- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Liliane Lijn: Η διάσημη καλλιτέχνις μιλάει στην ATHENS VOICE
Μια συναρπαστική ζωή: Έρωτας, τέχνη, ποίηση, ο πρώην σύζυγός της Τakis, η Ελλάδα, ο φεμινισμός, ο βουδισμός, οι συναντήσεις με μυθικά πρόσωπα.
Liliane Lijn (Λίλιαν Λιν): Η διάσημη Αμερικανίδα καλλιτέχνις μιλάει στην ATHENS VOICE για τη ζωή της και την τέχνη.
Την ημέρα που συναντηθήκαμε με την Λίλιαν Λιν ήταν σκοτεινά, μια ασυνήθιστα δυνατή καλοκαιρινή μπόρα τράνταζε την πόλη. Είχε έρθει στην Αθήνα με τρεις αφορμές: τη συμμετοχή της στη μεγάλη έκθεση «Πύλες» στο Καπνεργοστάσιο, τη συμμετοχή της στην ομαδική «St. Elmo’s Fire» στην γκαλερί Rodeo στον Πειραιά και για να ξαναβρεί αυτό, «το φως της Ελλάδας», όπως το έλεγε όταν την γνώρισα πρώτη φορά. Ήταν το 2006. Η σημαντική Αμερικανίδα καλλιτέχνης, με αφορμή το έργο της στο εξώφυλλο του τεύχους 128 (07.06.2006) μας είχε τιμήσει με την παρουσία της στη δεύτερη από τις εκθέσεις των εξωφύλλων μας «Η Τέχνη στην Πρώτη Σελίδα» που οργανώναμε στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς. Αισθανόταν λίγο Ελληνίδα. «Έζησα 3 μαγικά χρόνια στην Ελλάδα, από το 1963 έως το ’66. Μαζί με τον γλύπτη Tάκι χτίσαμε ένα στρογγυλό σπίτι σε ένα λόφο, το Γεροβουνό, με το όνειρο να χρησιμοποιηθεί ως αστεροσκοπείο, να παρατηρούμε τα άστρα… Τον Οκτώβριο του 1966 έφυγα από την Αθήνα για το Λονδίνο, αλλά το φως της Ελλάδας εξακολουθούσε να πέφτει πληθωρικά στα έργα μου για πολλά χρόνια μετά», μας έγραφε τότε.
Τη θυμόμουν σαν μια γλυκιά, κομψή γυναίκα με λαμπερό γεμάτο περιέργεια βλέμμα. Το ίδιο βλέμμα αντίκριζα και πάλι. Ήταν ευδιάθετη, αφού με τον σύζυγό της Stephen Weiss θα ξεκινούσαν την επόμενη μέρα για ένα road trip στην Πελοπόννησο, και πρόθυμη να διηγηθεί ιστορίες. Κι αν έχει ιστορίες να διηγηθεί! Έχει ζήσει όλη την πρωτοποριακή καλλιτεχνική σκηνή του 20ου αιώνα, έχει συναναστραφεί ποιητές και ζωγράφους, έχει «εκτεθεί» σε όλα τα γνωστά καλλιτεχνικά ρεύματα, σουρεαλισμός, ντανταϊσμός, κινητική τέχνη, beat ποίηση, οπτική ποίηση, γυναικείο κίνημα, έχει ζήσει στο Παρίσι, στο Λονδίνο, τη Νέα Υόρκη, την Αθήνα… Από τη δεκαετία του ’60 έχει λάβει μέρος σε μεγάλες εκθέσεις σε όλο τον κόσμο και τα έργα της εκτίθενται στα μεγαλύτερα μουσεία, στο Art Institute of Chicago, στο Brtitish Museum, στην Tate Gallery, στο Victoria & Albert Museum, στο Space Sciences Laboratory του Berkeley και αλλού.
Γεννήθηκε το 1939 στη Νέα Υόρκη από Ρώσους γονείς εβραϊκής καταγωγής. Το 1955 ήρθε για πρώτη φορά στην Ευρώπη, στο Παρίσι, για να σπουδάσει Αρχαιολογία στο Ecole du Louvre και στη Σορβόννη. Έρωτες, τέχνη, ποίηση, πειραματισμοί, φεμινισμός, βουδισμός, αρχαία Ελλάδα, ο Τakis, συναντήσεις με μυθικά πρόσωπα σε μια μυθική εποχή, κάπως έτσι ξετυλίγει σιγά σιγά την ιστορία της.
Γεννηθήκατε σε μια καλλιτεχνική οικογένεια;
Η γιαγιά μου είχε υπέροχη φωνή και τη θυμάμαι να μας τραγουδάει, όταν ήμασταν παιδιά. Ο πατέρας μου έπαιζε βιολί και η μητέρα μου έπαιζε Σοπέν στο μεγάλο μαύρο Steinway που είχαμε στο σαλόνι. Ο θείος μου, Leon Temerson, ήταν δεύτερο βιολί στη φιλαρμονική της Νέας Υόρκης και στον ξάδερφό μου, τον Harold Goodwin, άρεσε η παραστατική ζωγραφική και ζωγράφιζε τέτοιους πίνακες πολύ πριν γίνει αυτή η αισθητική καλλιτεχνικό ρεύμα. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ήμασταν πράγματι μια καλλιτεχνική οικογένεια.
Σε ποιa ηλικία ήρθατε πρώτη φορά στην Ευρώπη; Τι σας έκανε μεγαλύτερη εντύπωση;
Το πρώτο μου ταξίδι στην Ευρώπη ήταν το καλοκαίρι του 1955. Ήμουν κοντά 15. Ο πατέρας μου ζούσε στη Γενεύη με τη δεύτερη σύζυγό του και η μητέρα μου θα ακολουθούσε σύντομα, εκείνη όμως επέλεξε να ζήσει στην άλλη πλευρά των Άλπεων, στο Λουγκάνο. Τόσο εγώ όσο και ο αδερφός μου προτιμούσαμε το Λουγκάνο και αποφασίσαμε να μείνουμε εκεί με τη μητέρα. Στα 18 μου, ήξερα ήδη πως θέλω να γίνω καλλιτέχνης και πήρα την απόφαση να διακόψω το σχολείο και να ακολουθήσω τα καλλιτεχνικά μου μονοπάτια. Έφυγα από το Λουγκάνο, πήγα Γενεύη και εκεί έκανα ιδιωτικά μαθήματα για πτυχίο στα Ιταλικά, τα Αγγλικά και τα Γαλλικά και πέρασα τις εξετάσεις μου τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς. Το φθινόπωρο του 1958, πήγα στο Παρίσι που ζούσε η καλή μου φίλη Nina Thoeren, η οποία επίσης ήθελε να ασχοληθεί με την τέχνη.
