- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Athena Maschi: Ο παππούς μου, ο Takis
Η εγγονή δύο διάσημων καλλιτεχνών, του Takis και της Liliane Lijn, καλλιτέχνις κουκλοθέατρου η ίδια, θυμάται αστείες και τρυφερές στιγμές μαζί τους
Athena Maschi: Η εγγονή του γλύπτη Takis και της Liliane Lijn, αφηγείται τις αναμνήσεις της στο Γεροβουνό με τον παππού της.
Συνάντησα την Athena, ένα όμορφο, γελαστό κι απίστευτα συμπαθητικό κορίτσι, στο σπίτι μιας κοινής φίλης στα Εξάρχεια, όταν είχε έρθει για μια επίσκεψη αστραπή στην Αθήνα και στο Γεροβουνό. Το Γεροβουνό, το «ιερό βουνό» με τη «μαγνητική ηρεμία» του παππού και της γιαγιάς της, είναι ο τόπος που πέρασε και η ίδια μικρή τα ελληνικά καλοκαίρια της. Ήταν το 1964, όταν ο Τάκης και η επίσης διάσημη καλλιτέχνιδα Liliane Lijn (παντρεύτηκαν το 1961 και απέκτησαν ένα γιο, τον Θάνο, πατέρα της Αθηνάς) αγόρασαν μια έκταση περίπου 10 στρεμμάτων στον λόφο Γεροβουνό, στους πρόποδες της Πάρνηθας, και δημιούργησαν το Κέντρο Ερευνών για την Τέχνη και τις Επιστήμες (Κ.Ε.Τ.Ε.). Για αυτά τα καλοκαίρια, τις αναμνήσεις της, για τις αστείες ή τρυφερές στιγμές τους μου μιλούσε πολλή ώρα, με αγάπη. Κάποια στιγμή άρχισε να κλαίει. Γιατί, για την Athena, ο διάσημος γλύπτης Τakis δεν είναι παρά ο αγαπημένος της παππούς, που μαζί του γελούσε, έκανε «χαζά» πράγματα, που τη συμβούλευε και της χάριζε τις «μαγικές» κατασκευές του.
Athena, ποια είναι η πρώτη ανάμνηση από τον παππού σου;
Τον παππού μου τον γνώρισα όταν ήμουν 7 χρονών. Ο πατέρας μου με έφερε στην Αθήνα και μείναμε στο Γεροβουνό με τον Takis. Θυμάμαι να περιπλανιέμαι στον κήπο, να χαζεύω έκπληκτη τα γλυπτά του να χορεύουν στο τραγούδι των γρύλων και η Ακρόπολη λουσμένη στο φως του ηλιοβασιλέματος στο βάθος του ορίζοντα. Έσπρωχνα τις σφαίρες και άκουγα τους πρωτόγνωρους ήχους των μαγνητών και φανταζόμουν πως κατοικούσα σε ένα παράξενο, σουρεαλιστικό πλανήτη. Οι παιδικές μου αναμνήσεις από τα έργα και τον κόσμο του Takis επηρέασαν βαθιά τη μετέπειτα πορεία μου, ήταν έμπνευση ζωής. Νιώθω πραγματικά πολύ χαρούμενη που τα σχολεία σήμερα οργανώνουν εκπαιδευτικές εκδρομές στο Γεροβουνό, ώστε να έχουν κι άλλα παιδιά την ευκαιρία να ζήσουν τη μαγεία του Ιδρύματος του Takis.
