Εικαστικα

Τα ξυλόγλυπτα της Αθήνας

Οι αδερφοί Ανδραβιδιώτη σμιλεύουν το ξύλο με τέχνη και αγάπη

Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 478
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Λίγο η ζέστη, λίγο το κρασί, λίγο τα λόγια του παπά, λίγο το λιβάνι, λίγο οι ψυχεδελικές περικοκλάδες και οι περίτεχνες αγκαλιασμένες μορφές στο ξύλινο τέμπλο που κόλλησε το βλέμμα σου, διάβολοι νικημένοι από αγγέλους, δράκοι μέσα σε αμπελώνες, χερουβείμ με σάλπιγγες ανάμεσα σε πολύπλοκες συνθέσεις με φυλλώματα, και μπορεί να νιώσεις μία γλυκιά ζάλη να σε στροβιλίζει σε μία ανώτερη αίσθηση της επαφής σου με το θεϊκό και το μπαρόκ. Αυτό είναι και το σωστό.

Θαυμάζοντας τα ξυλόγλυπτα για τη γλύκα και τη ζεστασιά που αποπνέουν, βρήκα δύο ανθρώπους καλλιτέχνες με ιστορία, τους αδερφούς Γιάννη και Ελευθέριο Ανδραβιδιώτη που δημιουργούν αυτούς τους θεϊκούς, παραδείσιους λαβύρινθους επάνω σε ξύλο εδώ και τρεις γενιές. Ζακυνθινοί, άνθρωποι με εκείνη την ευγένεια των νησιωτών του Ιονίου, μειλίχιοι και με αγάπη στην τέχνη τους που πάει πίσω στις αρχές του 20ού αιώνα, στον παππού Ανδραβιδιώτη, τους δύο γιους που συνέχισαν την παράδοση του δάσκαλου και τώρα τους δύο εγγονούς που έχουν την ίδια αγάπη και υπερηφάνεια για το έργο τους, όσο και τα μηνύματα που μεταφέρουν αυτά τα γλυπτά.

n

Οι Ανδραβιδιώτες έχουν πλήθος ξυλόγλυπτων που κοσμούν ναούς στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Από τα ελληνικά νησιά και την ενδοχώρα, μέχρι Αθήνα, Κέιπ Τάουν, Μαδρίτη, Λονδίνο, Χονγκ Κονγκ, Κορέα, τον Ναό του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών στη Γενεύη, μέχρι Αμερική, Αυστραλία, και πάλι πίσω στη γλύκα των ελληνικών νησιών, σε εκκλησιαστικά μουσεία, φορείς του Υπουργείου Πολιτισμού, αίθουσες πινάκων σε Ύδρα, Κέρκυρα, Τήνο… Οι νεότεροι αδερφοί Ανδραβιδιώτη, εκτός από έργα σε εκατοντάδες ναούς, έχουν αναστηλώσει και συμπληρώσει τα ξυλόγλυπτα τέμπλα και αντικείμενα του Μουσείου Μπενάκη, ολόκληρη την αίθουσα γραφείου του προέδρου της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος και συντηρούν ή έχουν δώσει δικά τους έργα σε πολλές ιδιωτικές συλλογές και ναούς: της οικογένειας Εμφιετζόγλου στη Μύκονο, Βαρδινογιάννη στις Λειβανάτες, της οικογένειας Λάτση στο κεφαλάρι, Βεϊνόγλου στα Οινόφυτα και πολλές άλλες.

Συγκρίνοντας, αναρωτιέμαι ποιος έχει ανάγκη σήμερα την ξυλογλυπτική, στην εποχή του «φτιάξ’ το μόνος σου» με τις επίπεδες επιφάνειες, τα συναρμολογούμενα τραπέζια, τα τετράγωνα μίνιμαλ σπίτια, τις post modern εκκλησίες από μονομπλόκ τσιμέντο. Και όπως λένε στο σινεμά:

Γιατί δεν τα κάνουν πια όπως παλιά;

«Η τέχνη της ξυλογλυπτικής στην Ελλάδα γνώρισε μεγάλη άνθιση το 19ο αιώνα» εξηγεί ο Γιάννης. «Είχε μεγάλη οικιστική ζήτηση όχι μόνο σε εξοπλισμό και διακόσμηση επίπλου, αλλά και σε ολόκληρες επενδύσεις τοίχων και ταβανιών σπιτιών, κυρίως στη Β. Ελλάδα, τη Μακεδονία, στα Δωδεκάνησα και στις Κυκλάδες. Σημαντικά δείγματα σώζονται έως και σήμερα και θα συναντήσει κανείς στο Μουσείο Μπενάκη στο κεντρικό κτίριο στο Κολωνάκι. Επίσης αξιόλογα έργα ξυλογλυπτικής διακόσμησης οικιών υπάρχουν σε αρχοντικά της Κέρκυρας και της Ζακύνθου, που επηρεασμένα από την ενετική κατοχή έφεραν στη χώρα μας την τεχνοτροπία του ροκοκό και του μπαρόκ ρυθμού. Η τέχνη όμως σήμερα περνάει κρίση διότι όπως όλες οι αξίες ευτελίζονται και χάνονται με τον καιρό, έτσι και η γνώση και η αντίληψη του κόσμου για την τέχνη γενικότερα περιορίζεται. Ο τρόπος διακόσμησης των οικιών δεν επιτρέπει κλασικισμό και βαριά διακόσμηση, αλλά και γιατί το κόστος μιας ξυλόγλυπτης διακοσμητικής επιλογής απαιτεί πολλά και υψηλά ημερομίσθια».

n

Ποιος χρειάζεται σήμερα έναν ξυλογλύπτη;

