Εικαστικα

Η εικαστικός Άννα Αμπαριώτου στο μυαλό του αρχιτέκτονα

Η δημιουργός της έκθεσης The Unknown Soul Of An Architetural Mind And My Follies μιλά για τη στενή σχέση αρχιτεκτονικής και εικαστικών τεχνών

Στέφανος Τσιτσόπουλος
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Άννα Αμπαριώτου: Συνέντευξη με την εικαστικό για την έκθεση The Unknown Soul Of An Architetural Mind And My Follies στην Gallery Genesis.

Ζωγραφική και γλυπτική με έμπνευση από την αρχιτεκτονική δημιουργία, αυτή είναι η ιδέα αλλά και η υλοποίηση στο «The Unknown Soul Of An Architectural Mind And My Follies»: Σε αντίθεση με τα εγκαίνια του Σαββάτου, όπου ήταν αδύνατον να ανταλλάξουμε κουβέντες εκτός από θερμά συγχαρητήρια εξαιτίας της πολυκοσμίας και του buzz που κατέλαβαν την αίθουσα της Genesis και το πεζοδρόμιο, το μεσημέρι της Δευτέρας, που ανταμώνουμε με την Άννα Αμπαριώτου και τον γκαλερίστα Γιώργο Τζανέρη, το στενό της Χάριτος είναι και πάλι ένας χαλαρά ήσυχος δρόμος. Έτσι βλέπω την έκθεση για δεύτερη φορά.

Η Άννα εξελίσσει το προσωπικό της καλλιτεχνικό ιδίωμα, εστιάζοντας αυτή τη φορά στη διαρκή διαλογική σχέση της αρχιτεκτονικής με τις εικαστικές τέχνες. Εμπνέεται από επιμέρους τμήματα και λεπτομέρειες εμβληματικών κτιρίων, τις οποίες εντοπίζει, απομονώνει και αναδεικνύει, θεωρώντας ότι αποτελούν ιδιαίτερες χωρικές εκφράσεις που περιέχουν αυτόνομες χρωματικές και γλυπτικές συνθέσεις.

Όπως σημειώνει στον πρόλογο του καταλόγου της έκθεσης ο Αρχιτέκτων-Καθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ, Τάσης Παπαϊωάννου, «στα έργα της Αμπαριώτου συντελείται μια μεταγραφή εικόνων-αποσπασμάτων-θραυσμάτων των επιλεγμένων χώρων, από το πεδίο της αρχιτεκτονικής σε εκείνο της ζωγραφικής ή της γλυπτικής, μέσω δισδιάστατων ή τρισδιάστατων απεικονίσεων. Μια νέα δημιουργία, δηλαδή, που εκπορεύεται από την αρχιτεκτονική και συνομιλεί μαζί της, αλλά ως έκφραση σε μια άλλη εικαστική περιοχή».

Στην έκθεση «The Unknown Soul Of An Architectural Mind And My Follies» η αυστηρότητα των γραμμών της αρχιτεκτονικής μετουσιώνεται σε δημιουργίες που αποπνέουν τη δυναμική μεταφυσικών αναζητήσεων, ενώ παράλληλα εκφράζουν την απελευθερωτική σύντηξη του βιωμένου χώρου με την προσωπική εμπειρία και το ανεξάντλητο πεδίο έμπνευσης, που προσφέρει η φύση.

