- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ο Παύλος Σάμιος επανερμηνεύει τα αρχαιοελληνικά σύμβολα
Σε τι χρησιμεύουν οι καλλιτέχνες σε μια περίοδο κρίσης; Η έκθεση του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου που απαντά στο ερώτημα
«Σπασμένη Ιστορία»: Η νέα έκθεση του ζωγράφου Παύλου Σάμιου θα φιλοξενηθεί στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο.
«Γιατί τ’ αγάλματα δεν είναι πια συντρίμμια, είμαστε εμείς». Αυτός ακριβώς ο στίχος του Γιώργου Σεφέρη οδήγησε στην δημιουργία της «Σπασμένης Ιστορίας». Πρόκειται για την νέα έκθεση του ζωγράφου Παύλου Σάμιου, η οποία θα φιλοξενηθεί στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, με τα εγκαίνια της να πραγματοποιούνται την Παρασκευή 15 Μαρτίου στις 19:00.
Στην «Broken History – Σπασμένη Ιστορία», ή αλλιώς – σε μια πιο ελεύθερη μετάφραση – «Ιστορία σε θρύψαλα», με 66 έργα μεγάλων διαστάσεων (κάποια από τα οποία περνάνε και τα 3 μέτρα) ο καλλιτέχνης έρχεται να βάλει στο επίκεντρο τα σύμβολα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, δίνοντας τους μία νέα ερμηνεία.
Για την πηγή έμπνευσής του, ο ίδιος σχολιάζει, «ήταν η σπίθα, που έδωσε το έναυσμα και άνοιξε την οπτική για τη δημιουργία αυτής της έκθεσης. Όλο το παρελθόν, η ιστορία αναδύθηκαν μέσα μου και πικρή ήρθε η διαπίστωση για το πού ήμασταν και πού φτάσαμε. Νοιώθω ότι τα σπασμένα αγάλματα σήμερα είμαστε εμείς. Μαζί με εμάς, έχουν γίνει όλα κομμάτια… Ιστορία, παρελθόν, παρόν, μέλλον…».
Συγκεκριμένα, ο Παύλος Σάμιος χρησιμοποίησε ως καμβά του χαρτόκουτα, που ο ίδιος περισυνέλεξε, ώστε να δημιουργήσει πάνω τους μία γέφυρα που ενώνει παρελθόν με παρόν. Αγάλματα, όπως «Η Νίκη της Σαμοθράκης», «Η Αφροδίτη της Μήλου» και τα κυκλαδικά ειδώλια, ζωγραφίζονται πάνω σε αυτό το ευτελές, άχρηστο μετά τη χρήση του και συνώνυμο της μετατόπισης υλικό, κατακερματίζονται και επισημαίνουν την αποδόμηση και την επαναπροσέγγιση του ιστορικού χρόνου. Παράλληλα, έρχονται σε επαφή με την σύγχρονη πραγματικότητα, μέσω των πολύχρωμων ανεικονικών γκράφιτι, που προστέθηκαν από τον καλλιτέχνη στο τελείωμα της δημιουργικής διαδικασίας και μας μεταφέρουν στους δρόμους της Αθήνας.
Επιπλέον, η έκθεση απαρτίζεται από δύο ακόμα ενότητες, με την πρώτη να ανασυνθέτει τα «αρχαία θραύσματα» καταλήγοντας στα «πέτρινα χαμόγελα» σε λευκό μάρμαρο, στο οποίο και λαξεύτηκαν τα γλυπτά του Παρθενώνα, και με την δεύτερη να επεξεργάζεται και να παρουσιάζει κατά ανάλογο τρόπο εικονογραφικούς τύπους της βυζαντινής τέχνης. Αιτία της ανασύνθεσης αυτής των αγαλμάτων, μετά την παρουσίαση του κατακερματισμού τους, είναι ακριβώς η επιθυμία του Παύλου Σάμιου να μην περιοριστεί στο απαισιόδοξο πεδίο.
Στην συνέντευξη τύπου, που πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 13 Μαρτίου, την εισαγωγική παρουσίαση έκανε ο προϊστάμενος του Τμήματος Εκθέσεων, Επικοινωνίας και Εκπαίδευσης του μουσείου, Περίανδρος Επιτροπάκης, ο οποίος μεταξύ άλλων σχολίασε για την έκθεση ότι αποτελεί μία επανατοποθέτηση του Παύλου Σάμιου ως προς τον ιστορικό χρόνο, τον οποίο μέχρι τώρα παρουσίαζε μόνο μέσω της εξιδανικευμένης αρχαιότητας, «Παρά την επιμέλεια των ζωγραφικών αποτυπώσεων, η τεχνική κατασκευή παραμένει επισφαλής καθώς αυθεντικά αρχαιοελληνικά αριστουργήματα ζωγραφίστηκαν κατακερματισμένα πάνω σε διάφορα παράταιρα υλικά. Επιπροσθέτως, πολύχρωμα γκράφιτι τα οδηγούν βίαια στη σύγχρονη πραγματικότητα εντείνοντας την εντύπωση του επικείμενου πλήρους αφανισμού τους. Ο χαρακτηρισμός της Ιστορίας με τον όρο “σπασμένη” αφορά στην εγγενή της τάση για κατακερματισμό και εκφυλισμό και, επιπλέον, στη σύγκρουσή της με ένα έξωθεν και κάθετα εισερχόμενο σε αυτήν παράγοντα, ικανό να τη θραύσει και να την αναδομήσει εξαρχής για να της προσδώσει νόημα».
