- CITY GUIDE
- PODCAST
-
17°
Ο υπέροχος ρευστός κόσμος της Χρύσας Βέργη στην γκαλερί Ευριπίδη
Πώς ξεκίνησε η ενασχόλησή της με τη ζωγραφική και τι ήταν αυτό που την οδήγησε σε αυτή τη θεματογραφία
Από τα πρώτα έργα που αντικρίζει κάποιος μπαίνοντας στην γκαλερί Ευριπίδη, όπου αυτές τις μέρες φιλοξενείται η ατομική έκθεση «Flumen Vitae» της Χρύσας Βέργη, μία από τις αξιολογότερες παρουσίες στη σύγχρονη νεοελληνική ζωγραφική, είναι αυτό με τους μικρούς ομόκεντρους κυματισμούς που απλώνονται στα νερά μίας λίμνης από μία πέτρα που ίσως κάποιος πέταξε. Η αναταραχή που δημιουργείται δεν φαίνεται να διαταράσσει καθόλου την ηρεμία και τη γαλήνη του τοπίου.
Σε άλλη αίθουσα, πίνακες με κυματισμούς από ελαφρύ αεράκι δίνουν κίνηση σε νούφαρα, μικρά κλαδιά δένδρων, φύλλα, και χορτάρια και τα κάνουν να έρθουν πιο κοντά το ένα στο άλλο, για να συνθέσουν όλα μαζί ονειρικές εικόνες που τραβάνε από την πρώτη στιγμή το βλέμμα του θεατή με τα ζωντανά χρώματα και το υπέροχο φως τους και του εξάπτουν τη φαντασία για όμορφα ταξίδια στην ύπαιθρο.
Στον πρώτο όροφο, βλέποντας την εσοχή όπου δεσπόζει ένας μεγάλος πίνακας, ο θεατής νιώθει σαν να τον διαπερνά το αεράκι που φυσάει και προκαλεί ένα ελαφρύ τρέμουλο στην επιφάνεια του νερού και στις αντανακλάσεις του ουρανού και του φυλλώματος ενός δένδρου.
Και σαν αντίβαρο μέσα σε όλα αυτά τα υδάτινα τοπία, ένας τεράστιος, τραχύς, βράχος, σύμβολο αντίστασης και σταθερότητας στον ρέοντα κόσμο, καταλαμβάνει έναν ολόκληρο τοίχο όπου το φως, ως ενεργό στοιχείο μέσα στο έργο, δημιουργεί σκαλοπάτια που οδηγούν σε έναν καταπληκτικό μπλε ουρανό.
Τα έργα της Χρύσας διεγείρουν όλες τις αισθήσεις και δεν αφήνουν καμία παραπονεμένη! Όλα είναι υπέροχες σκηνές που ο καθένας θα ήθελε να βλέπει είτε ζωντανές, είτε σαν πίνακες στους τοίχους του σπιτιού του, για να του φτιάχνουν τη διάθεση, να τον ηρεμούν και να τον ταξιδεύουν.
Σε κανένα δεν υπάρχει τίτλος. «Αποφεύγω να βάζω τίτλους στα έργα μου γιατί δεν θέλω να περιορίζω την ερμηνεία που θα δώσει ο κάθε θεατής» μου λέει η Χρύσα, μία γλυκιά, λεπτοκαμωμένη γυναίκα με όμορφο, πλατύ και ζεστό χαμόγελο. Και συνεχίζει «με τα χρόνια με συγκλονίζει να μου λένε οι θεατές τι αισθάνονται βλέποντας τη δουλειά μου και ιδιαίτερα αν ένα έργο προκαλέσει σε κάποιον το ίδιο συναίσθημα που ήταν τότε για μένα η κινητήριος δύναμη για να το ξεκινήσω».
Την κάνει να γελάει η φράση «τι θέλει να πει ο καλλιτέχνης...» και διευκρινίζει πως «όταν ένα έργο συνοδεύεται από ένα τεράστιο κείμενο για να καταλάβει σώνει και καλά ο θεατής τι ήθελε να πει ο καλλιτέχνης, μου φαίνεται αστείο. Η τέχνη πρέπει να δημιουργεί συναίσθημα, να πατάει χορδές στον άνθρωπο και να του ανοίγει παράθυρο στη φαντασίωσή του και να πηγαίνει να "κουμπώνει" στα δικά του πράγματα. Είναι δε σνομπίστικο το να λένε για κάποιον ότι δεν καταλαβαίνει ένα έργο».
