- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Γιατί ζωγραφίζει ο Γιώργος Αυγέρος
Zει στα Χανιά αλλά και στην Αθήνα. Ανήκει σε μια γενιά που το ένα της πόδι πατάει στο παρελθόν και το άλλο, κάπως αβέβαια στο τώρα.
Ο Γιώργος Αυγέρος εκθέτει τη νέα του δουλειά με τίτλο «Νοητικές Περιπλανήσεις» στην γκαλερί Ζουμπουλάκη και μιλάει στην ATHENS VOICE
Τα ετερώνυμα έλκονται. Πόσο όμως στα αλήθεια; Δορυφορική τεχνολογία και χειροποίητη ζωγραφική: στο εργαστήριο του Γιώργου Αυγέρου τα προγράμματα ψηφιακής επεξεργασίας, οι υπολογιστές με τις βίρτσουαλ παλέτες χρωμάτων και κάθε είδους εργαλεία για «καλλωπισμούς» συνδέονται ευθέως με την αυθεντική, αδιαμεσολάβητη τέχνη της αναπαράστασης. Το αποτέλεσμα; Θα το δείτε στην γκαλερί Ζουμπουλάκη, όπου ο καλλιτέχνης θα εκθέσει τη νέα του δουλειά.
«Νοητικές Περιπλανήσεις» ή και μια σπουδαία σπουδή στις τέσσερις διαστάσεις του χωροχρόνου. Χανιά, Αθήνα, κόσμος. Ένα κοινωνικοπολιτικό σχόλιο για το πλαίσιο του παγκοσμιοποιημένου ανθρώπου και την πολυεπίπεδη πλέον έννοια του πώς ορίζουμε και την τέχνη, και το ταξίδι, και την περιπλάνηση, αλλά και εμάς ως σημείο στάσης και αναφοράς. Λίγο πριν τα εγκαίνια, ο Γιώργος Αυγέρος, που ετοίμασε και το εξώφυλλο αυτού του τεύχους, βρίσκει χρόνο για να αναπτύξει αλλά και να συμπτύξει τις εικόνες και το σκεπτικό του...
Κατάλαβα αυτό: παίρνετε εικόνες από δορυφόρους, δίκτυα, street view πλάνα, και από το ψηφιακό περνάτε στη χειροποίητη ζωγραφική με σχέδια, κάρβουνα και χρώματα από σκόνες. Επίπονη διαδικασία το δεύτερο, πανεύκολη άντληση υλικού από τη δεξαμενή του ίντερνετ το πρώτο. Ερώτηση: αυτή η «μίξη» που καταλήγει σε γλώσσα αλλά και στα έργα της νέας σας έκθεσης, προκύπτει από ποιαν ακριβώς ανάγκη σας να εκφράσετε «κάτι». Ποιο είναι αυτό;
Δεν είναι και τόσο απλή διαδικασία, όσο τουλάχιστον ακούγεται, η άντληση υλικού από το ίντερνετ, δεδομένου ότι δεν συλλέγεις οτιδήποτε βρεθεί μπροστά σου, αλλά ψάχνεις συγκεκριμένα πράγματα. Συγκεκριμένα με την έννοια ότι πρέπει να σε ικανοποιούν αισθητικά αλλά και εννοιολογικά. Το ίντερνετ είναι αχανές και απαιτεί χρόνο. Mε ρωτάς τι θέλω να εκφράσω. Θα μπορούσα να αραδιάσω ένα σωρό λόγους και αιτίες καθ’ όλα πιστευτές, και όλα αυτά να είναι ένα μεγάλο παραμύθι. Η αλήθεια είναι ότι κατά βάθος ούτε και εγώ γνωρίζω την πρωταρχική αρχή, την κινητήρια δύναμη. Ανήκω σε μια γενιά που το ένα της πόδι πατάει στο παρελθόν και με το άλλο της κάπως αβέβαια στο τώρα. Στην αρχή είχα πολλούς ενδοιασμούς να χρησιμοποιήσω τοπία που δεν τα έβλεπα στην πραγματικότητα αλλά μέσα από μια εικόνα ψηφιακή. Για την υπέρβαση αυτή με βοήθησαν πολύ οι απόψεις αλλά και οι συζητήσεις που είχα κάνει πολύ παλιά με τον φίλο ζωγράφο Τ. Μισούρα. Είναι ένας άνθρωπος που θεωρητικά τον κατατάσσεις στους ηλεκτρονικά αναλφάβητους αλλά με ανοιχτό μυαλό. Πριν λίγο καιρό που συναντηθήκαμε και συνεχίσαμε αυτή την κουβέντα μου είπε: «Εγώ συμφωνώ με αυτό που έλεγε ο Ντενγκ Σιάο Πινγκ: Άσπρη γάτα, μαύρη γάτα, αρκεί να πιάνει το ποντίκι». Το αποτέλεσμα μετράει. Μήπως και στην Αναγέννηση δεν χρησιμοποίησαν την Camera Obscura αλλά και φακούς για την πληρέστερη αποτύπωση των μοντέλων; Πώς σε λίγο χρόνο κατακτήθηκε αυτός ο ρεαλισμός; Αλλά νομίζω ότι ξέφυγα λίγο από την ερώτηση.
