- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Η Μάρα Καρέτσου διηγείται τη ζωή της
Από τη Λάρισα στον Ιόλα, στη Νέα Υόρκη και την pop art
Συνέντευξη της Μάρας Καρέτσου με αφορμή τη διάλεξή της στην Ελληνοαμερικανική Ένωση. Διηγείται τη συναρπαστική ζωή της, μιλά την τέχνη, τον Ιόλα, το Παρίσι, τη Νέα Υόρκη
Eίναι μία γυναίκα που εκπέμπει δύναμη και κοσμοπολίτικο αέρα. Έχει το speed της Νέας Υόρκης (ζει εκεί από τα 80s) αλλά δεν χάνει το ευρωπαϊκό της στιλ και μιλάει συγκινημένη για την Ελλάδα με ολόσωστα ελληνικά, ακόμα κι αν μπλέκει στα λόγια της μερικές αμερικάνικες λέξεις. Η τέχνη της έγινε διεθνώς γνωστή χάρη στην αναγνώριση που της έδειξε ο μεγάλος συλλέκτης και γκαλερίστας Αλέξανδρος Ιόλας και, δημιουργώντας κυρίως ελληνικά θέματα με σουρεαλιστική αίσθηση, γλυπτά, αντικείμενα, σχέδια και κοσμήματα, εκθέτει στις μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου ακόμα και σήμερα. Η ομιλία της για την Pop Art στην Ελληνοαμερικάνικη Ένωση στις 26/9 ήταν η αφορμή για να μας μιλήσει για αυτή τη συναρπαστική ζωή δίνοντας από την αρχή τον τόνο: «Δεν θέλω περίεργες ερωτήσεις… Πώς να το πω. Δεν θέλω μακροσκελείς ερωτήσεις» λέει και ξεκινάμε...
«Ξεκίνησα από τη Λάρισα. Ζωγράφιζα και έκανα και μικρά γλυπτά. Έκανα μικρά πεταλουδάκια φτιαγμένα από τον πηλό του Πηνειού, τον άργιλο, που μου έφερνε ο πατέρας μου.
Στη Λάρισα, έζησα τα νεανικά μου χρόνια στενά και οικογενειακά. Αλλά και στην Αθήνα επίσης, δεν ήταν σαν αυτά που κάνουν σήμερα, τα πάρτι και τις τρέλες. Ήταν πολύ συμμαζεμένα τα πράγματα. Σπούδαζα και ήμουν πολύ συγκεντρωμένη στον σκοπό μου, πίστευα στον εαυτό μου. I believe. Μέναμε με τα αδέρφια μου στο Κολωνάκι τότε, μας είχε πάρει ένα διαμέρισμα ο πατέρας μας. Η αδερφή μου ντεκορέιτορ στου Δοξιάδη, κι ο αδερφός μου στο Πάντειο. Ήταν οι εποχές που δεν έφευγε άνθρωπος από τη Λάρισα, από τους 80 χιλιάδες κατοίκους. Λέγανε στον πατέρα μου, πού αφήνετε τα παιδιά; Κι ο πατέρας μου τους απαντούσε "Έχουνε πολύ μυαλό". Αυτό που λέω μέχρι σήμερα, λοιπόν, είναι ότι η οικογένεια έχει πολύ μεγάλη σημασία για να στηθεί ένας καλλιτέχνης και άνθρωπος. I believe to the family.
Στη Σχολή Καλών Τεχνών μπαίνω τη δεύτερη φορά με υποτροφία στο τμήμα με τον Θανάση Απάρτη, τον μεγαλύτερο γλύπτη της εποχής. Και καθηγητής στη Σχολή και μαθητής του Αντουάν Μπουρντέλ, ενός από τους μεγαλύτερους γλύπτες του Παρισιού. Κι έτσι ξεκινάει η πορεία μου, yes.
Όταν έγινε ένας διαγωνισμός για τη θέση της επιμελήτριας στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, στην έδρα πλαστικής, έλαβα κι εγώ μέρος. Όταν ανοίξανε τους φακέλους εγώ ήμουν η πρώτη, κι έτσι έγινα επιμελήτρια στο Πολυτεχνείο σε ηλικία 24 χρονών. Ουάου.
