Εικαστικα

Ένας σπουδαίος πίνακας του Ludovico Lipparini στη Βουλή

«Ο Λόρδος Βύρων ορκίζεται στον τάφο του Μάρκου Μπότσαρη» του 1850

Γιάννης Νένες
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο πίνακας του Ludovico Lipparini «O Λόρδος Βύρων ορκίζεται στον τάφο του Μάρκου Μπότσαρη» του 1850, κοσμεί την έκθεση στη Βουλή των Ελλήνων

Το έργο του Ludovico Lipparini (1800-1856), «Ο Λόρδος Βύρων ορκίζεται στον τάφο του Μάρκου Μπότσαρη», του 1850, είναι ελαιογραφία σε μουσαμά, 250 × 350 εκ. και από τις 2 Ιουλίου κοσμεί την έκθεση για τα 200 χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης.

«Σήμερα η Βουλή των Ελλήνων υποδέχεται στην Αίθουσα Τροπαίων ένα τρόπαιο ελευθερίας και τέχνης». Αυτό τόνισε ο Πρόεδρος της Βουλής, κ. Κωνσταντίνος Τασούλας, υποδεχόμενος στο ελληνικό Κοινοβούλιο τον πίνακα του Ludovico Lipparini που το Δημοτικό Μουσείο του Τρεβίζο στην Ιταλία παραχωρεί στην Ελλάδα με αφορμή τον εορτασμό των 200 ετών από την Ελληνική Επανάσταση.

Η παρουσίαση της εμβληματικής ελαιογραφίας του 1850, που το επόμενο διάστημα θα κοσμεί την έκθεση «Αντικρίζοντας την Ελευθερία! Στη Βουλή των Ελλήνων δύο αιώνες μετά», έγινε στις 2/7, παρουσία της Πρέσβεως της Ιταλίας στη χώρα μας, κ. Πατρίτσια Φαλτσινέλι.

Ludovico Lipparini, “O Λόρδος Βύρων ορκίζεται στον τάφο του Μάρκου Μπότσαρη” (1850)

Όπως μας ενημερώνει ο επιμελητής της έκθεσης, κ. Θεόδωρος Κουτσογιάννης, πρόκειται για αρχετυπικό έργο μνημειακής κλίμακας για την Ελληνική Επανάσταση του κορυφαίου ζωγράφου της φιλελληνικής τέχνης, Ludovico Lipparini.

Ο Αγώνας των Ελλήνων ενέπνευσε τους Ιταλούς λογίους και καλλιτέχνες, καθώς και τους εκφραστές του ιταλικού πατριωτικού κινήματος, με κάποια χρονική καθυστέρηση, αλλά και με χρονικό βάθος, προς τα μέσα του 19ου αιώνα. Απασχόλησε ιδίως τους καλλιτέχνες της βόρειας Ιταλίας και δη της Ακαδημίας της Βενετίας, ονομαστικά έναν από τους κορυφαίους εκπροσώπους του ιταλικού Ρομαντισμού, τον Francesco Hayez (1791-1882) και τον φίλο του Ludovico Lipparini. Ο Lipparini αποτελεί την πιο αντιπροσωπευτική περίπτωση, με μια σειρά σημαντικών έργων, εκ των οποίων το προκείμενο συνιστά το πιο εντυπωσιακό δείγμα, όντας συγχρόνως και το τελευταίο φιλελληνικό έργο του.

Ο Βύρων, ως διεθνές σύμβολο του αγώνα για την ελευθερία, με δραστηριοποίηση τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ιταλία, αποτελεί πρόσφορο θέμα για την εικαστική μνημείωσή του από τον Ενετό καλλιτέχνη. Ο τρεβιζάνος παραγγελιοδότης του έργου, Sante Giacomelli (1792-1874), μετείχε του ιταλικού εθνικού κινήματος (Risorgimento) και υπήρξε μαικήνας νεαρών καλλιτεχνών, μεταξύ άλλων και του Lipparini, στον οποίο ανέθεσε το συγκεκριμένο έργο για την προσωπική του συλλογή, εκλογή που σχετίζεται και με την προπαγάνδιση της εθνικής ενοποίησης της Ιταλίας.

