Αριάδνη Βιτάσταλη: Ω οι «Ευτυχισμένες Μέρες»!
Η σούπερ ποπ αλλά και σκοτεινή ζωγραφική της Αριάδνης Βιτάσταλη στήνει στο Κολωνάκι ένα αστικό γουέστερν pop κουλτούρας
Αριάδνη Βιτάσταλη: Συνέντευξη με την εικαστικό για την έκθεση Ευτυχισμένες Μέρες στην γκαλερί Αστρολάβος.
One, two, three o'clock, four o'clock, ω, των ευτυχισμένων ημερών, καλωσόρισες, εξπρεσιονιστικό rock! Five, six, seven o'clock, eight o'clock, 60s, 70s, ροκ! Τρίτη της ατομική έκθεση και η Αριάδνη Βιτάσταλη στις «Ευτυχισμένες Μέρες» επιστρέφει στην Αμερική εκείνων των ημερών: ποπ κουλτούρα, κινηματογράφος, λογοτεχνία, μουσική, μύθοι, και θρύλοι.
Από τον Κλιντ Ιστγουντ στον Σιντ Βίσιους, από την Ντόρις Ντέι του «Que Sera, Sera» στην Νάνσι Σπάγκεν του «Did it my way». Εξπρεσιονιστικό ροκενρόλ με πινελιές αδρές αλλά και μια περιεκτική αναπαράσταση, που βασισμένη σε αναπαραστάσεις αποσπασματικής ζωγραφικής αφήγησης, άλλοτε με γέλιο, άλλοτε με δέος, παραπέμπει συνειρμικά στο μωσαϊκό της Άγριας Δύσης.
Ένα σκληρό αλλά και ευαίσθητο, ένα εσωτερικό, αποξενωμένο, αλλά και συνάμα ειρωνικό γουέστερν κουλτούρας και εμμονών. Η Ισαμπέλα Ροσελίνι του «Μπλε Βελούδου» αντάμα με την Τζέσικα Τζόουνς, ηρωίδα των κόμικς Μάρβελ. Η Ελίζαμπεθ Τέιλορ με τον πληγωμένο Κινγκ Κονγκ, στο προσωπικό ημερολόγιο της Βιταστάλη, ένα τραγούδι από ταινία, δυο λέξεις από ένα σενάριο ταινίας ή τηλεοπτικής σειράς, μοιάζει να της προκαλούν μια σχεδόν εξομολογητική διάθεση: η ζωγραφική της λειτουργεί συνειρμικά, καλλιτέχνης και θεατής μοιράζονται ή και ανταλλάσσουν μνήμες από ένα ολότελα προσωπικό ημερολόγιο. Δικό της; Δικό μας; Όλων μας.
Κόσμοι αμφίσημοι, απροσδόκητοι, διχασμοί, αδιέξοδα, δυνατά κοντράστ: ο «λαμπερός» κόσμος του θεάματος, οι βεβαιότητες και οι στερεοτυπικές αντιλήψεις του παίζει παράλληλα με διαψευσμένες προσδοκίες και ξεχασμένες υποσχέσεις. Γιατί εκείνες οι εποχές ήταν και χρόνια όπου κρίσιμα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα έρχονταν να ταράξουν τις μέρες της ευδαιμονίας, που προσπαθούσε να αποτυπώσει η ποπ κουλτούρα με τα απονευρωμένα ντεσού της.