Το ’74, όταν είδα ότι θέλω να πάω πιο μακριά από την Ελλάδα, δίνω την παραίτησή μου. Θυμάμαι ότι και η μητέρα μου μού είπε "Μείνε, είκοσι χιλιάδες δραχμές είναι πάρα πολλά λεφτά. Μια μέρα θα γίνεις πρύτανις στο Πολυτεχνείο". Εγώ όμως πήρα τη βαλίτσα κι έφυγα και ήρθα στο Παρίσι. Εγκαθίσταμαι εκεί με τον άντρα μου τον Ιταλό, τον Πιέρ Λουίτζι Μπελάτσι, πολύ σπουδαίος ζωγράφος κι εκείνος τότε, και μικρός – 27 χρονών. Κι έτσι ξεκινάμε τη ζωή μας εκεί, χωρίς να ξέρουμε καν γαλλικά. Πάρα πολύ δύσκολα χρόνια.
Στο Παρίσι ήταν αρκετοί Έλληνες όπως ο Τάκις, ο Παύλος, ο Φασιανός. Δύσκολα χρόνια. Έπρεπε πρώτα να μάθουμε τη γλώσσα και μετά να δημιουργήσουμε έργα. Για τα δικά μου τα έργα που ήταν γλυπτική, ήθελα πολλά λεφτά για τα χυτήρια. Βρήκαμε ένα ατελιέ στο Μονπαρνάς. Πότε πληρώναμε το νοίκι, πότε μας πετάγαν έξω. Πουλούσαμε κάποια έργα με τον σύζυγο, μας έβαζαν πάλι μέσα. Συνέχεια αυτό. Το ατελιέ που είχαμε πάρει ήταν ένα από τα ωραιότερα, παλιά κτίρια αλλά ήταν σαν γκαράζ. Δεν είχαμε ούτε φωτιά, με θερμοκρασίες και 20 υπό το μηδέν. Κι εμείς φορούσαμε μισά γάντια, με τα δάχτυλα έξω για να μπορούμε να δουλεύουμε. Θυμάμαι μας έστελνε η μητέρα του Μπελάτσι από την Ιταλία μακαρόνια και τρώγαμε. Μακαρόνια για μεσημέρι, μακαρόνια για βράδυ. Σήμερα όταν βλέπω μακαρόνια δεν μπορώ να τα φάω πια. Υποφέραμε πολύ αλλά άξιζε γιατί είδαμε πάρα πολλά πράγματα και μία άλλη κουλτούρα. Είναι και η ελληνική κουλτούρα τεράστια, με τη φιλοσοφία, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, αλλά εκεί έβλεπες ότι είχανε μία Ρενεσάνς που δεν την είχε ζήσει η Ελλάδα. Η Αναγέννηση ήταν που έκανε τη Γαλλία κάτι άλλο. Τότε η Γαλλία ήταν η καλύτερη στις τέχνες. Καλύτερη κι από την Αμερική και από παντού. Πηγαίναμε πολύ και στην Ιταλία, Ισπανία και έτσι αποκτήσαμε αυτό το ιντερνάσιοναλ που λέτε.
