Εικαστικα

O Κυριάκος Κουτσομάλλης στην πρώτη του αποκλειστική συνέντευξη

Οι περιπέτειες του Μουσείου Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή, η σχέση του με το θρυλικό ζεύγος, ο Pei, το μυστήριο της μυθικής συλλογής και η διαμάχη των κληρονόμων

Κατερίνα Αγγελιδάκη
ΤΕΥΧΟΣ 717
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αποκλειστική συνέντευξη: O Κυριάκος Κουτσομάλλης, διευθυντής του Ιδρύματος Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή, μιλάει για το Μουσείο που άνοιξε στην οδό Ερατοσθένους 13, στο Παγκράτι

Μετά από σχεδόν τριάντα χρόνια αναβολών, άκαρπων διαπραγματεύσεων, ματαιώσεων, ιδεοληψιών, απογοητεύσεων αλλά και μυστηρίου γύρω από τη μυθική συλλογή του θρυλικού ζεύγους που άφησε εποχή στον χώρο της διεθνούς τέχνης, το Μουσείο Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή άνοιξε, επιτέλους, τις πόρτες του στην οδό Ερατοσθένους 13. Για να αφήσει άφωνο το κοινό με έργα που προκαλούν ίλιγγο, έργα που τοποθετούν την Αθήνα στον χάρτη της παγκόσμιας τέχνης με την ομορφιά, τη δύναμη και τη σημασία τους. Συνομιλήσαμε με τον διευθυντή του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή, Κυριάκο Κουτσομάλλη, λίγο πριν από τα επίσημα εγκαίνια του νέου Μουσείου, μέσα στον αναβρασμό της προετοιμασίας αλλά και την προσμονή μιας μέρας που περίμενε πολλά χρόνια να έρθει.

«Είναι πολλές οι λεπτομέρειες της τελευταίας στιγμής που πρέπει να επιλυθούν, αλλά ελπίζω πως θα έρθουν και καλύτερες μέρες», λέει χαμογελώντας από το γραφείο του στον τελευταίο όροφο του κτιρίου, βαθιά ανακουφισμένος που κατόρθωσε να αναστήσει το όνειρο του Βασίλη και της Ελίζας Γουλανδρή.

Ήρθαν, νομίζω, οι καλύτερες μέρες. Το κράτος βοήθησε σε αυτή την τελευταία, οριστική πλέον, προσπάθεια να φτιαχτεί το μουσείο;
Δεν μπορώ να πω ότι βοήθησε. Μάλλον δυσχαίρανε, ακούσια βέβαια, την προσπάθεια και θα σας πω γιατί. Οι αρμόδιοι έκριναν ότι έπρεπε να διατηρηθεί και ο μέσα τοίχος του νεοκλασικού, όχι μόνο η όψη επί της Ερατοσθένους και η όψη επί της πλατείας. Όταν κρατάς μόνο τις δύο όψεις μπορείς να σκάψεις σε βάθος 25 μέτρων κάτω από νεοκλασικό για να δημιουργήσεις 5 υπόγειους χώρους. Όταν όμως πρέπει να διατηρήσεις και τον τρίτο τοίχο, αυτό σημαίνει ότι το κτίριο πρέπει να ανασηκωθεί στον αέρα με υποστηλώματα. Σημαίνει επίσης μεγάλη καθυστέρηση και τεράστια δαπάνη. Το μεγαλύτερο άγχος μας όμως ήταν ο κίνδυνος που θα μπορούσε να προκύψει στους ανθρώπους που δούλευαν στο έργο από ένα σεισμό, μια αστοχία, με το κτίριο να αιωρείται από πάνω μας. Είχαμε χάσει τον ύπνο μας.

Έχετε αναφερθεί και σε άλλα προβλήματα που είχατε με το κτίριο λόγω καταλήψεων.
Μετά την αγορά του κτιρίου περάσαμε δύσκολα. Κάθε βράδυ έμπαιναν μέσα εξαρτημένα άτομα, παρόλο που κλειδώναμε. Αλγεινές εμπειρίες, αλλά, πάει, πέρασε κι αυτό.

Πόσο καιρό κράτησε η κατασκευή και πόσο κόστισε τελικά;
Περίπου 8 χρόνια μαζί με την άδεια και τη μετεγκατάσταση των έργων από το εξωτερικό και το μουσείο της Άνδρου, όπου φυλάσσονταν. Το κόστος καλύφθηκε εξ ολοκλήρου από ίδιους πόρους, επιτρέψτε μου να μην μπω σε λεπτομέρειες σεβόμενος τη φιλοσοφία των ιδρυτών που ήταν εξαιρετικά διακριτικοί. Θα σας πω ότι η ανάπλαση της πλατείας, η οποία είναι δωρεά του Ιδρύματος προς τον Δήμο, κόστισε 600.000 ευρώ. Έχουμε αναλάβει να βάψουμε και τον Ναό του Αγίου Σπυρίδωνα μόλις βγει η άδεια, είναι μια υπόσχεσή μας προς τους ιερείς, που μας συμπεριφέρθηκαν άψογα. 