Η ζωγραφική της Βιτάσταλη είναι ψυχική, συναισθηματική, αλλά και πασιφανέστατα βιωματική: ως τζάνκι της ποπ κουλτούρας αλλά και του ροκενρόλ -προς Θεού, δεν την γνωρίζω προσωπικά, αλλά στοιχηματίζω πως πέρασε άπειρα χρόνια μαζεύοντας δίσκους ή βλέποντας ταινίες- αυτό που στο βάθος διακρίνω είναι μια προσπάθεια προσέγγισης με τον δικό της εσωτερικό τρόπο την ανθρώπινη κατάσταση. Αυτό που υποτίθεται προσπαθεί χρόνια τώρα να περιγράψει η ποπ κουλτούρα και το θέαμα, με το τι θα δεις ή τι θα καταλάβεις, επαφίεται αποκλειστικά και μόνο σε σένα. Σε εμάς. Τους «χρήστες», τους φορείς της ανθρώπινης κατάστασης, που καμία ταινία, βιβλίο, σειρά ή μουσική δεν μπορεί να μας καλουπώσει στα θέλω της. Θέλαμε και θα θέλουμε πάντα από τους «ήρωες» να δανειζόμαστε ή να προεκτείνουμε τα χαρακτηριστικά τους, κοπτοράπτοντάς τα στον προσωπικό μας ψυχισμό.
Από τη Θεσσαλονίκη, όπου κατοικεί, μας απάντησε σε κάποιες ερωτήσεις που τις στείλαμε. Για τα της έκθεσης αλλά και για μερικά από τα εφ' όλης της.
Αν είχε σάουντρακ αυτή η συνέντευξη, τι θα θέλατε να παίζει σαν μουσική που ντύνει τα λόγια σας;
Θα μπορούσε να είναι το «So you wanna be a rock 'n' roll star» των Byrds.
Δέχεστε για κάποια έργα σας τον νεολογισμό - ταμπέλα «Εξπρεσιονιστικό ροκενρόλ»; Ειδικά από τον Σιντ και τη Νάνσι μου βγήκε ο «ορισμός». Όμως, σοβαρά τώρα, πού τοποθετείτε τη ζωγραφική σας; Πώς την ορίζετε;
Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να τοποθετήσω σε συγκεκριμένο καλλιτεχνικό χώρο τη ζωγραφική που φτιάχνω. Η αλήθεια είναι πως δεν το σκέφτεται κανείς όσο δουλεύει. Όταν όμως ολοκληρώνεται ένας κύκλος έργων, όταν δηλαδή βάζεις μια παύση και προσφέρεις αυτό που έχεις βγάλει από το κεφάλι σου στο βλέμμα του κοινού, τότε αρχίζουν οι ερωτήσεις(...) Σίγουρα αυτός ο κύκλος ζωγραφικών έργων αντλεί υλικό από την ποπ κουλτούρα, χρησιμοποιεί σύμβολά της, και αναφέρομαι γενικότερα σε αυτήν καθώς νιώθω ότι με αφορά, σε αυτήν ανήκω και ως γενιά και ως άτομο, αλλά η γραφή μου έχει θεωρηθεί από αρκετούς εξπρεσιονιστική και μάλλον είναι, αφού ο αφηρημένος εξπρεσιονισμός αποτέλεσε σημείο αναφοράς και αντικείμενο έρευνάς μου για αρκετά χρόνια. Και εφόσον η δουλειά μου δεν έχει τη χαρούμενη χροιά ή τη φωτεινή, καθαρή παλέτα της popart, αλλά μάλλον τείνει προς το πιο σκοτεινό, αλλά και θεματικά αναπολεί μία περασμένη εποχή rock 'n' roll, βρίσκω πως ο συγκεκριμένος ορισμός είναι ενδιαφέρον και εύστοχος!
Υπάρχει κάτι σινεματίκ, κάτι αναμφισβήτητα pop art, αλλά σε σκοτεινά mood στους πίνακές σας, κι όχι μόνο στις ταινίες που διαλέγετε, ακόμα και στα μουσικά σας θέματα. Πώς αποφασίσατε να καταπιαστείτε με τους ήρωες αυτούς; Με τι κριτήριο τους διαλέξατε; Και πώς επικοινωνούν μεταξύ τους, αν υπάρχει δηλαδή ένας ιστός επιθυμίας προς «αφήγηση» από μέρους σας...