Τους πρώτους έξι μήνες, παρακολουθούσα Αρχαιολογία στην Ecole du Louvre και στη Σορβόννη. Εκείνη την περίοδο, μαζί με τη φίλη μου τη Νίνα, της οποίας η μητέρα, η Μανίνα, ήταν ζωγράφος –άνηκε στο ρεύμα των σουρεαλιστών– πηγαίναμε για καφέ στο στέκι όπου σύχναζαν σουρεαλιστές καλλιτέχνες αλλά και ο André Breton και ο μεγάλος Γάλλος ποιητής και ντανταϊστής Benjamin Péret. Γνώρισα και έναν φίλο της Νίνας εκεί, ένα νεαρό ζωγράφο, ποιητή και επαναστάτη, τον Jean-Jacques Lebel. Ήταν ο πρώτος μου έρωτας. Τα πάντα έμοιαζαν όνειρο γύρω μου, ήθελα να βουτήξω μέσα τους, να τα γνωρίσω, να τα νιώσω, να τα μάθω. Να πάω στα μουσεία, στις γκαλερί, να απολαύσω τον καφέ μου στο Deux Magot κουβεντιάζοντας με ζωγράφους και ποιητές, να παρακολουθήσω τα μαθήματά μου στη Σορβόννη και να έχω χρόνο να ζωγραφίσω και να πειραματιστώ με τα χρώματά μου. Υπήρχαν άπειρα βιβλία που ήθελα να διαβάσω… τη νύχτα συχνάζαμε στα jazz clubs, κάναμε μεγάλους περιπάτους στους δρόμους της πόλης που κοιμόταν, κάναμε έρωτα.
Ξεκινήσατε να σπουδάζετε αρχαιολογία, αλλά, όπως λέτε, ξέρατε από τα 18 ότι η τέχνη ήταν μονόδρομος. Ήταν η επαφή σας με τους καλλιτεχνικούς κύκλους του Παρισιού που σας επηρέασε; Θα μας πάτε σε αυτή τη μυθική εποχή;
Ήξερα πως ήθελα να ασχοληθώ με την τέχνη πολύ πριν το Παρίσι. Η φίλη μου η Νίνα με σύστησε στους σουρεαλιστές ζωγράφους και ποιητές, αλλά γνώρισα πολλούς ακόμη καλλιτέχνες μέσω του Jean-Jacques, όπως τον Ισλανδό ζωγράφο Erro και τη σύζυγό του Miriam Bat-Yosef, τον Ισπανό επαναστάτη ποιητή Munis, τον E.L.T. Mesens και τον Έλληνα καλλιτέχνη Takis. Ήταν ο Takis, και η Αμερικανίδα συγγραφέας Iris Owens που μου γνώρισαν τη γενιά των beat ποιητών: Gregory Corso, Sinclair Beiles, William S. Burroughs, Brion Gysin… Τότε όμως δεν μπορούσα ακόμα να αναγνωρίσω στα έργα του Rafael Soto και τα «σινιάλα» του Takis την «κινητική τέχνη». Γνώρισα τον Yves Klein στην Galerie Iris Clert στις αρχές του ’59, όπου εκτίθονταν τα μπλε σφουγγάρια του και οι πίνακές του με τις χρυσές ψηφίδες. Γνώρισα τον Tinguely, στην έκθεση των «αυτόματων μηχανών ζωγραφικής» του. Παράτησα τις σπουδές αρχαιολογίας, λόγω μιας τυχαίας συνάντησής μου με τον Joan Artigas, ο οποίος επίσης σπούδαζε Ιστορία της Τέχνης στην Ecole du Louvre. Μας φαινόταν πολύ ανιαρός ο τρόπος διδασκαλίας των μαθημάτων και αποφασίσαμε να τα παρατήσουμε και οι δυο. Ο Joan ήταν γιος του σπουδαίου κεραμίστα Joseph Lorens Artigas, ο οποίος έφτιαχνε όλα τα κεραμικά για τον Πικάσο, τον Νταλί και τον Μιρό.
Βρεθήκατε κοντά σε καλλιτέχνες οι οποίοι αργότερα, όπως κι εσείς, αναγνωρίστηκαν και πολλοί έγιναν διάσημοι. Ποιον ξεχωρίζετε;
Ήμουν μόλις 18 όταν βρέθηκα στο Παρίσι, κυριολεκτικά περικυκλωμένη από καλλιτέχνες και ποιητές και μουσικούς της τζαζ, οι οποίοι ήταν, εκτός από κάνα δυο που γίναμε φίλοι, αρκετά μεγαλύτεροι και ήδη καταξιωμένοι, όπως ήταν ο ιδιοφυής Bud Powell, ο πιανίστας της τζαζ, ή ο Max Ernst, ο αγαπημένος μου εκείνη την εποχή ζωγράφος. Με εντυπωσίαζαν ίσως τα παράξενα, μαγικά κολάζ του και το μυστήριο που απέπνεαν οι πίνακές του.
Γνωρίσατε τον Takis το 1962. Πώς ήταν η πρώτη σας συνάντηση; Πότε τον …ερωτευτήκατε;
Γνώρισα τον Takis το 1959. Θα περιγράψω την πρώτη μας συνάντηση όπως τη γράφω στην αυτοβιογραφία μου με τον τίτλο «Silvana Bismarck Speaks», που ετοιμάζω τώρα: «Την ημέρα που τον είδα πρώτη φορά, ήταν σκυμμένος πάνω από ένα φλιτζάνι καφέ και κάπνιζε ένα βαρύ, αρωματικό Gauloise. Φορούσε ένα καπελάκι οικοδόμου στο κεφάλι και έδειχνε χαμένος στις σκέψεις του, μέχρι που άκουσε τον Jean Jacques να του φωνάζει “έι, βρωμοέλληνα, να σου γνωρίσω το κορίτσι μου, τη Φρουφρου”. Ο Takis ένευσε με το κεφάλι και μου χαμογέλασε, αφήνοντας να φανεί μια σειρά κατάλευκα δόντια. Καθίσαμε απέναντί του. Με τα σπασμένα αλλά περιέργως εμφατικά αγγλικά του, ανακοίνωσε στον Jean Jacques πως θα παρουσίαζε ένα γλυπτό πυροτεχνημάτων στην πλατεία απέναντι από το Deux Magots, και πως θα έπρεπε να πάμε κι εμείς να το δούμε. Με ρώτησε τι έκανα εγώ στο Παρίσι. Ήμουν φοιτήτρια; Ο Jean Jacques πετάχτηκε εύθυμα να δώσει τις πρώτες συστάσεις για μένα, αλλά βλέποντας πως ο Takis ενδιαφερόταν πραγματικά να μάθει, πήρα τον λόγο διακόπτοντας την αστεία περιγραφή του φίλου μου και του είπα πως σπούδαζα αρχαιολογία και μάθαινα να γίνω μια καλλιτέχνις. Ο Takis ζήτησε να δει τη δουλειά μου και, κολακευμένη εγώ, τον προσκάλεσα στο διαμέρισμά μου».
