Εικαστικα

Ο Συμπαντικός Γιάννης Τσαρούχης (1910-1989)

Aκούγαμε εκστασιασμένοι τον Τσαρούχη να μιλάει. Μας είχε εντυπωσιάσει η (αφοπλιστική) ειλικρίνεια, η απλότητα και το ευφυέστατο χιούμορ του

Θανάσης Δρίτσας
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Γιάννης Τσαρούχης (13 Ιανουαρίου 1910 - 20 Ιουλίου 1989): Αναμνήσεις με τον μεγάλο έλληνα ζωγράφο και σκηνογράφο.

Πάντα συνδέω στο μυαλό μου την επέτειο του θανάτου του Γιάννη Τσαρούχη αφενός με τη μεγάλη καλοκαιρινή γιορτή του Προφήτη Ηλία (20 Ιουλίου) αφετέρου με τη μαύρη επέτειο της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο (20 Ιουλίου 1974). Φέτος συμπληρώνονται 31 χρόνια απουσίας του Γιάννη Τσαρούχη από τη ζωή των Νεοελλήνων, άφησε τα εγκόσμια στις 20 Ιουλίου του 1989.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ την ημέρα που γνώρισα για πρώτη φορά τον Τσαρούχη. Ήταν δεκαετία του 80, ήμουν τότε φοιτητής Ιατρικής και μαζί με τον συνομήλικο πνευματικό συνοδοιπόρο των καιρών εκείνων  Δημήτρη Γιαλαμά είχαμε επισκεφτεί (για ακόμα μια φορά) το Άγιον Ορος. Νομίζω ήταν η Μεγάλη Εβδομάδα-Πάσχα του 1983 και με τον Γιάννη Τσαρούχη υπήρξαμε συνεπιβάτες στο μικρό γραφικό λεωφορείο που μετέφερε προσκυνητές από το γραφικό λιμανάκι της Δάφνης στις Καρυές του Αγίου Όρους. Ο Τσαρούχης ήταν τότε σε μεγάλη ηλικία, και τον συνόδευε μια παρέα νέων ανθρώπων που όταν αποβιβαστήκαμε κατάλαβα ότι του προσέφεραν σημαντική στήριξη λόγω πολλαπλών προβλημάτων υγείας αλλά και μιας  χαρακτηριστικής αστάθειας βαδίσματος που είχε. Είχα τότε την μεγάλη τύχη να φιλοξενηθώ κάποια βράδια στο κελί του Μοναχού Ιερόθεου (εκείνες τις εποχές υπεύθυνος του μοναδικού βιβλιοπωλείου στις Καρυές και επίσης παλαιός φίλος του Γιάννη Τσαρούχη) μαζί με τον ζωγράφο και την ακολουθία του. Ο Τσαρούχης έκανε συχνές επισκέψεις στο Άγιον Όρος σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Εκείνα τα βράδια διαπίστωσα τη μεγάλη του σοφία η οποία κατοικούσε σε ένα δυσανάλογα ταλαιπωρημένο και γερασμένο σώμα. Εγώ και ο φίλος μου Γιαλαμά ακούγαμε εκστασιασμένοι τον Τσαρούχη να μιλάει. Μας είχε εντυπωσιάσει η (αφοπλιστική) ειλικρίνεια, η απλότητα και το ευφυέστατο χιούμορ του. Το πνεύμα του παρέπεμπε σε μια φρεσκάδα και πνευματική νεότητα δυσανάλογη με την σωματική του κατάσταση. Από το στόμα του έβγαιναν και έσκαγαν κατευθείαν στα αυτιά μας βόμβες βιωμένης εμπειρίας για τη ζωή και την τέχνη. Κράτησα από τη συζήτηση με τον Τσαρούχη το εξής εκπληκτικό που μας έλεγε τότε. Λάτρευε τον βυζαντινό ύμνο «Φως ιλαρόν» ο οποίος ψάλλεται στον Εσπερινό και έλεγε ότι πρόκειται περί αρχαιοτάτου ύμνου (πιθανά προχριστιανικής εποχής) από μουσική άποψη, μάλιστα του άρεσε πολύ η ακολουθία του Εσπερινού και συμμετείχε στην ψαλμωδία. Είπε λοιπόν το εξής αμίμητο: «Αυτός ο ύμνος είναι το αληθινό μαστούρωμα. Στον Εσπερινό πρέπει να πηγαίνουν οι νέοι που ζητάνε να μαστουρώσουν με χίλιους-δυο άλλους τρόπους». Ο Τσαρούχης είχε μια ιδιαίτερη πνευματικότητα και θρησκευτικότητα (που δεν είχε καθόλου να κάνει με τυπολατρία και θρησκοληψία) αλλά την είχε βρει μέσα από ζωντανή επαφή με την ελληνική παράδοση, τη μυστική ζωή και τη βυζαντινή τέχνη.