…Και μάλλον απάντησα ήδη λίγο στην ερώτησή σας! Δηλαδή η νοσταλγία, το κοίταγμα προς τα πίσω ήταν ορόσημο. Εννοείται πως είναι μία έντονα αυτοβιογραφική δουλειά, έπρεπε σε αυτή τη φάση να μην ασχοληθώ μόνο με τη ζωγραφική, ακαδημαϊκά δηλαδή, αλλά να πω ξεκάθαρα αυτά που είχα να πω. Όλοι οι ήρωες ή καλύτερα τα σύμβολα που χρησιμοποιώ εξυπηρετούν αυτόν τον σκοπό, αποτελούν το μέσο έκφρασης και με αυτή την έννοια επιλέχθηκαν θα έλεγε κανείς «τυχαία», εάν τα αποτελέσματα του ελεύθερου συνειρμού μπορούν να θεωρηθούν «τυχαία», και άρα συνδέονται μεταξύ τους καθώς αποτελούν το μοναχικό σύμπαν ενός ανθρώπου της γενιάς μου που κοιτάζει πίσω, ζει στο σήμερα και δεν νοιάζεται για το αύριο, γιατί το αύριο δεν υπάρχει.
Ποια στοιχεία των ηρώων σας στο σινεμά, τη μουσική, τη λογοτεχνία, την τέχνη γενικά, συνειδητά ή ασυνείδητα κοπιάρατε στη συμπεριφορά σας; Το ρωτώ με δεδομένο πως ειδικά η ποπ κουλτούρα ως πομπός στην ουσία υπαγορεύει και συμπεριφορά στον δέκτη! Και νομίζω πως έχετε δει πολύ σινεμά, ακούτε πολλή μουσική, άραγε πιάσατε ποτέ τον εαυτό σας να δανείζεται ατάκες, ντύσιμο ή ψυχολογία από τα προϊόντα της;
I think I was on top of it all. Τέλεια ερώτηση! Λοιπόν, σίγουρα υπάρχουν στιγμές που αισθάνομαι σαν πιστολέρο στην Άγρια Δύση! Δεν οπλοφορώ βέβαια αλλά είμαι έτοιμη να αναμετρηθώ με ανθρώπους και καταστάσεις σαν να μην έχω τίποτα να χάσω. Το ίδιο προσπαθώ να κάνω και στη ζωγραφική, γιατί τίποτα δεν μπορεί να γίνει αν δεν ξεπεράσεις τον φόβο. Ο φόβος υπάρχει πάντα, αλλά πρέπει να κινηθείς για να πας στο επόμενο καρέ, (εδώ απλά χρησιμοποιείς πινέλα, αυτά είναι τα όπλα, τα εργαλεία σου, μαζί με το μυαλό σου βέβαια!), όπως υπάρχει και η νοσταλγία, η μελαγχολία της ξεπεσμένης τραγουδίστριας, η οποία συνεχίζει να σαγηνεύει μέσα στα ερημικά τοπία του Λιντς. Ο Κινγκ Κονγκ είναι το τέρας που κρύβω μέσα μου, η γυναικεία φιγούρα του «Επιστροφή στις Ευτυχισμένες Μέρες» μου επιβάλλει την απλή κομψότητά της, τελικά όμως πάντα θέλω να μοιάζω στον Σιντ! Έχεις δίκιο, ενώ επιλέγω τους συγκεκριμένους ήρωες σαν καθρέφτες μου εκφράζοντας προσωπικές ιδέες, αισθήσεις, συναισθήματα, άλλο τόσο αυτοί μου επιβάλλουν την παρουσία τους, τον συμβολισμό και την αισθητική τους, και αυτό, νομίζω, είναι που κάνει η ποπ κουλτούρα, γι’ αυτό είναι τόσο δημοφιλής, επειδή όλοι σχεδόν ταυτιζόμαστε με σύμβολά της καθώς στήνουμε το προσωπικό μας σκηνικό.
