- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
R. Kikuo Johnson, πώς είναι να εικονογραφείς το «New Yorker»;
«Ξεκίνησα να δουλεύω για το «New Yorker» το 2006. Μου είχαν ζητήσει μια εικονογράφηση, η οποία τυπώθηκε σε δισέλιδο. Ένιωθα ο πιο κουλ άνθρωπος στον κόσμο»!
R. Kikuo Johnson: Ο διάσημος Αμερικανός εικονογράφος μιλάει στην Athens Voice για τα εξώφυλλά του στο New Yorker, τα κόμικς και τη Χαβάη
Έχει κερδίσει το βραβείο Harvey ως o καλύτερος πρωτοεμφανιζόμενος κομίστας το 2006. Είναι ένας από τους πλέον αναγνωρίσιμους εικονογράφους εντύπων παγκοσμίως. Έχει συνεργαστεί με τους «New York Times» και τα ένθετά τους, το «New Atlantic», το «New Republic», το «GQ» και το «New York Μagazine», ενώ από το 2006 είναι τακτικός συνεργάτης του πιο επιδραστικού περιοδικού παγκοσμίως, του «New Yorker», έχοντας υπογράψει κόμικς, εικονογραφήσεις και οκτώ εξώφυλλα για το περιοδικό. Τον συνάντησα μέσω Zoom, καθώς βρίσκεται στη Νέα Υόρκη όπου και εργάζεται. Ο γεννημένος το 1981 στη Χαβάη R. Kikuo Johnson είναι όλα τα παραπάνω και συγχρόνως είναι ένας ευγενής καλλιτέχνης, λάτρης των εντύπων, των κόμικς, με γνώση και κατανόηση της τυπογραφικής διαδικασίας και ενσυναίσθηση.
Πώς ξεκίνησαν όλα; Κόμικς, εικονογραφήσεις... Μίλησέ μας για εσένα.
Θυμάμαι τον εαυτό μου από μικρό να θέλει να σχεδιάζει για να πει ιστορίες αξιοποιώντας τη φαντασία του. Ταυτόχρονα, σχεδόν με τις πρώτες αναγνώσεις κόμικς στην ηλικία των οκτώ, ξεκίνησα να σχεδιάζω. Το πρώτο μου κόμικ, το «Night Fisher», άρχισα να το δουλεύω όσο ήμουν ακόμα στο πανεπιστήμιο, όταν σπούδαζα στη Ρώμη. Έχοντας πάει σε μία τόσο μακρινή και διαφορετική από τη Χαβάη χώρα για σπουδές, αυτό με έκανε πολλές φορές να σκέφτομαι την καταγωγή μου, την κουλτούρα της οποίας είμαι μέρος, να αναλογίζομαι την προσωπική μου ιστορία, με αποτέλεσμα να καταλήξω να φτιάχνω ένα κόμικ για τα λυκειακά μου χρόνια. Θα έλεγα πως αυτό το κόμικ είναι μισό-μισό, μυθιστόρημα και βίωμα. Είναι βασισμένο, σαφώς, σε βιώματά μου από την περίοδο της εφηβείας στη Χαβάη, αλλά συγχρόνως γίνεται και λίγο σκοτεινό. Αυτό συμβαίνει αποκλειστικά και μόνο επειδή ήθελα να μιλήσω για πράγματα που έχουν να κάνουν με τη Χαβάη, την ιστορία της και με ό,τι συνέβαινε στην πατρίδα μου, όπως τη βίωσα στη δεκαετία του ’90. Το εξέδωσα με το που τελείωσα τη σχολή, κι αυτό ήταν που μου άνοιξε τον δρόμο για μια καριέρα στην εικονογράφηση εντύπων, την οποία δεν είχα σκεφτεί ποτέ, για να είμαι ειλικρινής. Όλα έγιναν μόνα τους, και μπορώ να πω ότι είμαι ευγνώμων. Κάποιοι καλλιτεχνικοί διευθυντές εντύπων είδαν το κόμικ και σκέφτηκαν πως με θέλουν για να κάνω εικονογραφήσεις.