Ο Takis ήταν πολύ γοητευτικός και έδειξε ειλικρινές ενδιαφέρον. Εκείνη την περίοδο είχα τη φαεινή ιδέα να φτιάχνω πίνακες από παζλ. Αγόραζα ένα μεγάλο παζλ και ζωγράφιζα από την αρχή σε κάθε κομμάτι μια διαφορετική εικόνα ή με άλλα χρώματα, σαν να έφτιαχνα έργα μινιατούρες. Μόλις τελείωνα με όλα τα κομμάτια, προσπαθούσα να τα ταιριάξω ξανά στο αρχικό παζλ. Φυσικά, κάτι τέτοιο ήταν εντελώς αδύνατο, αλλά αυτό έκανα... Ο Takis κατενθουσιάστηκε. Μου είπε, «μόνο ένα παιδί μεταναστών θα επιχειρούσε κάτι τέτοιο». Προσφέρθηκε να μου μάθει την ξεχασμένη τεχνική του κεριού για να μπορώ να φτιάχνω τρισδιάστατα γλυπτά παζλ. Η σχέση μας ξεκίνησε σαν μια φιλιά και όταν τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς ένιωσα τρομερά δυστυχισμένη και απογοητευμένη από τον JJ, ο Takis μου είπε πως εκείνος θα ήταν πάντα δίπλα μου… Αντί να πάρω το πλοίο για την Ελλάδα με τον JJ, έμεινα στη Βενετία με τον Takis. Στη Βενετία, είχα συναντήσει για πρώτη φορά και τη φίλη μου τη Nina, ήμασταν στο ίδιο οικοτροφείο μικρές. Στη Βενετία ήταν που η Nina και εγώ αποφασίσαμε πως θα πηγαίναμε στο Παρίσι, θα σπουδάζαμε τέχνη και θα γινόμασταν καλλιτέχνιδες. Μάλλον η Βενετία ήταν πάντα για μένα μια «ρομαντικά» κομβική πόλη, η πόλη που με ώθησε στις πιο σημαντικές αλλαγές της ζωής μου.
Στην Ελλάδα ήρθατε πρώτη φορά με τον Takis; Τι θυμάστε από εκείνα τα χρόνια; Πώς ήταν να ζεις και να δουλεύεις ως καλλιτέχνης στην Ελλάδα;
Έκανα την πρώτη μου δουλειά με τα κινούμενα φώτα όσο ζούσα στη Νέα Υόρκη, στο λοφτ της Chryssa στην 14th Street, το 1961. Το 1960, άρχισα να χρησιμοποιώ ένα πλαστικό υλικό που μου προμήθευσε ένας αθλητής σκιέρ που είχα γνωρίσει στις γαλλικές Άλπεις, όταν ανάρρωνα από μια αρρώστια. Συνειδητοποίησα πως μπορούσα να δουλέψω με αυτό το υλικό ανάβοντας ένα φυτίλι, όπως το κερί. Λιωμένες λεπτές κλωστές που απλώνονταν σε φύλλα πλέξι-γκλας. Σε αυτά τα έργα ανακάλυψα την κίνηση, βάζοντας τα πλέξι-γκλας σε έναν λευκό τοίχο, όταν τα φώτιζες, ο ιστός των λιωμένων κλωστών έμοιαζε να χορεύει με τις σκιές που δημιουργούσε.
Το καλοκαίρι του 1960, στο πλοίο για την Ελλάδα με τον Takis, παρατηρούσα τις σταγόνες του νερού όπως κυλούσαν στο φινιστρίνι στην πόρτα της καμπίνας και άρχισα να φαντάζομαι κινούμενα έργα με μηχανισμούς που θα προωθούσαν την κίνηση που ήθελα να δώσω.
Την πρώτη φορά που επισκέφθηκα την Ελλάδα, τον Σεπτέμβριο του 1960, ήμουν μόνη μου και την ερωτεύτηκα, ερωτεύτηκα το καθαρό φως της και τη ζεστασιά της, τους φιλόξενους ανθρώπους της. Με τον Takis θα την επισκεπτόμουν λίγο αργότερα, το 1962. Είχαμε παντρευτεί και είχαμε και τον γιο μας τον Θάνο μωρό. Ο Θάνος γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη όσο έμενα εκεί μόνη μου, αφού ο Takis επέστρεψε στο Παρίσι αμέσως μετά τον γάμο μας τον Οκτώβριο.