Όταν ήσουν παιδί, είχατε κάποιο δικό σας τρόπο να επικοινωνείτε;
Ο Takis έλεγε συχνά πως δεν του άρεσε να συναναστρέφεται με παιδιά παρά μόνο όταν αυτά ήταν πλέον επτά ή οκτώ χρονών. Και δεν ήθελε να παρεμβαίνει στη «διαπαιδαγώγησή» τους, τουλάχιστον όχι έως ότου αποκτούσαν τα ίδια χαρακτήρα. Επιπλέον, παραπονιόταν συχνά πως του ήταν πολύ δύσκολο να επικοινωνήσει με τα παιδιά. Με εμένα πάντως επικοινωνούσε αρκετά καλά. Κάναμε ο ένας τον άλλο να γελάει, και κάποιες φορές αισθανόσουν πως κάποια από τα αστεία μας τα καταλαβαίναμε μόνο εμείς οι δυο, ήταν αποκλειστικά «δικά» μας. Δημιουργήθηκε ένας δυνατός δεσμός και αργότερα άρχισα να νιώθω πιο κοντά του, να του λέω τι σκέψεις μου, να ζητάω τη συμβουλή του. Συνήθως έδινε καλές συμβουλές που τις ακολουθούσα. Του έλεγα τα σχέδιά μου, πως θα ήθελα να κάνω οκτώ παιδιά και να ταξιδέψω τον κόσμο με ένα διώροφο λεωφορείο που θα έχω μετατρέψει σε κουκλοθέατρο. Έβλεπα τα μάτια του να ανοίγουν διάπλατα καθώς μου έλεγε «όνειρα, όνειρα, όνειρα!» (πράγματι μετέτρεψα ένα λεωφορείο σε κουκλοθέατρο, αλλά ακόμη δεν έχω καταφέρει να γυρίσω με αυτό τον κόσμο και έχω μόνο 2 παιδιά, μου λείπουν ακόμα 6!).
Ο Takis συχνά έλεγε πως δεν θεωρούσε τον εαυτό του οικογενειάρχη άνθρωπο και πως δεν με συναναστρεφόταν επειδή ήμουν η εγγονή του, αλλά επειδή ήμουν σαν εκείνον, έδινα χαρά στον κόσμο μέσα από αυτό που έκανα. Νιώθω όμως πολύ τυχερή που τον είχα παππού.
Μέσα στα χρόνια έχετε βρεθεί πολλές φορές με τον παππού σου. Θυμάσαι να μας πεις κάποιες ιστορίες;
Όταν ήμουν 10 χρονών ο Takis προσκάλεσε τη μητέρα μου και εμένα στο Κάιρο, όπου ζούσε τότε. Μελετούσε τις ιδιότητες των μαγνητών και την εφαρμογή τους από τους αρχαίους Αιγύπτιους στην ιατρική. Μας είχε ζητήσει να ζωγραφίσουμε στο χαρτί όλα τα φυλακτά που βρίσκονταν στο Μουσείο του Καΐρου. Μου άρεσε πολύ αυτή η «εργασία» και το μουσείο ήταν γεμάτο υπέροχα τεχνουργήματα.
Ένα βράδυ μάς έβγαλε για φαγητό και στο τραπέζι, ενστικτωδώς, άρχισε να παιδεύει με τα δάχτυλά του το κερί που έσταζε από τα κηροπήγια. Τα χέρια του έτρεμαν. Ήμουν τόσο κουρασμένη και δεν ήμουν σίγουρη τι προσπαθούσε να φτιάξει αλλά περιμέναμε, σιωπηρά, και παρακολουθούσαμε τις κινήσεις του. Τα χέρια του έτρεμαν καθώς «δούλευε» το κερί, ο χρόνος έμοιαζε να πετάει, μου φάνηκε πως τον παρακολουθούσα για ώρες. Είχαμε μείνει το μοναδικό τραπέζι στο μαγαζί, στα πρόσωπα των γκαρσονιών ζωγραφισμένη μόνο απελπισία, ήθελαν να φύγουμε αλλά εμείς δεν φεύγαμε… Μου είχε φτιάξει ένα δαχτυλίδι από το κερί. Δυστυχώς μου έσπασε.