Παλιά το μάτι μας στεκόταν στο ορατό και κάθε τι πέρα από τον ορίζοντα ήταν καλυμμένο με το μυστήριο του άγνωστου. Που σαν πρόκληση, σαν ταξίδι, σαν όνειρο, μας καλούσε να το εξερευνήσουμε και να μοιραστούμε την εμπειρία. Αιώνες μετά, τώρα, ο κόσμος έγινε διάφανος. Συνδεδεμένος: όλοι παρακολουθούν τα πάντα, άγνωστο δεν υπάρχει, με ένα κλικ είμαστε παντού. Πόσο πιστεύετε πως αυτό που συμβαίνει επηρεάζει και την τέχνη; Μπορούμε να βλέπουμε ζωντανά το παγόβουνο που αποκολλήθηκε από την Ανταρκτική ή τη βάρκα γεμάτη μετανάστες που διασχίζει το Αιγαίο...
Για τον μέσο άνθρωπο, άγνωστο υπάρχει ακόμα. Για την εκάστοτε εξουσία ίσως όχι. Αλλά αυτά είναι εφιαλτικά σενάρια, που ο κινηματογράφος αλλά και μερικοί κομίστες τα έχουν παρουσιάσει ήδη, και φοβάμαι πολύ ότι ίσως και να συμβούν, αν δεν υπάρξει αντίδραση. Η τέχνη είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα, και σαν τέτοιο επηρεάζεται άμεσα με ό,τι έχει σχέση με τον άνθρωπο. Δεν μπορείς να διαχωρίσεις την ιστορία της τέχνης από τις τεχνολογικές ή κοινωνικοπολιτικές αλλαγές. Και δεν αναφέρομαι μόνο στην κατάργηση της ιδιωτικότητας από τα σύγχρονα μέσα αλλά στο σύνολο της τεχνολογίας και ειδικά σε αυτό που ονομάζεται ηλεκτρονική επανάσταση. Ήδη βλέπουμε έργα καθαρά ψηφιακής τεχνολογίας, όχι μόνο βίντεο αλλά και τυπωμένα στον εκτυπωτή, χωρίς να έχει παρέμβει άμεσα το χέρι του καλλιτέχνη. Σειρά έχουν τα τρισδιάστατα σκάνερ και οι τρισδιάστατοι εκτυπωτές. Ο χειρώναξ καλλιτέχνης σιγά σιγά εκλείπει. Και εγώ, αν δεν πατούσα με το ένα πόδι στο παρελθόν, θα μπορούσα να τύπωνα τα έργα αυτά και όχι να τα ζωγραφίσω με το χέρι. Το όλο στήσιμο του έργου, γίνεται στον υπολογιστή. Κερδίζω χρόνο και έχω ένα πρότυπο μπροστά μου κοντά στο αποτέλεσμα που θέλω να φτάσω.