Ήθελα να μάθω πώς ξεκίνησε και τι ήταν αυτό που την οδήγησε σε αυτή τη θεματογραφία, όπου η φύση είναι πάντα στα έργα της η μόνη και μεγάλη πρωταγωνίστρια. «Έπαιζα, όπως όλα τα παιδιά, με τα χώματα αλλά εγώ χανόμουνα μέσα σε αυτή τη διαδικασία. Είχα πάντα μία περίεργη αίσθηση με τη γη, αν και γνήσιο παιδί της πόλης. Ζωγράφιζα δε από τότε που με θυμάμαι. Και κοιτώντας τώρα πίσω, συνειδητοποιώ ότι αυτή η κυματική γραφή μοιάζει πολύ με διάφορα σχέδια και μοτίβα που έκανα όταν ήμουν μικρή».
Οπότε ο δρόμος που θα ακολουθούσε ήταν προδιαγεγραμμένος. Μπήκε στην ΑΣΚΤ και είχε την τύχη να προλάβει για καθηγητές της τον Μυταρά, τον Τέτση, τον Κεσσανλή, τον Κοκκινίδη. Έφυγε για ένα διάστημα στην Αμερική και όταν επέστρεψε παρατήρησε την αλλαγή που είχε γίνει στα εργαστήρια. Η ζωγραφική σαν ζωγραφική έμπαινε λίγο σε δεύτερη μοίρα. Η κατάσταση που επικρατούσε στα θέματα και στις τεχνικές ήταν πιο φιλελεύθερη, πιο abstract, και η ίδια δεν μπόρεσε να ενταχθεί. Συνέχισε να δουλεύει με τα χρώματα, στο τέλος όμως αναγνωρίστηκε η δουλειά της και θυμάται έναν καθηγητή της ο οποίος της είχε πει «δεν μπορώ να προβληματιστώ με αυτό που κάνεις αλλά το σέβομαι γιατί το αγαπάς και το κάνεις καλά».
Αυτό έδωσε αφορμή για μία συζήτηση σχετικά με την κατάσταση που επικρατεί στην ΑΣΚΤ και για το γεγονός ότι η ζωγραφική έχει κατά κάποιο τρόπο... εξοριστεί. Οι υποψήφιοι φοιτητές διδάσκονται σχέδιο για να μπουν στη Σχολή, αλλά μετά δεν υπάρχει συνέχεια πάνω σε αυτό. Θεωρεί όμως ότι το θεμέλιο για τη ζωγραφική είναι το σχέδιο που θα βοηθήσει τον καλλιτέχνη στη μετέπειτα εξέλιξή του, όπως έχει συμβεί με μεγάλους Έλληνες και ξένους ζωγράφους (Μόραλη, Πικάσσο). Δεν απορρίπτει την αφαίρεση ή το βίντεο αλλά όπως χαρακτηριστικά λέει «Το σχέδιο είναι μαθητεία. Την ιστορία της τέχνης και της ζωγραφικής δεν μπορείς να αρχίσεις να τη διδάσκεσαι από το "π". Το σχέδιο και οι βάσεις της γνώσης στην ιστορία της τέχνης και της ζωγραφικής δημιουργεί την παιδεία. Διαφορετικά είναι σαν να χτίζεις μία πολυκατοικία χωρίς βάση και χωρίς σκελετό».
Και μετά από αυτή την παρένθεση η συζήτηση συνεχίστηκε για την πορεία της μετά το τέλος των σπουδών της στην Αθήνα.
Τελειώνοντας την ΑΣΚΤ έφυγε με υποτροφία για το Παρίσι. Εκεί άρχισε να ζωγραφίζει έξω, στα πάρκα, στην ύπαιθρο, πράγμα που συνέχισε και μετά την επιστροφή της στην Ελλάδα. Έβαζε τους καμβάδες κάτω στο έδαφος, χωρίς τελάρο και δούλευε επί τόπου, στο χώμα. Αυτό το έκανε περίπου μία δεκαετία. Το είχε ανάγκη και της έδινε μία απίστευτη ελευθερία. Έβρισκε τεχνικές για να μακραίνει τα πινέλα της ώστε να μπορεί να ζωγραφίζει όρθια χωρίς να χρειάζεται να σκύβει και να χάνει την προοπτική. Για τον ίδιο λόγο άρχισε να σχεδιάζει με χρώμα το οποίο πρώτα το ράντιζε γύρω στον καμβά της. Χρησιμοποιεί βινυλικά χρώματα, υλικό που της πάει πολύ και τη βοηθούσε ιδιαίτερα όταν δούλευε στην ύπαιθρο, γιατί στεγνώνει γρήγορα, και τις εντάσεις τις τελειώνει με λάδια.