Πότε συνειδητοποίησες πόσο διάσημοι ήταν ο παππούς αλλά και η γιαγιά σου;
Η γιαγιά μου, η Liliane Lijn, είναι και εκείνη πολύ γνωστή καλλιτέχνις. Με τον παππού γνωρίστηκαν στο Παρίσι, ήταν πολύ μικρότερή του. Ήταν πολύ έξυπνη και όμορφη, έτσι υποθέτω πως την ερωτεύτηκε τρελά. Υπήρξαν πολύ καλοί φίλοι για μεγάλο διάστημα, πριν παντρευτούν, και ο Takis ήταν περισσότερο μέντορας για τη Liliane, κάπως έτσι μάλλον τη γοήτευσε κι εκείνος. Ο παππούς μου κατάλαβα ότι ήταν διάσημος όταν μετακόμισα στο Παρίσι και έβλεπα τη δουλειά του στο Μπομπιντού και στη Λα Ντεφάνς. Ήμουν 16 χρονών και πήγα για να εργαστώ ως μοντέλο. Ο Takis ερχόταν συχνά, κάποιες φορές έμενε για μερικούς μήνες, πάντα στο ξενοδοχείο Lutetia. Έτσι ξαφνικά εμφανιζόταν, μου τηλεφωνούσε και μου έλεγε: «Νίνα! Έλα τώρα στο ξενοδοχείο Lutetia». Ό,τι κι αν έκανα το παρατούσα, άρπαζα το ποδήλατο και πήγαινα να τον συναντήσω.
Μου ζητούσε να φτάνω κάθε πρωί στις 6 ακριβώς, επειδή ήθελε να μου μάθει μια εξαιρετικά σημαντική μέθοδο περπατήματος που στη θεωρία σε δίδασκε να ελέγχεις την αναπνοή σου και να απελευθερώνεις ενέργεια. Έφτανα λοιπόν στο ξενοδοχείο στις 6 το πρωί, εκείνος κάπνιζε μερικά τσιγάρα και μετά βγαίναμε για να κάνουμε την «άσκηση». Περπατούσαμε σε απόλυτη ευθεία –κάποιες φορές ερχόταν μαζί και ένας βοηθός για εκείνον– και έπρεπε να κάνουμε ένα πολύ περίεργο, σχεδόν χορευτικό περπάτημα, σαν ταγκό που κλωτσάς κιόλας, στους δρόμους του Παρισιού. Οι περαστικοί έβαζαν τα γέλια στο θέαμα του εκκεντρικού τρίο αλλά ευτυχώς, τόσο νωρίς το πρωί, δεν υπήρχαν και πολλοί στους δρόμους. Στο τέλος, μπαίναμε σε ένα café και χαλαρώναμε, τρώγαμε κρουασάν, πίναμε καφέ και καπνίζαμε πολλά τσιγάρα για να συνέλθουμε από την εντατική άσκηση!
Έκανε γιόγκα, έκανε τον «χορευτικό» του περίπατο, αγκάλιαζε τα δέντρα, και αφιέρωνε πολύ χρόνο στη μελέτη της χρήσης των μαγνητών στην ιατρική. Χρησιμοποιούσε τον εαυτό του σαν πειραματόζωο.
Σε εκείνον έκανε καλό πάντως! (έφυγε από τη ζωή τον περασμένο Αύγουστο, σε ηλικία 94 ετών)
Ναι, πράγματι. Κάπνιζε ασταμάτητα, έπινε πολύ κρασί και ουίσκι κάθε μέρα, αλλά μην ξεχνάμε και τους μαγνήτες του. Πιστεύω πως τελικά ήταν ο ίδιος η απόδειξη πως οι θεραπευτικοί μαγνήτες είχαν αποτέλεσμα. Αν έβλεπες τα πόδια του στα 93 του χρόνια, ούτε μια φλέβα δεν φούσκωνε – κοιμόταν, βέβαια, με τους μαγνήτες περασμένους σε κάθε του δάχτυλο. Το πρόσωπό του δεν είχε ρυτίδες, έβαζε μια μαγνητική ταινία γύρω από το μέτωπό του κάθε μέρα για μισή ώρα. Οι γιατροί εντυπωσιάζονταν από την εξαιρετική υγεία του, λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία του, τη μανία του με τα τσιγάρα, τις οινοποσίες, τα ουίσκι και τα υπνωτικά χάπια. Έκανε όμως και γιόγκα, έκανε τον «χορευτικό» του περίπατο, αγκάλιαζε τα δέντρα, και αφιέρωνε πολύ χρόνο στη μελέτη της χρήσης των μαγνητών στην ιατρική. Χρησιμοποιούσε τον εαυτό του σαν πειραματόζωο. Και όταν έβλεπε πως κάτι έχει αποτέλεσμα, ενθουσιαζόταν τόσο πολύ που μοίραζε μαγνήτες και οδηγίες σε όλους, φίλους, οικογένεια, γνωστούς. Ήθελε να μοιράζεται τις ανακαλύψεις του. Όταν αντιμετώπιζα κάποιο πρόβλημα υγείας, ακόμη και το πιο μικρό, μου έστελνε με το ταχυδρομείο μαγνήτες στην Αγγλία για να γίνω καλά, και πάντα «έπιανε». Γνώρισα γυναίκες που μου έλεγαν πως με τους μαγνήτες του θεράπευσαν την ακμή τους, προβλήματα βάρους, κόπωση ή στρες και πολλά ακόμη. Σήμερα, οι θεραπευτικοί μαγνήτες έχουν ευρεία χρήση στην ιατρική, εκείνος όμως μελετούσε τη δράση τους ήδη από τη δεκαετία του ’60 και πίστευε στις θεραπευτικές τους ιδιότητες, όπως και οι αρχαίοι Αιγύπτιοι.
