- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Cacao Rocks: Αντίο, Μίκη αθάνατε
Ο Μίκης Θεοδωράκης είναι ο πιο δυνατός μας σύνδεσμος με τα βάθη του χρόνου και την αυθεντικότητά μας
Ο Cacao Rocks (Ιάσονας Μέγκουλας) γράφει τις σκέψεις του για τον Μίκη Θεοδωράκη, με αφορμή το εξώφυλλο που φιλοτέχνησε για την ATHENS VOICE
Βιέννη, Φεβρουάριος 2020
Όταν βρίσκομαι στο εξωτερικό και τύχει να ακούσω τη μουσική του Μίκη, συγκινούμαι. Μου θυμίζει τον διευθυντή μας στο 54ο Δημοτικό Σχολείο Πειραιά, τον κύριο Νίκο. Μια φιγούρα που έμοιαζε με αντάρτη του ’40, Πελοποννήσιο ιερέα αλλά και χίπι από το Γούντστοκ, μασκαρεμένο σε δημόσιο υπάλληλο του ΠΑΣΟΚ. Το σχολείο μας είχε θέα στον Σαρωνικό, χτισμένο πάνω στα τείχη του Θεμιστοκλή. Μια μέρα, την ώρα του μαθήματος, τα μάτια του δασκάλου μας γούρλωσαν και μας ζήτησε να στρέψουμε το βλέμμα μας στη θάλασσα. Παρατηρήσαμε κάποια δελφίνια να παίζουν στο νερό και να ταξιδεύουν προς την Αίγινα. Ο δάσκαλος σιγοτραγούδησε τους στίχους του Ελύτη: «Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα / Και είδα και θαύμασα/ Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ’ εικόνα και ομοίωση μου:/ Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή/ και γαλήνιοι αμφορείς/ και λοξές δελφινιών ράχες...».
Την επομένη μέρα θα ήταν τα εγκαίνια και είχα ήδη ένα μικρό στρες. Δειπνήσαμε στο εστιατόριο «12 Απόστολοι» – ήμασταν οι μόνοι πελάτες. Οι δρόμοι άδειοι. Είχαν ανακοινωθεί οι πρώτοι νεκροί από τον ιό, και ο κόσμος είχε τρομοκρατηθεί. Πάνε τα εγκαίνια, δεν θα πατήσει ψυχή! Την ημέρα της έκθεσης ήρθαν μερικοί θαρραλέοι από αυτούς τους συμπαθέστατους ταγμένους φιλότεχνους που συνήθως επισκέπτονται τις εκθέσεις κυρίως για το κρασί και τους βρίσκεις σε κάθε πόλη. Αργότερα εμφανίστηκαν και καμιά εικοσαριά Έλληνες από τη Βιέννη και διάφοροι φίλοι των συναδέλφων μου από την Αθηνά. «Τουλάχιστον θα κάνουμε λίγο κέφι», σκέφτηκα. Το κρασί ήταν πολύ και οι επισκέπτες λίγοι. Ο φιλέλληνας και κοσμοπολίτης κύριος Μικαέλ, ιδιοκτήτης της γκαλερί, μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία των Ελλήνων, έχοντας τη διάθεση να δημιουργήσει πιο ευχάριστη ατμόσφαιρα, αποφάσισε να βάλει μουσική στα ηχεία. Με το που ακούστηκαν οι τρεις πρώτες νότες από το μπουζούκι του «Ζορμπά», οι Έλληνες εξαφανίστηκαν με τη δικαιολογία του τσιγάρου, ακόμη και αυτοί που δεν κάπνιζαν. Η κυρία Μαργκό, η γυναίκα του Μικαέλ, μου χαμογέλασε και πιάνοντάς με από τον ώμο έκανε τα δύο πρώτα βήματα από το συρτάκι. Λίγο η νοσταλγία της Ελλάδας και μιας εποχής που δεν έζησα, λίγο η απογοήτευση των αποτυχημένων εγκαινίων, λίγο ο τρόμος για το αβέβαιο μέλλον... λύγισα. Βγήκα και εγώ για τσιγάρο, για να μην κλάψω μπροστά στους ξένους. Οι Έλληνες σχεδόν ομόφωνα και, ενώ προσπαθούσα να κρύψω το δάκρυ μου ψάχνοντας αναπτήρα, μου είπαν: «Ρε, πες τους να αλλάξουν μουσική, τι είναι αυτά;». Ποια είναι αυτά; Αναφέρονταν στον Μίκη, στον Καζαντζάκη, στο συρτάκι. Μπήκα ξανά μέσα. Οι Βιεννέζοι δεν καταλάβαιναν. Με ρώτησαν γιατί δεν αρέσει η ελληνική μουσική στους Έλληνες. «Είναι σαν να βάζεις Bob Marley σε Τζαμαϊκανούς», τους απάντησα χαζογελώντας. Τι να εξηγήσω; Κοίταξα το πάτωμα και χαμήλωσα μόνος μου την ένταση σαν να προδίδω τα όνειρά μου. Οι επισκέπτες μπήκαν ξανά μέσα για να γεμίσουν τα ποτήρια τους και έβαλαν να ακούσουν κάτι σαν drum & bass.