Τώρα, αν και δουλεύει περίπου με τον ίδιο τρόπο δεν βγαίνει τόσο πολύ έξω. «Αλλά έχει καταγραφεί στη μνήμη η παρατήρηση που έχει περάσει πλέον σαν λεξιλόγιο». Πηγαίνει για λίγο, φεύγει, ξαναπηγαίνει, κάνει σχεδιάκια, βγάζει φωτογραφίες και μετά συνθέτει μόνη της. Ενώ στην πρώτη ατομική της έκθεση, στην γκαλερί Ζουμπουλάκη στις αρχές του 1994, είχε παρουσιάσει έργα τα οποία ήταν ακριβώς αυτό που έβλεπε, τώρα οδηγεί τη σύνθεση εκεί που τη θέλει, αφαιρώντας ή προσθέτοντας στοιχεία που μπορεί εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή να μην ήταν εκεί αλλά πάντα κρατάει το τοπικό χρώμα και είναι πιστή στην υφή αυτού που βλέπει.
Bιοπορίζεται από την τέχνη της αλλά «πολύ πιο δύσκολα τώρα από άλλα χρόνια», όπως ομολογεί. «Υπάρχει αγοραστικό κοινό, αλλά καμία σχέση με αυτό που ήταν πριν. Η κρίση έχει ξεκαθαρίσει και έχει ξεφουσκώσει πολλά πράγματα, και την ποιότητα και τις επιλογές. Παλιά, έμπαινες σε γκαλερί στα εγκαίνια των εκθέσεων και μπορεί να ήταν σχεδόν όλα τα έργα πουλημένα. Τότε ήταν η "χρυσή εποχή". Τώρα ο αγοραστής έρχεται και ξαναέρχεται μέχρι να αποφασίσει. Ίσως είναι πιο ειλικρινής αυτή η προσέγγιση. Δυστυχώς, δεν υπάρχει πλέον η μεσαία τάξη και η τέχνη είναι πολυτέλεια».
Το κάθε της έργο είναι η εικαστική αποτύπωση πάνω στον καμβά, ενός συναισθήματος που ένιωσε όταν είδε μία εικόνα που τη συγκίνησε. Πολύ αργότερα συνειδητοποιεί τι ήταν αυτό το κάτι που τότε την προβλημάτιζε ή την ταλαιπωρούσε και την έκανε να σταματήσει και το βλέμμα της να σταθεί σε αυτό που θα αποφάσισε να ζωγραφίσει. Και με αυτή την εικόνα ξεκινάει το έργο, συνθέτει και προχωράει σιγά-σιγά. Όπως παραδέχεται χαμογελώντας «δεν είναι παραγωγική, γιατί της παίρνει πάρα πολύ χρόνο να ολοκληρώσει μία ενότητα και όλα τα έργα τα δουλεύει ταυτόχρονα».
Εκτός όμως από τους «μικρούς παραδείσους» που η Χρύσα δημιουργεί με τις λίμνες και τα ποτάμια προσπαθεί να αποδώσει εικαστικά τη ροή, τη δύναμη, την ενέργεια που βγάζει το νερό. Παρομοιάζει «τη ζωή σαν ένα ποτάμι που ρέει και εμείς καλούμαστε, σαν άξονες, να συμφιλιωθούμε και να συμβαδίσουμε μαζί του, χωρίς όμως να προδώσουμε τις αρχές μας, όσο δύσκολο κι αν είναι αυτό».
Αναφέρεται με ιδιαίτερη τρυφερότητα στον γιο της, στο «ό,τι πιο πολύτιμο έχει στη ζωή της», ο οποίος μεγάλωσε μέσα στα εργαστήρια των γονιών του, το δικό της και του τέως συζύγου της, του εξαίρετου ζωγράφου Χρήστου Παλλαντζά, γεγονός που ήταν τεράστια εκπαίδευση γι' αυτόν. Έχει, όπως λέει, απίστευτη ικανότητα στο σχέδιο και από μικρός ήθελε να γίνει ζωγράφος. Αλλά όταν αποφάσισε να ακολουθήσει την άλλη μεγάλη του αγάπη, την ιστορία, αγάπη που του είχε εμφυσήσει ο πατέρας του, και να γίνει αρχαιολόγος σεβάστηκαν και στήριξαν την επιλογή του. Και σίγουρα έτσι είναι καλύτερα, γιατί σαν παιδί δύο πολύ πετυχημένων ζωγράφων «θα ξεκινούσε a priori με ένα μείον, ένα πολύ βαρύ φορτίο, και μία αναπόφευκτη σύγκριση».
