- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Γεώργιος Σταθόπουλος: Ένας άνθρωπος της Τέχνης
Ο συλλέκτης έργων τέχνης και επιμελητής εκθέσεων γεμάτος ενέργεια, ενθουσιασμό και δημιουργικότητα
Η ζωή του Γεώργιου Σταθόπουλου: Τα πρώτα χρόνια στην Αμερική, η επιστροφή στην Ελλάδα, η δικηγορία, ο αθλητισμός και η ενασχόλησή του με την Τέχνη
Υπάρχουν άνθρωποι που αγαπούν κάτι με πάθος και αυτό λειτουργεί ως κινητήρια δύναμη για να κυνηγούν τα όνειρά τους και να υλοποιούν τις ιδέες τους, αλλά και να είναι πάντα γεμάτοι ενέργεια, ενθουσιασμό και δημιουργικότητα.
Ένας απ’ αυτούς είναι ο Γιώργος Σταθόπουλος. Στο βιογραφικό του μπορεί κάποιος να διαβάσει πολλές ιδιότητες που τον προσδιορίζουν, όπως αθλητής, δικηγόρος, συλλέκτης έργων τέχνης, επιμελητής εκθέσεων. Με μία μικρή αναφορά στις πρώτες, θα σταθούμε στην τελευταία με την οποία ασχολείται εδώ και πολλά χρόνια με αφοσίωση και μεγάλη επιτυχία.
Γεννήθηκε στην Αθήνα και η καταγωγή του είναι από το Κουπάκι Δωρίδος. Ο πατέρας του (1889 - 1976) σε πολύ νεαρή ηλικία έφυγε από το χωριό του και πήγε να δοκιμάσει την τύχη του στην Αμερική. Αν και είχε τελειώσει μόλις την 5η δημοτικού, κατάφερε με την εξυπνάδα, την εργατικότητα αλλά και το επιχειρηματικό του πνεύμα να δημιουργήσει μία πολύ πετυχημένη επιχείρηση με 17 fast food εστιατόρια, σε τρεις πόλεις (Michigan, Ohaio, Wiscosin). Ένθερμος πατριώτης, επέστρεψε στην Ελλάδα για να πολεμήσει στους Βαλκανικούς Πολέμους και γυρνώντας στην Αμερική συνέχισε τις επιχειρήσεις του.
Στην ηλικία των 42 ετών, έχοντας κερδίσει πολλά χρήματα για την εποχή εκείνη, επέστρεψε με την οικογένειά του στην Αθήνα. Έχτισε ένα μεγάλο κτίριο με μαγαζιά και διαμερίσματα στο Παγκράτι, στη συμβολή των οδών Υμηττού και Χρεμωνίδου και εγκαταστάθηκαν εκεί. Όταν ήρθαν τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής αποφάσισαν να γυρίσουν πίσω στην Αμερική. Ο Γιώργος ήταν τότε 11 χρονών. Πήγε στο New York High School και ταυτόχρονα άρχισε ν’ ασχολείται με τον αθλητισμό, απ' όπου απέσπασε πολλές διακρίσεις σε αγώνες.
Μερικά χρόνια αργότερα ένα γράμμα από τον ξάδελφό του, που ζούσε στην Ελλάδα, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη ζωή του. Έχοντας ξεχάσει τα ελληνικά του και δυσκολευόμενος να διαβάσει αλλά και να απαντήσει στον ξάδελφό του, ζήτησε από τον πατέρα του να το κάνει αντί γι’ αυτόν. Εκείνος τότε, συνειδητοποιώντας αλλά και αρνούμενος να δεχθεί ότι τα δικά του παιδιά του δεν θα ήξεραν ελληνικά, είπε στη γυναίκα το: «ετοιμαστείτε, πίσω στην Ελλάδα, για να μάθουν τα παιδιά ελληνικά». Η επάνοδος και ειδικά η φοίτηση σε ελληνικό σχολείο δεν ήταν εύκολη υπόθεση και χρειάστηκαν ατελείωτες ώρες με καλοκαιρινά ιδιαίτερα μαθήματα για την κατάλληλη προετοιμασία. Αρχικά γράφτηκε στο Κολλέγιο Αθηνών, αλλά όταν ο πατέρας του έμαθε ότι πολλά μαθήματα εκεί γίνονταν στην αγγλική γλώσσα τον πήγε στο 7ο Γυμνάσιο Παγκρατίου, απ’ όπου και αποφοίτησε. Εκτός από τα μαθήματα, είχε πολύ καλές επιδόσεις και στον αθλητισμό – στα 400 μέτρα και στο άλμα εις μήκος.