Εκείνη τη στιγμή οραματίστηκα τον Σικελιανό, τον Εγγονόπουλο να «τρακάρουν» καβάλα σε ένα γρήγορο γερμανικό αυτοκίνητο παρασύροντας τις πινακίδες με τα ανορθόγραφα μενού εστιατορίων πάνω σε έναν τοίχο rooms to let. Η ελληνική τέχνη κατάντησε Greek Art, και οι εμείς, αλλοτριωμένοι, από φουστανελοφόροι κατσικοκλέφτες γίναμε νεόπλουτοι καουμπόηδες σοσιαλιστές που περιφρονούν καθετί ελληνικό. Όσο και αν αυτό βγάζει νόημα. Κανείς δεν ντρέπεται να αγαπήσει την Ελλάδα περισσότερο από τους Έλληνες.
Κατάλαβα πως ο λόγος που μας είχαν καλέσει στη Βιέννη για να εκθέσουμε τα έργα μας είναι η αναζήτηση της ελληνικότητας, που είναι ίσως και ο μόνος λόγος που υπάρχουμε στο παγκόσμιο «ηλεκτρικό» στερέωμα. Είναι αυτή η αυθεντική ελληνικότητα που τείνει να πεθάνει σαν αυτόχειρας με τη μορφή σατύρου-μπρελόκ και τον φαλλό ανατεταμένο κρεμασμένη σε ένα stand καταστήματος τουριστικών ειδών, πλάι σε έναν φαλλό-ανοιχτήρι μπίρας, φτιαγμένο από ξύλο αρχαίου ελαιόδεντρου.
Αθήνα, Σεπτέμβριος 2021
Σχεδόν εκατό χρόνια μετά την εμφάνιση της Γενιάς του ’30, σε έναν κόσμο όπου οι προφητείες του Andy Warhol έχουν εκπληρωθεί, και τρέχουμε σε μια μάταιη κούρσα για το διάστημα, ξεχνώντας καθετί που μας «γειώνει» και μας συνδέει με την παράδοση, χάνουμε τον Μίκη. Τον συνθέτη που σύστησε τη μικρή μας χώρα στον κόσμο την εποχή της δισκογραφίας και του κινηματογράφου. Ο προηγούμενος αιώνας έδωσε ταυτότητα στον νέο ελληνικό «τρόπο». Με τον λόγο των ποιητών μας, τα έργα των ζωγράφων μας και τη μουσική των συνθετών μας. Η ελληνικότητα είναι μια φορεσιά που είχαμε την τύχη να μας την κεντήσουν μερικοί από τους πιο άξιους μάστορες του κόσμου. Η γενιά μου θα πρέπει να αποφασίσει αν θα τη φορέσει για να πορευτεί στο μέλλον ή αν θα την κρεμάσει σε κάποιο μουσείο για να την αντικαταστήσει με κάτι made in China. Ο φίλος του Μίκη, ο Μάνος, έλεγε πως η Ελλάδα θα πάψει να υπάρχει όταν δεν θα έχει πια τίποτα να πει στον κόσμο. Έχουμε άραγε να πούμε κάτι ακόμα; Ή το παραμύθι της ελληνικότητας σταμάτησε στον Τσαρούχη, στον Σεφέρη και στον Μίκη.
Ο Μίκης Θεοδωράκης είναι ο πιο δυνατός μας σύνδεσμος με τα βάθη του χρόνου και την αυθεντικότητά μας, τον Όμηρο, τον Παυσανία και τους βυζαντινούς ρυθμούς. Είτε θα το καταλάβουμε είτε θα γίνουμε γραφικοί προσπαθώντας να εντυπωσιάσουμε τους Δυτικούς, μιμούμενοι τον τρόπο τους σαν τον ηθοποιό Νίκο Καλογερόπουλο που χόρευε Boney M. στην ταινία «Μάθε, παιδί μου, γράμματα». Προτιμώ να μιμούμαι τον Antony Quinn παρέα με τον Μικαέλ και τη Μαργκό και να χορεύω τον «Ζορμπά» στις γκαλερί της Βιέννης, και ας είναι ένα όνειρο, κι ας είναι μια εφεύρεση. Το ότι κάποιοι αγάπησαν την Ελλάδα με λάθος τρόπο στο παρελθόν δεν σημαίνει πως πρέπει να πάψουμε να την αγαπάμε και εμείς, πέρα από ιδεοληψίες και θρησκοληψίες. Ας παραδειγματιστούμε από τους ποιητές που έτυχε να ζήσουν σε αυτόν τον τόπο.
Συλλυπητήρια στην οικογένεια του Μίκη Θεοδωράκη, στους παιδικούς μου φίλους, Μίκη, Άγγελο, Στέφανο, και σε όσους νιώθουν Έλληνες σε όλο τον κόσμο.
Αντίο, Μίκη αθάνατε.