Το μικρό γίνεται μεγάλο, η αποκομμένη λεπτομέρεια ενός κόσμου γεννά έναν συμπαγή νέο, οι μεγεθύνσεις θέλουν να περάσουν ένα μήνυμα. Τολμώ να το μεταδώσω μέσω της δικής μου ανάγνωσης στα έργα: Μέσα στις αρχιτεκτονικές μακέτες αλλά και εντός των επιβλητικών κτιρίων, όπως προέκυψαν από τα όνειρα του αρχιτέκτονα, η Άννα Αμπαριώτου είναι σαν να λέει πως η ομορφιά δεν κρύβεται μόνο στην επική κατασκευαστική αναπαράσταση ή την εμβληματικότητα που εκπέμπουν. Λειτουργώντας πλέον σαν τοπόσημα-σφραγίδες στις χώρες προέλευσης, αυτοί οι όγκοι κρύβουν καλά κρυμμένους μυστικούς κόσμους, αόρατους εκ πρώτης ή, καλύτερα, πιο χαμηλόφωνους σε σύγκριση με τη συνολική φαντασμαγορία που αποπλανά το μάτι του περιπατητή.

Στ’ αλήθεια όμως θα ήθελα να μάθω το δικό της σημείο εκκίνησης, τις σκέψεις και την έμπνευση από την οποία προέκυψαν οι πίνακες αυτής της έκθεσης. «Η περιέργεια, η παρατήρηση και η ανάγκη κατανόησης είναι η αφετηρία μου όπως πάντα σε όλες τις δουλειές μου. Καταρχήν με ενδιέφερε πολύ να καταλάβω την πορεία της σκέψης των συγκεκριμένων αρχιτεκτόνων. Έκανα μια μεγάλη έρευνα προσπαθώντας να βρω κείμενα ή συνεντεύξεις τους όπου μιλούσαν για τα συγκεκριμένα κτίρια αλλά για το σύνολο της δουλειάς τους, και όχι μόνον. Υπάρχει σχεδόν πάντα, σε κάθε έργο τέχνης, είτε αναφερόμαστε σε εικαστικά είτε σε λογοτεχνικά κείμενα είτε ακόμα σε μουσική σύνθεση, ένα “σημείο” που καθορίζει, απογειώνει ή ολοκληρώνει το έργο. Εάν απομονώσουμε την έννοια της χρηστικότητας ενός αρχιτεκτονικού έργου από τον σχεδιασμό του, μένουμε με ένα έργο τέχνης. Επέλεξα αυτά τα κτίρια σχεδόν υποσυνείδητα. Επέλεξα τις συγκεκριμένες λεπτομέρειες αποφασίζοντας αυθαίρετα ότι είναι τα “σημεία” που απογειώνουν τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό του εκάστοτε κτιρίου και με έναν τρόπο υποδηλώνουν τη μοναδικότητα του σχεδιαστή τους. Έχοντας σαν αφετηρία αυτές τις λεπτομέρειες θέλησα με έναν τρόπο να τις μεταλλάξω σε ολοκληρωμένους όγκους αυτούσιους και ανεξάρτητους. Έχει η παρουσία του ψαριού σε κάποια από τα έργα έναν συγκεκριμένο συμβολισμό; Κρύβουν αυτοί οι όγκοι το υποσυνείδητο του σχεδιαστή τους; Όσο και αν προσπαθούμε να εκλογικεύσουμε τη δημιουργία και να την επεξηγήσουμε χρησιμοποιώντας το ανάλογο λεξιλόγιο, ακόμα και όταν οι ίδιοι οι καλλιτέχνες μιλούν για το έργο τους, υπάρχει ένα κομμάτι που δεν χρειάζεται ούτε πρέπει να εκλογικευτεί. Άλλωστε δεν είναι η δουλειά του καλλιτέχνη η ανάλυση του έργου του».