Ο Όρκος του Λόρδου Βύρωνα στον τάφο του Μπότσαρη από τον Lipparini, όπως και άλλα φιλελληνικά θέματά του, έτυχε θετικής υποδοχής και αναπαραγωγής, σε σχέδια και χαρακτικά, σε όλο το β΄ μισό του 19ου αιώνα. Ιδίως στην ελληνική τέχνη, τα φιλελληνικά έργα του θα διαδοθούν μέσω όχι μόνον χαρακτικών, αλλά και ζωγραφικών έργων με βάση τα δικά του πρότυπα, κατά κόρον από τον άμεσο μαθητή του, στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βενετίας, Διονύσιο Τσόκο.

Ο Lipparini θέλησε να αποδώσει με τη μεγαλύτερη δυνατή ιστορική εγκυρότητα το συμβάν της άφιξης του Βύρωνα στο Μεσολόγγι, στις 5 Ιανουρίου 1824, οπότε ορκίστηκε πίστη στην Ελλάδα και στο δίκαιο αγώνα των Ελλήνων, ντυμένος με φουστανέλα, μπροστά στον τάφο του Μ. Μπότσαρη. Επί τούτου, ζήτησε και εξασφάλισε από την Ελλάδα πληροφορίες, γραπτές και εικαστικές, για τη σκηνή και τους πρωταγωνιστές της. Στο κέντρο της σύνθεσης δεσπόζει ο λόρδος Βύρων, που φωτίζεται σκηνοθετημένα από την ήλιο, ντυμένος ελληνικά, να ακουμπάει το σπαθί του στον τάφο του Μάρκου Μπότσαρη – διακρίνεται στο μάρμαρο μέρος του ονόματός του (ΜΠΟΤ) – και να δείχνει την ελληνική σημαία. Γύρω του κατανέμονται όλες οι ομάδες πρωτεργατών του Αγώνα, η Εκκλησία με τους ιεράρχες και τα λάβαρα με τον σταυρό, οι αγωνιστές με πλήρη πολεμική εξάρτυση, γυναίκες και παιδιά που προσβλέπουν στη σημαία, μορφές άλλων Φιλελλήνων, ενδεδυμένων κατά τον ευρωπαϊκό τρόπο.
Επιμέρους σκηνές, όπως το φιλί του αποχαιρετισμού από έναν πολεμιστή στη γυναίκα του, αριστερά, και πιο μπροστά τους ο πατέρας που διαπαιδαγωγεί τον γιό του εξηγώντας του τα τεκταινόμενα, κι ακόμη ο αγωνιστής, ιδωμένος εκ των όπισθεν που ασπάζεται τον τάφο του Μπότσαρη ή ο ηλικιωμένος που υποβαστάζεται από τον γιό του, αριστερά, για να συμμετάσχει στην ιστορική στιγμή, μετατρέπουν το έργο σε ένα πανόραμα της ελληνκής εθνεγερσίας. Ο ακαδημαϊσμός και η σκηνοθετική αντίληψη του Lipparini έχουν κατακριθεί για ψυχρότητα, ωστόσο η μαεστρία τόσο στη γενική σύνθεση όσο και στις επιμέρους μορφές, αποδοσμένες με εξαιρετική λεπτομέρεια, σε συνδυασμό με τον υψηλό συμβολισμό της παράστασης καθώς και με τη μεγάλη κλίμακα, καθιστούν ετούτο το έργο αρχετυπικό τόσο για την φιλελληνική εικονογραφία όσο και ευρύτερα για εικαστική μνημείωση του ελληνικού Αγώνα της Ανεξαρτησίας.

Περισσότερα εδώ