Ο Τσαρούχης (1910-1989) ήταν Πειραιώτης και από νωρίς έδειξε το μεγάλο του ταλέντο στο σχέδιο και το χρώμα. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με δασκάλους, μυθικά τότε, ακαδημαϊκά ονόματα όπως οι Ιακωβίδης, Παρθένης και Βικάτος. Όμως η εναγώνια πορεία του προς την ανακάλυψη του ξεχωριστού φωτός της ελληνικής παράδοσης τον οδήγησε στον Φώτη Κόντογλου ο οποίος και τον δίδαξε τη βυζαντινή τέχνη. Επίσης η τέχνη του Τσαρούχη είχε επιδράσεις από την τέχνη των ελληνιστικών Φαγιούμ πορτραίτων και από τις τοιχογραφίες της Πομπηίας. Γνώρισε πολύ καλά ο Τσαρούχης και τη λαϊκή αλλά και την αστική τέχνη του τέλους του 19ου αιώνα.

Βγήκε και εκτός Ελλάδος (Παρίσι, Ιταλία) και σπούδασε σε βάθος την τέχνη της Αναγέννησης και τα ευρωπαϊκά ρεύματα του 20ου αιώνα, τους ιμπρεσιονιστές ζωγράφους και ιδιαίτερα τον Ματίς ο οποίος άσκησε σημαντική επίδραση στο έργο του. Το φως των προσώπων του Τσαρούχη, όπως και στα πορτραίτα Φαγιούμ δεν είναι ένα παθητικό εξωτερικό αποτέλεσμα ανακλάσεων και διαθλάσεων μόνο αλλά μοιάζει να έρχεται μέσα από το πρόσωπο και να αποκτά πνευματική διάσταση, κάτι σαν το «άκτιστο» φως της ασκητικής πνευματικής παράδοσης. Μοιάζει σαν να υπάρχει μια λάμπα θυέλλης μέσα στα πρόσωπα του Γιάννη Τσαρούχη, σαν η ζωγραφική του επιφάνεια να είναι ένας μπερντές πάνω στο οποίο παίζεται ένα έργο με πρωταγωνιστή πχ τον Καραγκιόζη του Ευγένιου Σπαθάρη.

Ο Τσαρούχης έζησε σε μια εποχή όπου όλοι οι έλληνες καλλιτέχνες είχαν τρομερή αγωνία να γίνουν Ευρωπαίοι και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις προκειμένου να γίνουν «διεθνείς» πέταξαν το ταλέντο τους στα σκουπίδια και το διέστρεψαν. Εκείνος είχε αγκαλιάσει ότι ελληνικό-την αρχαιότητα, την ορθοδοξία, την ελληνιστική τέχνη-και διαποτίστηκε πλήρως από το ελληνικό στοιχείο. Ο Τσαρούχης παρέμεινε πατριώτης αλλά παράλληλα και μακριά από κόμματα και μικροπολιτική. Όταν απαντούσε σε ερωτήματα περί ελληνικότητας ή μη (τα οποία θεωρούσε ανούσια) έλεγε έξυπνα ότι «είμαστε όλοι φιλέλληνες και όχι τόσο έλληνες». Ασκούσε ελεύθερη και οξεία κριτική στην πολιτική ζωή του τόπου και με το χαρακτηριστικό χιούμορ που τον διέκρινε είχε πει το μυθικό: «Στην Ελλάδα είσαι ότι δηλώσεις», ένα πολύ αληθινό σχόλιο για τον χαρακτήρα της νεοελληνικής ζωής το οποίο έγινε κλισέ στα νεώτερα χρόνια.