Πώς είναι η Θεσσαλονίκη αυτές τις μέρες, που τρέχει και το Φεστιβάλ Κινηματογράφου; Παρακολουθείτε ταινίες στο λιμάνι ή προτιμάτε τις σπιτικές οθόνες; Κι αν, ας πούμε, έπρεπε να βάλετε πίσω από τον Κλιντ Ίστγουντ ή τη Λιζ Τέιλορ ένα φόντο αληθινό από την τοπογραφία της πόλης, ποια μπαρ θα χρησιμοποιούσατε ή άλλα αληθινά μέρη της Θεσσαλονίκης για ντεκόρ;
I think that maybe I’m dreamin’. Η Θεσσαλονίκη βέβαια κάθε χρόνο ζωντανεύει και ανεβάζει ρυθμούς την εποχή του φεστιβάλ, είναι η ετήσια μεγάλη γιορτή της πόλης παρότι κι άλλες γιορτές έχουν προστεθεί τα τελευταία χρόνια, όπως η Biennale, παραδείγματος χάριν, καθώς πολύ σωστά διεκδικεί τη θέση της στον πολιτιστικό χάρτη της χώρας και πολύ καλά κάνει. Προσωπικά, ελλείψει ελεύθερου χρόνου -είμαι μαμά μονογονεϊκής οικογένειας εκτός από ζωγράφος- και επειδή θα ήθελα να ρουφήξω όλο το φεστιβάλ κι όχι να αρκεστώ σε μία, δύο ταινίες, συνεχίζω να παρακολουθώ από μακριά, καθώς απολαμβάνω ό,τι νουάρ πέσει στα χέρια μου. Και ενώ τόσο πολύ μου λείπει τα τελευταία χρόνια η σκοτεινή αίθουσα που τόσο με μαγεύει, ευτυχώς το υγρό σκοτεινό σκηνικό της Θεσσαλονίκης μου αναπληρώνει αυτό το κενό και άνετα θα μπορούσα να φανταστώ τον Κλιντ να ρουφάει ένα ρούμι στο «On the Road», την Ιζαμπέλα να τραγουδάει νωχελικά φορώντας ένα μπλε βελούδινο φουστάνι στο «Duende» ή την cowgirl Τέιλορ να κάθεται σε ένα τραπεζάκι έξω από τον «Θερμαϊκό» ατενίζοντας το λιμάνι..
Πού ακούτε αγαπημένες μουσικές στην πόλη και ποιος είναι ο πιο αγαπημένος σας κινηματογράφος;
My Back Pages. Πρωτομπήκα στο «Berlin» στα 12, τότε που άκουγα μόνο punk, χαρά στη μάνα μου, και νόμισα πως βρέθηκα σε άλλο πλανήτη! Μάλλον εγώ ήμουν από άλλο πλανήτη, καθώς ήμουν πρακτικά μωρό. Στον «Θερμαϊκό» απογαλακτίστηκα κι ακόμα θυμάμαι και αναπολώ τις στιγμές που έζησα στο μαγαζί του Μπάμπη. «Ήλιος», «Φλου» ακόμα και τώρα, «Residents» από τα αγαπημένα όταν μπορούσα ακόμα να ξενυχτήσω, και πάντα μου αρέσει να επιστρέφω στη μοναδική ατμόσφαιρα του «Don’t tell Mamma» με τις υπέροχες μουσικές του εκλεκτικού Βασίλη.