Θέλω να σας ρωτήσω, πώς αντέξατε τόσες δεκαετίες ανατροπών και ματαιώσεων. Είπατε ποτέ «εγκαταλείπουμε τη μάχη και πάμε να κάνουμε το μουσείο μας στο εξωτερικό;»
Όχι, ποτέ. Απογοητεύσεις και στενοχώριες βιώσαμε, όμως δεν λυγίσαμε. Είχαμε δεσμευτεί στους ιδρυτές να γίνει το μουσείο στην Αθήνα, ήταν ηθική υποχρέωσή μας. Όλα όσα μεσολάβησαν ήταν και θέμα συγκυριών. Όταν η πρώτη παραχώρηση έκτασης για το μουσείο στην οδό Ρηγίλλης σκόνταψε μπροστά στα κατάλοιπα του Λυκείου του Αριστοτέλη, πρέπει να πω ότι το κράτος πρότεινε να συγκατοικήσουμε με την ανασκαφή. Όμως ο τότε αρχιτέκτονάς μας, ο Ι.Μ.Pei, δεν το δέχτηκε διότι θα έπρεπε να σκάψει και ήταν απαγορευτικό. Μετά, στη Ριζάρη, σκοντάψαμε ξανά σε αντιδράσεις από οικολόγους και περίοικους, κι εμείς θέλαμε να δημιουργήσουμε ένα έργο για τους πολίτες, όχι να τους δυσαρεστήσουμε. Μας πρότειναν αργότερα μια έκταση στο Ελληνικό, αλλά ο Pei, όπως κι εμείς, ήθελε το μουσείο στο κέντρο της Αθήνας, πάνω στο πέρασμα του κόσμου, σε οργανική σύνδεση και συνομιλία με τους ανθρώπους.

El Greco

Κάποια στιγμή ο Pei λύγισε και εγκατέλειψε την ιδέα.
Ο Pei ήταν φιλλέληνας, αγαπούσε τη χώρα μας και έκανε υπομονή. Θεωρούσε δεδομένες κάποιες αντιδράσεις, τις είχε αντιμετωπίσει και τότε που ο Μιτεράν, με πυγμή, του ανέθεσε προσωπικά και χωρίς διαγωνισμό να κατασκευάσει την περίφημη Πυραμίδα στο Λούβρο. Όμως προχωρούσε στην ηλικία, δεν μπορούσε να περιμένει άλλο.

Οπότε φτάνουμε στην οδό Ερατοσθένους.
Φτάνουμε στο σημείο που αποφασίζουμε να αγοράσουμε με δική μας πρωτοβουλία ένα οίκημα ή οικόπεδο. Τυχαία μια μέρα κατέβαινα την Ερατοσθένους, είδα το παλιό οίκημα και είπα ότι εδώ θα μπορούσε να είναι το μουσείο. Δυο βήματα από το Καλλιμάρμαρο, τρία λεπτά από το Ζάππειο. Στο Παγκράτι, μια ανέκαθεν μεσοαστική περιοχή και σε συνεχή ανάπτυξη σήμερα. Τα κέντρα τέχνης κακώς ταυτίζονται με την ελίτ. Η καλλιτεχνική δημιουργία είναι πνευματική δημιουργία, έχει ο καθένας δικαίωμα πρόσβασης. Μικρός, μεγάλος, μορφωμένος, λιγότερο μορφωμένος, μετανάστης, πρόσφυγας, όλους τους θέλουμε. Το μήνυμα που στέλνουμε με την επιλογή μας είναι σαφές: δεν κυνηγάμε την ελίτ, μας ενδιαφέρει ο κόσμος. Κι εγώ μεσοαστός είμαι, δεν είμαι αριστοκράτης για να θέλω ελίτ τέχνη.

Roy Lichtenstein

Ωστόσο γνωρίσατε καλά την ελίτ τόσα χρόνια δίπλα σε ένα ζευγάρι που υπήρξε η creme de la creme του διεθνούς τζετ σετ. Πώς γνωριστήκατε;
Η σχέση μας ξεκίνησε το 1972, όταν ήμουν στο Παρίσι για σπουδές στην Ιστορία και αργότερα στην Ιστορία της Τέχνης. Μια τυχαία γνωριμία κατέληξε σε μια σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης, σε μια σχέση ζωής. Δέσαμε. Προοριζόμουν για το πανεπιστήμιο, αλλά o Βασίλης μου είπε: «Είσαι τρελός; Δεν πρόκειται να φύγεις από μένα». Και δεν έφυγα.