Πώς θες να αποκαλείσαι ως καλλιτέχνης;
Προτιμώ το «κομίστας». Νιώθω πως έχω δύο δουλειές, πως είμαι συγχρόνως κομίστας και εικονογράφος. Αλλά αυτό που μου αρέσει στον τίτλο «κομίστας», «καρτουνίστας», αν προτιμάς, είναι ότι υποδηλώνει συνδυαστική χρήση σχεδίου και λέξεων. Προσωπικά, νιώθω πως αυτός ο συνδυασμός σχεδίου και σεναρίου είναι ο καλύτερος τρόπος για να εκφραστώ. Όπως έχει πει και ο Art Spiegelman, «μου αρέσουν τα κόμικς γιατί μου επιτρέπουν να κάνω τις αδυναμίες μου να ξεπεράσουν η μία την άλλη». Νιώθω ακριβώς έτσι.
Πολλοί κριτικοί κόμικ στον Τύπο έχουν γράψει ότι διάφοροι κομίστες, μεταξύ των οποίων και εσύ, κάνετε ενήλικα κόμικ. Φαίνεται σαν να εξακολουθούν να υφίστανται «παρεξηγήσεις» σχετικά με τη δουλειά που κάνεις. Το βρίσκεις ενοχλητικό;
Νομίζω ότι, ειδικά όταν ξεκίνησα, το 2005, με το «Night Fisher», η ιδέα των κόμικ ως κάτι αντάξιο της λογοτεχνίας δεν ήταν ακόμα ευρέως διαδεδομένη. Ακόμα και αν κάποιοι εκδότες και ο Τύπος το αντιλαμβάνονταν, το αναγνωστικό κοινό αδυνατούσε. Και σήμερα εξακολουθεί τμήμα του αναγνωστικού κοινού να μην το κατανοεί, αλλά η πλειονότητα το καταλαβαίνει: ότι τα κόμικ μπορούν να έχουν ενήλικες ιστορίες, ιστορίες για εφήβους ή ιστορίες για παιδιά. Δεν με ενοχλεί τόσο, από τη στιγμή που το κόμικ καταφέρνει να συναντήσει το κοινό του. Αυτό που γίνεται ενοχλητικό είναι όταν με βάζουν π.χ. να μιλήσω για το ενήλικο κόμικ που έφτιαξα με έναν συγγραφέα παιδικών βιβλίων, στο πλαίσιο μιας παρουσίασης. Αυτό δεν θα το έκαναν π.χ. στον Στίβεν Κινγκ. Δεν είναι ωραίο που τα graphic novels τσουβαλιάζονται ως παιδικά κόμικ, όταν είναι τόσο ποικιλόμορφα σε πρόζα, περιεχόμενο και ύφος, όπως όλα τα λογοτεχνικά είδη.
Πώς νιώθεις που δουλεύεις για το πιο επιδραστικό περιοδικό στον κόσμο; Το «New Yorker».
Ξεκίνησα να δουλεύω για το «New Yorker» το 2006. Μου είχαν ζητήσει μια εικονογράφηση, η οποία τυπώθηκε σε δισέλιδο. Ένιωθα ο πιο κουλ άνθρωπος στον κόσμο. Ήμουν τόσο χαρούμενος, και ακόμα και σήμερα με συναρπάζει να βλέπω τη δουλειά μου τυπωμένη στο χαρτί. Όταν έκανα, χρόνια μετά, το πρώτο μου εξώφυλλο για το περιοδικό, ήταν η πρώτη φορά που αγόρασα ένα μπουκάλι σαμπάνια για να το γιορτάσω. Ήταν η πιο σημαντική στιγμή στην καριέρα μου. Κι αυτό γιατί, σε αντίθεση με τις συμβατικές εικονογραφήσεις άρθρων στις εσωτερικές σελίδες του περιοδικού, το να σχεδιάσεις το εξώφυλλο του «New Yorker» συνεπάγεται προσωπική ελευθερία να δημιουργήσεις κάτι δικό σου, να απεικονίσεις τη δική σου ιδέα, να πεις τη δική σου ιστορία. Με τις υπόλοιπες εικονογραφήσεις αυτό δεν συμβαίνει, γιατί δημιουργείς εικονογραφήσεις για άρθρα άλλων. Έχω κάνει ήδη οκτώ εξώφυλλα για το περιοδικό και πιστεύω πως και τα οκτώ είναι τα καλύτερα δείγματα δουλειάς μου στο «New Yorker». Σε αυτά αφιέρωσα περισσότερο χρόνο και σε αυτά κυριολεκτικά είχα τη δυνατότητα να ξεδιπλώσω τις δυνατότητες και την προσωπικότητά μου.