Όπως κάθε γονιός, αγωνιούσε για τις σπουδές του αλλά αυτό που τον συμβούλευε πάντα ήταν «ό,τι κάνει να το αγαπά γιατί μόνο έτσι θα το κάνει καλά και θα το στηρίξει αλλά και αυτό θα τον στηρίξει σε κάποια δύσκολη στιγμή». Ακούει και λαμβάνει σοβαρά τη γνώμη του γιατί, όπως παραδέχεται, «είναι αυστηρός κριτής, αλλά ξέρει πολύ καλά τι λέει».
Αν και όλα της τα έργα διακρίνονται για τα έντονα και φωτεινά χρώματα η ίδια «δεν είναι του χρώματος και πολύ δύσκολα φοράει κάτι χρωματισμό. Νιώθει πολύ άνετα μέσα στα μαύρα». Αλλά μέσα κάθε ενότητα της δουλειάς της, την οποία χαρακτηρίζει σαν ένα ταξίδι αυτογνωσίας, βγαίνει η αισιοδοξία που έχει σαν άτομο, η ευαισθησία της αλλά και η ανάγκη της να ποντάρει στο καλό των ανθρώπων. Ο γιος της πολλές φορές την ψέγει για τη μεγάλη εμπιστοσύνη που δείχνει στους ανθρώπους αλλά, όπως η ίδια λέει, «δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, έτσι μου βγαίνει και αρνούμαι να πιέζομαι για κάτι άλλο. Το σημαντικό και το πιο δύσκολο πράγμα στη ζωή είναι οι ανθρώπινες σχέσεις και μέσα από αυτές γινόμαστε καλύτεροι άνθρωποι. Όλοι έχουν και την καλή τους πλευρά και ακόμη και στις δύσκολες φάσεις της ζωής μου αυτό που προσπαθώ είναι να στέκομαι σε αυτή την πλευρά. Το άλλο είναι τοξικό».
Η Χρύσα είναι από τους καλλιτέχνες που έχουν βγει και εκτός συνόρων, κάτι που δυστυχώς δεν συνηθίζεται και πάρα πολύ παρόλο που εξωτερικό υπάρχει και κοινό και αγορά, αλλά «λείπει ο σχεδιασμός, τόσο από τις γκαλερί όσο και από το κράτος, για εξαγωγή τέχνης και πολιτισμού. Απαιτείται χρηματοδότηση αλλά και σωστό marketing ώστε να πειστούν οι ξένοι ότι σωστά επενδύουν. Αλλά ας μη ξεχνάμε ότι ζούμε σε μία ρευστή εποχή, δεν έχει κάτσει ακόμη το πράγμα ώστε να δούμε τι θα μείνει και τι θα διατηρηθεί. Αλλάζει το τοπίο και με τις γκαλερί. Πρέπει να υπάρχει μία συνεργασία μεταξύ καλλιτεχνών και γκαλερί γιατί στην ουσία όλοι δουλεύουμε για το ίδιο πράγμα. Πρέπει να πάρουν τον καλλιτέχνη να τον βγάλουν έξω. Είναι κάτι σαν επένδυση σε ένα χαρτί, μία μετοχή».
Αυτό ακριβώς κάνει μία συλλέκτριά της που στόχος της είναι να αναδείξει τη σύγχρονη ελληνική τέχνη στο εξωτερικό. Μετά από πρότασή της, η Χρύσα συμμετείχε δύο φορές με ατομική έκθεση στο ArtBAB 2018 στο Μπαχρέιν. Όπως λέει, αυτή ήταν μία συγκλονιστική εμπειρία, τόσο από πλευράς οργάνωσης όσο και προσέγγισης του φιλότεχνου κοινού του Μπαχρέϊν με την τέχνη. «Η ματιά του κόσμου είναι τρομερή. Δεν έχουν παιδεία στη δυτική τέχνη και γι' αυτό ήταν ενθουσιασμένοι με αυτή τη ζωγραφική. Λάμπαμε μέσα στο art fair όπου είχαμε πολύ μεγάλη υποδοχή».