Τα έργα μου τότε, 70s-80s, είχανε πάντοτε αναμνήσεις από την Ελλάδα. Τον Απόλλωνα, ένα κεφάλι, ένα μπούστο Venus… Ό,τι είχαν τα ελληνικά μουσεία αλλά με ένα modernism και με ένα surrealism. Έκανα ας πούμε ένα μήλο μέσα σε ένα παράθυρο. Εκείνη την εποχή την ωραιότερη γκαλερί την είχε ο Πολ Φακέτι, Ιταλός, ο οποίος είχε τους μεγάλους καλλιτέχνες, και ο Αλέξανδρος Ιόλας ο οποίος είχε μεγάλους καλλιτέχνες όπως ο Μαξ Έρνστ, ο Βίκτορ Μπράουνερ και άλλους. Σιγά-σιγά είδαμε ποιες ήταν οι καλές γκαλερί. Άρχισα να εκθέτω μπρούντζινα έργα με τη Λιλιάν Φρανσουά στην rue de Seine. Σιγά σιγά είδα ότι η δουλειά μου έπρεπε να πετάξει και κάπου αλλού. Στις δύσκολες και μεγάλες γκαλερί. Πάντα κυνηγούσα το μοναδικό και το μοναδικό και το unique. Μια μέρα φορτώνω όλα μου τα έργα επάνω σε ένα καμιόνι –καμιά δεκαριά έργα που τα έκανα με πάθος και χρωστούσα ακόμα στα χυτήρια– και πάω στην γκαλερί του Φακέτι, του Ιταλού, και του λέω "I have my work, είναι εδώ έξω". "Μα δεν μπορούμε αυτή τη στιγμή" μου λέει. "ΑΥΤΗ τη στιγμή!" του απαντώ. "Adesso signore!". Κι ανοίγει το καμιόνι, βλέπει τα έργα και κάνει "Ουάου. Έχουμε έκθεση αμέσως". Και κάνουμε εκεί το μεγάλο ντου. Ήρθαν όλοι οι μεγάλοι συλλέκτες, Γάλλοι, Ιταλοί και λοιπά και μπόρεσα και άρχισα να πληρώνω τα χυτήρια και όλα. Ήμουνα πολύ ευχαριστημένη.
Δεν ζούσα καθόλου κοσμική ζωή. Πηγαίναμε μόνο σε κάτι μπαρ, βράδια, αυτά που συχνάζουν οι καλλιτέχνες ή σε σπίτια και ατελιέ, σε ποιητικές βραδιές, συνηθιζόταν αυτό πολύ τότε. Δεν είχαμε λεφτά για να πηγαίνουμε έξω.
Μια μέρα μου λέει ο Φακέτι "Let’s go back to Athens". Ήδη ήμουνα πια 6-7 χρόνια στο Παρίσι. Τoυ λέω "No, no, I don’t come back. I go front. Θέλω να πάω πιο μπροστά". "Νο" μου λέει, "θα πάμε σε μία γκαλερί που γνωρίζω, στη Χάρητος". Σύγχρονη Χαρακτική λεγότανε. Λέω "Okay, let’s go back to Athens. But I like America. I want very much to go to America". "Νο" μου λέει, "this minute you go back to Athens" Κι ερχόμαστε να κάνουμε την έκθεση στην γκαλερί αυτή. Όλα τα έργα ήταν αναμνήσεις Ελλάδος, μπρούντζινα, κολόνες σπασμένες, Αφροδίτες, πολύ σουρεαλιστικά έργα. Ήταν το ’79-’80. Αγοράστηκαν όλα τα έργα.
Και μια μέρα, καθώς ήμουν εκεί στην γκαλερί, μπαίνει μέσα ο Ιόλας με τη γούνα, εξτρα-ορντινέρ και λέει "Ποιος είναι αυτός ο άντρας που κάνει αυτά τα έργα; Αυτά είναι σουρεαλισμός και μ’ αρέσουν". Του λέω "εγώ". Μου λέει "Θέλετε να πάτε Αμερική;" Χα! The magic word. Λέω "Mα δουλεύω, ξέρετε, με τον Φακέτι και…" Δύο μεγάλες γκαλερί τώρα, ε; Με ιντερνάσιοναλ πελατεία, millions of dollars. Όταν γύρισα στο Παρίσι πιάνω τον Φακέτι και του λέω "My dream is to go to America. I want to go with Ιolas". Ήταν τζέντλμαν. Μου λέει "Go start your dream".