Οι πίνακες με θέμα την Αθήνα, κινούνται και στο τώρα και στο κάποτε: σούβλες στις ταράτσες, μνήμες από πασχαλινές εξοχές σε χωριά και λάουντζερς σε πολυθρόνες που πίνουν κοκτέιλ. Αρχαίοι ημών πρόγονοι και Οθωμανοί στην πλατεία Συντάγματος. Και μαζί με αυτά τα έργα, βλέπω μικρογραφία μια ζωγραφιά του Χοκουσάι, κάποιο άλλο που θυμίζει Μπρίγκελ αλλά και Ιερώνυμο Μπος, με αυτή την «πολεοδομική» Βαβυλώνα. Αντάμα και τα πορτρέτα κάποιων ανθρώπων θολά, αχνιστά, ανεξιχνίαστα. Τι τα συνδέει όλα αυτά; Υπάρχει κάποιος θεματικός άξονας;
Η αλήθεια είναι ότι τα έργα με τις ασπρόμαυρες φιγούρες -blurred faces- θα μπορούσαν να αποτελούν μια ξεχωριστή ενότητα, γιατί φαινομενικά διαφέρουν από τα άλλα με το χρώμα. Και οι δύο ομάδες όμως προέρχονται από ψηφιακές εικόνες παρμένες από προγράμματα εναέριας περιήγησης, όπως γράφει και στο κείμενο της έκθεσης η Έλλη Αντωνίου. Ο συνδετικός άξονας είναι το «τώρα». Στις ασπρόμαυρες φιγούρες με τα θολά πρόσωπα μιλάω για το τώρα και το μέλλον, όπου χρησιμοποιήθηκαν ειδικά προγράμματα που αναγνωρίζουν πρόσωπα και τα θολώνουν για να συμμορφωθούν με τον νόμο περί ιδιωτικότητας, και γνωρίζουμε βέβαια ότι συμβαίνει και το αντίθετο. Η άλλη ομάδα αναφέρεται στο τώρα και στο παρελθόν κι εκεί συνυπάρχουν αρμονικά διαφορετικές χρονικές εποχές, με δικές μου νεανικές μνήμες σε σχέση με καλλιτέχνες του παρελθόντος ή ο σχολιασμός κοινωνικών ή οικολογικών προβλημάτων. Αλλά υπάρχει και ένας ακόμη βασικός λόγος. Με ενδιαφέρουν και τα δύο. Όταν πριν δύο χρόνια η Π. είδε δύο μικρά έργα από αυτή την ενότητα των έργων μου, μου είπε: «Τελικά εσύ κάνεις αυτό που σου αρέσει, μπράβο». Νομίζω ότι αυτό τα λέει όλα.
Παίζετε πολύ με τη μνήμη: την εθνική μας, ως μύθο κι ως φαντασιακό, αλλά ταυτόχρονα και με την παγκόσμια, μιας και πλέον λόγω υπερσύνδεσης, δέκτες και πομποί, έχουμε πλέον και συνδιαμορφώνουμε μια κοινή «ιστορία». Γιατί όμως τα νησιά των Κυκλάδων τα αποτυπώνετε ως ένα σύμπλεγμα στον χάρτη, ενώ στα street view πλάνα σας προτιμάτε εξατομικευμένα «πορτρέτα» από ανθρώπους της Νιγηρίας, της Μόσχας ή της Ιταλίας;
Οι Κυκλάδες ήταν το πρώτο έργο από την ελληνική ενότητα. Ήταν κατά κάποιο τρόπο μια απόδοση τιμής σε έναν από τους πρώτους πολιτισμούς, τον Κυκλαδικό. Εμπεριέχει και την έννοια του κύκλου. Έχει αποδοθεί με τη μορφή παλιού χάρτη. Ένας χάρτης πάντα είναι απαραίτητος για μια περιπλάνηση. Στις ασπρόμαυρες φιγούρες – blurred faces – έχω αφαιρέσει κάθε περιγραφικό στοιχείο του χώρου, για να δώσω έμφαση στον άνθρωπο και την επέμβαση του προγράμματος στο πρόσωπό του. Πολύ εύστοχα η Έλλη Αντωνίου σημειώνει: «Δίνοντας έμφαση στην εποχή της “μηχανής αναζήτησης”, το φυσικό περιβάλλον των μορφών επισημαίνεται γραπτώς αντί οπτικά περιγραφικώς». Εκεί συμβαίνουν και διάφορα κωμικοτραγικά. Το πρόγραμμα θολώνει και το πρόσωπο του σκύλου που είναι με μία κυρία, ή θολώνει ένα κυκλικό σχέδιο που υπάρχει στην μπλούζα ενός άλλου θεωρώντας ότι είναι πρόσωπο, ή δεν αναγνωρίζει πρόσωπο σε μια μουσουλμάνα που φοράει μπούρκα στην Christian Street του Λονδίνου.
