- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ο Νίκος Κούνδουρος δεν σταματά να μας ξαφνιάζει
Μία μεγάλη έκθεση με άγνωστα έργα του και μία συζήτηση με τον βραβευμένο κινηματογραφιστή και εικαστικό Άγγελο Σπάρταλη
Ο Άγγελος Σπάρταλης έζησε από κοντά τον Νίκο Κούνδουρο και μιλάει για το εικαστικό του έργο και την έκθεση στο 60ό Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης
Ο Νίκος Κούνδουρος ήταν ένας θυελλώδης καλλιτέχνης. Η έκφρασή του είχε διεξόδους όχι μόνο στον κινηματογράφο αλλά σε κάθε στιγμή της ζωής του. Ένα θαυμάσιο και πλούσιο εικαστικό έργο που άφησε πίσω του, παρουσιάζεται σε μία μεγάλη έκθεση στο 60ό Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης από τις 31/10. Πολλά από τα έργα παρουσιάζονται για πρώτη φορά στο κοινό και εξηγούν με ιδανικό τρόπο το τόσο εικαστικό βλέμμα που είχε κάθε κάδρο των ταινιών του. Στην έκθεση περιλαμβάνονται ελαιογραφίες, σκίτσα, κοστούμια, μάσκες, επιστολές, ημερολόγια, σημειώσεις και προσωπικά αντικείμενα – ανάμεσά τους και η αγαπημένη του παλέτα με την αυτοπροσωπογραφία του και το σκίτσο του Θανάση Βέγγου που είχε κάνει στη Μακρόνησο, όταν ήταν και οι δύο εξόριστοι.
Δυναμικό, αχόρταγο βλέμμα, δικοί του κώδικες με βυζαντινά χρώματα, ενώ ανάμεσα στη λαϊκή παράδοση και στην εικόνα του ταύρου που τόσο τον ενέπνεε, συναντάμε γυναίκες, άγιους κι επαναστάτες, δαίμονες, μάσκες, ήρωες του πραγματικού κόσμου, γυμνά σώματα ανυψωμένα σε σύμβολα και μύθους.
Με αφορμή την έκθεση, συναντήσαμε τον βραβευμένο κινηματογραφιστή και εικαστικό Άγγελο Σπάρταλη (ο οποίος συμμετέχει και ο ίδιος στο φετινό Φεστιβάλ με την ταινία του «@9»). Ο Άγγελος έζησε από κοντά τον Νίκο Κούνδουρο στα τελευταία χρόνια της ζωής του και μάλιστα σε στιγμές έμπνευσης και δημιουργίας πολλών από τα έργα της έκθεσης. Η στενή σχέση τους, σχέση φίλου-συγγενή-μαθητευόμενου-συμπολεμιστή, περιγράφεται και απεικονίζεται απολαυστικά στο βιβλίο του «Μέρες με τον Νίκο» (εκδόσεις Ροπή).
Ένθερμος, πολύπλευρος, πλούσιος και αφηγηματικός στην ομιλία του, ο Α. Σπάρταλης, γνήσιος Κρητικός αλλά και με το φόβο «μη γίνω Κουνδουρολόγος» μας οδήγησε στο Κουνδουρέικο σαν να περιέγραφε ταινία...