Κι έτσι πάω με τον Ιόλα στη Νέα Υόρκη. Εκεί, είχε την ωραιότερη γκαλερί, γωνία 57 και Park Avenue στην οποία εξέθετε Μπράουνερ, Πικάσο, Μαγκρίτ… Τους μεγαλύτερους σουρεαλιστάς ο Ιόλας τους προώθησε. Ήταν καλύτερες και οι εποχές τότε. Μιλάμε για ’77-’80, που ήταν η χρυσή περίοδος της τέχνης στην Αμερική. Εκεί τότε γεννήθηκε η ποπ-αρτ κι εκεί γνώρισα όλους τους καλλιτέχνες: τον Ρόι Λίχτενστάιν, τον Άντι Γουόρχολ, τον Τζάσπερ Τζονς, τον Ρόμπερτ Ράουζενμπεργκ, τους μάστερς της τέχνης. Ήμουν τυχερή να τους γνωρίσω από κοντά. Αmazing. Έτσι γνώρισα την ποπ αρτ που μου έκανε πάρα πολύ εντύπωση. Δεν την ακολούθησα γιατί εμένα η δουλειά μου ήταν μεταξύ σουρεαλισμού και modern αλλά μου άρεσε ο έξαλλος τρόπος, το extravagant που έκαναν αυτοί και, αν θα μπορούσα να πω, το εύκολο. Η τρομαχτική αυτή εποχή της Αμερικής. Ο Άντι Γουόρχολ φωτογράφιζε τη Μέριλιν, την τύπωνε αμέσως, έβαζε το όνομά του και πουλιόταν 100 χιλιάδες δολάρια. Fast art, fast money, fast recognition. Γρήγορη αναγνώριση. Αυτό ήταν. Five minutes of fame.
Ο Ιόλας ήξερε ότι, για να πάρει έναν καλλιτέχνη έπρεπε πρώτα να πάρει το 50%. Ήρθαν πολλοί έλληνες καλλιτέχνες και πολλοί φύγανε. Γιατί το αμερικάνικο κοινό ήθελε κάτι άλλο και ο Ιόλας έπρεπε να πουλάει. Φυσικό είναι. Όλες οι γκαλερί παίρνουν 50 με 60%. Κάνοντας την έκθεση λοιπόν, πουλιούνται immediately όλα μου τα έργα, και τα 25. Amazing. Είχαν έρθει και πολλοί Έλληνες, φοβεροί. Η κυρία Περρωτή, οι Γουλανδρήδες, όλοι οι εφοπλισταί, αλλά και ξένοι. Τελείωσε η έκθεση και έκανε ο Ιόλας εκείνο το μεγάλο πάρτι στο Régine’s – πήγαιναν όλοι εκεί, ο Μικ Τζάγκερ, η Μαντόνα, ο Κιθ Ρίτσαρντς, όλα τα famous people. Μία ζωή που άρχιζε με έναν γρήγορο τρόπο. Να κάνεις fame, να κάνεις money, να είσαι γνωστός. Ήταν unbelievable για μένα. Αλλά ο Ιόλας ήξερε πώς προωθούσε έναν καλλιτέχνη. Ήταν μάστερ αν και εδώ, στην Ελλάδα, δεν του έδωσαν τη θέση που έπρεπε – αλλά δεν έχει καμία σημασία. Όταν έχεις δουλέψει με τον Ιόλα, έχεις ένα password. Όταν πήγα Ιαπωνία μου λένε"Με ποιους δουλέψατε;". Λέω "Αλέξανδρος Ιόλας". "Είστε μέσα στη γκαλερί" μου λένε. Το ίδιο γίνεται και σήμερα σε όποιο μουσείο. Ό,τι έπαιρνε αυτός ήταν 100% σίγουρα good art, you know.
Ο κάθε καλλιτέχνης έχει ένα στιλ. Εγώ ήμουν πάντα το στιλ του αγοροκόριτσου. Πάντα ήμουν με ένα παντελόνι τζιν, ένα σακάκι κι ένα καπέλο στιλ Μπομπ Ντίλαν γιατί μου άρεσε η μουσική της εποχής, ήταν η μουσική της new generation. Ήμουν πάντα έτσι.
