Εικαστικα

Pop Art: Ποια είναι η ιστορία του καλλιτεχνικού κινήματος;

Χαρακτηριστικό της ποπ κουλτούρας, ή αλλιώς «υλιστικής» κουλτούρας, είναι ότι δεν αποσκοπεί στο να αναγνωρίσει τη διαβρωτική τους παρουσία ως φυσικό γεγονός

Ελένη Χελιώτη
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η ιστορία του κινήματος της Pop Art από τη Βρετανία και την Αμερική στη δεκαετία του ΄50 μέχρι σήμερα

Τη δεκαετία του 1950 συνέβη κάτι. Λίγα χρόνια μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, νεαροί καλλιτέχνες επαναστάτησαν ενάντια στις κυρίαρχες προσεγγίσεις ως προς την τέχνη και την κουλτούρα και ξεκίνησαν να αμφισβητούν τις παραδοσιακές απόψεις για το τι είναι και τι πρέπει να είναι η τέχνη. Αυτοί οι ίδιοι καλλιτέχνες γέννησαν αυτό που τώρα ονομάζουμε Pop Art. Το κίνημα ξεκίνησε στη Βρετανία στα μισά της δεκαετίας και έφτασε στην Αμερική στα τέλη της. Ωστόσο, οι προσεγγίσεις των καλλιτεχνών στην εκάστοτε χώρα διέφεραν αρκετά: η βρετανική pop art είχε έναν πιο ελαφρύ τόνο εντάσσοντας το στοιχείο του χιούμορ και της παρωδίας και εστιάζοντας στο τι αντιπροσώπευε η δημοφιλής «εικόνα» της Αμερικής, ενώ η αμερικάνικη ήταν μακράν πιο σοβαρή και δραματική και ήταν ξεκάθαρα το προϊόν του αδιάκοπου marketing στο οποίο οι Αμερικάνοι υποβάλλονται καθημερινά.

Οι καλλιτέχνες της εποχής ένιωθαν ότι αυτά που διδάσκονταν στις σχολές καλών τεχνών, και ό,τι έβλεπαν στα μουσεία δεν είχαν καμία απολύτως σχέση με τη ζωή τους και αυτά που βίωναν και έβλεπαν γύρω τους. Η πρώτη φορά που ειπώθηκε ο όρος pop art ήταν μέσα από συζητήσεις καλλιτεχνών που ανήκαν στην αυτοαποκαλούμενη ομάδα τους Independent Group (IG), μέρος του Ινστιτούτου Σύγχρονης Τέχνης του Λονδίνου το 1952-1953.

Χαρακτηριστικό της ποπ κουλτούρας, ή αλλιώς «υλιστικής» κουλτούρας, είναι ότι δεν αποσκοπεί στο να ασκήσει κριτική στις συνέπειες του υλισμού και του καταναλωτισμού, αλλά απλά να αναγνωρίσει τη διαβρωτική τους παρουσία ως φυσικό γεγονός. Η pop art συγκεκριμένα όμως έκανε και κάτι ακόμα: Αμφισβητούσε και «θόλωνε» τη λεπτή γραμμή μεταξύ «υψηλής» και «χαμηλής» τέχνης. Το κίνημα εγκαινιάστηκε και ονομάστηκε από τον Βρετανό κριτικό τέχνης Lawrence Alloway στο άρθρο του “The Arts and Mass Media” το 1958. Οι pop καλλιτέχνες εξεγέρθηκαν επίσης ενάντια στον Αφηρημένο Εξπρεσιονισμό και στην υποκριτική και συναισθηματική του αντίληψη. Επηρεάστηκαν σε μεγάλο βαθμό από τον Dada-Σουρεαλισμό και καλλιτέχνες όπως ο Rene Magritte και ο Salvador Dali.