«Με τον Κούνδουρο είμαστε συντοπίτες. Το σπίτι της μάνας μου είναι από τα πρώτα σπίτια στον Άγιο Νικόλαο, ο δε Κούνδουρος και το σόι του είναι οι ιδρυτές του Αγίου Νικολάου. Φύγανε με βεντέτα από τα Σφακιά και ήρθανε στον Άγιο Νικόλαο και ορίσανε την πόλη. Φέρανε τράπεζες, πιάνο, γαλλικά, ήτανε αστοί. Και μ’ αυτό τον τρόπο ιδρύθηκε ο Άγιος Νικόλαος που πριν ήταν μία πόλη 20 ψαράδων και λεγότανε Μανδράκι – και έφτασε να είναι πρωτεύουσα νομού. Συνυπήρχαμε στον Άγιο Νικόλαο χωρίς όμως να γνωριζόμαστε ώσπου το 2005 παντρεύομαι την πρώτη μου γυναίκα που είναι ανιψιά του. Αμέσως μετά τον γάμο λαμβάνω ένα τηλεφώνημα σχεδόν απειλητικό που με εγκαλεί να παρουσιαστώ μπροστά του γιατί “ποιος είμαι που τόλμησα να του αρπάξω την ανιψιά και να χωθώ βιαίως στο Κουνδουρέικο σόι;” Εκ των υστέρων ήταν αστείο γιατί μου μιλούσε κρητικά. Ο Νίκος όταν ήθελα να κάνει πλάκα μιλούσε κρητικά. Αλλά εκείνη την ώρα εγώ τα ’κανα πάνω μου γιατί δεν ήξερα… είχε και μία στεντόρεια φωνή, σεβόμουνα και το έργο του. Ήξερα ότι έχει τρυφερά και βίαια στοιχεία μαζί. Κανονίσαμε να πάω την επόμενη μέρα στη βίλα του γιατί τον παρακάλεσα να του πάρω μία συνέντευξη. Έκανα τότε μία ταινία που λεγόταν “Ένας κόσμος φτιαγμένος από δάκρυα” και έκανα 7 ερωτήσεις για τα δάκρυα σε 7 διαφορετικούς ανθρώπους. Ένας από τους 7 ήταν ο Νίκος. Το αστείο δεν είναι η ταινία μου αλλά το ότι πήγα για τη συνέντευξη και έφυγα μετά από μία εβδομάδα. Κυριολεκτικά. Ξεκίνησε πολύ εκρηκτικά η σχέση μας. Δεν μ’ άφηνε να φύγω. Όταν πήγα μου λέει “Θα σε κερνούσα κάτι αλλά μου έχουνε φέρει 2 κιλά χοχλιούς και δεν ξέρω να τους μαγειρέψω”. Εγώ είμαι περιβόητος για τους χοχλιούς μου, έρχονται και μου τους ζητάνε απ’ όλο τον κόσμο. Οπότε του έφτιαξα τους χοχλιούς, συν το κουβεντολόι, συν την κουβέντα για το σινεμά, συν τις φιλοσοφίες, συν του ότι εγώ έπινα ρακές… Ο Νίκος δεν έπινε και δεν κάπνιζε ποτέ. Έπινε μια-δυό μπίρες το χρόνο και πολύ κόκα κόλα και καφέδες. Κι έτσι κολλήσαμε».
«Η μέριμνά μου τώρα που πέθανε ο Νίκος είναι να μη γίνω “κουνδουρολόγος”. Δεν έχω κανένα λόγο τέτοιο. Αγαπιόμασταν πολύ, μου είχε αδυναμία αλλά είχαμε και καβγάδες. Ούτε εγώ ήμουνα ο υποταχτικός, ούτε ο Νίκος το αφεντικό. Η σχέση μας δεν ξεκίνησε σαν ισότιμη, δε γινότανε, αλλά εξελίχθηκε. Μη ξεχνάμε, τον γνώρισα στα 79 του χρόνια κι εγώ ήμουνα 32. Γι’ αυτό κι εγώ από το περιβάλλον του γνωρίζω πάρα πολύ καλά συγκεκριμένα κομμάτια και κάποια άλλα καθόλου. Κοντινούς του ανθρώπους, δεν τους έχω δει ποτέ. Τον Θεοδωράκη, ας πούμε. Ή τον Θανάση τον Βέγγο· μια φορά μόνο του μίλησα στο τηλέφωνο. Ούτε τον Χατζηδάκι. Άνθρωποι που του ήτανε ό,τι για μένα ο Νίκος. Μέντορες ας πούμε».
«Ο Κούνδουρος δεν σπούδασε ποτέ του ούτε σινεμά, ούτε θέατρο. Ήταν απόφοιτος της Σχολής Καλών Τεχνών. Μάλιστα, είχε κάνει γλυπτική την οποία τελείωσε μετά δυσκολίας γιατί ήταν τότε τα πολιτικά γεγονότα. Ήταν όμως πολύ καλός και αυτό τον ακολούθησε και στο σινεμά και στις σκηνογραφίες. Στις περισσότερες ταινίες του, αυτός έκανε αφίσες, σκηνικά κλπ. Είχε σπουδαίους συνεργάτες αλλά αν δεν περνούσαν από τα χέρια του δεν γινόταν.