Ζαν Νουβέλ (Φιλαρμονική του Παρισιού), Ζάχα Χαντίντ (Πλώρη ενός σκάφους που σχεδίασε για ναυπηγική εταιρεία), εργατικές κατοικίες της Ινδίας (μίξη Νουρούκ Καρίμ και κύβου του Ρούμπικ), Ελίζαμπεθ Ντίλερ και Ρικάρντο Σκοφίντιο (Μουσείο Broad, Λος Άντζελες), Γκαουντί (Βαρκελώνη, Casa Mia), Alisa Yangshuo Hotel (Vector Architects): αλήθεια, για ποιο λόγο απουσιάζει η Αθήνα και ένας πίνακας με «δανεική» λεπτομέρεια που να παραπέμπει και σε εδώ αναφορά; «Ίσως για τον ίδιο λόγο που χρησιμοποιώ ξενόγλωσσους τίτλους τις περισσότερες φορές στα έργα μου. Χρειάζομαι μια συναισθηματική απόσταση για να τα δω καθαρά. Και σίγουρα ο λόγος δεν είναι ότι δεν έχουμε στην Ελλάδα κτίρια που εν δυνάμει θα μπορούσαν να αποτελούν μέρος αυτής της έκθεσης. Πρέπει να ομολογήσω ότι το προσπάθησα, αλλά κάπου εγκατέλειψα την προσπάθεια στην πορεία. Υπάρχουν κτίρια που με γοητεύουν πολύ, αλλά αυτά τα κτίρια έχουν κάτι το απόλυτο στον σχεδιασμό τους και οι φόρμες τους έχουν κάτι από την “καθαρότητα” της βυζαντινής ζωγραφικής που με εμποδίζει να τα προσεγγίσω. Όπως τα κτίρια του Κυριάκου Κρόκου, το Pythagorean home του Τηλέμαχου Ανδριανόπουλου, του οποίου ο σχεδιασμός στηρίζεται στο Πυθαγόρειο Θεώρημα, το ring house των DECA Architecture, το Μουσείο Περιβάλλοντος Στυμφαλίας, του Δημήτρη Ησαΐα και του Τάση Παπαϊωάννου και άλλα».

Πού κατοικεί; Ποιο είναι το πιο εντυπωσιακό κτίριο από το οποίο καθημερινά περνά από μπροστά του και που πιθανόν, σε ένα Volume 2 της συγκεκριμένης έκθεσης, θα χρησιμοποιήσει λεπτομερείες προς απεικόνιση; Το ρωτώ έχοντας στο μυαλό μου το εμβληματικό Χίλτον που αλλάζει χρήση και στα δελτία παίζει με τίτλους όπως «τέλος εποχής». «Μένω σε ένα προάστιο πολύ κοντά στο κέντρο της Αθήνας και έχω την τύχη να γειτονεύω με ένα κτίριο του Κυριάκου Κρόκου που ανέφερα πριν λίγο. Και επίσης είχα την τύχη να παρακολουθήσω την κατασκευή του. Έκτος από το γεγονός ότι ο Κρόκος ήταν συνέχεια παρών, που από μόνο του σαν γεγονός είναι ιδιαίτερο, ο τρόπος που χτίστηκε αυτό το οίκημα ήταν μαγικός. Υπήρχε μάστορας που πελεκούσε το εμφανές μπετόν του κτιρίου επί μήνες. Οι λεπτομέρειες που σχεδίασε για την επαναληπτικότητα των τούβλων δημιουργούν μια αίσθηση που μόνο ένα κέντημα μπορεί να προκαλέσει. Δεν γνωρίζω εάν θα υπάρξει Volume 2 ακριβώς. Έχω επικεντρωθεί πιο πολύ στα γλυπτά σαν συνέχεια. Όσον αφορά το Χίλτον, ζηλεύω τους μελλοντικούς μόνιμους κατοίκους του. Η θέση του με τη συγκεκριμένη θέα πρέπει να είναι μια καθημερινή ανάταση ψυχής».

Αναρωτιέμαι: η πρώτη ύλη προέκυψε από αληθινές αυτοψίες και ταξίδια ή απλά αντλεί τις εικόνες από περιοδικά ή ντοκιμαντέρ; «Έχω δει από κοντά δυο από αυτά τα κτίρια. Τα υπόλοιπα, από εκτεταμένη έρευνα στο διαδίκτυο προσπαθώντας να μαζέψω όσον το δυνατόν περισσότερο υλικό. Το κτίριο που θα ήθελα πολύ να δω από κοντά είναι το Alisa Yangshuo Hotel, που προϋπήρχε ως βιομηχανικό κτίριο επεξεργασίας ζάχαρης».

