά της Αφρικής.
Εξωτισμός αλλά και σκληρή αποικιοκρατία: ως καλλιτέχνης που βίωσες τόπο και εμπειρία από πρώτο χέρι, τι είδους έρευνα έκανες εκεί; Πόσο ανθρωπολογία και μελέτη της ιστορίας εις βάθος χρειάστηκε να κάνεις; Πίσω από τα ειδυλλιακά και τα στερεοτυπικά με τι είδους πολιτική ματιά κατάφερες να αποφύγεις τις εύκολες (καρτποσταλικές) πρακτικές απεικόνισης λαϊκών αγορών, γοητευτικών αρχιτεκτονημάτων και μιας δύσκολης καθημερινής ζωής για τους ντόπιους, που όμως το φολκλόρ της γοητεύει τόσο πολύ τους Δυτικούς τουρίστες;
Καθ' όλη τη διάρκεια παραμονής μου στο νησί δεν σταμάτησα να μελετώ ιστορικά αρχεία, έγγραφα, φωτογραφικά ντοκουμέντα και σύγχρονες πηγές πάνω σε ζητήματα που με απασχολούν εδώ και πολύ καιρό, όπως αυτά της δουλείας, της αποικιοκρατίας και του εξωτισμού. Πιστεύω πως αποτελούν πολύ σημαντικά κομμάτια της σύγχρονης ιστορίας που μας βοηθούν να καταλάβουμε καλύτερα το σήμερα. Βεβαίως η ζωή συνεχίζεται στο νησί και τα πράγματα δεν είναι ευτυχώς όπως παλιά, πολλά σημάδια όμως είναι ακόμα ορατά. Προσπάθησα λοιπόν πέρα του θεωρητικού πλαισίου να ενσωματωθώ και στην τοπική κοινωνία και σε ένα μεγάλο βαθμό με βοήθησε ένας γλύπτης, ίσως η πιο σημαντική καλλιτεχνική αναφορά του νησιού, ο Jack Beng – Thi ο οποίος για τα επόμενα δυόμισι χρόνια με φιλοξένησε στο εργαστήριό του παραχωρώντας μου χώρο για τις δημιουργίες μου. Υπάρχει ένα σημαντικό κίνημα εδώ και πολλές δεκαετίες στο νησί που πολλοί καλλιτέχνες, κυρίως μουσικοί, εικαστικοί και λογοτέχνες, τάσσονται υπέρ της ανεξαρτητοποίησης. Το γνώρισα καλά χάρη στον Jack: το εργαστήριό του ήταν σημείο αναφοράς και συνάντησης όλου αυτού του κύκλου. Βεβαίως υπάρχει και ένα κομμάτι ντόπιων καλλιτεχνών που παράγει και εξάγει ειδυλλιακά τοπία, κοκκοφοίνικες και αμμουδιές, αλλά η πραγματικότητα απέχει πολύ από αυτό. Αρκεί να σκεφτείς ότι δεν μπορείς να κολυμπήσεις σχεδόν πουθενά - υπάρχουν καρχαρίες παντού στη θάλασσα! Πολλές φορές στη Δύση κουβαλάμε την αντίληψη πως σε τέτοιους τόπους όλα κυλούν ομαλά και η ζωή είναι χαλαρή και ξένοιαστη, όμως αυτό είναι μόνο ένα περιποιημένο αμπαλάζ που, αν κάποιος ξετυλίξει, θα βρει μέσα του πολλές αλήθειες. Αυτό προσπάθησα να αποτυπώσω καθώς σχεδίαζα και ζωγράφιζα μανιωδώς, προσπαθώντας να παντρέψω την ιστορία με το σήμερα.