Τότε είχαν αρχίσει και τα μεγάλα πάρτι στο Studio 54 που μπήκε μέσα η Μπιάνκα Τζάγκερ επάνω στο λευκό άλογο, οι κοκαΐνες, οι ηρωίνες, τα ντραγκς, κι εκεί είπα δεν πρέπει ποτέ να αγγίξω κάτι διότι οπωσδήποτε θα γυρίσω ή στη Λάρισα ή θα πεθάνω. Και πράγματι, πέθαναν πολλοί σε εκείνη τη δεκαετία, τα 80s. Δεν κάπνισα ποτέ στη ζωή μου ούτε μία μαριχουάνα. Θα πείτε γιατί. Φοβήθηκα γιατί έβλεπα τους καλλιτέχνες, την κατάντια τους, κι αυτό με έκανε να κρατηθώ. Είχα πάρα πολύ discipline. Για να γίνεις φίλος με αυτούς έπρεπε να είσαι μέσα στο θέμα. Αλλά εγώ, αυτό λέω και σήμερα στη νεολαία, μπορείς να ξεφύγεις με τοn δικό σου τρόπο. Δεν χρειάζεται αναγκαστικά να πάρεις ντραγκς. Μπορείς να δώσεις την αγάπη σου. Τη φιλία σου. Τότε χάθηκαν πάρα πολλοί καλλιτέχνες.
Εκείνο το βράδυ που ο Ιόλας πούλησε όλη τη συλλογή μου, πήρα διακόσιες χιλιάδες. Για μένα ήταν ένα ποσό τεράστιο. Πλήρωσα τα χυτήρια στο Παρίσι. Την άλλη μέρα παίρνω τις φίλες μου και λέω "Πάω Μπαχάμες. Έχω ακούσει ότι είναι όνειρο". Και την άλλη εβδομάδα παίρνω ένα μήνυμα από το γραφείο του Ιόλα: "Όταν ο καλλιτέχνης πιάνει λεφτά, δεν δουλεύει κι εξαφανίζεται. ΜΠΑΚ ΤΟΥ ΑΤΕΛΙΕ!". Δηλαδή ο πραγματικός καλλιτέχνης πρέπει να είναι χωρίς λεφτά. Γυρίζω λοιπόν κι επειδή εμένα μου αρέσουν πολύ τα αυτοκίνητα αλλά σαν έργο, δεν οδηγώ άλλωστε και πολύ καλά, πάω και παίρνω μία μπλου Ρολς Ρόις –η Παλόμα Πικάσο είχε ροζ– όχι για να την οδηγώ. Την είχα από κάτω στην Παρκ Άβενιου, την έβλεπα και την οδηγούσαν οι φίλοι μου. Σαν έργο τέχνης. Επειδή μου άρεσε εκείνος ο άγγελος που έχει μπροστά.
Ήταν λοιπόν μία ζωή που ούτε καν μπορούσες να την ονειρευτείς ότι θα ερχόταν έτσι, αλλά με σκληρή δουλειά. Επί 45 χρόνια, ακόμα και σήμερα, σηκωνόμουν κατά τις 5.30 με 6. Πήγαινα στο ατελιέ στο Μπρούκλιν, discipline. Μόνο ένα Σάββατο βράδυ να έβγαινα, και μία Κυριακή που πήγαινα στην ελληνική εκκλησία. I believe. Πιστεύω ότι μέσα σε μία εκκλησία ή σε έναν τέτοιο χώρο, μπορείς να συγκεντρωθείς και να κάνεις μία προσευχή για σένα. Δεν είναι ανάγκη το believe-believe σε μία εικόνα. Κάνεις meditation. Αυτό με βοήθησε, με ηρέμησε και μου έκανε καλό στην έμπνευσή μου.
Εκεί με τον Ιόλα άρχισα και έκανα και κοσμήματα, μία κολεξιόν – έκανε και η Παλόμα Πικάσο. Του αρέσανε πολύ του Ιόλα. Συνεχίζω ακόμα και σήμερα να κάνω. Έχω πάρει ένα ατελιέ στο Σεν Τροπέ, στη Γαλλική Ριβιέρα, εδώ και 26 χρόνια και συναντιόμαστε εκεί όλοι οι καλλιτέχνες που ζήσαμε τα δύσκολα χρόνια στο Παρίσι. Εκεί κάθε χρόνο κάνω μία έκθεση με jewelry. Φέτος την ονόμασα Golden River. Έχω τους πελάτες μου και περνάω το καλοκαίρι εκεί 2 μήνες.