» Ήταν της σχολής του Μόραλη, του Γκίκα, δεν ακολούθησε όμως αυτή την πορεία. Τα έργα του, τα παλιά, του ’55-’60, δείχνουν έναν ζωγράφο που είχε όλα τα φόντα να γίνει σπουδαίος σε εκείνη τη γενιά της ελληνικότητας που υπήρχε τότε. Δεν συνέβη αυτό, αλλά δεν παράτησε ποτέ τη ζωγραφική. Ο ζωγράφος, έλεγε, είναι ένας αναχωρητής των πραγμάτων, της ζωής. Ένας μοναχός. Κάθεται στο κελλάκι του και ζωγραφίζει. Ενώ ο κινηματογραφιστής είναι ένας φαφλατάς, ένας νάρκισσος που πατάει στα κόκκινα χαλιά και χειροκροτείται. Αυτή ήταν η φιλοσοφία του. Ως νάρκισσος λοιπόν που είμαι κι εγώ, πιστεύω ότι ενυπάρχει η αυταρέσκεια σε όλους τους καλλιτέχνες με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αρκεί να μην την κάνεις παντιέρα. Ότι, ας πούμε, επειδή είμαι καλλιτέχνης μπορώ να φέρομαι με ελεεινό τρόπο στους άλλους. Η αυταρέσκεια του καλλιτέχνη λοιπόν, τρέφεται περισσότερο με το σινεμά παρά με τη ζωγραφική».
«Μπορώ να ξεχωρίσω τρεις βασικές ενότητες στα έργα του. Η πρώτη ήταν οι ζωγραφιές που έκανε για τα σκηνικά του. Όπως για τα σκηνικά του “Μπάιρον”, που έχτισε μια ολόκληρη πόλη στη Ρωσία. Έχει κάνει καμιά δεκαριά πίνακες για τα σκηνικά αυτά, κανονικά τοπία.
» Η δεύτερη ενότητα είναι η “Ευρώπη με τον Δία”, με τον οποίο ο Νίκος ταυτίζονταν απόλυτα. Αυτό το δίδυμο τον γοήτευε. Ο Δίας που είναι και ταύρος και πνεύμα, που εμπεριέχει και το διονυσιακό και το απολλώνιο. Ταύτιζε τον εαυτό του με τον ταύρο. Ο Νίκος ήταν σαν θηρίο, η ρώμη του ήταν αξεπέραστη. Τον φοβόσουνα. Η αρπαγή της Ευρώπης από τον ταύρο-Δία ήταν που τον ενέπνευσε και για το φοβερό γλυπτό που έκανε στο λιμάνι του Αγίου Νικολάου.
» Και η τρίτη ενότητα που εμένα με ενθουσίασε γιατί ξεκίνησε ενώ εγώ ήμουν εγκατεστημένος στο σπίτι του, ως αξιοσέβαστο πρόσωπο πια και όχι ο πιτσιρικάς για όλες τις δουλειές –όσο αξιοσέβαστος μπορεί να ήσουνα μπροστά στον Νίκο, ε;– ήταν οι “Επαναστάτες”. Με την ευρύτερη έννοια. Δηλαδή ο Τσε Γκεβάρα, ο Δαλάι Λάμα, ο ιρλανδός Μάικλ Κόλινς, η Ούλρικε Μάινχοφ. Κυρίως αναζητούσε προσωπικότητες επαναστατικές οι οποίες είτε δολοφονήθηκαν, είτε αυτοκτόνησαν. Αυτά είναι περίπου είκοσι έργα. Όλα αυτά τα έργα τα έζησα από κοντά, σε πολλά από τα οποία έκανα και την προετοιμασία. Το μοντέλο για το έργο με την Ούλρικε Μάινχοφ ήταν η γυναίκα και σύντροφος της ζωής μου, η Αγγελική Σβορώνου. Στην ταινία μου “Το σύνδρομο της Χιονάτης” ο Κούνδουρος υποδύεται τον αρχηγό της 17 Νοέμβρη και ζωγραφίζει ζωντανά, μπροστά στον φακό, την τελευταία εκτελέστρια που του απέμεινε, τη Μάινχοφ, με την Αγγελική να ποζάρει. Αυτό το έργο θα υπάρχει στην έκθεση».