Πότε και γιατί αλλάξατε το όνομά σας;
Έχει περισσότερο να κάνει με το τι ακριβώς είναι τα ονόματα και πώς προσδιορίζουν αυτό που είμαστε. Ας πούμε πως ήθελα ένα όνομα εντελώς δικό μου, αν και το πώς πήρα αυτό το όνομα, Lijn, είναι πιο περίπλοκο. Παράξενες συγκυρίες. Ο Takis κι εγώ περάσαμε το καλοκαίρι του 1961 στη Βενετία, στην Casa Frollo στη Giudecca. Ένας από τους γείτονές μας ήταν Αμερικανός συνθέτης, ο Τζον. Κατά τη διάρκεια της Μπιενάλε της Βενετίας, γίνονταν πολλές εκθέσεις στη Βενετία και στις γύρω πόλεις, και μου ζητήθηκε να παρουσιάσω τη δουλειά μου στην Premio Biennale di Giorgione, στο Museo di Castelfranco, στο Veneto. Όταν είπαμε στον γείτονα για την πρόσκληση, μας είπε πως εγώ θα πρέπει να αλλάξω το όνομά μου, γιατί το Segall, το πατρωνυμικό μου, ήταν ένα όνομα συνηθισμένο στον κόσμο της τέχνης. Άρχισα να υπογράφω τα έργα μου γράφοντας το όνομά μου ανάποδα, δηλαδή Nahil Lages. Ο Τζον και ο Takis μου είπαν πως θα ήταν κρίμα να «χαθεί» το Liliane και ο Τζον πρότεινε το Line (λάιν) ως επώνυμο. Στα ιταλικά προφέρεται «λιν», και μιλούσα άπταιστα ιταλικά, γι’ αυτό και δεν «άκουγα» την αγγλική προφορά της λέξης, ούτε έδωσα σημασία στην ερμηνεία της (λάιν /γραμμή). Το χρησιμοποίησα στην έκθεση στο Castelfranco, έγινε και αναφορά στα έργα μου στις τοπικές εφημερίδες. Τον Νοέμβριο, πίσω στη Νέα Υόρκη, ανακάλυψα πως ήμουν τριών μηνών έγκυος. Επιπλέον συνειδητοποίησα πως το όνομά μου σήμαινε ουσιαστικά «γραμμή». Τι όνομα για έναν καλλιτέχνη! Αποφάσισα λοιπόν να το αλλάξω ξανά. Έβγαλα το e από το Lin. Όχι, μου φαινόταν πολύ μικρό. Χρειαζόταν κάτι άλλο, πιο έξυπνο. Πρόσθεσα μέσα ένα j ανάμεσα στο I και το n. Τώρα μάλιστα. Μου άρεσε πολύ περισσότερο «οπτικά», ενώ το j αποφάσισα πως θα ήταν σιωπηρό. Δεν ήξερα πως στα ολλανδικά ήταν μια ακόμη κοινή λέξη. Το ανακάλυψα το 1980 όταν δίδασκα στο Den Hague, κάποια στιγμή που σε μια στάση λεωφορείων σήκωσα τα μάτια και διάβασα: Lijn 4 (γραμμή 4). Αυτομάτως ήρθε στο μυαλό μου ο τίτλος έκθεσης στην Ολλανδία, με τα γραμμικά μινιμαλιστικά έργα που είχα φτιάξει στα τέλη του ’70: «Liliane Lijn, Licht Lijn» (λίλιαν λιν λιχτ λιν). Υπάρχουν τελικά κάποια πράγματα στη ζωή από τα οποία δεν μπορείς να ξεφύγεις…
Σε ποιον βαθμό ο Takis και οι Έλληνες φίλοι σας, η ελληνική μυθολογία, η αρχαία Ελλάδα επηρέασαν το έργο σας;
Η ζωή μου στην Ελλάδα από το 1963 έως τα τέλη του ’66 επηρέασε σημαντικά τη δουλειά μου. Ο Takis υπήρξε ο μέντοράς μου για τουλάχιστον επτά χρόνια. Ήταν 14 χρόνια μεγαλύτερός μου, η ζωή του πλούσια σε εμπειρίες και περιπετειώδης, σχεδόν μυθική, έζησε πόλεμο, έμενε στο Παρίσι… Τα έργα του και οι ιδέες του ήταν τόσο συναρπαστικά, τα καινοτόμα μαγνητικά γλυπτά του, ορόσημα στον κόσμο της τέχνης. Μπορεί να έμαθα από τον Takis πως η έρευνα και η ανακάλυψη καινούργιων πραγμάτων ήταν και ο δικός μου δρόμος ή ίσως να τον είχα ήδη βρει μέσα από τα ζωγραφικά μου παζλ, αλλά ήταν μάλλον η ανάγκη, η δίψα και των δυο μας να ψάχνουμε, να ανακαλύπτουμε, αυτό που μας έφερε τόσο κοντά.
Ήθελα να διαβάσω όσα περισσότερα μπορούσα για την ελληνική μυθολογία από τη στιγμή που διδάχθηκα πως ήταν ο θεμέλιος λίθος του δυτικού πολιτισμού και κουλτούρας. Η πλούσια, οργιάζουσα φαντασία των αρχαίων και ο ισχυρός δεσμός τους τόσο με τον φυσικό όσο και με τον υπερφυσικό κόσμο έδιναν τροφή και στη δική μου φαντασία. Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός έπαιξε επίσης μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση της δικής μου καλλιτεχνικής ταυτότητας, σε συνδυασμό μάλιστα με τις σπουδές μου στην αρχαιολογία και το ενδιαφέρον μου σε διάφορα αδούλευτα και ασυνήθιστα υλικά.
Πειραματίζεστε με την κίνηση, το φως, τις αντανακλάσεις. Πείτε μας περισσότερα για τα κινούμενα υφάσματα και τα κινούμενα πρότζεκτ σας γενικότερα.
Το 1961, με ταλαιπώρησε πολύ μια σοβαρή λοίμωξη του φάρυγγα. Είχα μόλις επιστρέψει στο Παρίσι από τη Νέα Υόρκη. Ήταν ένα πολύ ζεστό καλοκαίρι, ο Takis κι εγώ μέναμε σε ένα φθηνό ξενοδοχείο και ήταν αδύνατο να με φροντίσει όπως έπρεπε. Ταξίδεψα λοιπόν στη Γενεύη, που ζούσε ο πατέρας μου, και για περίπου μια εβδομάδα έμεινα εκεί στο κρεβάτι άρρωστη. Παρατηρούσα τον κυματισμό στις λεπτές βαμβακερές λευκές κουρτίνες από το ελαφρύ αεράκι που έμπαινε από το παράθυρο, τα ξεχωριστά μοτίβα και σχήματα που παρεμβάλλονταν αλλάζοντας εντελώς τη δυναμική του υφάσματος. Με μάγευαν αυτά τα εναλλασσόμενα κύματα και έτσι ήρθε στο μυαλό μου η ιδέα ενός ρούχου που θα δημιουργούσε το ίδιο εφέ. Έφτιαξα ένα φόρεμα το ’66 και ξανά, ένα ταγέρ παντελόνι-σακάκι, το ’67 που παρουσίασα στην εβδομάδα μόδας του Λονδίνου.