Εκτός από τα εννιά ζωγραφικά υπάρχουν και τα δέκα γλυπτά σας από πηλό, που έχουν  στοιχεία αρχιτεκτονικά. Μοιάζει σαν να τα έφτιαξε και αυτά κάποιος οραματιστής, τύπου Γκέρι. Τολμώ να πω πως μοιάζει με οικειοποίηση ή καλύτερα αλλαγή ταυτότητας. Αλήθεια, σε μια αλλλη ζωή θα θέλατε να είστε αρχιτέκτονας; «Δεν γνωρίζω σε μια άλλη ζωή τι θα γινόμουν, όμως σε αυτή ως παιδί στις εκθέσεις του σχολείου με θέμα τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις έγραφα πάντα ότι θα γίνω αρχιτέκτονας, κάτι που δεν ξέρω πώς ξεκίνησε, πιθανόν από κουβέντες με τον πατέρα μου. Εγκατέλειψα σχετικά νωρίς την ιδέα απογοητευόμενη από τις αποδόσεις μου στο σχολείο που, όπως έμαθα πολύ αργότερα, οφείλονταν σε αυτό που ονομάζουμε σήμερα “μαθησιακές δυσκολίες”. Κατά τη γνώμη μου, λάθος όρος. Έχοντας και την εμπειρία της διδασκαλίας για κάποια χρόνια στο ΙΒ αρτ, έχω συνειδητοποιήσει πως τα παιδιά με “μαθησιακές δυσκολίες” είναι εξαιρετικά ταλαντούχα σε διαφορετικούς τομείς και πολύ συχνά στον χώρο των τεχνών. Εάν λοιπόν είχα μια δεύτερη ευκαιρία, θα σπούδαζα και αρχιτεκτονική, ίσως και ψυχολογία, μαζί με τις σπουδές μου στην Καλών Τεχνών. Το έργο μου “Mr Jung’s rhino visit to Mr Steiner's house” που παρουσιάστηκε στην ART ATHINA 2020 σαν προάγγελος αυτής της ενότητας αφορούσε ένα κτίριο που είχε σχεδιάσει ο Rudolf Joseph Lorenz Steiner, που ήταν ένας Αυστριακός φιλόσοφος και αρχιτέκτονας και επικεφαλής της Θεοσοφικής Εταιρείας. Αυτή η πολυπραγμοσύνη νομίζω λείπει από τη σημερινή πραγματικότητα. Εκπαιδευόμαστε με μια ακραία εξειδίκευση που μας αφαιρεί την πολυτέλεια μιας ευρείας παιδείας».

Τα follies ήταν περίπτερα μέσα σε αγγλικούς και γαλλικούς κήπους του 18ου και του 19ου αιώνα - όμορφες κατασκευές χωρίς καμιά χρηστική αξία πέραν της οπτικής απόλαυσης που προσέφεραν. Τα χρησιμοποιεί στον τίτλο με τον προσδιορισμό My Follies, θέλοντας τι ακριβώς να κατανοήσει ο θεατής ως προς τον στόχο της; «Είναι κατά μια έννοια μακέτες κτιρίων που ίσως θα μπορούσαν να κατασκευαστούν χωρίς να έχουν συγκεκριμένη χρήση. Με αποσχόλησε πολύ το φως και πώς μπορεί αυτό να μετέχει στο τελικό αποτέλεσμα αναλόγως την τοποθέτησή του, επίσης η ρευστότητα του σχεδιασμού που δεν αποκλείει τη σταθερότητα του υλικού. Ως έναν βαθμό δεν ξέρω τι κατανοεί ο θεατής και ίσως δεν είναι αυτό το ζητούμενο, εννοώντας ότι, επειδή ακριβώς αναφερόμαστε σε αφηρημένες φόρμες, οι προσλαμβάνουσες του κάθε θεατή είναι διαφορετικές. Εάν κρίνω από τα σχόλιά τους τον λίγο καιρό που έχουν εκτεθεί, είναι πολύ κοντά».