Τελειώνοντας το Γυμνάσιο, επέστρεψε στην Αμερική για σπουδές. Οι γονείς του ήθελαν για γίνει γιατρός και για να μην τους χαλάσει το χατίρι γράφτηκε στο τμήμα προ-ιατρικών σπουδών του Πανεπιστημίου Michigan. Ένα ακόμη γεγονός στάθηκε καθοριστικό για την εξέλιξη της μετέπειτα πορείας που πήρε η ζωή του. Τον δεύτερο χρόνο των σπουδών του έλαβε μέρος στο εσωτερικό πρωτάθλημα στίβου του Πανεπιστήμιου, όπου διακρίθηκε στα 400 μέτρα. Την επόμενη μέρα του τηλεφώνησε ο προπονητής του Πανεπιστημίου και τον ρώτησε «γιατί δεν είσαι μαζί μας;», εννοώντας «γιατί δεν ασχολείσαι επαγγελματικά με τον αθλητισμό, μια και είσαι τόσο καλός;». Αυτή η ερώτηση λειτούργησε μέσα του σαν καταλύτης και τον βοήθησε να συνειδητοποιήσει «ότι είχε παρατήσει αυτό που αγαπούσε και έκανε κάτι που στην ουσία δεν ήθελε αλλά και δεν ήταν ο εαυτός του». Άλλαξε κατεύθυνση, εγκατέλειψε τις ιατρικές σπουδές και γράφτηκε στο τμήμα Πολιτικών και Οικονομικών επιστημών, αλλά άρχισε ν’ ασχολείται και πάλι με τον στίβο που λάτρευε, μέσω της ομάδας του Πανεπιστημίου. Και γι’ αυτό τον λόγο, η φωτογραφία όπου φαίνεται να τερματίζει στο νήμα είναι συμβολική και έχει ιδιαίτερη σημασία γι’ αυτόν. Αξέχαστη θα του μείνει η συγκίνηση αλλά και η περηφάνεια που ένιωσε όταν επελέγη απ’ όλη την Αμερική, μαζί με άλλους 7 αθλητές-φοιτητές ελληνικής καταγωγής, για να συμμετάσχει σε διεθνείς αγώνες στίβου που έγιναν στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Οι πρώην συμμαθητές του από το 7ο Γυμνάσιο τον υποδέχθηκαν σαν ήρωα.
Συνέχισε τις σπουδές του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου George Washington University. Έχοντας ολοκληρώσει με επιτυχία τις εξετάσεις εξασκήσεως επαγγέλματος (bar exams), μπορούσε να εργαστεί ως δικηγόρος στην Αμερική, αλλά το μυαλό του ήταν πάντα στην Ευρώπη και ακόμη περισσότερο στην Ελλάδα. Ξεκίνησε από το Άμστερνταμ ως αρχισυντάκτης σε ευρωπαϊκά φορολογικά θέματα και λίγο αργότερα άνοιξε στην Αθήνα το δικό του διεθνές νομικό γραφείο, το οποίο διέγραψε μία πολύ πετυχημένη πορεία με μεγάλους πελάτες, όπως π.χ. η αμερικάνικη σοκολατοποιΐα Mars.
Το γραφείο το έχει κλείσει εδώ και 15 χρόνια, όταν ακόμη γνώριζε μεγάλες επιτυχίες. «Πρέπει να σταματάς όταν είσαι στο peak. Πρέπει να σε θυμούνται έτσι» λέει, προσθέτοντας ότι μπορεί να είχε κουραστεί αλλά είχε πετύχει όλους τους στόχους του και είχε αποκτήσει μία οικονομική επιφάνεια που του επέτρεπε μία άνετη ζωή για την οικογένειά του και την πολυτέλεια ν’ ασχοληθεί πλέον αποκλειστικά με κάτι που πάντα είχε στο πίσω μέρος του μυαλού του και για αρκετά χρόνια έκανε ταυτόχρονα με τη δουλειά του, αλλά ποτέ εις βάρος των πελατών του. Και αυτό το κάτι είναι η επιμέλεια εκθέσεων. Και πιο συγκεκριμένα, επιμέλεια εκθέσεων ελλήνων ζωγράφων για τους οποίους ανοίγει τις πόρτες εκτός Ελλάδος.