Κάποια φορά που ήρθε στο Παρίσι, με κάλεσε σε ένα εστιατόριο. Είχε δώσει σε μένα αλλά και στις άλλες κυρίες που τον συνόδευαν –που δούλευαν μαζί του– διάφορα μπιχλιμπίδια με μαγνήτες, έτσι που ήμασταν όλες στολισμένες με εντυπωσιακά μαγνητικά δαxτυλίδια, μαγνητικές ζώνες, μαγνητικά κολιέ… Το εστιατόριο πολυτελές και φημισμένο. Όταν φτάσαμε, όλοι τον χαιρέτησαν ευγενικά «καλησπέρα σας, Μεσιέ Takis». Με το που καθίσαμε στο τραπέζι, όλα τα ασημικά των σερβίτσιων κόλλησαν πάνω στις ζώνες μας, στα κοσμήματά μας… δεν κάναμε άλλη δουλειά, καθ’ όλη τη διάρκεια του γεύματος τραβούσαμε από πάνω μας μαχαίρια, πιρούνια και κουτάλια!
Ακούγεται πολύ αστείο!
Εκείνος δεν το βρήκε καθόλου αστείο. Εγώ σίγουρα. Εκείνος ήταν συνηθισμένος. Μου έλεγε βλοσυρά, «πού βρίσκεις το αστείο και γελάς;»
Τι σoυ έλεγε ο παππούς σου για τις μαριονέτες σου; Του άρεσαν;
Ήμουν στο Παρίσι όταν έφτιαξα την πρώτη μου, τη σχεδίασα και την έφτιαξα από πεπιεσμένο χαρτί. Ο Takis έφτασε την ίδια μέρα που εγώ έβαζα τα σχοινιά στον Σερζ (έτσι ονόμασα την κούκλα). Τον έβαλα σε ένα κουτί που έδεσα στο ποδήλατό μου και πήγα κατευθείαν στο ξενοδοχείο Lutetia. Με ρώτησε τι κουβαλούσα στο κουτί, το άνοιξα και έβγαλα προσεκτικά έξω την κούκλα ώστε να μην μπερδευτούν τα σχοινιά της (ήταν η πρώτη μου μαριονέτα, δεν ήμουν σίγουρη αν την είχα κάνει σωστά – τώρα πια το κάνω μηχανικά) και ο Σερζ ξεκίνησε έναν τρελό χορό για τον Takis. Ξέσπασε σε γέλια μέχρι που τα μάτια του γέμισαν δάκρυα και μου είπε, «αυτό πρέπει να κάνεις, τώρα ξέρεις πώς να κάνεις κάτι που προορίζεται για όλους».
Από τότε δεν έκανα τίποτε άλλο, δεν ζωγράφιζα απλά κούκλες. Ακολούθησα τη συμβουλή του και συνέχισα να φτιάχνω μαριονέτες και να παίζω κουκλοθέατρο. Χάρη σε εκείνον κάνω σήμερα μια δουλειά που λατρεύω (και η μαμά μου φυσικά τις αποτυπώνει στους πίνακές της).