«Εκτός από τους ιερούς ναούς της χώρας και γενικότερα της ορθοδοξίας ανά τον κόσμο, που είναι και ο κυριότερος όγκος των εργασιών μας, καλούμαστε σπανιότερα βέβαια, να διακοσμήσουμε έπιπλα ή να συντηρήσουμε και να συμπληρώσουμε παλαιά έργα τέχνης που μας αναθέτουν συλλέκτες τέτοιων αντικειμένων που, αντιλαμβανόμενοι την ιστορική τους αξία, πολλές φορές τα μαζεύουν από το δρόμο που κάποιος τα έχει αφήσει για σκουπίδια. Δυστυχώς από την αμάθεια και την έλλειψη γνώσεων πολλά τέτοια έργα έχουν χαθεί ή έχουν καταλήξει σε ιδιωτικές συλλογές στο εξωτερικό κατά το παρελθόν. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η Ελλάδα, που έχει να επιδείξει πλούτο μεγάλο στην ξυλογλυπτική και σε όλες τις τέχνες, μέρα με τη μέρα να φτωχαίνει».

Στο σχεδιαστήριο απλωμένες μεγάλες επιφάνειες με πυκνά, όμορφα σχέδια σαν αραβουργήματα. Μολύβια, πενάκια, γομολάστιχα, κλιμακόμετρο. Τα πάντα πρώτα σχεδιάζονται και μετά περνούν στην επεξεργασία. Αστειεύομαι (όχι και τόσο) ότι θα ήθελα να δουλέψω μαζί τους. Γελώντας (;) μου διευκρινίζουν: «Η τέχνη της ξυλογλυπτικής ξεκινάει με την εκμάθηση κατά πρώτον του σχεδίου, ελεύθερου και γραμμικού, εμπλουτίζεται δε με την εις βάθος μελέτη της Παγκόσμιας Ιστορίας της Τέχνης. Δυστυχώς δεν σπουδάζεται στην Ελλάδα, παρά μόνο εμπειρικά στα διάφορα εργαστήρια της χώρας μας, που με τη συνεχή παρακολούθηση και το σεβασμό της παράδοσής μας συμπληρώνεται καθημερινά με νέα στοιχεία και μοτίβα. Παρόλο του ότι δεν θεωρείται κλειστό επάγγελμα, λίγοι είναι πλέον οι νέοι που έχουν το μεράκι και την όρεξη να καταπιαστούν με την τέχνη αυτή, και ο κυριότερος λόγος είναι γιατί ως επάγγελμα είναι δύσκολο και μακροχρόνιο για να καταξιωθεί κανείς σε αυτό. Κάθε μέρα που περνά και όσα χρόνια και να ασχολείσαι με την τέχνη αυτή, πάντα έχεις να μάθεις κάτι καινούργιο και να πειραματιστείς για το αποτέλεσμα. Για αυτόν κυρίως το λόγο είναι δύσκολο κάποιος να καταπιαστεί με την τέχνη αυτή και να αποκομίσει γρήγορα και εύκολα τα προς το ζην».

n

«Έχουμε κάνει πολλές κρούσεις στην Πολιτεία και στην Εκκλησία» λέει ο Ελευθέριος, «ώστε κάποια στιγμή να καταφέρουμε, που αυτό είναι και το όνειρό μας, να δημιουργήσουμε μια τέτοια σχολή ξυλογλυπτικής, από την οποία να διαδώσουμε τη γνώση και την πείρα μας ώστε να μη χαθεί ποτέ αυτή η τέχνη από την Ελλάδα, που τόσο την αγάπησε και την ανέδειξε με τα έργα της».

Στο εργαστήριό τους, δίπλα σε σφήνες, σφυριά, μικρά σταυρουδάκια, αρχάγγελους και βυσσινιά βελούδα, δεσπόζει ένα πορτρέτο του μπαμπά Ανδραβιδιώτη. Στη μέση στέκει ένας μισοτελειωμένος επιτάφιος που πρέπει να παραδοθεί εγκαίρως. Γύρω, έργα τυλιγμένα σε πλαστικά bubbles. «Αυτό είναι από τη Μονή του Σινά… Αυτό είναι ιδιωτικής συλλογής, μας το έδωσαν για συντήρηση». Ξυλόγλυπτα με φύλλα χρυσού. Βερνικωμένες, όμορφες καμπύλες, στριφογυριστές δύσκολες γραμμές, μορφές και σύμβολα σχεδόν μικρογλυπτικής τέχνης – και δίπλα τεράστια κομμάτια ξύλο άκοπο. Αδρά καδρόνια έτοιμα να πάρουν σχήματα, να φιλοξενήσουν το σώμα του Χριστού, τις Ακολουθίες των Αγίων, να φυλάξουν ιερά σκεύη, άχραντα μυστήρια, να σταθούν στήριγμα στα γόνατα, προσκύνημα απλών ανθρώπων, δεσποτικοί θρόνοι, αναλόγια γεμάτα βυζαντινούς ύμνους, στασίδια, και παγκάρια για τον οβολό ή τα σπιλωμένα αρπακτικά χέρια κάποιου κλεφτράκου. Ξύλα που επάνω τους θα ακουμπήσουν λουλούδια και θα στάξει κερί.

Η θαλπωρή μίας ευωδιαστής ζάλης με τυλίγει. Λίγο η άνοιξη, λίγο τα ροκοκό σχέδια, λίγο η βενζινόκολα, λίγο τα βερνίκια, νομίζω είδα τον Αϊ-Γιώργη να περνάει από μπροστά μου.

Περισσότερα στο www.andravidiotis.gr