Ποια είναι η δημιουργική διαδικασία στο «New Yorker»;
Η διαδικασία ποικίλλει πολλές φορές. Ενίοτε περπατάω απλά στη Νέα Υόρκη και βλέπω κάτι που είναι μοναδικό ή αντιπροσωπευτικό της φάσης στην οποία βρίσκεται η πολή την εκάστοτε περίοδο. Θα σκιτσάρω αυτή τη σκέψη και θα στείλω το σκίτσο στο περιοδικό. Πολλές φορές, τυπώνουν σχεδόν ακριβώς αυτό που τους έστειλα. Για παράδειγμα, στο εξώφυλλο που έκανα με τίτλο «Safe Travels» (τεύχος 20 Αυγούστου 2018), το οποίο απεικονίζει δύο ανθρώπους με τα αυτοκίνητά τους στα περίχωρα της Νέας Υόρκης, έτοιμους να εκδράμουν, τυπώθηκε περίπου το σχέδιο που έστειλα χωρίς αλλαγές. Άλλες φορές, η art director Françoise Mouly στέλνει σε μια ομαδική συνομιλία με εικονογράφους και ρωτάει αν π.χ. έχει κανείς μας κάποια ιδέα για ένα θέμα «αποφοίτησης», πράγμα που συνέβη για ένα άλλο εξώφυλλο που έκανα. Τότε θα υποβάλουμε προσχέδια και ιδέες για να διαλέξουν. Οπότε η διαδικασία είναι ενίοτε καθοδηγούμενη από την ιεραρχία του περιοδικού και ενίοτε ελεύθερη για εμάς, όπως περιέγραψα πιο πάνω. Το καλό είναι πως έχω πολύ καλή συνεργασία και αλληλοκατανόηση με την art director του «New Yorker» Françoise Mouly και η δουλειά βγαίνει εύκολα, σχετικά γρήγορα και χωρίς πολλές διορθώσεις.
Είναι η διαδικασία αυτή διαφορετική σε άλλα έντυπα;
Σε άλλα έντυπα, μπορεί να στείλω και δέκα προσχέδια και αυτό που θα δημοσιευθεί να μην έχει καμία σχέση με τα αρχικά σχέδια που τους έστειλα.
Πώς είναι η συνεργασία με θρύλους των εντύπων όπως η Françoise Mouly, θρυλική εκδότρια του περιοδικού κόμικς «RAW», ή ο αρχισυντάκτης και βραβευμένος με Pulitzer David Remnick;
Νομίζω η λέξη που θα χαρακτήριζε τη δουλειά είναι «κουλ». (Γέλια) Το αστείο είναι πως, κάθε φορά που πηγαίνω σε ένα πάρτι και με ρωτάνε τι δουλειά κάνω, περιμένουν όλοι πως, επειδή είμαι καλλιτέχνης, θα είμαι φτωχός (που είμαι). Αλλά, μόλις λέω πως δουλεύω για το «New Yorker», όλοι με αντιμετωπίζουν σαν καταξιωμένο και διανοούμενο, τρόπον τινά. Η δουλειά με τη Françoise είναι μαγική. Η γυναίκα αυτή έχει επιδράσει όσο λίγοι με τις γνώσεις και την αισθητική της στα αμερικανικά έντυπα από τη δεκαετία του 1980 και έπειτα. Κάθε φορά που δουλεύω μαζί της είναι μια ξεχωριστή εμπειρία, κάθε φορά μαθαίνω και κάτι καινούργιο. Με τον David Remnick δεν έχω απευθείας επικοινωνία, αλλά μία φορά έπεσα πάνω του κατά λάθος στο ασανσέρ.
