- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Δημήτρης Μεράντζας: Μικρό παρασκήνιο της «Αποκαθήλωσης»
Ο νικητής του διαγωνισμού «200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821. Και μετά;» διηγείται με εξομολογητική διάθεση μια μικρή ιστορία για έργο του
Ο Δημήτρης Μεράντζας που κέρδισε το πρώτο βραβείο του εικαστικού διαγωνισμού «200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821. Και μετά;» εξηγεί πώς εμπνεύστηκε το έργο
Θα σας διηγηθώ, με εξομολογητική διάθεση, μια μικρή ιστορία για την ανακάλυψη της πρώτης ύλης του έργου «Αποκαθήλωση», αλλά και μιας ιδιαίτερα ενδιαφέρου σας τεχνικής/δημιουργικής λεπτομέρειας.
Πριν από αρκετά χρόνια περπατώντας μια νύχτα στην περιοχή του Θησείου, αρκετά πριν τη ζωηρή τουριστική εικόνα που παρουσιάζει σήμερα, ανακάλυψα πεταμένο, στην άκρη ενός πεζοδρομίου, έναν πάγκο κοπής κρεάτων. Βρισκότανε αναποδογυρισμένος με τα πόδια του να σημαδεύουν τον ουρανό, σαν κάποιο γερασμένο, ημιθανές, ζώο με εμφανή σημάδια εξάντλησης, κόπωσης, φθοράς και ίσως μιας κάποιας μη ηθελημένης κακοποίησης.
Δεν το πολυσκέφτηκα, το ανασήκωσα και το φόρτωσα όπως-όπως στο αυτοκίνητο και κατευθύνθηκα προς το εργαστήριό μου. Ήταν σαν να φυγάδευα ή να περιέθαλπα κάποιον ή κάτι που βρισκότανε στην τελευταία του ευκαιρία και σιωπηλά αναζητούσε βοήθεια και φροντίδα. Το έσυρα στο εργαστήριό μου και το τοποθέτησα πρόχειρα σε μια γωνιά.
Γρήγορα διαπίστωσα ότι η καταγωγή του δεν ήταν, όπως αρχικά υπέθεσα, από ένα κρεοπωλείο της γύρω περιοχής, αλλά από κάποια χασαποταβέρνα γιατί εξακολουθούσε και αναδυότανε από τα μέσα του, από κάθε κρυφή χαραμάδα και ρωγμή της ξύλινης ύλης του, ένα έντονο άρωμα λίπους, που κατευθείαν με οδηγούσε να φανταστώ φαγοπότια με κάθε λογής κρέατα ψημένα στα κάρβουνα…
Άρχισα να ξετυλίγω τον χρόνο και να διεισδύω στη μνήμη του, σχηματίζοντας ξεκάθαρα τις αμέτρητες φορές που πάνω στην επιφάνειά του τεμαχίζονταν ζεστά, αχνιστά, μυρωδάτα κοψίδια.
Σχεδόν άκουγα το άθροισμα της ανθρώπινης δραστηριότητας από τη διπλανή μεγάλη αίθουσα που με ενθουσιασμό γλεντοκοπούσαν τρώγοντας…
Τα ακονισμένα μαχαίρια και οι μπαλτάδες ετοιμάζανε τις παραγγελίες και σε κάθε τέτοια χειρονομία κοπής και τεμαχισμού το ζεστό λίπος εισχωρούσε εντός του ξύλινου πάγκου, έτσι όπως χαράσσονται οι στιγμές και τα γεγονότα στη μνήμη.
Αυτό το αινιγματικό Σώμα παρέμεινε στον χώρο μου για περισσότερα από δέκα χρόνια αλλάζοντας διάφορες θέσεις προσωρινής αποθήκευσης, μέχρι που τελικώς το έβαλα να αναπαύεται έξω στον κήπο αφημένο στον ήλιο, τη βροχή και την ελευθερία που απολαμβάνουν οι παραμελημένοι, όταν δεν απαιτεί κανείς κάτι από αυτούς, παρόλο που δεν έχουν σταματήσει να εκπέμπουν μια ακαταμάχητη έλξη και γοητεία.
Για να είμαι απολύτως ειλικρινής, ο λόγος που κατέληξε αυτός ο πάγκος στην αυλή ήταν για το ιδιαιτέρως βαρύ άρωμα που εξέπεμπε, που σαν σπάνια ζωώδη μαγική κολόνια δεν έλεγε να εξατμιστεί και να χαθεί, αλλά με πείσμα εξακολουθούσε μυστηριωδώς να παραμένει κυρίαρχη και αναλλοίωτη.
Ένας αόρατος επιβλητικός πρωταγωνιστής. Υπέθεσα λοιπόν ότι κάπως ο ήλιος, λίγο η βροχή, ξανά πάλι ο ήλιος θα αποδυνάμωναν τις παλιές του μνήμες, μέχρι που θα ερχότανε η κατάλληλη στιγμή να μεταμορφωθεί σε ένα ολόφρεσκο έργο τέχνης.