Πόσο καιρό της πήρε για να ολοκληρώσει τα έργα; Ρωτώ γιατί υποθέτω πως αρκετά δουλεύτηκαν τον καιρό της καραντίνας, που ο εγκλεισμός επέβαλε αποχή από τα μεγάλα ταξίδια, οπότε μπορεί ψυχαναλυτικά να εμπεριείχαν και κάποιο στοιχείο απόδρασης, έστω και virtual... «Αυτή η έκθεση είχε προγραμματιστεί τις ίδιες ημερομηνίες με το πρώτο lockdown, οπότε το μεγαλύτερο μέρος της ήταν έτοιμο. Ασχολήθηκα πιο πολύ με τα γλυπτά στη συνεχεία και με πολλούς πειραματισμούς. Η νέα πραγματικότητα γέννησε το έργο AFTER ALL THEY ARE JUST HUMANS, που φιλοξενήσατε στο εξώφυλλο της Αthens Voice και παρουσιάστηκε στην ART ATHINA 2021. Στηρίχθηκα στο γεγονός ότι πρωτίστως είμαι παρατηρητής και το πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση ήταν η έλλειψη της αναφοράς ή η ελάχιστη αναφορά στον βιασμό του φυσικού περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένων των ζώων, και τα αποτελέσματά του. Ακόμα ίσως για τι είναι τελικά αυτό το εν λόγω είδος που λέγεται άνθρωπος. Και για να μην παρεξηγηθώ, οι άνθρωποι δεν έχουν σταματήσει να με ξαφνιάζουν ευχάριστα. Τώρα δουλεύω μια εγκατάσταση με νήματα που ένα μικρό μέρος θα παρουσιαστεί σε ομαδική έκθεση στην Αμερικανική Ένωση αυτόν το μήνα».

Είναι η πέμπτη της ατομική έκθεση, κι εδώ έχει ξεφύγει από τα συνήθη πεδία της. «Βλέπω τον εαυτό μου σαν ένα αφηγητή που χρησιμοποιεί εικόνες για να μεταφέρει την ιστορία του. Τα τεχνικά μέσα που χρησιμοποιώ κάθε φορά υπηρετούν τη συγκεκριμένη ιστορία. Η ιστορία είναι δυνατότερη από το μέσο, και για εμένα όλα τα τεχνικά μέσα, είτε παραδοσιακά είτε σύγχρονα, έχουν την ίδια αξία. Την πρώτη φορά που ένιωσα την ανάγκη να αφηγηθώ μια ιστορία μέσω κινούμενης εικόνας, αφιέρωσα 3 χρόνια στην εκπαίδευσή μου σε αυτό το μέσο και στη δημιουργία του τελικού έργου, που η χρονική διάρκειά του ήταν 6 λεπτά. Μπορεί να φαίνεται επίπονη αυτή η διαδικασία, αλλά νομίζω ότι μέσα από τη σπουδή του μέσου, η οποία λειτουργεί σαν μία μορφή meditation που με βοηθά να κατανοήσω το θέμα μου, διαμορφώνεται το τελικό έργο. Αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι η επιλογή διαφορετικών μέσων ή η χρήση ενός μόνο μέσου από έναν καλλιτέχνη έχει να κάνει με την απόλυτα προσωπική του διαδικασία δημιουργίας».

Άννα Αμπαριώτου, The Unknown Soul Of An Architetural Mind And My Follies έως 19 Φεβρουαρίου στην Gallery Genesis (Χάριτος 35, Κολωνάκι)