Εικαστικα

Ο Bertrand Lavier στην Αθήνα

Στην γκαλερί Bernier Eliades συναντήσαμε ένα παγκόσμιο παιδί της γαλλικής εικαστικής σκηνής

Στέφανος Τσιτσόπουλος
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Bertrand Lavier, το τρομερό παιδί της γαλλικής τέχνης, εκθέτει στην Αθήνα και την γκαλερί Bernier Eliades

Το 2012 το κέντρο Πομπιντού φιλοξένησε μια μεγάλη αναδρομική του: κινούμενος ανάμεσα στη γλυπτική και τη ζωγραφική, και όντας στο παιχνίδι από το 1970, ο Lavier παράγει έργα «μεταποιημένα», όπου πινέλα, χρώματα αλλά και αντικείμενα βιομηχανικής παραγωγής και καθημερινής χρήσης, μεταμορφώνονται σε μια σουρεαλιστική ποπ αρτ. Στην πρώτη όμως ματιά. Looks like. Πιάνα, φωτογραφικές μηχανές, στραπατσαρισμένα μοντέλα από μινιατούρες Φεράρι, καμία φορά όμως ακόμα και κανονικές Μερσεντές των δρόμων ή πυροσβεστήρες, μέσω μιας επεξεργασίας που υφίστανται από τον καλλιτέχνη μεταμορφώνονται σε κάτι απόκοσμο. Αλλά και χιουμοριστικό εκ πρώτης. Μόνο που στο βάθος τους τα έργα του κάθε άλλο παρά αθώα, παιδικά, ή χωρίς περιεχόμενο δείχνουν: ανατινάζοντας και ναρκοθετώντας τα ακαδημαϊκά όρια της παράδοσης των «ειδών», ο Lavier χρησιμοποιεί την ποπ κουλτούρα προκειμένου μέσω των ready made φετιχιστικών αντικειμένων της να παραγάγει μια υβριδική έκπληξη, πολύ κοντά στο πνεύμα του Ντισάν: αν αλλάξεις τη χρήση με μία μόνο κίνηση ή χειρονομία, αν επεκτείνεις τη γωνία θέασης, τότε αυτό δεν είναι μόνο αυτό, αλλά κάτι άλλο. Η αθωότητα γίνεται φόβος, το κατανοητό αποκτά διαστάσεις μεταφυσικές και αγνώστου ταυτότητας. Και δεν είναι μόνο το «έργο» καθημερινής χρήσης που αλλάζει, αλλά και η περιεκτικότητά του σε «έννοια» και «συναίσθημα». Σε σημείο, μερικές φορές, τα έργα του Lavier να απεκδύονται την αρχική τους φόρμα ή χρήση και να αυτονομούνται σε κάτι ολότελα μοναδικό, μη αναμενόμενο, συγκλονιστικό. Για πρώτη φορά στην Αθήνα, η γκαλερί Bernier Eliades παρουσιάζει τη φρέσκια δουλειά ενός Γάλλου εικαστικού, που έχει εκθέσει στα σπουδαιότερα μουσεία και αίθουσες τέχνης της Ευρώπης.

Κι εγώ τον περιμένω στην υπέροχη αυλή, ενώ ένα χαλαρά ηλιόλουστο και θερμικά ζεστό αθηναϊκό φθινόπωρο εκεί έξω καταργεί τη διάκριση των εποχών, μοιάζοντας περισσότερο με καλοκαίρι παρά με Οκτώβρη βρόχινο και ψυχρό. Καταφθάνει, ζητώντας μου συγνώμη για την ελαφρά καθυστέρηση στο ραντεβού μας, «έκανα μια βόλτα στο Μοναστηράκι χαζεύοντας τη θέα της Ακρόπολης αλλά κι όλο αυτό το οριένταλ από μαγαζιά που την περικυκλώνει, πολύ δυνατό κοντράστ. Σκέφτηκα πως απέναντί μου είναι το φως και η λάμψη των αιώνων, το ξεκίνημα του ευρωπαϊκού πνεύματος και του πολιτισμού...».