Κάθε φορά που τον επισκεπτόμουν στο Γεροβουνό, του πήγαινα και μια καινούργια μαριονέτα που έφτιαχνα για εκείνον, τις λάτρευε. Όταν πήγαινα να μείνω μαζί του, μου έλεγε, «πάω για τη μεσημεριανή μου σιέστα τώρα, πήγαινε να κάνεις κι εσύ τη δική σου», αλλά ποτέ δεν πήγαινα γιατί είμαι Εγγλέζα και οι Εγγλέζοι δεν κοιμούνται τα μεσημέρια. Αντίθετα, πήγαινα στο εργαστήρι του και χρησιμοποιώντας τα εργαλεία του έφτιαχνα κούκλες, και κάθε που τελείωνε το ταξίδι μου στην Ελλάδα είχα πάντα μια καινούργια μαριονέτα έτοιμη, του την έδειχνα και μου έλεγε: «Πότε την έφτιαξες αυτή, είσαι πολύ πονηρή, σου είπα να κοιμάσαι τα μεσημέρια».
Τι άνθρωπος ήταν, πώς ήταν ο χαρακτήρας του;
Δεν έχω γνωρίσει όμοιό του. Είχε μια παράξενη αίσθηση του χιούμορ και γελούσε μέχρι δακρύων. Είχε μνήμη ελέφαντα και η φαντασία του σίγουρα δεν ήταν από αυτό τον πλανήτη. Έλεγε πως ήταν ένας Φαραώ από την Ατλαντίδα. Υπάρχουν φορές που ο γιος μου μού τον θυμίζει τόσο πολύ, έτσι όπως εξερευνά και περιεργάζεται το κάθε τι και ανακαλύπτει και δημιουργεί με τα πιο απίθανα πράγματα.
Ο Takis ήταν τόσο πολλά και διαφορετικά πράγματα μαζί. Έδινε όμως τον εαυτό του ολοκληρωτικά στους άλλους και αυτό το έκανε σε όλη του τη ζωή, μέχρι το τέλος. Δεν σταμάτησε ποτέ να δουλεύει και όταν δεν έφτιαχνε γλυπτά, έγραφε κείμενα για τα οφέλη των μαγνητών στην υγεία. Μια φορά που ήρθα στην Αθήνα, του είπα, θα παίξουμε το εξής παιχνίδι: «Βρίσκεσαι σε ένα λευκό δωμάτιο, φοράς μια λευκή ρόμπα, κάθεσαι σε ένα κρεβάτι και δεν υπάρχει τίποτε άλλο μέσα στο δωμάτιο, η πόρτα ανοίγει και μπαίνει μέσα ένα ζώο… τι ζώο είναι αυτό; Πρέπει να πεις το πρώτο ζώο που θα έρθει στο μυαλό σου».
Στη συνέχεια επαναλαμβάνεις: «Είσαι σε ένα δωμάτιο, ένα λευκό δωμάτιο, κάθεσαι σε ένα κρεβάτι, το υπόλοιπο δωμάτιο είναι εντελώς άδειο, η πόρτα ανοίγει και μπαίνει μέσα ένα άλλο ζώο, τι ζώο είναι;» Την πρώτη φορά ο Takis απάντησε: ένας «σκύλος» και τη δεύτερη, «δυο γυμνές γυναίκες». Με ρώτησε, τι σημαίνουν αυτά; «Λοιπόν, ο σκύλος είναι πώς βλέπεις τον εαυτό σου και πώς θέλεις οι άλλοι να σε βλέπουν» του εξήγησα, «σαν ένα γλυκό, φιλικό, πιστό σκύλο, και το δεύτερο είναι τι πραγματικά είσαι – άρα, δεν είσαι ακριβώς ένας πιστός σκύλος, αλλά δυο ελκυστικές γυμνές γυναίκες». Άρχισε να γελάει, υπήρχαν κι άλλες γυναίκες στο δωμάτιο εκείνη την ώρα και άρχισε να φωνάζει, «είδες, στο έλεγα εγώ, οι γυναίκες είναι καλύτερες από τους άντρες, πάντα στο έλεγα, δεν στο έλεγα; οι γυναίκες είναι τελειότερες από τους άντρες, εγώ όμως είμαι ο καλύτερος από όλους σας, αφού είμαι δυο γυναίκες». Ύστερα με έβαλε να κάνω το ίδιο τεστ-παιχνίδι σε όσους ήξερε, για να καταλάβει τον πραγματικό χαρακτήρα του καθενός.