Μια βιωματική κατάρριψη μύθων και μια ουσιαστική κατανόηση του παρελθόντος και της σύγχρονης πραγματικότητας. Είναι πολύ ορατά τα δίπολα σε αυτή την έκθεση. Κατάφερες να απαθανατίσεις τις πολλαπλές εκδοχές, τις σημάνσεις και τις αμφισημίες που τέμνουν και τέμνονται εντός της Ρεϋνιόν. Αλήθεια, τώρα που επέστρεψες, πώς λειτουργούν για σένα κρεμασμένα στην γκαλερί; Αναμνήσεις από ένα ταξίδι που τελείωσε ή πρόκληση για περισσότερη εξερεύνηση και διακτινισμό σε άλλους τόπους, ομοειδούς ταυτότητας και μετααποικιακής εσάνς;
Θέλω τα έργα μου να έχουν σχέση με το πώς κατανοούμε τον κόσμο και να λειτουργούν περισσότερο ως ερωτήσεις παρά να είναι καθαρά περιγραφικά ή διδακτικά, προτείνοντας έτσι μια συμμετοχική σύνδεση μεταξύ του θεατή και του θέματος, ανοίγοντας την πόρτα για αφήγηση, αναμνήσεις και άμεσες συναισθηματικές συναντήσεις. Χαίρομαι πολύ βλέποντας αυτό το κομμάτι δουλειάς σήμερα στην γκαλερί: Μου δίνεται η ευκαιρία να μοιραστώ πλέον την εμπειρία μου με τον υπόλοιπο κόσμο και αυτό γίνεται στην Αθήνα, την πόλη που με φιλοξενεί και από την οποία προέρχομαι. Βεβαίως και όλα τα έργα μού υπενθυμίζουν με τον τρόπο τους τον χρόνο που πέρασα εκεί αλλά συγχρόνως με προκαλούν να συνεχίζω να δημιουργώ.
Πολλά από αυτά, κυρίως σχέδια, προέρχονται από τους πρώτους μήνες της παραμονής μου, τα οποία και αποτέλεσαν στη συνέχεια μελέτες για μεγαλύτερες συνθέσεις σε καμβάδες. Νιώθω πως σήμερα παρουσιάζω ένα μεγάλο κομμάτι της μέχρις σήμερον προσωπικής μου χαρτογράφησης και πως η έρευνά μου δεν έχει τελειώσει. Θέλω ακόμα να ζήσω και να μάθω αρκετά πράγματα και πιστεύω πως τέτοιοι τόποι παρομοίου ύφους και ιστορίας, ακραίων διαφορών και οξύμωρων φαινομένων θα εξακολουθούν να αποτελούν τεράστιες πηγές έμπνευσης για μένα και την εικαστική μου δημιουργία.
Μερικοί πίνακες μοιάζουν σαν φωτογραφίες του δρόμου. Άλλοι πάλι, έτσι όπως χρησιμοποιείς το φως, παραπέμπουν σε Γκογκέν και Ματίς. Αλλού οι πινελιές είναι ποπ αρτ, αλλού ο εξπρεσιονισμός διάχυτος κι αυτό, δεν σ' το κρύβω, με γοητεύει. Πώς κατέληξες σε τέτοιου είδους εγγραφές, στο «στιλ σου», ας το αποκαλέσω;
Η δημιουργική διαδικασία και η καθημερινή πρακτική που ακολουθώ περιλαμβάνει πολλές μεθόδους. Ήδη από τα πρώτα χρόνια που ήμουν στη σχολή καλών τεχνών με ενδιέφερε πολύ το χρώμα και η γραμμή σαν πλαστικά στοιχεία του εικαστικού μου λεξιλογίου. Προσπάθησα να τα εξελίσσω συνεχώς χωρίς να τα αφήνω ποτέ, εμπλουτίζοντάς τα με ό,τι καινούργιο μάθαινα, αφού δοκίμαζα τα όρια της δημιουργίας μου με καινούργιες τεχνικές όπως οι τοιχογραφίες, το stop motion και οι γλυπτικές εγκαταστάσεις στον χώρο. Σχεδιάζω συνεχώς, δημιουργώ κολάζ στον τοίχο από μικρά ζωγραφικά έργα και φτιάχνω μικρές μακέτες εργασίας. Άλλοτε μέσα και άλλοτε έξω από το εργαστήριό μου, είτε σχεδιάζοντας εκ του φυσικού, είτε σχεδιάζοντας από τη μνήμη, είτε επιλέγοντας αναφορές από φωτογραφικές εικόνες από