Έτσι η τέχνη, η οποία έπαιζε πάντα σημαντικό ρόλο στη ζωή του, παίρνει τη σκυτάλη από τις επιχειρήσεις και αρχίζει ένα νέο κεφάλαιο. Από τότε που ήταν μικρό παιδί του άρεσε η κλασική μουσική και έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον προς τη ζωγραφική. Όταν μεγάλωσε, άρχισε να πηγαίνει σε μουσεία και γκαλερί της Ευρώπης και της Αμερικής και το πρώτο έργο της συλλογής του ήταν από μία μικρή γκαλερί στη Sacre Coeur στο Παρίσι, ενός άγνωστου τότε καλλιτέχνη, με την υπογραφή «Franc». Ξαναβρήκε αυτόν τον ζωγράφο, μετά από πολλά χρόνια στις Βρυξέλλες. Ήταν πλέον πολύ γνωστός και η αξία των έργων του ήταν δεκάδες φορές παραπάνω.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα ξεκίνησε να εμπλουτίζει τη συλλογή του αγοράζοντας έργα τέχνης, με κριτήριο «να του αρέσει αυτό που έβλεπε, να του λέει κάτι». H συλλογή του μεγαλώνει με διάσημους ξένους ζωγράφους, όπως ο Ολλανδός Carel Appel, ο Βέλγος Alechinsky, ο Μεξικάνος Quevas κ.λπ. Γνωρίζοντας σιγά-σιγά έλληνες καλλιτέχνες και αναγνωρίζοντας τις δυνατότητές τους αλλά και το πρόβλημα που έχει η Ελλάδα στο να τους «εξάγει», σκέφθηκε ν’ αρχίσει να διοργανώνει εκθέσεις γι’ αυτούς στο εξωτερικό μιας και είχε τις κατάλληλες επαφές, τον χρόνο και το κέφι.
Η πρώτη έκθεση που διοργάνωσε ήταν για τον Μανώλη Χάρο, στο πανεπιστήμιο του Princeton, στο τμήμα των ελληνικών σπουδών. Με αυτή την έκθεση άρχισε η επαφή με το εξωτερικό και έτσι ξεκίνησε «η ιστορία».
Η δεύτερη αφορούσε στη συμμετοχή ενός λαϊκού (naif) αυτοδίδακτου, άγνωστου τότε ζωγράφου, του Γεωργίου Ρήγα (1921-2014), σε μία ομαδική έκθεση στο Musee d’ Art Naif Max Fourny, στην Μονμάρτη. Η δουλειά του συγκεκριμένου ζωγράφου, η οποία θύμιζε τον Θεόφιλο ή την αμερικάνα naif ζωγράφο Grandma Moses (1860 –1961), άρεσε πολύ στον Γ. Σταθόπουλο και έτσι ήλθε σ’ επαφή με την ιδιοκτήτρια του Μουσείου για να της δείξει ένα έργο του Ρήγα και να συζητήσει μαζί της την πιθανότητα μίας έκθεσης. Εκείνη δεν ήταν ιδιαίτερα θερμή με αυτή την ιδέα αλλά στο σημείο αυτό, όπως τονίζει ο ΓΣ, «για ακόμη μία φορά οι λεπτομέρειες αλλά και η τύχη έπαιξαν σημαντικό ρόλο για την επιτυχία του εγχειρήματος». Μία φωτογραφία ενός πολύ ωραίου άνδρα, πάνω σ’ ένα τραπεζάκι στο σπίτι της τράβηξε το βλέμμα του Γ. Σταθόπουλου και όταν τη ρώτησε ποιος ήταν αυτός ο κύριος εκείνη, βουρκωμένη, του απάντησε ότι ήταν ο σύζυγός της, ο οποίος είχε πεθάνει και ότι της τον θύμιζε πάρα πολύ.
Από εκείνη τη στιγμή, ως διά μαγείας, άλλαξε το κλίμα και οι δισταγμοί της Mde Fourny διαλύθηκαν και άρχισε να συζητά για τη διοργάνωση μίας έκθεσης με λαϊκούς ζωγράφους, με επίτιμο καλεσμένο τον Γεώργιο Ρήγα. Η «rue de George Rigas» ήταν το θέμα της διαφημιστικής αφίσας που κυκλοφόρησε σε ολόκληρο το Παρίσι και η έκθεση «La Cite et les Naifs» (1991) προσέλκυσε το ενδιαφέρον του φιλότεχνου κοινού αλλά και του τύπου.
Οι γνωριμίες του αλλά και οι συγκυρίες καθόρισαν τα επόμενα βήματα. Μιλώντας με τον κουμπάρο του, William Tragos, ιδιοκτήτη του TBWA, ενός αναγνωρισμένου διαφημιστικού γραφείου της Νέας Υόρκης, πληροφορήθηκε ότι ο διευθύνων σύμβουλος της Crillon Importers, αντιπρόσωπος της βότκας Absolute στην Αμερική, αλλά και μεγάλος συλλέκτης, ο Michel Roux, άνοιγε εκείνη την εποχή (το 2004), μία γκαλερί, την Absolute Americana Art Gallery, στο St. Augustine της Φλόριντας.