Από όσα σου έλεγε για την τέχνη, για τη ζωή γενικότερα, τι θυμάσαι πιο έντονα;
«Τα πάντα είναι στο μυαλό μας», αυτό ήταν γραμμένο ακόμη και πάνω από το κρεβάτι του, το επαναλάμβανε συνέχεια μέχρι το τέλος της ζωής του.
Και το «Que sera sera» των Abba ήταν το αγαπημένο του τραγούδι. Μου το σιγοτραγουδούσε κάθε φορά που με άκουγε να κάνω μεγάλα σχέδια για το μέλλον. Αυτά τα λόγια με ακολουθούν, ακόμη και τώρα ακούω τη φωνή του να μου τα τραγουδάει.
Μου είχε πει μια φορά «για να είσαι ευτυχισμένη πρέπει να νιώθεις ελεύθερη και για να νιώθεις ελεύθερη πρέπει να έχεις θάρρος» κάτι το οποίο έχει χαραχθεί στη μνήμη μου.
Μου είχε πει μια φορά «για να είσαι ευτυχισμένη πρέπει να νιώθεις ελεύθερη και για να νιώθεις ελεύθερη πρέπει να έχεις θάρρος», κάτι το οποίο έχει επίσης χαραχθεί στη μνήμη μου και το επαναφέρω κάθε φορά που πρέπει να πάρω μια σημαντική απόφαση, ώστε να είμαι σίγουρη πως δεν θα είναι λανθασμένη λόγω φόβου. Έμενα μαζί του για μικρά διαστήματα, ήταν όμως πάντα πολύ τρυφερός και με φρόντιζε. Τον αγαπούσα πάρα πολύ. Και μου λείπει. Ξέρω, όμως, πως όταν στέκομαι δίπλα στα γλυπτά του βρίσκεται κι εκείνος εκεί κοντά, μου κλείνει το μάτι, χορεύει και γελάει.
Την Ελλάδα την επισκέπτεσαι συχνά;
Από τα 14 μου επισκέπτομαι την Ελλάδα μια φορά τον χρόνο τουλάχιστον, αλλά κάθε φορά που ερχόμουν, ήταν για έναν λόγο και μόνο, να δω τον παππού μου. Δεν έχω λοιπόν εξερευνήσει την Ελλάδα, δεν έχω δει πολλά από τη χώρα, αλλά ακούω πολύ ρεμπέτικη μουσική και τα παιδιά μου χορεύουν τα ρεμπέτικα. Μεγαλώσαμε στο Λονδίνο ακούγοντας ελληνική μουσική, έτσι ήθελε ο πατέρας μου. Όταν ακούω ελληνική μουσική, είτε θα χορέψω ή θα κλάψω. Πάντα. Κάποιες φορές με τον πατέρα μου πηγαίναμε και στα νησιά. Έχω πολύ όμορφες αναμνήσεις. Ο πατέρας μου τώρα ζει στη Νέα Υόρκη με τη γυναίκα του τη Lydia Veneri και τις αδερφές μου. Η Lydia, μια επίσης καταξιωμένη καλλιτέχνις, διοργανώνει και την Μπιενάλε της Μυκόνου. Δεν μου έχει δοθεί ακόμα η ευκαιρία να πάω, αλλά πρέπει να είναι ένα καταπληκτικό φεστιβάλ τέχνης.