Δεν είναι τυχαίο ότι κάποιοι από τους πιο γνωστούς pop art artists όπως ο Andy Warhol, James Rosenquist και Claes Oldenberg ξεκίνησαν τις καριέρες τους στον εμπορικό τομέα. Ο Warhol συγκεκριμένα είχε περάσει όλη τη δεκαετία του '50 να δημιουργεί εικόνες για διαφημιστικούς σκοπούς. Αντιλαμβανόταν πολύ καλά λοιπόν τη δύναμη των mass media και του καταναλωτισμού. Ενώ όμως οι ΗΠΑ την εποχή εκείνη παρήγαγε περισσότερα αυτοκίνητα, τρένα και όπλα από οποιαδήποτε άλλη χώρα, η τέχνη υστερούσε. Ξαφνικά, αλλά εν τέλει όχι και τόσο, στις 9 Ιουλίου του 1962, ένας dealer τέχνης (Irvin Blum) στο Λος Άντζελες αποκάλυψε μια έκθεση μικρών πινάκων της σούπας Campbell σε κονσέρβα (μια εικόνα που είναι πλέον θρυλική). Ήταν 32 στο σύνολο, το καθένα ζωγραφισμένο ξεχωριστά και αφιερωμένο στις 32 διαφορετικές γεύσεις που υπήρχαν. Ο Blum δε τους έβαλε σε 4 σειρές των 8 για να τους παραλληλίσει με τα ράφια του σούπερ μάρκετ. Οι πιο γνωστοί Αμερικάνοι καλλιτέχνες της εποχής, όπως ο Edward Hopper, ο Mark Rothko και ο Roy Lichtenstein (μεγάλη μορφή της pop art) δεν έκρυψαν το γεγονός ότι είχαν ευρωπαϊκές επιρροές. Σε αντίθεση, ο Warhol ήταν ο πρώτος που πρόβαλλε τον εαυτό του ως «καθαρόαιμο» Αμερικάνο καλλιτέχνη.

Ουσιαστικά η Pop Art ολοκλήρωσε το κίνημα του Μοντερνισμού στις αρχές της δεκαετίας του 1970, έχοντας επενδύσει αισιόδοξα σε σύγχρονο καλλιτεχνικό υλικό, αλλά ταυτόχρονα κρατώντας έναν καθρέφτη στη σύγχρονη κοινωνία. Όταν η γενιά λοιπόν του Μεταμοντερνισμού κοιτάχτηκε σε αυτόν τον ίδιο καθρέφτη, το αίσθημα της αμφιβολίας αναδύθηκε και σιγά-σιγά το «συναίσθημα» της Pop Art άρχισε να φθίνει. Ο John Storey προσφέρει στο πασίγνωστο βιβλίο του “Cultural Theory and Popular Culture” 6 ορισμούς για το τι είναι δημοφιλής κουλτούρα. Η τελευταία είναι αυτή που μας αγγίζει περισσότερο, αν και όλες ισχύουν και χρησιμοποιούνται ακόμα. Αυτή λέει ότι σήμερα η διαφοροποίηση μεταξύ «αυθεντικού» και «εμπορικού» είναι δυσδιάκριτη και θολή, καθότι οι χρήστες μπορούν είτε να ενστερνιστούν το κατασκευασμένο αυτό περιεχόμενο, είτε να το αλλάξουν προς δική τους χρήση, ή ακόμη και να το απορρίψουν ολοκληρωτικά και να δημιουργήσουν το δικό τους.

Ωστόσο πια, η εμφάνιση και εδραίωση των social media και ο τρόπος με τον οποίο έχει διαμορφωθεί η pop κουλτούρα, καθιστά ικανούς τους καταναλωτές να έρθουν σε άμεση επαφή με τους «παραγωγούς», και γίνονται έτσι οι ίδιοι παραγωγοί, αντιστρέφοντας το κόσνεπτ το ίδιο και επιστρέφοντάς το στην πιο βασική και απλή του έννοια και μορφή: αυτό που αρέσει στους περισσότερους. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον να αναλογιστούμε τι θα «έβλεπαν» εκείνοι οι καλλιτέχνες κοιτάζοντας το τι έχει συμβεί στην pop κουτλούρα και τέχνη σήμερα. Από τα αμέτρητα reality στην τηλεόραση, στο κόνσεπτ του Instangram influencer, και την μπανάνα του Maurizio Cattelan. Έχουμε άραγε επιστρέψει στη χιουμοριστική και ειρωνική ματιά των Βρετανών ή έχουμε ξαναπέσει στην παγίδα του εμπορικού όπως τότε απλώς με ένα καλύτερο sugarcoating;