Τα κοσμήματα που κάνω είναι με χρυσά φύλλα, είναι αναμνήσεις πάντα από λουλούδια της Ελλάδας. Πάντα η Ελλάδα είναι μαζί μου. Δεν την άφησα ποτέ. Η βιβλιοθήκη μου είναι γεμάτη από ελληνικά βιβλία. Να φανταστείτε, όταν έφυγα το ’75, με τον Μπελάτσι μιλάγαμε μόνο ιταλικά, επί δέκα χρόνια. Όταν πήγα στην Αμερική, παντρεύτηκα τον Κιθ Γκριν, έναν νεαρό γκαλερίστα, ήμασταν 40 χρονών τότε, μας πάντρεψε ο Ιόλας ο οποίος έχει παντρέψει δύο ανθρώπους: τον Γιάννη τον Κουνέλη και την Μάρα Καρέτσου – εμένα. Εκεί μιλάγαμε πάντα αγγλικά. Βλέπετε όμως, πόσο καλά μιλάω τα ελληνικά, χρησιμοποιώ μόνο μερικές λέξεις στα αγγλικά. Συνήθως εμείς οι Έλληνες της διασποράς λέμε "το κάρο μου" και λοιπά. Αυτό συμβαίνει επειδή διαβάζω συνέχεια ελληνικά βιβλία. Προσπαθώ εκεί να είμαι στην ελληνική ομογένεια και είμαι πολύ active στην ελληνική παροικία. Βοηθάω πάντα τους έλληνες καλλιτέχνες, εικαστικούς, πιανίστες, όταν έρχονται. Γι’ αυτό και η Ελλάδα με έκανε Πρέσβειρα Καλής Θελήσεως. Οι Έλληνες έξω γινόμαστε θαύματα. Μας σέβονται πάρα πολύ. Και έχουμε κι εμείς σεβασμό. Γιατί σε ένα κράτος που πας, πρέπει να σέβεσαι τους νόμους αυτού του κράτους. Εγώ δεν πήγα διακοπές σε κάθε χώρα. Πληρώνω τους φόρους μου, είμαι νομοταγής, γι’ αυτό και κρατήθηκα. Σε αυτά τα κράτη μπορούσαν σε κάθε στιγμή να σε πετάξουν έξω.
Στο Τόκιο πήγα αρκετές φορές. Κάναμε εκθέσεις με τον Οκάντα. Κάναμε μεγάλη επιτυχία γιατί πήγα με τις μεγάλες Πυραμίδες που ήταν 5-6 έργα σε υλικό "λουσάιτ" –αυτές τις έκανα και στο Μουράνο και στο Μπρούκλιν– και δώδεκα κολόνες ελληνικές σε κρύσταλλα, με μπρούντζινα τριαντάφυλλα τυλιγμένα. Ήταν κάτι unbelievable. Αυτό το υλικό το "λουσάιτ" εγώ το δούλευα πολύ γιατί γυαλίζει ωραία, το έκανα και έμοιαζε με κρύσταλλο. Τώρα συνεργάζομαι συνέχεια με τον Οκάντα, δουλεύω με Ιταλίες, με Μιλάνα, εδώ υπάρχουν έργα μου, έχει η Εθνική Πινακοθήκη, ο Βορρές, είχε και ο Πιερίδης τότε…
Ο Ιόλας έφυγε νωρίς. Είχαμε πολλά πρότζεκτ να κάνουμε μαζί. Σέβομαι πολύ τον Τάκι, τον Ακριθάκη, τον Παύλο, τον Κουνέλη, είναι υπέροχοι καλλιτέχνες. Όσους γενικά από εμάς πήρε μαζί του ο Ιόλας, αυτό το γκρουπ, ήξερε πώς "να το πάει" Ήταν ο leader κι εμείς είμαστε κοντά του. Μία τέτοια προσωπικότητα θα έχει τα άσχημα, θα έχει και τα καλά. Αλλά παίρνεις τα καλά του, ακούς και μαθαίνεις.