Όταν ήσουν μικρή ήθελες να γίνεις καλλιτέχνις, όπως οι παππούδες σου;
Δεν τέθηκε ποτέ τέτοιο ερώτημα μέσα μου, τι ήθελα ή τι δεν ήθελα να γίνω, γιατί πάντα ζωγράφιζα και έφτιαχνα πράγματα. Δεν ήταν μια συνειδητή απόφαση, δεν είπα ποτέ «όταν μεγαλώσω, θα γίνω καλλιτέχνις». Ακόμα και τώρα δεν νιώθω ακριβώς «καλλιτέχνις», μάλλον λέω, «παίζω κουκλοθέατρο», είναι και αυτό μια πολυδιάστατη μορφή τέχνης που ενώνει διαφορετικά κομμάτια της, γλυπτική, κοστούμια, κατασκευή σκηνικών, μουσική, φωνές, ιστορίες που γίνονται σενάριο, αφίσες, ικανότητα να κουνάς τις μαριονέτες, σκηνοθεσία… δες πόσο πολλά. Πάντα με κάτι καταπιανόμουν, τα Χριστούγεννα όταν ήμουν μικρή, το σπίτι έμοιαζε με εργαστήρι, πάντα κάποιος έφτιαχνε κάτι να δωρίσει. Ήταν τρόπος ζωής. Παντού γύρω μου υπήρχαν αγαπημένα πρόσωπα που έφτιαχναν πράγματα, ζωγράφιζαν, σχεδίαζαν, έγραφαν, σκεπτόντουσαν, αντάλλασσαν ιδέες. Το ίδιο ζουν και τα παιδιά μου σήμερα. Η μητέρα μου έχει και εκείνη ταλέντο στη ζωγραφική. Οι γονείς της είναι επίσης ζωγράφοι, ο Dennis Gilbert, ο άλλος παππούς μου, 98 χρονών, ζωγραφίζει ακόμα. Ο Takis είχε και μια κόρη, την Anna Fell. Ήταν πολύ περήφανος για εκείνη. Η Anna είναι μια εξαιρετική μουσικός, με είχε μάλιστα μάθει να παίζω φλάουτο όταν ήμουν μικρή, καθώς ζούσε κι εκείνη στο Λονδίνο. Η μητέρα της ήταν κι αυτή αρκετά γνωστή ζωγράφος, η Sheila Fell.
Υπήρξε μια περίοδος της ζωής σου που είχες ασχοληθεί και με τη μόδα, ήσουν μοντέλο, έκανες εξώφυλλα περιοδικών…
Ναι, όμως δεν ήταν και ιδιαίτερα μεγάλη. Ήμουν καλύτερο ζωγραφικό μοντέλο παρά μοντέλο μόδας. Ξεκίνησα στο Λονδίνο, όταν ήμουν 13 και μετά παράτησα το σχολείο και πήγα στο Παρίσι. Στα 16 μου. Έκανα εξώφυλλα για κάποια εφηβικά περιοδικά. Έκανα και κάποιες πασαρέλες, αλλά δεν ήμουν τόσο καλή εκεί. Ή περπατούσα με λάθος τρόπο ή θα έσπαγα ένα τακούνι λίγο πριν βγω, έχανα πάντα τη βούρτσα των μαλλιών μου, τα μαλλιά μου ήταν μονίμως μπερδεμένα, και ντρεπόμουν κιόλας πολύ! Άρα, όχι και ιδιαίτερα επιτυχημένη καριέρα. Ήμουν όμως πολύ καλή στο να ποζάρω και αρκετά δημοφιλής, γιατί μπορούσα να μείνω ακίνητη σαν άγαλμα για ώρες.
Σήμερα έχεις ένα κουκλοθέατρο, το Bus King Theatre, μέσα σε ένα κόκκινο κλασικό εγγλέζικο λεωφορείο που πηγαίνει παντού…
Δουλεύω με τις κούκλες στο κουκλοθέατρο που έχουμε φτιάξει με τον σύζυγό μου, τον Cesare Maschi, ο οποίος επίσης παίζει κουκλοθέατρο. Την ιδέα την είχα από μικρό παιδί. Η Lilliane με είχε ρωτήσει όταν ήμουν 7 χρονών, θυμάμαι, «τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις», και της είχα πει, «θέλω να έχω ένα ιπτάμενο λεωφορείο-θέατρο με πολύ μεγάλα λευκά φτερά» και φυσικά μου είχε απαντήσει, «γιατί όχι! μπορείς να έχεις και να κάνεις τα πάντα, αρκεί να τα βάλεις στο μυαλό σου!» – δεν ξέχασα ποτέ την απάντησή της. Όταν γνώρισα τον σύζυγό μου, του είπα την ιδέα μου και εκείνος συμφώνησε αμέσως, «ας το κάνουμε». Αγόρασε λοιπόν ένα λεωφορείο και μαζί το μετατρέψαμε σε θέατρο (η ιδέα των φτερών βρίσκεται ακόμη στο στάδιο της επεξεργασίας!). Ήταν μια εξαιρετικά δύσκολη δουλειά. Το λεωφορείο ήταν εγκαταλειμμένο σε ένα χωράφι, χορταριασμένο και σκουριασμένο. Έπρεπε να ξηλώσουμε τα πάντα από μέσα, να το καθαρίσουμε, να το βάψουμε, να το διαμορφώσουμε, να κάνουμε τις απαραίτητες μετατροπές, να το κάνουμε όμορφο ξανά. Και τώρα με το Bus King Theatre περιοδεύουμε σε πλατείες, πάρκα, φεστιβάλ, σε καλλιτεχνικά events, σχολεία, και παίζουμε κουκλοθέατρο. Μέσα στα σχέδιά μας είναι να κάνουμε μια παγκόσμια περιοδεία κάποια στιγμή.