Τίποτα από όλα αυτά όμως δεν συνέβη. Κάθε φορά που το κοιτούσα πλησιάζοντάς το και σκύβοντας τη μύτη μου επάνω του, χαμογελούσα από απογοήτευση γιατί ήταν σαν να μου κλείνουν το μάτι κοροϊδευτικά τουλάχιστον 30 κιλά παϊδάκια.
Κάποιο καλοκαίρι, σε μια ιδιαιτέρως ευχάριστη μέρα, αποφάσισα, αιφνιδιαστικά, να παρέμβω και να δράσω ως καθαρκτικό, εξαγνίζοντας αυτό το Σώμα από τις τόσες επιβεβλημένες αναμνήσεις.
Συγκέντρωσα σφουγγάρια, συρματόβουρτσες, χλωρίνες και με καυτά νερά ξεκίνησα μια κωμικοτραγική απόπειρα καθαριότητας με ιδιαίτερη ένταση και επιμονή. Αφού ολοκλήρωσα, υποχώρησα και άφησα αυτό το ταλαίπωρο Σώμα να στεγνώσει από το καταναγκαστικό λουτρό στο οποίο το είχα υποβάλει, ελπίζοντας σε ένα κάποιο αποτέλεσμα.
Την επόμενη μέρα το επισκέπτομαι, στέκομαι και το κοιτάζω από μακριά. Διακατέχομαι από αντικρουόμενα συναισθήματα έλξης και απώθησης και επιδιώκω τη στοιχειώδη εξοικείωση για να κάνω το επόμενο βήμα.
Πλησιάζω, σκύβω, μυρίζω και Ανασηκώνομαι. Η συμπαγής στιγμή της συνειδητοποιημένης Αποτυχίας αποτελεί μερικές φορές την κινητήρια δύναμη μιας Δημιουργικής Έκρηξης. Ασφαλώς το Σώμα ανέδυε λιγότερο τις μνήμες τόσων και τόσων συναθροίσεων αλλά μέσα από το βάθος της ύλης του μου ψιθύριζε, ελαφρώς περιπαιχτικά, μία και μόνο μία λέξη. Ματαιότητα.
Αναρωτήθηκα ποιο είναι το νόημα αυτής μου της επιμονής και πολύ γρήγορα κατανόησα βαθύτατα πως δεν είχα καμία άλλη επιλογή από τη Συμφιλίωση και την Αποδοχή.
Με όποιον τρόπο και αν ήθελα να κάνω κτήμα μου αυτό το Σώμα και να το μετασχηματίσω μέσω της αλχημιστικής δημιουργικής πρακτικής σε κάτι νέο, δικό μου και στη συνέχεια Οικουμενικό, έπρεπε να το πάρω απόφαση ότι αυτό που προσπαθούσα να εξαλείψω ως ελάττωμα, το ξένο λίπος εντός του δηλαδή, αποτελούσε το κρυφό προτέρημα και την ελκυστική υπεραξία του.
Πέρασε σχεδόν ένας χρόνος και η σταδιακή μεταξύ μας οικειότητα με είχε οδηγήσει σε μια ολοκληρωμένη ιδέα. Αποφάσισα πως αυτό που περισσότερο μου προκαλούσε το ενδιαφέρον ήταν να ζωγραφίσω με χρώματα ελαιογραφίας επάνω στην κύρια επιφάνεια του Σώματος και στη συνέχεια αφαιρώντας τους μισούς μεταλλικούς συνδέσμους, που το συγκρατούσαν ως δομική ενότητα, να σωριαστεί στο έδαφος κομματιασμένο σε φέτες. Σκοπός μου δεν ήταν να προκαλέσω μια δυσάρεστη εντύπωση, αλλά να μαρτυρήσω με αυτή μου τη χειρονομία τον τρόπο συγκρότησης αυτού του είδους πάγκων, οργανώνοντας σιγά-σιγά τις συνθήκες μιας αφηγηματικής αλληγορίας. Επίσης, συχνά, ό,τι βρίσκεται στο έδαφος μπορεί να ανασηκωθεί και αυτό προκαλεί σε ένα γλυπτικό έργο την αίσθηση και τη δυναμική της κίνησης, προσδίδοντάς του μια διανοητική ευελιξία.
Η πρώτη και κυρίαρχη επιθυμία, σε σχέση με την επιλογή του ζωγραφικού θέματος, ήταν να ενσωματώσω επάνω στην επιφάνεια του πάγκου την ελληνική σημαία των πρώτων χρόνων της επανάστασης, έτσι όπως αυτή ορίστηκε στην Α΄ Εθνική Συνέλευση στην Επίδαυρο το 1822.