Πώς ήταν σαν άνθρωπος ο Βασίλης Γουλανδρής;
Ήταν πολύ γενναιόδωρος, φρόντιζε τους ανθρώπους που δούλευαν κοντά του, γι’ αυτό και κανένας δεν έφυγε από δίπλα του. Πίστευε, για παράδειγμα, ότι ένας άνθρωπος που δουλεύει κοντά του πρέπει απαραιτήτως να έχει ιδιόκτητο σπίτι. Και τον βοηθούσε να το αποκτήσει. Ήταν ευγενής, δεν πρόσβαλε ποτέ, παρόλο που ήταν πολύ απαιτητικός. Μπορεί να ήταν Μαικήνας των τεχνών, αλλά υπήρξε επίσης ένας διορατικός επιχειρηματίας. Ήξερε να παίρνει χρόνο από την επιχειρηματικότητα και να τον αφιερώνει στην τέχνη. 

Και η Ελίζα; Η κόρη σας, η Μαρία Κουτσομάλλη, υπεύθυνη σήμερα της συλλογής του Ιδρύματος, μου έλεγε πριν από λίγο ότι ακόμα θυμάται το άρωμά της.
Ήταν καλλονή της εποχής. Ντυνόταν από μεγάλους οίκους μόδας, ήταν εξαιρετική οικοδέσποινα, της άρεσε η ζωή, τα τραπέζια, ο κόσμος. Από το σπίτι της στην Αvenue Foch στο Παρίσι έχει περάσει όλη η αφρόκρεμα. Έλαμπε από χάρη αλλά ταυτόχρονα ήταν μια δυναμική γυναίκα. Ταξίδευαν πολύ με τον άνδρα της ανά τον κόσμο. Για να δουν μια έκθεση μπορούσαν να πάνε παντού, η Νέα Υόρκη ήταν πολύ κοντά στο σπίτι τους στη Λωζάννη, ή στο Γκστάαντ όπου περνούσαν τον χειμώνα τους, ή στο σπίτι τους εδώ στην οδό Αραβαντινού. Για μια έκθεση μπορούσαν να φτάσουν ως την άκρη του κόσμου. 

Ζήσατε ένα μεγάλο μέρος από την απόκτηση της συλλογής. Είδατε τη λαχτάρα του Βασίλη Γουλανδρή να αποκτήσει ένα έργο, τον είδατε να περιμένει χρόνια για κάποιο άλλο. Υπάρχει μια χαρακτηριστική ιστορία τέτοιας επεισοδιακής αγοράς;
Θα σας πω ότι ήταν αδιανόητο για εκείνον να πουλήσει ένα έργο από τη συλλογή του. Διότι ο Βασίλης Γουλανδρής δεν επένδυε στην τέχνη, αγόραζε από έρωτα για την τέχνη. Η σχέση με ένα έργο τέχνης, το πιστεύω βαθύτατα αυτό, είναι σχέση έρωτα, σε καθηλώνει, δεν μπορείς χωρίς αυτό. Αυτό συνέβαινε και με τον Βασίλη. Τη «Nεκρή φύση με γκρέιπφρουτ», του Paul Gauguin, την περίμενε σχεδόν 8 χρόνια. Και ήρθε η στιγμή που τη «χτύπησε», το 1957, με ένα τρελό ποσό για την εποχή. Έχουμε δημοσιεύματα στο αρχείο από γαλλικές εφημερίδες που έγραφαν ότι ένας Έλληνας εφοπλιστής τίναξε την αγορά τέχνης στον αέρα! Γιατί το ήθελε πολύ, αλλά, σκέφτομαι σήμερα μετά από χρόνια, και για να μπορέσει να αποκτήσει ένα όνομα στέρεο στην αγορά τέχνης, να έρχονται σ’ αυτόν όλοι οι μεγάλοι έμποροι τέχνης.

Πώς αγόραζε; Από δημοπρασίες ή ήθελε να δει το έργο ζωντανά;
Συνέβαινε κι αυτό. Όχι μονάχα να θέλει να το δει αλλά και να το ζήσει. Όταν λέγεσαι Γουλανδρής, ο πωλητής σού δανείζει ένα έργο για να το πάρεις σπίτι σου, να ζήσεις μαζί του, να δεις αν σου πάει. Βεβαίως, πολύ συχνά αγόραζε με εντεταλμένους από δημοπρασίες, από καταλόγους διεθνών οίκων, παρενέβαιναν και μεγάλοι ντίλερ από όλο τον κόσμο. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι ο Βασίλης και η Ελίζα Γουλανδρή αγόραζαν έργα σύμφωνα με τις προσωπικές προτιμήσεις τους, το γούστο και την αισθητική τους, ότι τα είχαν στα σπίτια τους, ότι ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής τους.