Η δουλειά μου με το πλαστικό με οδήγησε στη δημιουργία των «ρευστών αντανακλάσεων» (Liquid Reflections), τα κινούμενα έργα στα οποία δύο διαφανείς ακρυλικές μπάλες κινούνται ακανόνιστα στην επιφάνεια ενός περιστρεφόμενου δίσκου, μεγεθύνοντας τις αντανακλάσεις και τις σκιές σταγόνων νερού που είναι εγκλωβισμένες στην εσωτερική επιφάνεια του δίσκου.
Το ’65, άρχισα να φτιάχνω κώνους πάνω στους οποίους υπήρχαν λέξεις που έμοιαζαν να κινούνται όταν τους ακουμπούσες, ήταν τα Poemcons. Ύστερα άρχισα να ζωγραφίζω χρωματιστές φαρδιές γραμμές στους κώνους. Το χρώμα για μένα ήταν σαν μια διάλεκτος, μια μορφή γλώσσας. Σύντομα άρχισα να φτιάχνω ακόμη μεγαλύτερους κώνους από φάιμπερ-γκλας που κάλυπτα με στρώματα ακρυλικού και τους φώτιζα από μέσα. Όταν οι κώνοι περιστρέφονταν, τα ακρυλικά έμοιαζαν με αιχμηρές γραμμές που έκοβαν τον όγκο των κώνων, δημιουργώντας «ταλαντώσεις» στο φως που έβγαινε από μέσα. Ονόμασα αυτή τη δουλειά Koans. Έτσι λέγονται στην Ιαπωνία οι γρίφοι και τα αινίγματα που δίνουν στους αρχάριους μοναχούς για να τους μυήσουν στην τέχνη του διαλογισμού…
Έχετε ασχοληθεί με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους έκφρασης. Εάν υπάρχει κάποιο καλλιτεχνικό ρεύμα που σας προσδιορίζει, ποιο είναι αυτό;
Οι καλλιτέχνες είτε θα εφευρίσκουν ένα νέο κίνημα ή θα εντάσσονται σε κάποιο ήδη υπάρχον. Δεν κατηγοριοποιούν τη δουλειά τους. Η δική μου δουλειά έχει θεωρηθεί ή έχει τοποθετηθεί στο πρίσμα της κινητικής τέχνης, αλλά και στην κατηγορία της Οπτικής Ποίησης και, πιο πρόσφατα στην Sci-Art. Εγώ θεωρώ τη δουλειά μου βαθύτατα φεμινιστική, αν και δεν είναι απαραίτητο να τη βλέπει έτσι κανείς. Ξέρω, δεν είναι εύκολο να εντάξω κάπου τη δική μου τέχνη, αλλά αυτό ισχύει σήμερα και για πολλούς νέους καλλιτέχνες που προτιμούν να μην ταυτίζονται με ρεύματα, ταυτότητες και ύφη.
Πώς προέκυψε η ιδέα των «μηχανών ποίησης»; Γράφετε η ίδια ποιήματα;
Πάντα έγραφα ποιήματα. Ωστόσο, οι «Μηχανές Ποιημάτων» δεν προέκυψαν από τα ποιήματα που έγραφα, στην πραγματικότητα δεν ξεκίνησα καν με τη χρήση λέξεων. Ήδη το ενδιαφέρον μου για τις επιστήμες ήταν τεράστιο και το 1962, σε μια επίσκεψή μου στο Palais de La Découverte, το Μουσείο Επιστημών στο Παρίσι, είδα ένα πανέμορφο αντικείμενο που χρησιμοποιούσαν στα πρώτα οπτικά πειράματα, το οποίο ερευνούσε τις αντανακλάσεις και παρεμβάσεις του φωτός στην ύλη και την παραδοξότητα στη συμπεριφορά του τόσο ως «κύμα» όσο και ως ένα αυτόνομο «σώμα». Αυτή η ιδιότητα του φωτός με ξετρέλαινε, η ιδέα πως κάτι μπορούσε να υιοθετήσει την αντίθετη υπόσταση κάθε φορά και παρά ταύτα να παραμένει αμετάβλητο. Το τμήμα Οπτικής του μουσείου ήταν γεμάτο φανταστικά εκθέματα, αρκετά χρησιμοποιούνταν σε πειράματα του 19ου αιώνα, τόσο όμορφα που έμοιαζαν με πραγματικά έργα τέχνης. Εμπνευσμένη από όλα αυτά προσπάθησα κι εγώ να «ερευνήσω» τις παρεμβατικές ιδιότητες του φωτός. Είχα ήδη δημιουργήσει κινητικά έργα στη Νέα Υόρκη, αλλά αυτό ήταν μακράν πιο φιλόδοξο.
Η λογοτεχνία ήταν μέσα στα ενδιαφέροντά σας;
Έγραφα από τότε που ο πατέρας μου μού είχε χαρίσει ένα μικρό σημειωματάριο, όταν ήμουν 9 χρονών. Άρχισα να γράφω σε αυτό, ήταν το ημερολόγιό μου. Έγραφα και ποιήματα. Ακόμα και παιδικά παραμύθια έχω γράψει, και αργότερα, ιστορίες που θυμίζουν περισσότερο παραβολές. Κάποια από αυτά που έγραφα δημοσιεύονταν σε περιοδικά ποίησης, όπως το Montagna Rossa, ενώ ένα ολόκληρο τεύχος του Grosseteste Review ήταν αφιερωμένο στα γραπτά μου, παράλληλα με ένα αφιέρωμα στον Γάλλο ποιητή Guillaume Chpaltine. Έγραφα επίσης για τις δικές μου «μηχανές ποιημάτων». Όταν ζούσα στην Ελλάδα έφτιαξα «τροχούς ποίησης». Τα έργα θύμιζαν πολύ τους θιβετιανούς τροχούς προσευχών, αν και οι τροχοί ποίησης ήταν από συμπαγείς ξύλινους κυλίνδρους που περιστρέφονταν με ρουλεμάν.