Ο Γιάννης Τσαρούχης έβαζε συχνά την Καίτη Γκρέυ (το μαρτυρεί η ίδια σε κείμενο της) να του τραγουδάει τα αγαπημένα του τραγούδια «Μέσα στης ζωής τα μονοπάτια», «Θα ανέβω και θα τραγουδήσω στο πιο ψηλότερο βουνό», «Μην απελπίζεσαι και δεν θ’ αργήσει, κοντά σου θάρθει μια χαραυγή». Θυμάμαι μάλιστα τον ιδιαίτερο κινησιολογικά ασταθή τρόπο που χόρευε ζεϊμπέκικο, σαν μαριονέτα που νόμιζες ότι θα σωριαστεί από στιγμή σε στιγμή στο πάτωμα. Όμως δεν παρίστανε τον λαϊκό όπως οι ψευδο-σοσιαλιστές πολιτικάντηδες της μεταπολίτευσης οι οποίοι έδιναν παραστάσεις ζεϊμπέκικου σε σκυλάδικα της νύχτας προβάλλοντας την εικόνα του επιβήτορα λαικιστή ηγέτη. Οι «Ναύτες» του Τσαρούχη δεν αποπνέουν τίποτα από τον αφόρητο κιτς λαϊκισμό της μεταπολίτευσης, οι «Ναύτες» του Γιάννη Τσαρούχη είναι αληθινοί και γνήσια λαϊκοί, αυθεντικά παιδιά μιας διαχρονικής παράδοσης στην ιστορία του ελληνικού κάλλους. Ο ίδιος ο Γιάννης Τσαρούχης είναι αυθεντικός, ανεπανάληπτος, λαϊκός, ελληνικός και ερωτικός άρα αυτονόητα παγκόσμιος και συμπαντικός.

Πόσο μας έχει λείψει σήμερα αυτή η μοναδική παρέα των Τσαρούχη, Χατζιδάκι, Ελύτη, Γκάτσου. Θα μας κοιτάνε από ψηλά και θα νοιώθουν μάλλον ευχαριστημένοι που έχουν δραπετεύσει από την σημερινή Ελλάδα του λαϊκισμού, της μιζέριας, της χαμηλής εθνικής αυτοεκτίμησης, της απουσίας αξιολόγησης παντός επιστητού, της αναξιοπιστίας, των κομματικών φρουρών και υποτελών της εξουσίας, την Ελλάδα των αμφισβητούμενων και κλονισμένων ευρωπαϊκών αξιών. Σε μια τέτοια παρακμή αξιών τελικά… ότι δηλώσεις είσαι! Πόσο δίκιο είχε ο προφήτης Τσαρούχης τελικά. Δυστυχώς την ημέρα του θανάτου του (20 Ιουλίου 1989) απουσίαζα στη Βρετανία. Αξέχαστος, Μοναδικός και Αθάνατος ο Τσαρούχης ως ανθρώπινη ύπαρξη και ως καλλιτέχνης. Τα δύο αυτά (άνθρωπος και τέχνη) είχαν εναρμονιστεί απόλυτα στον Τσαρούχη, γεγονός πολύ σπάνιο.



*Φωτογραφία του Θανάση Δρίτσα δίπλα σε έργο του Τσαρούχη από σχετικά πρόσφατη έκθεση Γιάννη Τσαρούχη στο Μουσείο Μπενάκη Πειραιώς.