Και κάπου εδώ θέλω να σου πω την ιστορία για το πώς βρέθηκα να σχεδιάζω για πρώτη φορά εξώφυλλο του περιοδικού. Νομίζω είναι αρκετά αστεία. Πριν από χρόνια είχα εκδώσει στην εταιρεία της Françoise ένα κόμικ, το «Shark King», το οποίο είχε πάει αρκετά καλά. Για τέσσερα χρόνια μετά την έκδοσή του, έστελνα διαρκώς σχέδια που έκανα, προσδοκώντας να μπουν στο εξώφυλλο με κάποιον τρόπο. Πέρασαν τέσσερα χρόνια, ώσπου μου τηλεφώνησε η Françoise και μου είπε πως θέλουν κάποιον νέο, φρέσκο, που να μένει στο Μπρούκλιν για να φτιάξει το εξώφυλλο για το τεύχος που αφιερώνουν στη διασκέδαση. Ήταν η ευκαιρία μου. Με έστειλαν με τον τότε μουσικοκριτικό του περιοδικού και συντάκτη για θέματα νυχτερινής διασκέδασης, τον Matthew Trammel, σε ένα κλαμπ του Μπρούκλιν κοντά στο σπίτι μου. Περάσαμε φανταστικά με τον Mat στο κλαμπ, ήπιαμε, χορέψαμε. Ήταν σαν πραγματική έξοδος. Δεν έμοιαζε με δουλειά. Όταν γύρισα σπίτι το πρωί, σχεδίασα κάποιες ιδέες και τις έστειλα στο περιοδικό.
Το θέμα είναι ότι ο David, ο αρχισυντάκτης της έκδοσης, καθώς είναι οπτικός τύπος και θέλει να δει κάτι ολοκληρωμένο, αδυνατεί να φανταστεί πώς θα είναι το τελικό σχέδιο, σε αντίθεση με τη Françoise. Εγώ είχα σχεδιάσει ένα εξώφυλλο, όπου καθώς το κοιτάς σου δίνει την αίσθηση ότι βρίσκεσαι πάνω στη σκηνή παίζοντας κιθάρα και από κάτω το κοινό διασκεδάζει. Η Françoise μου είπε ότι ο David παίζει κιθάρα στον ελεύθερο χρόνο του και λάτρεψε το σχέδιο, γιατί τον έκανε να νιώσει σαν ροκ σταρ. Το άγχος όμως δεν τελείωσε εκεί. Η φύση του «New Yorker» ως εντύπου είναι αυτή ενός περιοδικού που αντικατοπτρίζει τα πολιτιστικά και τις ποπ κουλτούρες της Αμερικής με αίσθηση ευθύνης και λαμβάνοντας υπόψη την επικαιρότητα. Καθώς είναι εβδομαδιαίο περιοδικό, συμβαίνει συχνά, αν γίνει κάτι έκτακτο, να αλλάξει το θέμα του τεύχους και να γίνουν όλα από την αρχή. Στη δική μου περίπτωση, τρεις ώρες απ’ όταν έφυγε για τυπογραφείο το τεύχος όπου είχα το πρώτο μου εξώφυλλο, πέθανε ο Prince. Θυμάμαι πως πέρασα τις πέντε πιο αγχωτικές ώρες της ζωής μου, καθώς σκέφτονταν να ακυρώσουν την έκδοση και να φτιάξουν νέο εξώφυλλο τιμώντας τον Prince. Τελικά, λόγω χρόνου, δεν προλάβαιναν, και έτσι τυπώθηκε το πρώτο μου εξώφυλλο.
Γιατί επέλεξες έναν ποιοτικό, μα όχι τόσο μεγάλο εκδοτικό οίκο, όπως η Fantagraphics, για να εκδώσεις τα κόμικς σου; Φαντάζομαι πως η αναγνώριση που σου προσφέρει η δουλειά σου στον Τύπο θα σε διευκόλυνε να προσεγγίσεις μεγάλους εκδότες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Πίσω στο 2004, όταν έστειλα το κόμικ με την προσδοκία να εκδοθεί, οι μεγάλοι εκδοτικοί, όπως η Penguin, η Pantheon κ.ά., μόλις ξεκινούσαν δειλά δειλά να εκδίδουν κόμικς. Στο μυαλό μου και τότε και τώρα, η Fantagraphics ήταν Ο οίκος των κόμικς. Όλοι οι κομίστες που θαυμάζω και θαύμαζα εξέδιδαν τα κόμικς τους σε αυτήν: Daniel Clowes, Chris Ware, Charles Schultz κ.ά. Και εγώ ήθελα να είμαι μέλος αυτού του «κλαμπ».