Το 1968 είδα ένα όνειρο τόσο συναρπαστικό που θέλησα να το «συνεχίσω» και στο ξύπνιο μου. Ο Γκούσταβ Γιουνγκ το ονόμαζε αυτό «Ενεργή Φαντασία». Δεν είχα διαβάσει ακόμα κανένα βιβλίο του Γιουνγκ, αλλά ήθελα να το κρατήσω αυτό το όνειρο. Μιλούσα, λέει, με φως όχι φωνή, και μπορούσα να ταξιδέψω στον χωροχρόνο χωρίς να μετακινήσω το σώμα μου. Αναρωτήθηκα, ποιον κόσμο θα κατοικούσαν οι άνθρωποι αν είχαν αυτή την ικανότητα; Έτσι προέκυψε το πρώτο μου βιβλίο, το ονόμασα «Time Zone». Οι Allison & Busby ήθελαν να το εκδώσουν αλλά αφού πέρασε ένας χρόνος και το ξαναδιάβασα, ένιωσα πως δεν ήταν ολοκληρωμένο, ήθελε περισσότερη δουλειά. Το βιβλίο στην τελική του μορφή «έκλεισε» το 1974 και του έδωσα τον τίτλο «Crossing Maps» (Διασταυρούμενοι Χάρτες). Είχε εξελιχθεί σε μια ιδεολογική ποιητική πρόζα που εξέταζε την κοινωνία μας με φεμινιστική ματιά και μέσα από ένα σχετικιστικό πρίσμα.
Ήταν η οπτική ποίηση το μονοπάτι που σας οδήγησε στην performance art;
Οι «μηχανές ποιημάτων» είχαν κάτι το παραστατικό, ενσωματώνοντας τις εντάσεις και τις δονήσεις μιας περφόρμανς, σε αντίθεση με την οπτική ποίηση που μένει ακίνητη, κρεμασμένη σε έναν τοίχο. Άρχισα τις παραστάσεις αφού είχα ολοκληρώσει το «Crossing Maps». Έκανα αρκετές σε διάφορες παμπ αλλά και στο θέατρο Young Vic στο Λονδίνο και στο Φόρουμ του Κέντρου Πομπιντού στο Παρίσι, χρησιμοποιώντας συχνά κομμάτια από το βιβλίο μου που τραγουδούσα η ίδια. Όταν τελείωσα το βιβλίο, η Diane Tyler, αναγνωρισμένη ατζέντης, το έστειλε σε όλους τους εκδότες. Εκείνοι το επέστρεφαν λέγοντας πως είναι ποίηση. Οι εκδότες ποιητικών συλλογών επίσης το επέστρεφαν, λέγοντας πως ήταν πολύ μεγάλο. Τελικά εκδόθηκε το 1983 από τους Thames & Hudson στη Μεγάλη Βρετανία, σε παραγωγή των Hansjörg Mayer Editions. Ήταν λοιπόν πολύ σημαντικό να το παρουσιάσω ως performance, όχι μόνο για μένα, αλλά και για να δώσω την ευκαιρία και σε άλλους να ζήσουν την «εμπειρία» αυτών που είχα γράψει.
Οι ατελείωτες αναζητήσεις σας σάς οδήγησαν και σε διαφορετικά πνευματικά μονοπάτια. Ασχοληθήκατε με τον Βουδισμό. Τι ανακαλύψατε μελετώντας τον;
Ανακάλυψα τον Βουδισμό μόλις στα 18 μου χρόνια μέσα από τα γραπτά του Ραμάνα Μαχάρσι, ενός μεγάλου σοφού από την Ινδία. «Μέσα από τη φλογερή αναζήτηση και την απόρριψη του πέπλου του “εγώ”, βρίσκει ο καθένας τον εαυτό του, εκείνον χωρίς “εγώ”, και έτσι πορεύεται». Αυτά είπε ο Μαχάρσι και ήμουν αποφασισμένη να ακολουθήσω τις «συμβουλές του», γράφω στην αυτοβιογραφία μου. Αυτό απαιτούσε πολλή και επίπονη δουλειά, να απαρνηθείς το «εγώ» σου, και για έναν καλλιτέχνη, χωρίς αμφιβολία, ήταν μια μάλλον αντιπαραγωγική διαδικασία.
Το δούλευα για χρόνια μέσα μου, ιδιαίτερα όσο ζούσα στην Ελλάδα. Διάβαζα τα γραπτά ενός Θιβετιανού βουδιστή αγίου και ποιητή, του Jetsun Milarepa. Ο καλός μου φίλος και αγαπημένος Βρετανός ποιητής, Nazli Nour, είχε φέρει τη βιογραφία του και δυο τόμους με τα 100.000 τραγούδια του από το Λονδίνο, δώρο για τον Takis. Αποτέλεσαν αστείρευτη πηγή έμπνευσης και επιβεβαίωναν όσα προσπαθούσα να αφομοιώσω, όπως τότε που είχα δει την αντανάκλασή μου στη μεγάλη τζαμαρία του αεροδρομίου της Γενεύης δυο-τρία χρόνια νωρίτερα: «Αεροδιάδρομοι, φώτα, συννεφιασμένα βουνά και ένας ουρανός να κατοικούν μέσα μου, σαν να ήμουν διάφανη και εκείνα τα μακρινά φαινόμενα ήταν κομμάτια του εαυτού μου. Ήταν μια στιγμή αναγνώρισης του κενού μου και της απεραντοσύνης ενός “εγώ” που θα μπορούσε να περιέχει έναν ολόκληρο κόσμο» (από την αυτοβιογραφία μου). Οι ενδοσκοπήσεις ενός φωτισμένου ανθρώπου όπως ο Milarepa ήταν όπως ένας φυσικός βλέπει την πραγματικότητα και το σύμπαν. Χειροπιαστά και κανονισμένα. Διάβασα βιβλία Κινέζων και Γιαπωνέζων Ζεν βουδιστών, αναζητώντας πάντα στιγμιαία φώτιση. Μου πήρε πολύ περισσότερο να κατανοήσω πως δεν υπάρχει προορισμός στη διαδρομή, παρά μόνο η ίδια η διαδρομή και το μονοπάτι που την καθορίζει.