«Ο Νίκος έγραφε, ζωγράφιζε, έκανε γλυπτική, έκανε σινεμά. Σίγουρα την περίοδο που έκανε σινεμά δεν έκανε τίποτα απ’ όλα τα άλλα. Και αντιστρόφως. Αλλά δεν ζωγράφιζε για διασκέδαση. Αυτό το έκανε μόνο καλοκαίρι, στα βότσαλα. Είχε ζωγραφίσει καμιά πεντακοσαριά βότσαλα. (Ένα από αυτά είναι και στο εξώφυλλο του βιβλίου). Γενικά και στη βίλα του στην Κρήτη και στο σπίτι του στο Μετς, ήταν τέτοιες οι κουβέντες που δεν μπορούσες να μείνεις σε εγρήγορση, δηλαδή ήταν το κλίμα τέτοιο. Ένα καζάνι που έβραζε. Και όταν δεν είχαμε έμπνευση που λέει ο λόγος, σκουπίζαμε, σφουγγαρίζαμε, μαγειρεύαμε, κουβεντιάζαμε και μας ερχόταν. Δεν περιμέναμε με το πινέλο να μας κατέβει λες και είναι κάτι θεόσταλτο».
«Ο Νίκος είχε μία πολύ παράξενη σχέση με το Θεό. Σε ένα απόσπασμα στο βιβλίο λέει “Η μάνα μου η συχωρεμένη δεν πέθανε κι ας με συγχωρήσει ο Θεός ο μεγαλοδύναμος αν υπάρχει”. Δηλαδή, η μάνα του που έχει πεθάνει εδώ και 50 χρόνια δεν πέθανε και ο Θεός μπορεί και να μην υπάρχει. Οι αντιφάσεις αυτές ήταν μέρος της καθημερινής μας ζωής. Δεν θέλαμε να είμαστε σίγουροι για τίποτα. Με το ίδιο θράσος που υποστηρίζαμε κάτι σήμερα, αύριο μπορεί να υποστηρίζαμε το αντίθετο. Αυτό δεν το κάναμε όμως από μαγκιά. Το κάναμε για να βρούμε την αλήθεια. Με τη βεβαιότητα που υποστηρίζαμε το ένα, με την ίδια υποστηρίζαμε και το άλλο. Και όχι από δειλία, έχει σημασία αυτό. Ήταν ένα κουβεντολόι, μία έρευνα. Πέρναγε έξω από τα ξωκλήσια και έλεγε “Θεέ, άμα σε πετύχω θα σε γα….” και έκανε τον σταυρό του. Έλεγες, τι γίνεται εδώ; Έμπαινε μέσα, τα καθάριζε, σκούπιζε, άναβε τα καντήλια. Και το μπινελίκι, μπινελίκι. Είχε μια σχέση πολύ φιλική με το Θεό. Όπως και με τους ανθρώπους· αν σε πήγαινε, ήταν πολύ εγκάρδιος και ανοιχτοχέρης».
«Τα περισσότερα έργα τα ζωγράφιζε στο σπίτι στο Μετς, στον πρώτο όροφο. Εκεί ήταν το εργαστήριό του που ήταν και το γραφείο του. Εκεί εκ των πραγμάτων δεν ανέβαινε κάποιος αν δεν ήταν κοντινός του άνθρωπος ή δεν τον καλούσε ο ίδιος. Αλλά δεν είχε πρόβλημα. Και το κουβεντολόι του άρεσε, και στο τηλέφωνο μπορεί να διέκοπτε για να μιλήσει, δεν ήταν μοναχός, δεν είχε απαιτήσεις απόλυτης ηρεμίας».