προσωπικά αρχεία, ακολουθώ αυτά τα βήματα ως πηγές οπτικών πληροφοριών για να συνθέσω το έργο μου. Η ζωγραφική και το σχέδιο εκ φύσεως μου δίνουν πάντα κάτι νέο και κάτι απροσδόκητο. Μπορεί, από τη μια, κάτι να εμφανίζεται σαν εξαιρετικά οικείο με μία έννοια, και, από την άλλη, κάτι εντελώς ξένο και καινούριο. Η δημιουργία εκ μνήμης με βοηθά πάντα να οπτικοποιήσω την αντίληψη που έχω για τον ορατό κόσμο συνδέοντας έτσι τις οπτικές πληροφορίες από τις εμπειρίες που έχω βιώσει, ενώ δεν παραλείπω και να χρησιμοποιώ φωτογραφικές αναφορές για την «αναπήδηση» των οπτικών μου ιδεών. Επίσης συνηθίζω να κουβαλώ όπου πάω μαζί μου, στην τσάντα μου, κάνα δυο σκέτσμπουκ, λαδοπαστέλ και μολυβοκάρβουνα προσπαθώντας να πιάσω καθημερινές στιγμές από ανθρώπους και τοπία, αρκετή παρατήρηση εκ του φυσικού δηλαδή. Με ενδιαφέρει πάντα να αποτυπώσω μέσω του φωτός και του τοπικού χρώματος την εντύπωση που μου δίνεται την εκάστοτε στιγμή. Όταν γυρίζω πλέον στο εργαστήριο, πολλά από αυτά τα σχέδια παραμένουν τελικά έργα, ενώ άλλα ξεπηδούν σε καμβάδες με λάδια και πινέλα, δουλεύοντας πολύ περισσότερο πλέον τη σύνθεση.
Την Αφρική την αγαπούσες από παλιά; Παίζεις κρουστά και τζαμάρεις ακόμα, τώρα που βρίσκεσαι στην Αθήνα; Ρίξε στο κάδρο μερικούς αγαπημένους σου μουσικούς και δίσκους, όπως και μέρη που συχνάζεις στην Αθήνα με συναφή ήχο και κουλτούρα.
Ξεκίνησα να μαθαίνω αφρικάνικα κρουστά πριν από περίπου δεκατρία χρόνια και πιο συγκεκριμένα ρυθμούς της μουσικής οικογένειας mandingue, που συναντά κανείς στο κομμάτι της δυτικής Αφρικής, σε χώρες όπως αυτές του Μάλι και της Γουϊνέας. Είναι κάτι που δεν έχω αφήσει, καθώς συνοδεύω ακόμα μουσικά σύνολα κρουστών για μαθήματα χορού. Κατά το διάστημα που παρέμεινα στο Ρεϋνιόν μελέτησα την πολύ ενδιαφέρουσα εγχώρια παραδοσιακή μουσική maloya, ενώ συνέχισα να εμπλουτίζω τις γνώσεις μου με καινούργιους ρυθμούς ταξιδεύοντας και στην υπόλοιπη Αφρική και γνωρίζοντας την μάλλον άσημη στην Ευρώπη και εντυπωσιακή μουσική των Chopi στη Μοζαμβίκη, της αραβικής επιρροής μουσική στις Κομόρες, καθώς και την πλούσια μουσική παράδοση της Σενεγάλης. Αγαπώ πολλούς μουσικούς και πολλά είδη ξεκινώντας από rap, soul, funk και jazz, τους ήχους της Βραζιλίας samba, bossa nova και candomblé, της Καραϊβικής dub, dancehall και βεβαίως τους ήχους της Αφρικής ξεκινώντας από την παραδοασιακή μουσική όπως προανέφερα φτάνοντας σε πιο καινούργια είδη όπως afrobeat, highlife, soukous, semba, μέχρι το kuduro και coupé decalé. Μπορώ να ακούω στο repeat δίσκους από τον J – Dilla, Gil Scott Heron, Pharoah Sanders, Kikko Dinucci και Αzymuth, Fela Kuti και Tony Allen, Bonga και Franco Luambo, Mulatu Astatke και Alain Peters. Στην Αθήνα υπάρχουν κάποια μέρη με συναφή ύφος, αλλά δεν μπορώ να πω πως έχω κάποιο στέκι, συνηθίζω όμως να πηγαίνω σε live, dj sets και φεστιβάλ με ανάλογους ήχους, όποτε μου δίνεται η ευκαρία.