Η πρότασή του ν’ εγκαινιαστεί η γκαλερί με έκθεση ελλήνων παραστατικών ζωγράφων έγινε αμέσως δεκτή από τον Michel Roux και τα εγκαίνια της «Reflections from Greece I» σημείωσαν πολύ μεγάλη επιτυχία, με το NBC να καλύπτει την εκδήλωση και να δοθούν συνεντεύξεις στον τύπο τόσο από τον Γεώργιο Σταθόπουλο όσο και από τους καλλιτέχνες.
Ο 16σελιδος κατάλογος εκείνης της έκθεσης ενθουσίασε τον Πρόεδρο του National Art Club της Νέας Υόρκης και άνοιξε για πρώτη φορά την πόρτα της σε έλληνες ζωγράφους. Η «Reflections from Greece II», με συμμετοχή της ομάδας της Φλόριντας, έγινε το 2006 και πήρε πολύ μεγάλη δημοσιότητα. Ο δε Πρόεδρος δήλωσε ότι «στα είκοσι χρόνια που ήταν εκεί, δεν είχε δει έκθεση με τέτοια επιτυχία».
Επόμενος σταθμός ήταν η Ευρώπη και συγκεκριμένα η Belgravia Gallery στο Mayfair του Λονδίνου με τις ιδιοκτήτριες της οποίας, Anna Hunter και Laura Walford, ο Γεώργιος Σταθόπουλος συνδέεται με μακροχρόνια φιλία. Τον Μάϊο του 2007, καταξιωμένοι έλληνες καλλιτέχνες παρουσίασαν για πρώτη φορά τη δουλειά τους στην Ευρώπη, στο φιλότεχνο κοινό της αγγλικής πρωτεύουσας, με την έκθεση «Greek art today-Twelve Contemporary Artists».
Η συνεργασία με την Belgravia συνεχίστηκε για πολλά χρόνια με συμμετοχές αξιόλογων καλλιτεχνών με την ατομική έκθεση της Μαρίας Φιλοπούλου, «Instinct of water» (2013) να σημειώνει μεγάλη επιτυχία, όσον αφορά στις πωλήσεις.
Oι εκθέσεις ήταν και είναι ελλήνων παραστατικών και εξπρεσιονιστών ζωγράφων, με μικρές εξαιρέσεις όπως στην περίπτωση του λαϊκού Γ. Ρήγα. Η εναλλακτική τέχνη, αν και της μόδας, δεν τον συγκινεί, υπάρχουν τάσεις που δεν τις καταλαβαίνει και θεωρεί ότι «αρκετοί καλλιτέχνες επιδιώκουν συχνά να κάνουν κάτι το διαφορετικό, να εντυπωσιάσουν και να προκαλέσουν με κάτι που είναι αρκετά brutal».
Ο στόχος του, υποκινούμενος και από έναν πατριωτισμό, είναι να προβληθεί η Ελλάδα αλλά και η ελληνική τέχνη να ανοίξει τα φτερά της και να παρουσιάζεται σε σημαντικά εικαστικά κέντρα του εξωτερικού. Αναγνωρίζει ότι υπάρχουν εξαιρετικοί, ταλαντούχοι έλληνες ζωγράφοι, οι οποίοι όμως στερούνται προβολής μια και δεν υπάρχουν foir και τα έξοδα είναι μία μεγάλη τροχοπέδη. Όπως ομολογεί, η εύρεση χορηγιών είναι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει. Η εταιρεία Mars, το Ίδρυμα Κωστόπουλου έχουν προσφέρει αρκετές φορές χρήματα αλλά και συχνά «τσοντάρει» και ο ίδιος. Από το κράτος δεν έχει ζητήσει βοήθεια, εκτός από μία φορά, αλλά τα προβλήματα που προέκυψαν τον έκαναν ν’ αποφασίσει «ποτέ ξανά» και προτιμά να είναι ανεξάρτητος, «one man show».
Είναι άνθρωπος με πείσμα, αισιόδοξος και οργανωτικός και δύσκολα καταθέτει τα όπλα ακόμη και όταν βλέπει ότι τα πράγματα πάνε άσχημα. «Πόσες φορές στο ρινγκ δεν έχουν σηκωθεί στο 9 και έχουν νικήσει» λέει γελώντας, αναφερόμενος στον αθλητισμό, ο οποίος υπήρξε γι’ αυτόν μεγάλο σχολείο.