«Το γλυπτό, η “Αρπαγή της Ευρώπης”, είναι δύο έργα. Το ένα ξεκίνησε να το σχεδιάζει ο Νίκος μαζί με τους αδερφούς Παναγιώτη και Νίκο Σωτηριάδη, αλλά μετά από λίγο καιρό ο Κούνδουρος το παράτησε. Το ανέλαβαν εξ ολοκλήρου οι Σωτηριάδηδες και το ολοκλήρωσαν, είναι δικό τους. Αυτό το έργο το έκανε δωρεά η Περιφέρεια Κρήτης στο Ευρωκοινοβούλιο, στο Στρασβούργο, και εκεί απ’ έξω υπάρχει τώρα. Μάλιστα, με πήρε απ’ το αυτί ο Νίκος και με έβαλε στο φορτηγό να ακολουθήσω το έργο μέχρι το Στρασβούργο, δεκαπέντε μέρες ταξίδι και, κατά παραγγελία του, έφτιαξα ένα ντοκιμαντέρ που λέγεται “Η αρπαγή της Ευρώπης” και περιγράφει την κατάσταση στην Ευρώπη καθώς το τεράστιο αυτό γλυπτό τη διανύει. Μετά, καταπιάνεται ο Κούνδουρος να κάνει το δικό του έργο πια, όπως ακριβώς το ήθελε. Έχει πολλά κοινά στοιχεία με το αρχικό, ίδιο μέγεθος, ίδιο βάρος, αλλά διαφορετικό σχέδιο και διαφορετικά υλικά. Είναι άλλο. Το οποίο πάλι το εκτελούνε τα αδέρφια Σωτηριάδη και αυτό, τώρα, βρίσκεται στο λιμάνι του Αγίου Νικολάου. Η ταύτισή του με τον ταύρο ήταν ξεκάθαρα το πνεύμα και η εξουσία με το άγριο, τη ρώμη. Τα είχε αυτά ο Κούνδουρος. Ήταν αρχηγός και στο σώμα και στο πνεύμα».
«Με το που πεθαίνει ο Νίκος, η πρώτη έκθεση που αφορά στο εικαστικό του έργο γίνεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο στον Άγιο Νικόλαο, όπου επιμελήτρια είναι ένας πολύ κοντινός άνθρωπος του Νίκου τα τελευταία χρόνια, η ανθρωπολόγος Μαρία Καραμητσοπούλου, και βοηθός επιμελητή εγώ. Εκεί υπήρχαν αρκετά από τα έργα που θα υπάρχουν και στην έκθεση στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όχι τόσο πλούσια όμως, και αρκετό αρχειακό υλικό. Όλοι οι επισκέπτες, Κρητικοί και μη, εντυπωσιάστηκαν με το εικαστικό έργο του Κούνδουρου που δεν το γνώριζαν. Οπότε το πρώτο μας μέλημα μιάς τέτοιας έκθεσης είναι να κάνουμε γνωστό αυτό στον κόσμο, κάτι που θα εξηγήσει πολύ και το κινηματογραφικό του έργο, αυτή την εμμονή που είχε με τα κάδρα, την αρτιότητα που υπήρχε σε αυτά. Και αυτό είναι σημαντικό για μία καταρχήν ανάγνωση του κινηματογραφικού του έργου. Φαντάζομαι κάπως έτσι θα σκέφτηκαν και στο Φεστιβάλ και ο διευθυντής του, ο κύριος Ανδρεαδάκης, και μπράβο τους.
» Από εκεί και πέρα, η ζωγραφική του Νίκου στέκει αυτόνομα. Αν εξαιρούσαμε το ότι είναι ένας σπουδαίος κινηματογραφιστής, έχει να επιδείξει ένα ολοκληρωμένο έργο με περισσότερα από 40-50 αξιόλογα έργα συν τα story boards που τα ζωγράφιζε μόνος του, συν τις αφίσες για τις ταινίες του, συν τα σχέδια που έκανε στο πλάι, συν τα βότσαλα… πολύ πράμα! Μόνο μουσική δεν έγραφε – αλλά γι’ αυτό είχε τον Χατζηδάκι, τον Θεοδωράκη, τον Μαρκόπουλο».