Ήταν, δηλαδή, στο μυαλό σου κάτι σαν τη Μέκκα των τυπωμένων κόμικς.
(Γέλια) Ακριβώς. Ο άλλος λόγος είναι ότι από νωρίς, χωρίς να έχω εμπειρία στην παραγωγή βιβλίων, είχα πολύ συγκεκριμένη ιδέα για το πώς πρέπει να τυπωθεί ένα κόμικ. Αρχικά, χωρίς να θέλω να μειώσω τα ψηφιακά κόμικς. Τα ψηφιακά κόμικς είναι εξίσου σπουδαία. Για μένα, όμως, τα κόμικς υφίστανται μόνο όταν τυπώνονται. Το χαρτί, το φορμάτ, τα τυπογραφικά στοιχεία της έκδοσης δεν είναι απλά τεχνικά ζητήματα, είναι κάτι παραπάνω από αυτό, είναι…
Αισθητικά ζητήματα;
Απολύτως. Ακριβώς. Ήξερα λοιπόν πως στη Fantagraphics θα έδιναν τη δέουσα σημασία σε όλα αυτά, και κυρίως στο φορμάτ. Θέλω να πω ότι ένα βιβλίο λογοτεχνικό, ένα βιβλίο πρόζας μπορεί να τυπωθεί σε διαφορετικά μεγέθη, με διαφορετικές γραμματοσειρές, χωρίς αυτό να αλλάζει το νόημά του. Στα κόμικς έχουν όλα σημασία. Ακόμα και αν μία γραμμή, ένα σχέδιο «πέφτει» στο περιθώριο της σελίδας, επηρεάζει το νόημα. Το κάθε καρέ έχει συγκεκριμένο λόγο ύπαρξης, συνδέεται άρρηκτα με τα επόμενα και τα προηγούμενα καρέ του έργου, ακόμα και αν αυτά βρίσκονται στην ίδια θέση μα δέκα σελίδες μετά, για παράδειγμα. Ήμουν βέβαιος λοιπόν πως θα με άφηναν να τυπώσω το κόμικ όπως ήθελα, στο μέγεθος που έπρεπε, χωρίς εκπτώσεις. Πως δεν θα με έβαζαν να το σχεδιάσω σε ένα άλλο φορμάτ, ενδεχομένως πιο εμπορικό.
Έχεις κατορθώσει να προκαλείς συναίσθημα με μία μόνο εικόνα. Αυτό συνέβη και με το εξώφυλλο που έκανες αυτήν την ανοιξη, με τίτλο «Delayed», το οποίο έγινε viral. Πώς νιώθεις που αυτό το εξώφυλλο έγινε viral σε ένα momentum κατά το οποίο τα περιστατικά βίας κατά Ασιατών είχαν αυξηθεί δραματικά στις ΗΠΑ, μία εβδομάδα μετά τη δολοφονία έξι γυναικών ασιατικής καταγωγής στην Ατλάντα;
Με κάλεσε ένα βράδυ μετά το γεγονός της Ατλάντα η Françoise και με ρώτησε αν έχω ιδέες για το θέμα. Η σκέψη μου ήταν να απεικονίσω στο πρόσωπο των μορφών του εξωφύλλου το άγχος. Μπορούσα να το νιώσω ως Ασιάτης κατά το ήμισυ. Σε λίγες μέρες θα ταξίδευε για τη Νέα Υόρκη η μητέρα μου, και νιώθαμε και οι δύο άγχος για το ταξίδι της με όλα όσα βλέπαμε στις ειδήσεις να συμβαίνουν. Συγχρόνως ένιωθα πολύ άγχος για το βάρος που είχα επωμιστεί: έπρεπε να απεικονίσω τα συναισθήματα και τις σκέψεις μιας ολόκληρης κοινότητας. Ήταν πρόκληση. Όταν έγινε viral, έλαβα άπειρα μηνύματα που με γέμισαν χαρά, καθώς άγγιξε πολλούς ανθρώπους. Το ενδιαφέρον που συνέβη μετά τον αντίκτυπο που είχε το εξώφυλλο ήταν ότι με προσέγγισε η κομμουνιστική κυβέρνηση του καθεστώτος της Κίνας για να δώσω δύο συνεντεύξεις σε κινεζικά μέσα εξ αφορμής του εξωφύλλου. Αυτό με κολάκευσε στην αρχή. Απέρριψα όμως το άιτημά τους, όταν κατάλαβα τις προθέσεις τους. Με ήθελαν να μιλήσω για το «μίσος που θρέφει η Αμερική απέναντι στην Ασία». Αδιανόητα πράγματα.