Πόσο δύσκολο ή εύκολο είναι για εσάς να ζείτε «επάνω» και να εκθέτετε «κάτω»;
Έχει σίγουρα τη δυσκολία του το να ζεις «εδώ» και να απευθύνεσαι στο «εκεί», όποια κι αν είναι αυτά τα «εδώ» ή τα «εκεί», στην προκειμένη περίπτωση όμως αγαπώ και τα δύο μέρη. Το μεν είναι το σπίτι μου, τα βήματά μου, το άλλο είναι το μοναδικό ελληνικό φως που πάντα θα μας φωτίζει κι ας μην το προσέχουμε ίσως πια, χαίρομαι επίσης τον πλούτο που μου αποφέρει το ταξίδι, οι καινούργιοι άνθρωποι που συναντώ. Προϋποθέτει κάποια κούραση βέβαια το πήγαινε-έλα, το οποίο όμως βρίσκω ιδιαίτερα ανανεωτικό. Και κυρίως μου προσφέρει την πολυτέλεια του να έχω μια απόσταση στη ματιά μου, τόσο στα εδώ όσο στα εκεί πράγματα, το οποίο έχει τα υπέρ και τα κατά του βέβαια, αλλά εγώ κρατώ το ότι μου επιτρέπει να διατηρώ το βλέμμα μου όσο γίνεται πιο καθαρό.
Ένα σκληρό αστικό γουέστερν κουλτούρας, ανθρώπινης κατάστασης, επιθυμιών, διαψεύσεων, κινδύνων και επιθυμιών! Αλήθεια, πόσο καιρό δουλέψατε τα έργα; Και ποιο ήταν το πρώτο, ποιο το τελευταίο, όπως και ποια η κεντρική ιδέα-έναυσμα αυτών που θέλατε να απεικονίσετε...
Everybody’s been Burned. Με την ερώτησή σας συνοψίζετε τόσο καλά αυτά που τα συγκεκριμένα έργα εκπροσωπούν για μένα. Είναι μια δουλειά που ξεκίνησε τόσο αυθόρμητα 3-4 χρόνια πριν, ακριβώς την εποχή που θα βίωνα μία διπλή απώλεια, με την εμφάνιση του Κλιντ ο οποίος αναρωτιέται για το τίμημα που όλοι πληρώνουμε για να αποκτήσουμε ή να κατοχυρώσουμε όσα επιθυμούμε, το χρήμα και όχι μόνο, και με αυτόν άνοιξε ο κύκλος για όλα τα υπόλοιπα.
Από την εισαγωγή του βιβλίου Love is Loss [σχέδια διαφυγής], όπου παρατίθενται έργα μου σε χαρτί για τα οποία γράφουν ποίηση η εικαστικός και σκηνογράφος Αγγελική Κουρμουλάκη και ο ποιητής και εκδότης Γιώργος Αλισάνογλου, Εκδ. Σαιξπηρικόν
«Love is loss or Love is a loss?»
Tο σημαντικότερο είναι η αφετηρία, η αρχική λέξη, είτε ατάκα ή φράση, από την οποία ξεκινάνε όλα και στην οποία όλα καταλήγουν. Συνήθως είναι κάποια φράση ή ατάκα ή λέξη από ταινία ή από τηλεοπτική σειρά είτε από ποίημα ή φιλολογικό έργο. Ελεύθερος συνειρμός! Η τραγουδίστρια είναι η Ιζαμπέλα Ροσελίνι του “BlueVelvet” χαμένη σε ένα μοναχικό και σκοτεινό “Twin Peaks”. Ο Κλιντ σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται, για το τίμημα του πλούτου (και της εξουσίας;). Παραπέμπει στην Άγρια Δύση. Ακόμα και οι πιο δυνατές καουμπόισσες μελαγχολούν (Tom Robins). Η Ελίζαμπεθ Τέιλορ έδωσε τη μορφή της στη μητέρα μου. Η Τζέσικα Τζόουνς (Marvel) είναι η σούπερ ηρωίδα, που θα μας πάει στα επείγοντα. Το κορίτσι της Mattel (American girl) είναι η μαύρη χρυσή Ολυμπιονίκης στην Αμερική του Τραμπ. Της έχουν κάνει και ομοίωμα σε Barbie. Ο βουδιστής μοναχός έχει τέτοια καλοσύνη και μιλάει για αγάπη, αλλά μήπως γεμάτοι καλοσύνη δεν είναι και οι εραστές την εποχή του ροκοκό; Η αρσιβαρίστρια σηκώνει το ανυπέρβλητο φορτίο – The Insurmoun Table, γερμανική ταινία του Max Obal, feat. Luciano Albertini. Η ζωγράφος φοράει το καπέλο του κλόουν και αισθάνεται πως ζει ξανά και ξανά τη μέρα της Πρωταπριλιάς - μήπως είναι απλώς Γκούφη; Ο Σιντ και η Νάνσι αγαπιούνται μέχρι θανάτου. They did it their way. Ο Κονγκ - το πληγωμένο τέρας. Ο Αύγουστος, η ξεχασμένη ομορφιά όπου θα ζούσαμε τον έρωτα μας. (Avec le temps), Léo Ferré... Και θα επιστρέψουμε στις ευτυχισμένες μέρες που δεν υπήρξανε πότε, σαν τη Νικόλ Κίντμαν στο Μονακό, στο όνομα κάποιου θεού...