«Με επηρέασε πάρα πολύ ο Κούνδουρος και στη δική μου ζωγραφική. Αυτή που κάνω τώρα μπορείς να την πεις ρεαλισμό αλλά δεν είχα καμία σχέση με αυτό. Τη ζωγραφική μου ο Νίκος την περιφρονούσε τελείως. Και πιο πολύ –ξέρω γω; για να του αρέσω;– στράφηκα στον ρεαλισμό ο οποίος, ξέρεις, μας κανακεύει εμάς τους καλλιτέχνες. Κάνεις ένα έργο και σου λένε όλοι “α, πολύ ωραίο, επειδή μοιάζει”! Κι εγώ το επιζητούσα αυτό, ιδίως για τον Νίκο στην αρχή, και μετά μού έγινε συνήθεια. Βέβαια διατήρησα όλα τα εξπρεσιονιστικά στοιχεία που είχα.
» Η τεχνική μου είναι πολύ βίαιες χειρονομίες από κοντά, στα όρια της πιτσίλας, της εξπρεσιονιστικής χειρονομίας, αλλά τόσο μικρές και ενταγμένες που από μακριά το έργο μοιάζει στα όρια της φωτογραφίας αλλά αν το δεις από κοντά μοιάζει με ένα χάος. Το ωραίο μυτάκι και τα χειλάκια της κοπέλας, ας πούμε, από κοντά μοιάζουν με ένα βουνό σε ηλιοβασίλεμα. Έτσι, διατήρησα τις αρετές της παλιάς μου ζωγραφικής εντάσσοντάς τες σε έναν ρεαλισμό για να αρέσω στον Νίκο καταρχήν και μετά στον πατέρα μου, στη μάνα μου, να πέφτει κανένα μεροκάματο του δρόμου, κάνα πουρμπουάρ και καμιά παραγγελία δηλαδή. Γιατί, για να πω την αλήθεια, από εκεί ορθοπόδησα εγώ. Όσο έκανα γεωμετρική αφαίρεση δεν… Τι να κάνουμε».
«Εγώ ξεκίνησα να ζωγραφίζω πορτρέτα. Στα 17 μου, το πρώτο έργο που έκανα ήταν ένα πορτρέτο της μάνας μου και ένα δικό μου. Αν ήταν ο Φρόιντ εδώ, καταλαβαίνεις τι θα έλεγε. (γέλια) Μετά τα παράτησα, άρχισα να κάνω αφηρημένα σχήματα, γεωμετρικά και μετά ξαναγύρισα στα πορτρέτα γιατί έχω πάθος με αυτά. Υπάρχει μία υπερβατική διάθεση, μια μεταφυσικότητα τη λέω εγώ. Εντελώς θεωρητικά δεν πιστεύω στη μεταφυσική. Κι ο Θεός· πιστεύω ότι υπάρχει αλλά δεν έχει συνείδηση. Ο Νίκος τσατιζότανε με αυτό. Ο Νίκος έλεγε ότι ο Θεός υπάρχει και δεν υπάρχει. Και γινότανε χαμός. Ανεξάρτητα με το αν υπάρχει ή δεν υπάρχει όμως, δεν μπορούμε να ζούμε μέσα στον ρεαλισμό. Γι’ αυτό και η ζωγραφική μου είναι ψευτο-ρεαλιστική. Αν δεν έχει μία μεταφυσική, αν δεν αγαπήσεις τρελά, αν δεν θεοποιήσεις κάποιον, να σε πάει κάπου αλλού, τότε τι νόημα έχουν όλα αυτά. Δηλαδή τι, θα περιμένουμε να πεθάνουμε; Οπότε, ακόμα κι αν δεν πιστεύω σε κάποια πράγματα, ζω σαν να ήτανε έτσι γιατί είναι πιο διασκεδαστικό;… πιο χρήσιμο;… ξέρω γω; Ας είναι μια ψευδαίσθηση, δεν γίνεται αλλιώς».
Κουνδουρολεξικό
Βοηθίνα Η γραμματέας. Αντίθετα με το πώς ακούγεται δεν είχε καθόλου απαξιωτικό χαρακτήρα.
Διαχείριση Ο ερωτικός δεσμός. Παράδειγμα: «Και ποιος σε διαχειρίζεται εσένα;»
Εγώ Σχεδόν απαγορευμένη λέξη. Έπρεπε πάντα και όλοι γύρω από τον Νίκο να λέμε «εμείς».