Ό,τι κρέμεται σε τοίχο και ό,τι τοποθετείται σε βάθρο ανήκει στο Ίδρυμα. Μία από τις 
ανιψιές μόνο –οι υπόλοιποι συγγενείς δεν διεκδίκησαν ποτέ τίποτα– επί 17 χρόνια 
μάχεται και μέχρι αυτή την ώρα δεν βρήκε καμιά δικαίωση.

Πολλά έχουν γραφτεί για τη συλλογή του ζεύγους από τον διεθνή τύπο. Ιστορίες που μοιάζουν βγαλμένες από μυθιστόρημα μυστηρίου. Έχει γίνει λόγος για χαμένα αριστουργήματα, για διεκδικήσεις συγγενών, για μακροχρόνιες δίκες.
Η Ελίζα Γουλανδή είχε έξι ανίψια, τα οποία κατέστησε κληροδόχους. Ο κληροδόχος δεν είναι κληρονόμος νομικά, έχει λαμβάνειν επί συγκεκριμένων πραγμάτων. Υπάρχει διαθήκη της εκλιπούσας, της οποίας εκτελεστής είμαι εγώ, και είναι σαφής: Ό,τι κρέμεται σε τοίχο και ό,τι τοποθετείται σε βάθρο ανήκει στο Ίδρυμα. Μία από τις ανιψιές μόνο –οι υπόλοιποι συγγενείς δεν διεκδίκησαν ποτέ τίποτα– επί 17χρόνια μάχεται και μέχρι αυτή την ώρα δεν βρήκε καμιά δικαίωση. Εμείς κρατάμε απόσταση από όλα αυτά, δεν θέλουμε να εμπλακούμε σε κάτι που κρίνουμε πως δεν μας αφορά ούτε θέλουμε να προκαταλάβουμε τίποτα διότι η δίκη συνεχίζεται στην Ελβετία. Δεν βλέπω, βέβαια, τι άλλο μπορούν να ισχυριστούν σήμερα, διότι το μουσείο ολοκληρώθηκε και ανοίγει τις πόρτες του, η συλλογή είναι εδώ, μεγάλοι συλλέκτες και διευθυντές οίκων μάς επισκέπτονται ήδη, άρθρα για το μουσείο γράφονται διεθνώς, στα εγκαίνια είναι καλεσμένη όλη η πολιτική ηγεσία. Το σημαντικό είναι ότι ο κόσμος θα έρθει σε επαφή με όλον αυτό τον πλούτο, επομένως δεν ενδιαφέρει τι λέγεται.

Marc Chagall

Και η δική σας προσωπική σχέση με την τέχνη; Έχετε κι εσείς το μικρόβιο του συλλέκτη;
Δεν είμαι συλλέκτης, όμως πρέπει να σας πω ότι παρόλο που δεν μεγάλωσα μέσα σε αυτό τον χώρο από παιδί, διαπίστωσα προσωπικά ότι η τέχνη δεν είναι ίωση που θα περάσει. Αντιθέτως στην πορεία γίνεται λοιμώδης νόσος. Η δική μου αγάπη για την τέχνη εξελίχτηκε με τα χρόνια και κατάφερα να την περάσω και στα δικά μου παιδιά. Έμαθα πολλά από τον Βασίλη Γουλανδρή, του άρεσε να συζητάει για την τέχνη και ήταν βαθύς γνώστης. Όταν πρόκειται να αγοράσεις ένα έργο και να επενδύσεις τόσο μεγάλα ποσά, πρέπει να ερευνάς. Αυτό κάναμε και εγώ και οι σύμβουλοί του. 

Τώρα που φτάσατε μέχρι εδώ και τηρήσατε την υπόσχεσή σας στους ιδρυτές, τι είναι αυτό που δεν θα ξεχάσετε ποτέ από τη ζωή σας κοντά τους;
Αυτό που θα μου μείνει διά βίου και μέχρι εσχάτων είναι η τύχη που είχα να γνωριστώ και να δεθώ με αυτούς τους ανθρώπους. Μου άλλαξαν όλη μου τη ζωή. Στο σπίτι μου στο Παρίσι πηγαίνω τρεις και τέσσερις φορές τον χρόνο, κυρίως για να δω μια έκθεση, είναι πλέον μια ανάγκη. Αυτό δεν θα το είχα, αν δεν ζούσα τη ζωή που έζησα με τον Βασίλη Γουλανδρή.