…και τώρα αρχίζουν τα δύσκολα…
Θα έχετε πιθανόν προσέξει κάθε φορά που επιχειρείτε να βάψετε μια επιφάνεια και διαβάζετε τις οδηγίες χρήσης του εκάστοτε χρωματικού προϊόντος, την εξής φράση: Οι επιφάνειες πρέπει να είναι καθαρές, χωρίς σκόνες και λάδια. Σκόνη ασφαλώς και δεν θα υπήρχε στην εκκίνηση του ζωγραφικού εγχειρήματος, με τα λάδια όμως τι γίνεται; Λίπος και λάδι είναι το ίδιο απαγορευτικά για κάθε είδους εφαρμογή. Γνώριζα πως είχα απομακρύνει, όσο αυτό ήταν δυνατόν, το μεγαλύτερο μέρος λίπους της τραχιάς επιφάνειας, όμως δεν υπήρχε καμία περίπτωση να μην έχουν παραμείνει μικρά ατίθασα αντιστασιακά υπολείμματα.
Βρέθηκα λοιπόν αντιμέτωπος με το εξής σημαντικό δίλλημα. Να ακυρώσω έτσι άδοξα και αμαχητί τη ζωγραφική μου επιθυμία ή μήπως είναι προτιμότερο να εκμεταλλευτώ την ακατάλληλη και ελαττωματική επιφάνεια μετατρέποντας το ανυπέρβλητο μειονέκτημα σε σπάνιο και μοναδικό πλεονέκτημα;
Η σημαία που εξ αρχής ήθελα να αναπαραστήσω επάνω σε αυτό το ταλαίπωρο Σώμα ήταν μια χρησιμοποιημένη σημαία, που να παραπέμπει ήπια αλλά και ευκρινώς στις φθορές που έχουν προκύψει πάνω της από τα πεδία της μάχης στα οποία και είχε παρευρεθεί. Μικρές, ανεπαίσθητες αλλά εμφανείς αλλοιώσεις της επιφάνειάς της να μαρτυρούν τη δική της ιστορική μνήμη, τα ίχνη των γεγονότων.
Ξεκίνησα λοιπόν ατάραχος να βαπτίζω την επιφάνεια στο μπλε και το λευκό, να βυθίζω με τα πινέλα τα χρώματα στα βαθουλώματα και τις χαραγματιές που είχαν προκαλέσει τα μαχαίρια και οι μπαλτάδες.
Ένιωθα κατά κάποιον τρόπο περισσότερο σαν να ντύνω το Σώμα παρά σαν να το ζωγραφίζω. Επί μια εβδομάδα, ξανά και ξανά, η επιφάνεια μεταμορφωνότανε σε ύφασμα.
Όταν αποπερατώθηκε αυτό το μέρος της διαδικασίας και πριν προχωρήσω στη γλυπτική αποδόμηση και αναδιοργάνωση του Σώματος είχα ήδη θεωρήσει δεδομένο πως πρέπει να περιμένω, αφήνοντας τον Χρόνο να ολοκληρώσει τις ζωγραφικές λεπτομέρειες.
Το προσωπικό μου στοίχημα εστίαζε στην πεποίθηση πως σε σύντομο χρονικό διάστημα, η νεότατη απεικόνιση της σημαίας θα παρουσίαζε σημεία φθοράς, στα σημεία που το λίπος δεν θα επέτρεπε στα χρώματα να διεισδύσουν και να συγκρατηθούν με αποτελεσματικότητα επάνω στην επιφάνεια. Το λευκό σε κάποια σημεία θα κιτρίνιζε, το μπλε θα αποκτούσε και αυτό τονικές διαφοροποιήσεις και σίγουρα σε αρκετά σημεία το χρώμα θα αποχωρούσε πλήρως, δημιουργώντας μικρές τρύπες και «σκισίματα».
Όντως η ζωγραφική επιφάνεια, σαν ζωντανός οργανισμός, μέσα σε λίγες εβδομάδες είχε διανύσει υπερπολλαπλάσιο χρόνο προς το παρελθόν και είχε προκαλέσει όλες αυτές τις δημιουργικά αναμενόμενες αλλοιώσεις.
Έτσι λοιπόν το Σώμα απέκτησε μία μεταφυσική και αλληγορική διάσταση, ενώ η προϋπάρχουσα μνήμη του έσμιξε και μπερδεύτηκε γόνιμα με τις αδιάκοπες μνήμες της μετα-επαναστατικής Ελλάδας, όπως ο αέναος χορός του χρόνου, απαλλαγμένος από τα περιττά, συνοδευόμενος από εκπλήξεις, ανατροπές και υποσχέσεις, μετουσιώνεται σε ένα σπάνιο και αινιγματικό απόσταγμα ύλης.
Δείτε ΕΔΩ τα έργα των Γιώργου Κουτσούρη και της Μάριον Ιγγλέση που κέρδισαν το 2ο και 3 βραβείο αντίστοιχα.