Επιπλέον, μεταφράζοντας τα έργα του καλλιτέχνη, ο Περίανδρος Επιτροπάκης εντοπίζει ότι η χριστιανική παράδοση επιλέγεται ως ένα όχημα απαλλαγής από τα ιστορικά δεινά του κόσμου μας. Θεωρεί συγκεκριμένα ότι «ο καλλιτέχνης προτείνει τη μυσταγωγική και πνευματολογική αναζήτηση της αλήθειας των πραγμάτων τοποθετώντας το πρόσωπο του Χριστού στο κέντρο της εσχατολογικής ιστορικής του θεώρησης».
Σε σημείωμα της, όμως, την «Σπασμένη Ιστορία» σχολιάζει και η Αικατερίνη Δελλαπόρτα, διευθύντρια του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου, «Τα έργα σκόπιμα κατακερματισμένα, επιζωγραφισμένα με γκράφιτι και κατασκευασμένα από φθηνά - όχι τυχαία - παράταιρα και ανακυκλωμένα υλικά, όπως χαρτοκιβώτια, πέτρες, βιομηχανικά χαρτιά κ.ά., συνθέτουν ένα εικαστικό requiem και μια έμμεση κριτική στην “πολιτικώς ορθή” κοινωνία, καθώς και στη βίαιη αποδόμηση, το βανδαλισμό και τον ευτελισμό των αξιών. Την απάντηση στην ερώτηση “σε τι χρησιμεύουν οι καλλιτέχνες σε μια περίοδο κρίσης;” φιλοδοξεί να δώσει η έκθεση που φιλοξενείται στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, στο πλαίσιο μιας πολιτιστικής πολιτικής, που δίνει χώρο σε έναν σύγχρονο καλλιτεχνικό προβληματισμό και ενώνει το νήμα της μεγάλης καλλιτεχνικής παράδοσης από τις απαρχές της ελληνικής τέχνης ως τις μέρες μας. Η συγκεκριμένη εικαστική ενότητα του Παύλου Σάμιου καθρεφτίζει ακριβώς την αγωνία του ιστορικού παρελθόντος για την εποχή μας με τον ίδιο τρόπο που ο Φεντερίκο Φελίνι κάνει finale στην ταινία “Roma”».
Η έκθεση «Broken History – Σπασμένη Ιστορία», την οποία επιμελείται η Μαρία Ξανθάκου, θα διαρκέσει έως και τις 15 Ιουνίου.
Λίγα λόγια για τον καλλιτέχνη:
Ο Παύλος Σάμιος γεννήθηκε το 1948 στην Αθήνα και από πολύ νωρίς ήρθε σε επαφή με την ζωγραφική και το σχέδιο, καθώς βοηθούσε τον πατέρα του στο εργαστήριο παπουτσιών. Δεν άργησε να αγαπήσει την θρησκευτική ζωγραφική και μέχρι και την ενηλικίωση του εργάστηκε στο εργαστήρι Αγιογραφίας του Διονύση Καρούσου, ενώ παρακολούθησε και μαθήματα σχεδίου στο εργαστήρι του Πάνου Σαραφιανού.
Πέρασε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου είχε ως δασκάλους του τον Νίκο Νικολάου και τον Γιάννη Μόραλη, οι οποίοι τον έφεραν σε επαφή με το σχέδιο και την παράδοση της αρχαίας ελληνικής τέχνης και με την σύγχρονη τέχνη αντίστοιχα. Επιπλέον, στο Παρίσι γνώρισε τον Γιάννη Τσαρούχη, από τον οποίο διδάχτηκε πολλά για την ελληνική παράδοση, ενώ την ίδια περίπου περίοδο βρέθηκε στον «Μαγεμένο Αυλό» και έμαθε να σκέφτεται χωρίς όρια, όπως ο ίδιος αναφέρει, από τον Μάνο Χατζιδάκη.
Από το 1978 έως και το 1992 έζησε και εργάστηκε στο Παρίσι, ενώ από το 2000 και έπειτα είναι καθηγητής στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας.
Στο σύνολο της καριέρας του έχει πραγματοποιήσει 70 ατομικές εκθέσεις, ενώ έχει συμμετάσχει σε πολύ σημαντικές ομαδικές εκθέσεις διεθνώς.