Στο τελευταίο έργο, η Doris τραγουδάει “Que Sera, Sera” και προσθέτει: There is Hope.
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την έκθεση στο Guide της Athens Voice
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Εστιάζει στη σχέση του με τη γαλλική πρωτεύουσα και την περίοδο που συναντήθηκε με τους Τζιακομέτι και Πικάσο
Η έκθεσή της Terra Cognita είναι ένα προσκύνημα σε άγνωστους τόπους
Όλοι οι καταξιωμένοι Έλληνες καλλιτέχνες έχουν εκπροσωπηθεί με έργα τους
Μέσα από τα έργα, καλλιτέχνες και επιστήμονες εμβαθύνουν σε πολλά ζητήματα
Τι θα δούμε σε γκαλερί και σε χώρους τέχνης της Αθήνας;
Είναι το μεγαλύτερο ποσό που έχει δοθεί ποτέ για σουρεαλιστικό πίνακα
Ο καλλιτέχνης μάς μυεί στη βεξιλολογία μέσα από την έκθεση Waving Through Folklore
Μεταξύ άλλων, θα πραγματοποιηθεί εκδήλωση με αφορμή την επέτειο των 100 ετών από την έκδοση του πρώτου «Μανιφέστου του Σουρεαλισμού
Η έκθεση φιλοξενείται στο MOMus-Μουσείο Άλεξ Μυλωνά, στην Αθήνα
Μιλήσαμε με την εικαστικό για το δαιδαλώδες ασπρόμαυρο installation που εγκαινιάζει αύριο
Ποιες εκθέσεις κάνουν εγκαίνια αυτές τις μέρες σε μεγάλα μουσεία και γκαλερί της Αθήνας
«Η αρχαία ελληνική τέχνη διδάσκει την αρμονία, που είναι το ζητούμενο στη ζωή και την τέχνη»
Oκτώ τουλάχιστον συντηρητές εργάζονται για χρόνια
Εκτίθενται έργα των Ηλία Μακρή, Ανδρέα Πετρουλάκη και Στάθη Σταυρόπουλου («Στάθης»)
Γνωστός για τα πορτρέτα του και για τις σκηνές από το Camden Town στο βόρειο Λονδίνο
Στην γκαλερί Donopoulos International Fine Arts, «ακούγονται» τραγούδια που κάποιοι τα χορεύουν ακόμα στο μπαρ Berlin
Παρουσιάζονται περισσότερα από 100 έργα του δημιουργού που αγαπούσε τον σουρεαλισμό
Ο καλλιτέχνης που έχει χαρακτηριστεί ως το «Φάντασμα της Παλιάς Αμερικής»
Οι εκθέσεις που ξεχωρίσαμε σε 3 γκαλερί και ένα μεγάλο μουσείο της Αθήνας
Επιλεγμένοι ελληνικοί μύθοι, συναντούν τα ακραία ξεσπάσματα της φύσης
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.