Πώς εξελιχθήκατε σαν ζωγράφος. Πώς ζωγραφίζατε, φερειπείν το ’90, πώς το 2000 και πώς τώρα; Μείνατε αμετακίνητος σε κάποιες «θέσεις» - «ματιές» ή αφήνεστε στον χρόνο. Κι αν συμβαίνει το δεύτερο, από ποιες φάσεις περάσατε, όπως και πού είστε τώρα;
Για πολλά χρόνια είχα αφήσει τη ζωγραφική, γιατί δεν «έβλεπα» χρώμα. Μέχρι και το καβαλέτο μου πούλησα. Για μια επταετία ασχολήθηκα με το κόσμημα. Ήταν χρόνια ενδοσκόπησης, σαν να έκανα σημειωτόν για να ξεκινήσω αργότερα. Αμέτρητα σχέδια και μετρήσεις σε κλαδιά, φύλλα, λουλούδια, ψάχνοντας αρμονίες και χρυσές τομές. Αυτό που κατάκτησα από αυτή την επταετία ήταν ο ρυθμός. Ένας ρυθμός που τον έχω κρατήσει και στην καθημερινότητα. Θα πρέπει να υπάρχει πολύ σοβαρός λόγος για να μην πάω μια μέρα στο εργαστήριο, ακόμα και τις Κυριακές. Αργότερα έμαθα ότι στην Αναγέννηση ήταν σχεδόν υποχρεωτικό οι ζωγράφοι να μαθητεύσουν και στη αργυροχρυσοχοΐα. Μάλλον σε λάθος εποχή γεννήθηκα. Από το 1990 - 2000 έκανα γλυπτά και κατασκευές με δύο μεγάλες εκθέσεις στην Titanium. Το 2002 η γκαλερί Ζουμπουλάκη γέμισε με μπλε και κόκκινες επίτοιχες φιγούρες από αλουμίνιο. Κάπου εκεί βρήκα πεταμένα τρία καβαλέτα, τα έχω ακόμη μαζί με ένα που μου χάρισαν πέρυσι. Τότε άρχισα τα έργα με τα δέντρα και τα δάση, συνδυασμός ανάγλυφου πλεξιγκλάς και ζωγραφικής σε διαφάνεια σε μια προσπάθεια να μεγιστοποιήσω την ψευδαίσθηση της τρίτης διάστασης. Στην αρχή ασπρόμαυρα, μετά με μικρές οάσεις χρώματος μέσα στο ασπρόμαυρο. Πριν από πέντε χρόνια ξεκίνησα να δουλεύω τα έργα που τώρα εκτίθενται. Μόνο ζωγραφική, ξανά ασπρόμαυρη αρχικά, ψάχνοντας τρόπους και τεχνικές για το χρώμα. Δουλεύω με σκόνες ζωγραφικής στεγνές. Αντικατέστησα τα πινέλα με παντονέτες δικής μου κατασκευής και έτσι δημιουργείται μια αίσθηση λιθογραφίας. Αρκετοί ξεγελιούνται, νομίζουν ότι είναι τυπωμένο. Μου αρέσει η παραστατικότητα και τα έργα να αποπνέουν αίσθηση, να μη χρειάζονται επεξηγήσεις. Σε αυτό είμαι τουλάχιστον σταθερός, παρά τις αλλαγές στη δουλειά μου. Οι αλλαγές αυτές όμως εμένα με ανανεώνουν και με αναζωογονούν. Με ενδιαφέρει η ύλη όσο και το πνεύμα, οι τεχνικές, η ευρηματικότητα, η δημιουργία τόσο με τα χέρια όσο και με το μυαλό.