Γενικά, σε όλα σου τα κόμικς, τοποθετείς την ιστορία που αφηγείσαι στη Χαβάη, τη γενέτειρά σου. Αυτό συμβαίνει επειδή νιώθεις την ανάγκη να τιμήσεις την καταγωγή σου ή να παρουσιάσεις την Χαβάη με διαφορετικό τρόπο, από αυτόν που απεικονίζεται συνήθως;
Στο πρώτο μου κόμικ, το «Night Fisher», όπως προανέφερα, ένιωθα την ανάγκη να δω ο ίδιος και να δείξω και στους άλλους μια πλευρά του Μάουι, που δεν είχα δει πουθενά αλλού να προβάλλεται. Καταλάβαινα ότι υπήρχε ένα τόσο μεγάλο μέρος της Χαβάης που ακόμα και οι ίδιοι οι Χαβανέζοι δεν επισκέπτονταν ή αγνοούσαν την ύπαρξή του. Συνεπώς, ήθελα να το δω να απεικονίζεται και να το δείξω και σε άλλους. Το δεύτερο κόμικ, το «Shark King», είναι βασισμένο σε μύθους που προέρχονται από τη χαβανέζικη μυθολογία και είναι στην ουσία ένα παραμύθι με το οποίο μεγάλωσα. Το νέο μου κόμικ, που κυκλοφόρησε αυτό το φθινόπωρο, το «No One Else», στην αρχή δεν το είχα τοποθετήσει χωροχρονικά στη Χαβάη. Όταν, όμως, το αποφάσισα ότι θα διαδραματίζεται εκεί, κατάφερα να το εξελίξω. Νιώθω εντέλει πως η Χαβάη, καθώς τη γνωρίζω καλά και καθώς ό,τι έχει να κάνει με αυτήν μου ξυπνά μνήμες, με βοηθά να πω τις ιστορίες μου. Πάντα θα επιστρέφω εκεί για να αντλήσω έμπνευση.
Είναι μεγάλη μας τιμή και χαρά που σχεδιάζεις το σημερινό εξώφυλλο της «Athens Voice». Μίλησέ μας για αυτό το έργο, το «Divorce yacht».
Το σχέδιο που έφτιαξα για εσάς απεικονίζει τα «πλούσια διαζύγια». Ήθελα να απεικονίσω ανθρώπους που φαίνεται να τα έχουν όλα. Είναι πάνω σε ένα γιοτ, πίνουν σαμπάνια, τρώνε φρούτα. Πορφανέστατα όμως, από τις εκφράσεις τους, φαίνεται ότι είναι δυστυχισμένοι. Ο τρόπος που σχεδίασα το κατάστρωμα του πλοίου πάνω στο οποίο βρίσκονται είναι να μοιάζει με συζυγικό κρεβάτι. Η παρομοίωση και η «κρεβατομουρμούρα» που υπάρχουν στον αέρα και τις εκφράσεις του ζεύγους μού φαίνονται πολύ αστείες.
Edit: Λίγο πριν δημοσιευθεί η συνέντευξη που διαβάσατε μόλις, ο R. Kikuo Johnson τιμήθηκε με το Χρυσό Βραβείο στην κατηγορία “Editorial” της Ένωσης Εικονογράφων των ΗΠΑ για το εξώφυλλό του με τίτλο “Delayed” που δημοσιεύθηκε στο New Yorker φέτος τον Απρίλιο. Ήταν η πρώτη του εικονογράφηση που έγινε viral και δημοσιεύθηκε σε ένα momentum κατά το οποίο η βία κατά Ασιατών είχε αυξηθεί δραματικά στις ΗΠΑ.