Ε! Γάμησέ την… Ας μπούμε αμέσως στο θέμα χωρίς υπεκφυγές.
Είμαι εναντίον Εγώ το έκανα.
Ζητάω συγγνώμη Είμαι δειλός και ανόητος καλλιτέχνης. «Δεν απολογούμαστε», αυτό με συμβούλευε συχνά.
Ζουμί Ο καφές και όλα τα άλλα υγρά ροφήματα.
- Τι θα πιεις, Νίκο; - Ένα ζουμί από πορτοκάλια.
Θρίαμβος! -Πώς είναι οι χοχλιοί, Νίκο;
-Θρίαμβος! Εύγε, νέε!
Ιερή καύλα Η έμπνευση. Κάποτε ο Κούνδουρος έκανε πρόβα στο Ηρώδειο, για τον «Διγενή» νομίζω, και τους είχε εξαντλήσει όλους με τη γνωστή τελειομανία του. Είχε πάει πέντα τα χαράματα και ο χορός πρόβαρε ακόμα. Ο Νίκος, που καθότανε ψηλά στα σκαλοπάτια και σκηνοθετούσε, αντιλαμβάνεται ξαφνικά ότι στα πόδια του έχει βάλει το κεφαλάκι της και έχει ξεραθεί στον ύπνο μία νεαρή «βοηθίνα» του. «Βρε!» την ξυπνά και της λέει: «Δεν ντρέπεσαι είκοσι χρονών σκατό και να κουράζεσαι και ο γερο Δάσκαλος, ταύρος βουνίσιος να στέκει στις επάλξεις;». Και η κοπέλα, χωρίς την παραμικρή αιδώ, του απαντά: «Εγώ εδώ για ένα μεροκαματάκι δουλεύω. Εσύ, δάσκαλε, έχεις την ιερή καύλα!». Μόνο κορίτσι μπορούσε να μιλήσει έτσι στον Νίκο, αν ήταν άντρας, θα τον είχε τσακίσει. Αγκάλιασε με γέλια τη νεαρή κοπέλα κι από εκείνη τη στιγμή πρόσθεσε στο λεξικό του αυτή την έκφραση. Την λέγαμε κι εμείς οι υπόλοιποι.
Καπετάνισσα Σεβάσμια «μεγαλοκοπέλα».
Κουνδουρίζω Έχω αρχοντική συμπεριφορά.
Κουντουραίοι Το πρώτο νεκροταφείο Αγίου Νικολάου Κρήτης. -Νίκο, από πού να περάσω να σε πάρω; -Έλα στις δύο στους Κουντουραίους.
Παρθένα πόρνη Χαρακτηρισμός για όποιον διαφωνούσε με τον Νίκο.
Ποτέ στη ζωή μου! Θα το φάω, ευχαριστώ. Όταν του πρόσφεραν κρέας έλεγε: «Κρέας; Δεν έχω φάει ποτέ στη ζωή μου!» και μετά έτρωγε. Κάθε φορά το ίδιο.
Γυναίκα-πούστης Γυναίκα με δόλιο χαρακτήρα.
Άκομψο Θα σου φανεί άκομψο, αν σου πω να πας στο διάολο;
Ποθώ Με ποθείς, με χρειάζεσαι για να συνεχίσεις να αναπνέεις;
Σούρνω Σούρνεις έναν αποκρουστικό μικροαστισμό.
Σπεύδω, μέθεξη «Ας σπεύσουμε να μεθέξουμε στο μέγα μυστήριο του κινηματογράφου».
(απόσπασμα από το βιβλίο «Μέρες με τον Νίκο», εκδ. Ροπή)
Info Έκθεση με έργα του Νίκου Κούνδουρου. Προβλήτα Α΄ του Λιμανιού Θεσσαλονίκης. Διάρκεια 31/10 - 10/11/2019
Με τη συμβολή και συνεργασία της Σωτηρίας Ματζίρη - Κούνδουρου, σε επιμέλεια του ιστορικού τέχνης Γιώργου Μυλωνά. Επιστημονικός σύμβουλος της έκθεσης, η ανθρωπολόγος Μαρία Καραμητσοπούλου.