Γιατί ζωγραφίζετε;
Έχω έναν γιο και μια κόρη. Η κόρη μου από παιδί ζωγράφιζε πολύ καλά και όλοι πίστευαν ότι θα κατευθυνόταν προς τις καλές τέχνες. Ήταν καλή όμως και στα μαθήματα. Εγώ προσπάθησα να κρατήσω ουδέτερη στάση και να αφήσω σε αυτήν την επιλογή. Τα καλοκαίρια είχα μια προτομή στο εργαστήριο για να έρχεται όποτε θέλει να κάνουμε σχέδιο. Δεν έδειξε ιδιαίτερο ζήλο. Τώρα τελειώνει το Χημικό. Αυτό με έκανε να σκεφτώ: μήπως έγινα ζωγράφος επειδή δεν ήμουν καλός κάπου αλλού; Από τα δεκαέξι μου, όμως, αυτό ήθελα να γίνω. Και σε τελευταία ανάλυση τι είναι το ταλέντο; Μήπως δεν είναι ο έρωτας και η αγάπη που έχεις για ένα αντικείμενο;
Τα Χανιά όπου μένετε είναι η αρχή και το τέλος της περιπλάνησης ή ένας ενδιάμεσος σταθμός;
Κατάγομαι από τα Χανιά και κάποια στιγμή συνειδητά αποφάσισα να επιστρέψω εκεί. Τα Χανιά είναι μια καλή περίπτωση επαρχιακής πόλης. Λιγότερο άγχος, λιγότερες μετακινήσεις, που σημαίνει περισσότερος χρόνος για δουλειά. Απαιτείται βέβαια συγκέντρωση και αυτοπειθαρχία, γιατί είναι πολύ εύκολο να χαθείς σε μια ήσυχη καθημερινότητα.
Αγαπάτε την Αθήνα; Σας λείπει κάτι από το «εδώ μας» στο «εκεί σας»; Ή η Αθήνα δεν σας δημιουργεί κανένα στερητικό;
Δεν μπορώ να πω ότι μου λείπει και πολύ. Κρατάω επαφή όμως, έχω φίλους και πάντα την καινούργια δουλειά την παρουσιάζω πρώτα στην Αθήνα. Όπως και να το κάνουμε, είναι το κέντρο και, αν συμβεί κάτι αξιόλογο, συμβαίνει πρώτα εδώ, όσον αφορά την Ελλάδα βέβαια.
Πέρα από τη ζωγραφική κάνατε και γλυπτά-κατασκευές. Ήταν μια φάση που πέρασε ή πάλι θα επιστρέψετε (και) σε αυτά;
Ποιος ξέρει; Αρκετοί με ξέρανε ως γλύπτη, και ως γλύπτης είμαι γραμμένος στο ΕΕΤΕ. Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που μπορώ να αλλάζω πεδίο ανάλογα με τις ανάγκες μου. Και τότε που έκανα τα γλυπτά δεν πίστευα ότι θα ξαναζωγράφιζα.
Ρωτάω πάντα, κάθε φορά που μιλώ με ζωγράφο: πόσο κοστίζει ένας «Αυγέρος», ειδικά αυτής της νέας έκθεσης;
Τώρα μιλάμε για εμπόριο της τέχνης και όχι για την τέχνη. Και σε αυτό δεν είμαι καλός. Οι τιμές βέβαια έχουν καθοριστεί από τις προηγούμενες εκθέσεις και πάντα σε συνεννόηση με την γκαλερί. Δεν είμαι από τους ακριβούς πάντως.
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την έκθεση στο Guide της Athens Voice