Υποθέτω πως κατά τη διαμονή σου εκεί άλλαξες και διατροφικές συνήθειες. Τι σου λείπει από τα φαγητά του τότε και τι σου έλειπε όταν έμενες εκεί από την κουζίνα της Αθήνας; Παρεμπιπτόντως, υπέροχη η ιδέα με το homemade ρούμι με τη μελάσα και το λίτσι, που με τράταρες στην έκθεση. Μπήκα θαρρείς κατευθείαν μέσω της γεύσης στα τοπία και τους ήρωες των πινάκων!
Ξεκάθαρα άλλαξα συνήθειες που όμως έχω εντάξει στην κουζίνα μου, μου αρέσει πολύ να μαγειρεύω κιόλας! Η γεύση και η οσμή έχουν μνήμη στο σώμα μας και είναι πολύ ωραίο να ταξιδεύεις μέσω αυτών των αισθήσεων. Από το Ρεϋνιόν μου λείπουν πολύ τα τροπικά φρούτα που υπήρχαν σε αφθονία και ανταλλάσαμε συχνά από τους κήπους μας μεταξύ φίλων, μάνγκο, λίτσι, παπάγια, γκογιάβ, τζάκφρουτ. Από την Αθήνα μου έλειπε ό,τι χρειάζεται για να φτιάξεις μια ελληνική σαλάτα, ντομάτες, αγγούρια, ελιές και φυσικά φέτα! Επίσης το οικεγενειακό τραπέζι α λα Κρεόλ στο Ρεϋνιόν είναι δύσκολη υπόθεση: τα μέλη της συχνά έχουν διαφορετικές θρησκευτικές καταβολές, καθολικοί, μουσουλμάνοι και ινδουιστές, με αποτέλεσμα τελικά να τα βρίσκουν όλοι με κοτόπουλο και ψάρι σε σως, συνοδευόμενο από ρύζι, όσπρια και φυσικά πολύ καυτερό. Τέλος το Ρεϋνιόν έχει μακρά παράδοση στην παραγωγή ρούμι και φημίζεται για αυτό. Ας μην ξεχνάμε πως αποικήθηκε με μοναδικό σκοπό την επέκταση της οικονομίας της Γαλλίας βασιζόμενη στις φυτείες ζαχαροκάλαμου και την παραγωγή της ζάχαρης, του «λευκού χρυσού» του εμπορίου.
Αυτή είναι η πρώτη σου ατομική. Μετά; Γιατί στη βόρεια Βραζιλία, όπως μου είπες πως θα αναχωρήσεις σύντομα;
Θα ήθελα να συνεχίζω να δουλεύω τα πρότζεκτ μου και να εκθέτω εντός και εκτός Ελλάδας, να συνεχίσω να ταξιδεύω ώστε να συνεχίσω τις έρευνές μου, και να ζω μέσα από αυτό που κάνω όσο περισσότερο γίνεται. Υπάρχουν πολλοί τόποι ακόμα που θα ήθελα να επισκεφτώ ώστε να ολοκληρώσω το εικαστικό μου παζλ, καθώς αρκετά συχνά αισθάνομαι την ανάγκη να ανανεώσω τις εικόνες μου. Αυτήν τη φορά και ελπίζω σύντομα, μάλλον επιθυμία μου είναι να κινηθώ προς την απέναντι πλευρά του Ατλαντικού. Συναντώ πολλά κοινά τόσο στην καθημερινότητα όσο και στην ιστορία των λαών της Καραϊβικής και της Λατινικής Αμερικής με αυτά του Ρεϋνιόν και μπορώ να πω πως έχω αρκετή περιέργεια να τα εξερευνήσω και να τα καταγράψω στα χαρτιά και τους καμβάδες μου!
Μιχάλης Κιούσης, Visions Croiseés, Γκαλερί Άλμα, Υψηλάντου 24, Κολωνάκι, έως 26 Φεβρουαρίου.
www.galleryalma.com/exhibitions/visions-croisees
Instagram: @kiousism
website: behance.net/michaliskiousis