Καθόλου να μη ζητάτε συγνώμη, συνεχίστε, είμαι πολύ περίεργος να μάθω τις εντυπώσεις σας από την πρώτη σας βόλτα στην Αθήνα...
Α, τέλεια, λοιπόν, κάθισα και σε ένα υπέροχο καφέ και απόλαυσα έναν καπουτσίνο τόσο φίνο όσο και στο Παρίσι! Και απέναντί μου είχε τέτοιο θόρυβο αλλά και τόση κίνηση, που έμοιαζε σαν να ήμουν στο Καράτσι. Μοναδική πρόσμειξη πολιτισμών η καθημερινότητά σας, αλλά καθόλου δεν με χάλασε, μπορούσα έστω κι έτσι, σε αυτό το καφέ, να δω όλους τους αρχαίους προγόνους σας...

Το ίδιο κι εγώ, έτσι ένιωσα την πρώτη μου φορά στο Παρίσι, όταν κάθισα στα τραπεζάκια του «Café de Flore». Ήταν τόσο έντονος ο μύθος, που έριχνα ματιές πίσω και δίπλα μου μπας και δω τον Καμί, την Μποβουάρ και τον Μπορίς Βιάν να πίνουν κι αυτοί τον καφέ τους. Περιπλανήθηκα στα έργα σας, καθώς σας περίμενα και δεν κρύβω πως περίμενα, πέρα από τη νέα σας δουλειά, να βρω έστω και κάτι από τα παλιά σας, κάτι σαν σύνδεση, ας πούμε, με το σκεπτικό σας.
Όπως;

Ας πούμε το πιο αγαπημένο μου, το μπλε πιάνο με τα κόκκινα πλήκτρα ή την μπλε καρέκλα, κάτι από τα ανάγλυφά σας που οι κριτικοί τα ορίζουν ως αντικείμενα με την τεχνική Βαν Γκονγκ… (Με διακόπτει γελώντας και μου δείχνει το κινητό του)
Εδώ είναι, αλλά σε άλλη πόλη! Κάποια από αυτά που μου λέτε βρίσκονται στο Λονδίνο για τις ανάγκες της Fringe και κάποια άλλα στο Μιλάνο, όπου εκθέτω ταυτόχρονα.

Με ρωτούσε η γυναίκα μου, όταν της είπα πως θα σας συναντήσω, πώς θα περιέγραφα συνοπτικά το προφίλ σας, και σχεδόν αυθόρμητα μου ήρθαν στο μυαλό οι λέξεις «γέλιο» και «ελευθερία»...
Από την αρχή αυτό ήθελα. Να βγω από τη γραμματική των Καλών Τεχνών και να προσπαθήσω να βρω μια νέα δικιά μου γλώσσα. Κοντά στη χειρονομία του Ντισάν, που άλλαξε κυριολεκτικά τον κανόνα!

"Jaune", 2019


Στην Αθήνα τι ακριβώς μας παρουσιάζετε;
Εγκαταστάσεις αλλά και γλυπτά που έχουν να κάνουν με το χρώμα. Μεταποιημένα, παραποιημένα και υπαινικτικά πειραγμένα, προκειμένου μέσω νέον τεχνολογίας να παίξουν με την αλήθεια και το ψέμα. Το κίτρινό μου γράφει πως είναι κίτρινο, μα μέσα του έχει το μπλε και το πράσινο. Ακόμα και τα έργα που καλωσορίζουν τον θεατή και είναι μπλε χρώματος, στην ουσία κρύβουν μέσα τους διαφορετικά μπλε.

"Vert", 2019


Αποσκοπώντας;
Το χρώμα είναι συναίσθημα αλλά και αίσθηση, και ειδικά αυτή την εποχή που πλέουμε σε πολλούς φανερούς αλλά και ανομολόγητους φόβους, αόρατους φόβους, νομίζω πως φωτίζεται κατά κάποιον τρόπο καλύτερα, κάτι με το οποίο «έπαιζα» και στα παλιά μου έργα. Ας πούμε τον κίτρινο πυροσβεστήρα. Μεγαλώνουμε μαθαίνοντας τη χρηστική αξία του, να σβήνει φωτιές. Και από την αρχή μαθαίνουμε επίσης την παγκόσμια γλώσσα του κόκκινου χρώματος που τον ορίζει. Σωστά; Αλλάζοντας το χρώμα, σε κίτρινο, πράσινο, οτιδήποτε πλην του «σωστού», ακόμα κι έτσι, στη θέα της «αλλαγής» νιώθουμε απορία. Ή και φόβο, πως αυτός δεν είναι ένας πυροσβεστήρας, αλλά κάτι άλλο. Είναι μια εποχή η σημερινή όπου αρκεί να αλλάξεις ένα χρώμα σε κάτι που συνήθισες να το βλέπεις πολύ συγκεκριμένα κι αμέσως πυροδοτούνται μηχανισμοί φοβίας.