Της φαίνεται αδιανόητο να ζήσει χωρίς τη ζωγραφική. Η τέχνη ήταν και είναι γι' αυτή το προσωπικό της καταφύγιο και πολλές φορές την έχει σώσει. Η δουλειά ενός καλλιτέχνη είναι μεν μοναχική, αλλά «αυτό με προστατεύει, χωρίς όμως να είμαι αδιάφορη για όλα όσα συμβαίνουν». Όταν η ίδια ξεκίνησε, τα πράγματα ήταν πολύ πιο εύκολα. Τώρα με την κρίση που ζούμε, η οποία είναι πρωτίστως ηθική και μετά οικονομική, όλα είναι πολύ πιο δύσκολα ειδικά για τους νέους καλλιτέχνες. Αλλά αυτό που θα τους συμβούλευε είναι ότι έτσι και συνειδητοποιήσουν ότι αγαπάνε αυτό που θέλουν να κάνουν πρέπει να του αφιερώσουν πολλή προσπάθεια και πολλή δουλειά, ώστε να το κάνουν καλά.
Λίγο πριν τελειώσει αυτή η όμορφη και ενδιαφέρουσα συζήτηση μπήκαν στην αίθουσα δύο κυρίες για να δουν την έκθεση. Λίγα λεπτά μετά άκουσα τη μία να λέει στην άλλη: «Είχα πολύ καιρό να δω μία έκθεση και να πω: επιτέλους, ζωγραφική!»
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την έκθεση στο Guide της Athens Voice
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Εστιάζει στη σχέση του με τη γαλλική πρωτεύουσα και την περίοδο που συναντήθηκε με τους Τζιακομέτι και Πικάσο
Η έκθεσή της Terra Cognita είναι ένα προσκύνημα σε άγνωστους τόπους
Όλοι οι καταξιωμένοι Έλληνες καλλιτέχνες έχουν εκπροσωπηθεί με έργα τους
Μέσα από τα έργα, καλλιτέχνες και επιστήμονες εμβαθύνουν σε πολλά ζητήματα
Τι θα δούμε σε γκαλερί και σε χώρους τέχνης της Αθήνας;
Είναι το μεγαλύτερο ποσό που έχει δοθεί ποτέ για σουρεαλιστικό πίνακα
Ο καλλιτέχνης μάς μυεί στη βεξιλολογία μέσα από την έκθεση Waving Through Folklore
Μεταξύ άλλων, θα πραγματοποιηθεί εκδήλωση με αφορμή την επέτειο των 100 ετών από την έκδοση του πρώτου «Μανιφέστου του Σουρεαλισμού
Η έκθεση φιλοξενείται στο MOMus-Μουσείο Άλεξ Μυλωνά, στην Αθήνα
Μιλήσαμε με την εικαστικό για το δαιδαλώδες ασπρόμαυρο installation που εγκαινιάζει αύριο
Ποιες εκθέσεις κάνουν εγκαίνια αυτές τις μέρες σε μεγάλα μουσεία και γκαλερί της Αθήνας
«Η αρχαία ελληνική τέχνη διδάσκει την αρμονία, που είναι το ζητούμενο στη ζωή και την τέχνη»
Oκτώ τουλάχιστον συντηρητές εργάζονται για χρόνια
Εκτίθενται έργα των Ηλία Μακρή, Ανδρέα Πετρουλάκη και Στάθη Σταυρόπουλου («Στάθης»)
Γνωστός για τα πορτρέτα του και για τις σκηνές από το Camden Town στο βόρειο Λονδίνο
Στην γκαλερί Donopoulos International Fine Arts, «ακούγονται» τραγούδια που κάποιοι τα χορεύουν ακόμα στο μπαρ Berlin
Παρουσιάζονται περισσότερα από 100 έργα του δημιουργού που αγαπούσε τον σουρεαλισμό
Ο καλλιτέχνης που έχει χαρακτηριστεί ως το «Φάντασμα της Παλιάς Αμερικής»
Οι εκθέσεις που ξεχωρίσαμε σε 3 γκαλερί και ένα μεγάλο μουσείο της Αθήνας
Επιλεγμένοι ελληνικοί μύθοι, συναντούν τα ακραία ξεσπάσματα της φύσης
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.