Στη δουλειά σας είναι εμφανείς οι επιρροές από τη φεμινιστική μυθολογία. Πώς μπήκε ο φεμινισμός στη δουλειά σας; Ήταν δύσκολο για μια γυναίκα στην εποχή σας να γίνει γνωστή στο χώρο; Πόσο διαφορετικά πιστεύετε ότι είναι σήμερα τα πράγματα;
Στις αρχές του ’70 στο Λονδίνο, την ίδια περίοδο που διαμορφωνόταν η φεμινιστική συνείδηση στις γυναίκες, εγώ ήμουν πολύ απασχολημένη με τη δουλειά μου, έγραφα το «Crossing Maps» και φρόντιζα τον μικρό μου γιο, δεν είχα χρόνο να «ερευνήσω» ή να ενταχθώ σε καμία από αυτές τις ομάδες. Εκείνη την εποχή η δουλειά μου είχε μινιμαλιστικά χαρακτηριστικά. Τα έργα μου παρέπεμπαν περισσότερο στις επιστήμες, τη Φυσική, την Αστρονομία, αλλά και στον Βουδισμό, και γνώριζα καλά πως όλοι αυτοί οι τομείς ήταν «ανδροκρατούμενοι». Η δική μου προσέγγιση –και στην κινητική τέχνη επίσης– ήταν ασυνήθιστη, και όπως μου είχε πει η Ντενίζ Ρενέ, έμπορος έργων τέχνης, «πολύ λυρική». Αυτό το «πολύ» το έλεγε επειδή ενδιαφερόταν για τον κονστρουκτιβισμό και την κινητική τέχνη που προέκυπταν από αυτό το κίνημα. Εμένα μου φαινόταν πολύ «ανδρικό» όλο αυτό. Η δική μου καλλιτεχνική καταγωγή ήταν ο σουρεαλισμός, όμως η καλλιτεχνική μου εξέλιξη βασιζόταν περισσότερο στις προσωπικές μου παρατηρήσεις της φύσης. Η ενσυναίσθηση και ο εστιασμός ήταν σημαντικά για μένα.
Ήξερα πάντα πως, ως γυναίκα, θα καθόμουν στο «πίσω» κάθισμα», και προσπάθησα να το αλλάξω αυτό μέσα από τη δουλειά και τον τρόπο σκέψης μου. Οι εκθέσεις παρουσίαζαν κυρίως έργα ανδρών καλλιτεχνών ή συμπεριλάμβαναν και κανά-δυο γυναίκες. Υπήρχαν και εξαιρέσεις, όπως η ζωγράφος Μπρίτζετ Ράιλι που έφτασε στην κορυφή. Κάποτε είχαμε πει να μοιραστούμε ένα στούντιο και, στην κουβέντα που είχαμε, της ανέφερα πως δεν μου αρέσει ιδιαίτερα η πολιτική. Η δική της απάντηση ήταν πως, αντίθετα, τη λάτρευε.
Το 1977, πρότεινα μια έκθεση γυναικών καλλιτεχνών στην Tate Gallery, καθώς δεν είχα δει στα 13 χρόνια που ζούσα στο Λονδίνο μια έκθεση γυναικών καλλιτεχνών. Ο Michael Compton, στον οποίο έκανα την πρόταση, μου είπε πως η Tate δεν θα δεχόταν ποτέ να εκθέσει τα έργα μιας γυναίκας, και θα μετέφερε την πρότασή μου στο Καλλιτεχνικό Συμβούλιο Οπτικών Τεχνών. Το αποτέλεσμα ήταν η οργάνωση μιας ετήσιας καλοκαιρινής έκθεσης με τίτλο «The Hayward Annual» που θα έφερνε στο προσκήνιο τη δουλειά λιγότερο γνωστών καλλιτεχνών που έδρευαν στη Μ. Βρετανία. Την πρώτη χρονιά εκτέθηκαν έργα γνωστών ανδρών καλλιτεχνών, ενώ συμμετείχε και μια γυναίκα, η Kim Lin, που τύγχανε σύζυγος του Bill Turnbull, ο οποίος επίσης συμμετείχε.
Μετά από τις συζητήσεις που ξεσήκωσε το γεγονός και την επιπλέον απόρριψη μιας από τις πιο φιλόδοξες φεμινιστικές εκθέσεις τέχνης που ήθελε να οργανώσει η Linda Nochlin που περιόδευε στην Αμερική, η επιτροπή Οπτικών Τεχνών μού ζήτησε να φτιάξω ένα πάνελ από πέντε γυναίκες για την Hayward Annual της επόμενης χρονιάς (1978). Ήταν μια ιδιαίτερα ευαίσθητη δουλειά, καθώς στην αναζήτηση των καλλιτεχνών, τρεις από τις πέντε γυναίκες της επιτροπής, ψήφιζαν να συμπεριλάβουμε κι ένα μικρό ποσοστό ανδρών. Φοβόντουσαν πως μια έκθεση μόνο με έργα γυναικών δεν θα την έπαιρνε κανείς σοβαρά. Όλο αυτό, καθώς και η αντίδραση του Τύπου στο ότι οι καλλιτέχνες είχαν επιλεγεί από γυναίκες, με έπεισαν πως ο δρόμος της ισότητας ήταν μακρύς. Πέντε χιλιάδες χρόνια ανδρικής κυριαρχίας ήταν πολλά για να τα ξεπεράσει η κοινωνία.
Πέντε χιλιάδες χρόνια ανδρικής κυριαρχίας ήταν πολλά για να τα ξεπεράσει η κοινωνία.
Ποια η γνώμη σας για τις σύγχρονες κινητοποιήσεις περί ισότητας; Ισότητα των φύλων, ισότητα στη σεξουαλικότητα, το κίνημα #metoo κ.λπ. Σας απασχολεί η δύναμη των λέξεων και ο διαφορετικός τρόπος που αυτές μπορούν να ερμηνευθούν; Θα μπορούσε αυτά να εμπνεύσουν τη δουλειά σας;
Πιστεύω πως όλοι πρέπει να έχουν ίσα δικαιώματα και όλοι πρέπει να σεβόμαστε τον συνάνθρωπό μας, ανεξάρτητα από τις πεποιθήσεις του, τα πιστεύω του, το φύλο του, τον σεξουαλικό προσανατολισμό του κ.λπ. Πιστεύω επίσης στον ανοικτό διάλογο. Αυτό άλλωστε είναι κύριο συστατικό της ισότητας και της ελευθερίας, η ικανότητα του διαλόγου. Οι λέξεις έχουν τεράστια δύναμη και πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή, από την άλλη, η απαγόρευση κάποιων λέξεων μπορεί να οδηγήσει σε εκείνα ακριβώς τα αδιέξοδα που οι ίδιες αυτές λέξεις επιχειρούν να αποτρέψουν.