"Gard", 2019


Αρνησιχρησία, σας κατάλαβα αλλά και ολίγη από Τζάσπερ Τζόουνς. Δημοφιλή «εργαλεία» σε άμπστρακτ «περιπέτειες». Υπάρχει κάτι άμπιεντ αλλά και πολύ έντονο στη νέα σας δουλειά, αλήθεια, εκτός από αίσθημα, το χρώμα είναι νομίζω και μουσική. Τι ήχοι πηγαίνουν σε αυτά τα έργα; 
Ε, βέβαια, δίκιο έχεις για τον Τζάσπερ Τζόουνς, color is a feeling. Μουσικά που ρωτάς, θα έβαζα δυο εντελώς διαφορετικά πράγματα. Δεν ταιριάζουν, αλλά κατ' εμέ συνομιλούν με το δικό μου γούστο, από τη μια, ο Στοκχάουζεν κι από την άλλη ο Αλέν Σουσόν...

Ω, το «Fool Sentimental» είναι αξεπέραστο και από τα πολύ αγαπημένα μου. Νομίζω πως καταλαβαίνω γιατί διαλέξατε τον Σουσόν. Είναι η ποπ πλευρά σας, έτσι;
Ακριβώς. Κι ο Στοκχάουζεν τα άλλα που λέγαμε πιο πριν...

Μιλήσατε για τη σημερινή εποχή των πολυποίκιλων φόβων. Αλήθεια, αγαπάτε τον Μισέλ Ουελμπέκ ή στέκεστε αδιάφορα; Γιατί κάθε του βιβλίο όχι μόνο είναι βουτηγμένο στον φόβο αλλά και μοιάζει να πραγματώνεται σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία...
Λατρεύω τον Ουελμπέκ. Αλλά θα διαφωνήσω μαζί σας ως προς το «προφήτης». «Βαρόμετρο» είναι νομίζω ο χαρακτηρισμός που του πάει. Βλέπει πράγματα που οι άλλοι μοιάζει να τα διαπιστώνουν ιδίοις όμμασι, και τι κι αν είναι δίπλα τους δυο εβδομάδες μετά από αυτόν. Αναμφισβήτητα είναι πολύ οξυδερκής και παρατηρητικός, ειδικά στο τελευταίο του, τη «Σεροτονίνη», περιγράφει το τώρα-φόβο της Γαλλίας σαν πολιτικός αναλυτής αλλά και ψυχίατρος, ταυτόχρονα.

Χάρηκα πολύ που σας γνώρισα, ακόμα και γι’ αυτόν τον λίγο χρόνο που είχα τη χαρά να σας συναντήσω...
Κι εγώ, κι εγώ, ελάτε αν θέλετε καθώς θα σας ξεπροβοδίζω να ανάψω και μια μπλε εγκατάσταση...

"Colonne Lancia", 2017


Ο Bertrand Lavier έχει χιούμορ, ευγένεια, αλλά και έναν ανελέητο σαρκασμό. Αξίζει να ψάξετε στο ίντερνετ, όσοι δεν τον γνωρίζετε, τον διάσημο καναπέ του εμπνευσμένο από τα χείλια του Νταλί όπως τον οραματίστηκε «εργονομικά» να κείται με βάση ένα ψυγείο Bosch. Προκαλώντας ίλιγγο με το ανακάτεμα της «πρώτης ύλης», ο Lavier παίζει με τον καταναλωτισμό αλλά και όλο το σύστημα της τέχνης, προσπαθώντας να ανά- διατάξει κάθε αντίληψη, εμμονή ή προφανές που ηθελημένα είτε ο καλλιτέχνης είτε ο θεατής ασπάζεται, προκειμένου ο κόσμος μας να δείχνει τακτοποιημένος και ασφαλής. Αν πάτε να δείτε τα έργα του στην Bernier Eliades, κρατείστε αυτό: «We're floating in several oceans of fear».

Έως τις 21 Νοεμβρίου στην Γκαλερί Bernier Eliades (Επταχάλκου 11, Θησείο)