Εξακολουθεί να εμπλουτίζει τη συλλογή του, η οποία περιλαμβάνει Έλληνες και μεγάλα ονόματα ξένων καλλιτεχνών και στα προσεχή σχέδιά του είναι να δημιουργήσει έναν κατάλογο αυτής, καθώς και να γράψει ένα βιβλίο για τη συναρπαστική ιστορία του πατέρα του, αλλά και τη δική του βιογραφία, με έμφαση στη φιλοσοφία του για τη ζωή, η οποία συνοψίζεται στη ρήση «Success or Failure» του Elbert Hubbard.
Νιώθει περήφανος που, μετά από τη δική του πρόταση και συντονισμό, το 2014 εγκαταστάθηκε στους χώρους της σχολής Milken Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου του George Washington η γλυπτική σύνθεση του Γ. Ζογγολόπουλου «Ποσειδώνας», ύψους 3,95 μ. και βάρους 80 κιλών. Είναι η «πρώτη φορά που υπάρχει αυτούσιο ελληνικό γλυπτό σε αυτόν τον χώρο, τρία τετράγωνα από τον Λευκό Οίκο», λέει και η ικανοποίησή του δύσκολα κρύβεται. Ο «Ποσειδώνας» αποτελεί έναν πρεσβευτή της ελληνικής τέχνης σ’ ένα διεθνές περιβάλλον υψηλού κύρους.
Στις επαφές του συγκαταλέγονται σπουδαία ονόματα από τον χώρο της τέχνης, όπως ο Γιώργος Κωστάκης, ο μεγαλύτερος συλλέκτης της ρωσικής πρωτοπορίας, με πάνω από 3.000 έργα στη συλλογή του, 1.700 εκ των οποίων βρίσκονται στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στη Θεσσαλονίκη. Η γνωριμία τους είχε αρχικά επαγγελματικό χαρακτήρα, αλλά κατέληξε σε στενή φιλία, όπως φαίνεται από την αφιέρωση «to my dear friend George» πάνω στην προσωπογραφία που του χάρισε.
Mία στενή, μακροχρόνια φιλία τον συνδέει με τον Ρώσο τσελίτσα και μαέστρο Μστισλάβ (Σλάβαν) Ροστροπόβιτς, που γνώρισε μέσω της Virginia Mars, Προέδρου της Συμφωνικής Ορχήστρας της Washington στο Kennedy Center, με την οποία διατηρούσε επαγγελματική αλλά και φιλική σχέση.
Η σύμβολή του για δύο κονσέρτα που δόθηκαν από τον Ροστροπόβιτς στο Ηρώδειο, για τα μάρμαρα του Παρθενώνα, ήταν τεράστια και εκτιμήθηκε ιδιαιτέρως από την τότε Υπουργό Πολιτισμού, Μελίνα Μερκούρη.
Εκτός από το πάθος του και την αγάπη για την τέχνη ασχολείται πολύ με το διάβασμα και τη μουσική αλλά και με το εξοχικό του σπίτι στην Τζια. Έχει παιδιά και εγγόνια, πολλούς και καλούς φίλους στην Ελλάδα και στο εξωτερικό με τους οποίους βρίσκεται συνεχώς σ’ επαφή. Η ζωή του είναι πολύ γεμάτη και αισθάνεται ότι έκανε ό,τι ήθελε να κάνει.
Στην ερώτηση «αν υπήρχε κάτι που θα άλλαζε, αν μπορούσε να γυρίσει τον χρόνο πίσω» η απάντηση είναι απόλυτα κατανοητή, λόγω μίας παλιάς αλλά μεγάλης του αγάπης: «αν δεν επιστρέφαμε τότε στην Ελλάδα, το όνειρό μου ήταν να συμμετάσχω με την αμερικάνικη ομάδα στους Ολυμπιακούς Αγώνες».
Το όνειρο αυτό έμεινε μεν ανεκπλήρωτο, το προσέγγισε όμως κατά κάποιο τρόπο, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, όταν πήρε μέρος στην εναρκτήρια τελετή και παρέλαση, όχι από τη θέση του αθλητή, αλλά του Ambassador των Virgin Islands.
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ινστιτούτο Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης - Εκθεση Γ. Ρήγα (Παρίσι – 1991)
- Ινστιτούτο Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης - Εκθεση στην Φλόριντα (2004)
- Ινστιτούτο Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης - Εκθεση στην Νέα Υόρκη (2006)
- Ινστιτούτο Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης - Εκθεση στο Λονδίνο (2007)
- Ινστιτούτο Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης - Εκθεση στο Λονδίνο (2013)