Πώς αρχίσατε να χρησιμοποιείτε το δικό σας σώμα στα έργα σας;
Μέσα στα 90s, «εξερευνούσα» τον εαυτό μου τόσο ως υποκείμενο όσο και ως αντικείμενο. Η σειρά Early Events που παρουσίαζε πέντε αφηγηματικά γλυπτά, ήταν κομμάτι αυτής της εξερεύνησης. Σε αυτά, αναζητούσα το ενδεχόμενο οι πρώιμες αναμνήσεις μας να φυλάσσονται, ή να παραμένουν εγκλωβισμένες, σε διαφορετικά σημεία του σώματός. Το σώμα μου θα μπορούσε, φυσικά, να είναι και το δικό σου σώμα ή του οποιουδήποτε. Αυτή η ιδέα προέκυψε όταν είχα ζητήσει από τη μητέρα μου να την ηχογραφήσω καθώς μιλούσε για τη ζωή της. Η ζωή της συμπεριλάμβανε και μένα. Μίλησε για τις αναμνήσεις της από τη γέννησή μου και τα πρώτα χρόνια της ζωής μου με τόση ειλικρίνεια και τόση δηκτικότητα που ένοιωσα να ξαναζώ εκείνες τις στιγμές μέσα από εκείνη. Τα μεγάλα δικά μου πορτρέτα είναι σαν «διάλογοι» με τον εαυτό μου και τα έφτιαξα χρησιμοποιώντας έναν συνδυασμό χάλκινων καλουπιών από θραύσματα που αργότερα επανασυναρμολογήθηκαν και επικαλύφθηκαν με φως νέον ή αργκόν. Το τελευταίο από αυτά, η Λίλιθ, είναι ένα πορτρέτο που φλέγεται, φόρος τιμής σε όλες εκείνες τις γυναίκες που αντιμετώπισαν τον καρκίνο του μαστού.
Μετά το 2000, δούλευα μια σειρά που ονόμασα Bodyscapes και στην οποία, μέρη του σώματός μου μετατρέπονται σε φυσικά τοπία, όπως ο αγκώνας μου στο Seagate: η θάλασσα στον αγκώνα μου ή η πλάτη μου στο Paradise Lost που εμφανίζεται ως η εξωτερική επιφάνεια ενός σπηλαίου. Μου αρέσει να φαντάζομαι να μεταλλάσσονται σημεία του σώματός μου σε διαφορετικά φυσικά μοτίβα, ένα βουνό ή μια σπηλιά, ένα δέντρο, ένα μπουκέτο λουλούδια. Η ελληνική μυθολογία είναι, με τον δικό της τρόπο, παρούσα κι εδώ.
Το έργο σας «Power Game» (Παιχνίδι Εξουσίας) είναι ένα παιχνίδι τζόγου και μια κοινωνικο-πολιτική φάρσα ταυτόχρονα που εξερευνά τις έννοιες της εξουσίας και της κοινωνικής ταυτότητας. Σας ενδιαφέρει τελικά η πολιτική; Με ποια έννοια σας απασχολούν τα «παιχνίδια εξουσίας»;
Με το Power Game, δημιούργησα ένα «σκηνικό» μέσα στο οποίο μια ομάδα ανθρώπων που πιθανότατα δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, αναζητούν μέσα από τον κοινό τους διάλογο τη λέξη που θα περιγράφει καλύτερα για τον καθένα την «εξουσία». Για να δημιουργήσω την κατάλληλη ατμόσφαιρα, τοποθετώ την ομάδα μου σε ένα καζίνο και ζητάω από τους συμμετέχοντας να αγοράσουν μάρκες, σα έτοιμοι να τζογάρουν. Δεν είναι όμως αυτό το ζητούμενο και δεν υπάρχει λέξη για τη νίκη. Με τη σειρά του ο καθένας έχει την ευκαιρία να διαλέξει μια από τις τέσσερις λέξεις που είναι τυπωμένες στις δυο κάρτες που παίρνουν στα χέρια τους. Αυτές οι κάρτες, μέσα από έναν πάκο καρτών που σχεδίασα, μοιράζονται στους παίκτες από έναν πραγματικό γκρουπιέρη, ο οποίος επίσης μαζεύει όλα τα στοιχήματα και ανακοινώνει τις επιλεγμένες λέξεις. Μόλις δυο παίκτες διαλέγουν τις λέξεις τους, πρέπει να τις υπερασπιστούν, να επιχειρηματολογήσουν γιατί πιστεύουν πως αυτές οι λέξεις αποδίδουν την εξουσία. Ύστερα, οι παίκτες που κάθονται στο τραπέζι αλλά δεν έχουν ποντάρει, μπορούν να ψηφίσουν για τη λέξει που πιστεύουν ως την ισχυρότερη από τις δυο που έχουν τεθεί.
Στόχος είναι, το παιχνίδι, το οποίο είναι επίσης και μια παράσταση, να επαναπροσδιορίσει τις έννοιες της δύναμης και της εξουσίας. Θα το χαρακτήρισα και σαν μια φάρσα στη δημοκρατία μας, μια φάρσα που απεικονίζει τον παραλογισμό της εξουσίας. Είναι οι διαφορετικοί τρόποι που αντιδρούν οι άνθρωποι και το μεταξύ τους παιχνίδι που συναρπάζει περισσότερο, όπως συμβαίνει και με τα παιχνίδια πολιτικής εξουσίας. Δημιουργώ μικρά φιλμ με κάθε νέα ομάδα ανθρώπων οι οποίοι καλούνται να σχολιάσουν κατόπιν πως τους φάνηκε το παιχνίδι που είτε έπαιξαν οι ίδιοι ή παρακολούθησαν ως θεατές.
Πώς βλέπετε την Αθήνα σήμερα; Υπάρχει κάποιο αγαπημένο μέρος στην πόλη;
Έζησα τρία χρόνια στην Αθήνα τη δεκαετία του ’60, αλλά τότε ήταν μια εντελώς διαφορετική πόλη, δυσκολεύομαι πραγματικά να αναγνωρίσω σήμερα παλιά μέρη ή στέκια που τότε γνώριζα τόσο καλά. Δεν θα μπορούσα λοιπόν να σας πω ποιο είναι το αγαπημένο μου μέρος σήμερα, όχι ακόμα τουλάχιστον, ίσως όταν περάσω περισσότερο καιρό εδώ ξανά και τη γνωρίσω απ’ την αρχή. Και μου αρέσει να δημιουργώ κάτι στην πόλη που βρίσκομαι, γιατί έτσι γνωρίζω και την πόλη την ίδια αλλά και τους ανθρώπους της.
Liliane Lijn: Portals, NEON, Καπνεργοστάσιο 11 Ιουνίου – 31 Δεκεμβρίου 2021