Το πιο δυσάρεστο πράγμα στη ζωή μου είναι το ότι έχασα τους γονείς μου. Τίποτα άλλο. Όλα μπορείς να τα κάνεις όταν έχεις δύναμη και πολλές φορές οι δυσκολίες σε κάνουνε πιο δυνατό – και πιστεύω σε αυτό, I believe, γιατί προσπαθείς και γίνεσαι καλύτερος. Με την οικογένειά μου είχα πάντα, όλα αυτά τα χρόνια, πολύ στενές επαφές. Μονίμως. Κάθε χρόνο ερχόμουνα να δω την οικογένεια. Και σήμερα έρχομαι να δω τον αδερφό μου που είναι ακόμα στη Λάρισα. Δεν άφησα ποτέ την Ελλάδα. Εμείς οι Έλληνες του εξωτερικού αγαπάμε και λατρεύουμε την Ελλάδα περισσότερο από εσάς. Με συγχωρείτε που σας το λέω, αλλά έτσι είναι.
Τώρα η ζωή μου είναι ανάμεσα σε Νέα Υόρκη, Τόκιο, Μαϊάμι και Σεν Τροπέ. Σε όποιο μέρος κι αν είμαι ξυπνάω 5.30 με 6, κάνω τη γυμναστική μου, τρώω πάρα πολύ αθλητικά, λίγο και υγιεινά. Περπατάω 3-4 χιλιόμετρα την ημέρα every day και είμαι πάντα σε κορεσποντάνς με φίλους. Μ’ αρέσει πολύ η φιλία, η συζήτηση, η ποίηση, γράφω κι εγώ ποιήματα. Έχω γράψει τρεις συλλογές: τις "Σταγόνες", τα "Περάσματα" και το "Τrois gouttes de pluie" –Τρεις σταγόνες βροχής– που το αφιέρωσα στον Αλέξανδρο Ιόλα. Γράφω ποιήματα από 6 χρονών. Οι εφημερίδες της Λάρισας έχουνε ποιήματά μου, τα οποία βέβαια τους τα έστελνε ο μπαμπάς μου. Στα 16 μου και στα 17 μου πήρα τα πρώτα βραβεία Λάρισας σε διαγωνισμούς ποιήσεως. Με το που πήγα στην Αμερική, τέρμα. Δεν ξαναέγραψα. Fast life, fast money. Η ποίηση και ο ρομαντισμός χάθηκαν. Περνάω μία πολύ ήσυχη μέρα, εκτός από Σάββατο αν θα βγω με τους φίλους, να πάμε να φάμε μαζί ή σε κάποιο ατελιέ στο Μπρούκλιν ή στο Σόχο. Και την Κυριακή πάντα θα περάσω από την εκκλησία. Χρόνια ολόκληρα με ξέρουνε και μάλιστα με τον Ιάκωβο ήμασταν πολύ αγαπητοί φίλοι, είχα μάλιστα κάνει πολλές εκθέσεις και είχα δώσει έργα μου για φτωχά παιδιά, δίνω συνέχεια. Ήμουν πολύ φίλη με τους Κένεντι και είμαι μέχρι σήμερα, με την Έθελ Κένεντι και με τον Τζο Κένεντι, έτρεξα να τους βοηθήσω στην καριέρα τους και “έτρεξα” κι εγώ: κατέβηκα για το Κόνγκρες με τον Κλίντον κι έχασα για εκατό ψήφους και το 2004 πάλι με τον Κλίντον κι έχασα για 70 ψήφους. Όλοι οι Έλληνες της Νέας Υόρκης ήρθανε μαζί μου. Δεν ήθελα ακριβώς να γίνω Κόνγκρες αλλά να ακουστεί η φωνή μου έστω και αυτές τις φορές που θα μπορούσε να ακουστεί για την Ελλάδα. Με τους Δημοκράτες βέβαια. Democrac.
Το τελευταίο που έχω να πω είναι ότι θα έχουμε πάντα την Ελλάδα μαζί μας και να είστε σίγουροι ότι η Ελλάδα δεν πεθαίνει ποτέ».
«The Masters of Pop Art» Διάλεξη της Μάρας Καρέτσου @marakaretsos στο Θέατρο της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης@hellenic_american_union (Μασσαλίας 22, Αθήνα). Η διάλεξη θα γίνει στα ελληνικά με παράλληλη προβολή φωτογραφικού υλικού. Είσοδος ελεύθερη. Δείτε περισσότερες πληροφορίες στο Guide της Athens Voice