Athena, αν σε ρωτούσε κάποιος ποια δουλειά σού αρέσει περισσότερο, της Lilliane ή του Takis, τι θα απαντούσες;
Το φως, η επιστήμη, η ενέργεια είναι άξονες βασικοί στη δουλειά και των δύο, τα έργα τους είναι γεμάτα ποίηση διαχρονική, είναι πηγή έμπνευσης για όλους εμάς τους υπόλοιπους. Η Lilliane δουλεύει ασταμάτητα και σκέφτεται πάντα καινούργιες όμορφες ιδέες για να κάνει το αδύνατο, δυνατό. Το ίδιο έκανε και ο Takis. Έκανε τον άνθρωπο να πετάξει! Όταν χρειάστηκε να πάω τον γιο μου στο νοσοκομείο St Thomas στο Λονδίνο κάποια στιγμή που αρρώστησε, η όλη εμπειρία ήταν, ας μου επιτραπεί, υπέροχη, καθώς στη μεγάλη αίθουσα αναμονής υπήρχε ένα μεγαλειώδες κοάν, ένα πανέμορφο, τεράστιο γλυπτό με μπλε και κόκκινα χρώματα που χρησίμευε και ως τσουλήθρα! Τι φανταστική ιδέα, όλα τα άρρωστα παιδάκια, χαμογελαστά και ευτυχισμένα, γλιστρούσαν στη μαγική τσουλήθρα της Lilliane. Στην Tate Modern, στην τελευταία έκθεση του Takis, ο κόσμος περπατούσε χαζεύοντας φώτα που αναβόσβηναν και χαμογελούσε, ευφραινόταν, γελούσε. Όταν βλέπω τους σηματοδότες των τρένων να αναβοσβήνουν, τους κλείνω κι εγώ το μάτι, αναγνωρίζοντας σε αυτούς κάτι όμορφο. Τα γλυπτά του Takis όχι μόνο χορεύουν, αλλά τραγουδούν κιόλας!
Όταν ο Takis αρρώστησε βαριά, με ρώτησε, κάποια στιγμή, αν πεθαίνει. Ποτέ δεν θα πεθάνεις, του απάντησα, θα ζήσεις για πάντα, θα ζεις μέσα από τα πανέμορφα έργα σου.
Σε ένα από τα τελευταία emails μου του έγραφα:
«Πολυαγαπημένε μου Takis,
Μαθαίνω ότι η υγεία σου καλυτερεύει και γίνεσαι κάθε μέρα πιο δυνατός. Φανταστικά νέα, με κάνουν πολύ χαρούμενη. Θα χτυπήσω στο μπράτσο μου στα ελληνικά τη φράση που μου έλεγες: “Όλα είναι στο μυαλό μας”»!
Το εξώφυλλο που είχε σχεδιάσει ο Takis για το τεύχος 86 της Athens Voice (22.06.2005).
Διαβάστε ΕΔΩ τη συνέντευξη που είχε δώσει ο Takis στην Athens Voice
Διαβάστε ΕΔΩ το κείμενο της Ειρήνης Φρεζάδου «O Takis που γνώρισα»