Εικαστικα

Πρόταση για έξοδο με άρωμα τέχνης

Φιλοξενούνται έργα Ελλήνων ζωγράφων του 19ου και 20ού αιώνα από τις συλλογές της Εθνικής Πινακοθήκης-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου

Έλενα Ντάκουλα
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μία πολύ γοητευτική έκθεση φιλοξενείται αυτές τις μέρες στο Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β. & M. Θεοχαράκη, γεμίζοντας τους τρεις ορόφους ομορφιά και «Αρωμα Γυναίκας», με έργα Ελλήνων ζωγράφων του 19ου και 20ού αιώνα από τις συλλογές της Εθνικής Πινακοθήκης-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου.

Eίναι δε, πραγματική τύχη για όποιον είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει ξενάγηση  από την Διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης, Καθηγήτρια Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα. Τότε, μέσα από τον γλαφυρό και γεμάτο γνώση χειμαρρώδη λόγο της μπορεί να «διαβάζει» τους πίνακες μ’έναν άλλο τρόπο, μαθαίνοντας πολλά πράγματα για το κοινωνικό-ιστορικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ξεκίνησε και επηρεάστηκε ο κάθε καλλιτέχνης, τις αισθητικές τάσεις της κάθε εποχής, καθώς τις ιστορίες που συνοδεύουν πολλούς απ’αυτούς. Ο κάθε πίνακας, εκτός από ένα θαυμάσιο έργο τέχνης είναι και μάρτυρος αδιάψευστος της εποχής μέσα στην οποία γεννήθηκε. 

Ετσι, παρακάτω αναφέρονται πολλά απ’ αυτά που ακούσαμε κατά την διάρκεια της ξενάγησης που έγινε από την κα Λαμπράκη – Πλάκα, το Σάββατο 1η Δεκεμβρίου.

Μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους  η Ελλάδα προσπαθεί με πείσμα να βρει τον βηματισμό της σ’όλους τους τομείς και ιδιαίτερα στα γράμματα και τις  τέχνες. Το 1836 ιδρύονται το Πανεπιστήμιο, το Πολυτεχνείο καθώς και το Σχολείο των Τεχνών (μετέπειτα Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών), στο οποίο δίδασκαν κυρίως καθηγητές ερχόμενοι από το εξωτερικό μια και δεν υπήρχαν ακόμη Ελληνες.

Ένας από τους πρώτους Ελληνες ζωγράφους που έγινε  καθηγητής  στο Σχολείο των Τεχνών, ήταν ο Νικηφόρος Λύτρας όταν επέστρεψε από τις μεταπτυχιακές σπουδές του στο Μόναχο. Ο Οθωνας έδινε πολύ συχνά υποτροφίες σε αποφοίτους του Σχολείου Τεχνών για να συνεχίσουν τις σπουδές τους στην Βασιλική Ακαδημία του Μονάχου και οι  επιρροές απ’ αυτήν είναι εμφανείς στη ζωγραφική τους.                           

Η μονοκρατορία της Σχολής του Μονάχου, ή αλλιώς ακαδημαϊκού ρεαλισμού, σηματοδοτεί,  στην ελληνική τέχνη, την.... «καλλιτεχνική βαυαροκρατία», η οποία αρχίζει μετά την έξωση του Οθωνα το 1862, και την σταδιακή επιστροφή αυτών που είχαν ολοκληρώσει τις σπουδές τους στη Γερμανία. 

Είναι δε τότε και η εποχή της γρήγορης ανάκαμψης και ανάπτυξης της χώρας, όπου θεσπίζονται θεσμοί λειτουργίας του κράτους, γίνονται δημόσια έργα, κτίζονται τα πρώτα νεοκλασικά, από πλούσιους ομογενείς. Άρα και οι ζωγράφοι αυτοί έχουν και πελατεία πλουσίων, όπως φαίνεται από τα μεγαλοαστικά πορτραίτα.

Κορυφαίοι εκπρόσωποι της Σχολής του Μονάχου ο Νικηφόρος Λύτρας, ο Νικόλαος Γύζης, ο Γιώργος Ιακωβίδης, έργα των οποίων μπορούμε να δούμε κυρίως στον 4ο όροφο του Ιδρύματος Θεοχαράκη με βασικά θέματα την προσωπογραφία και ηθογραφικές σκηνές, με πρωταγωνίστρια πάντα την γυναίκα.   

Πολλοί απ’αυτούς τους ζωγράφους αν και είχαν μία ταπεινή καταγωγή και γονείς αγράμματους αγρότες, κατάφεραν μέσα σ’ελάχιστο χρόνο να έλθουν στο ίδιο επίπεδο και να ξεπεράσουν τους Ευρωπαίους, που είχαν από πίσω τους μία τεράστια παράδοση. 

Αρχίζοντας την περιήγηση από τον 4ο όροφο βλέπουμε πρώτα να κυριαρχεί το πορτραίτο, έμβλημα της αστικοποίησης και της κινητικότητας μίας κοινωνίας η οποία φιλοδοξεί από αγροτική και νησιώτικη να γίνει αστική. Στους τοίχους υπέροχα πορτραίτα από αρχόντισσες και νέες κοπέλες με τις εθνικές φορεσιές. Το ντύσιμο, το κτένισμα, τα κοσμήματα, ο διάκοσμος του χώρου δηλώνουν την κοινωνική τάξη, τον πλούτο, την θέση στην κοινωνία.   

Μπροστά στο πορτραίτο της Ζωής Καμπάνη, έργο του Νικολάου Κουνελάκη, η κα Λαμπράκη-Πλάκα μας διηγείται  την ιστορία της γυναίκας που ο καλλιτέχνης παντρεύτηκε μετά από μεγάλο έρωτα, αλλά που πέθανε από φθίση έναν χρόνο μετά τον γάμο τους. Το μαντηλάκι που κρατάει στα χέρια της αλλά και το φευγάτο βλέμμα της υποδηλώνει την αρρώστιά της.

Το υπέροχο πορτραίτο μίας μεγαλοαστής, της κας Σαρόγλου, έργο του Νικηφόρου Λύτρα, θα μπορούσε να σταθεί σε οποιοδήποτε ευρωπαϊκό μουσείο, όπως λέει η κα Λαμπράκη-Πλάκα. Είναι αφαιρετικός, βγάζει μία οικειότητα και μία απλότητα  με το μαύρο χρώμα – το πιο δύσκολο χρώμα στη ζωγραφική – έχει αποδοθεί τέλεια.

Και βλέποντας το πορτραίτο της Αρτέμιδας Γύζη, συζύγου του ζωγράφου  Νικολάου Γύζη, και κόρη του προστάτη του, μαθαίνουμε ότι η κυρία αυτή ήταν πιανίστα και ήταν αυτή που εισήγαγε τον καλλιτέχνη στην μεγαλοαστική κοινωνία της Αθήνας.

Στα πορτραίτα που απεικονίζονται οικεία πρόσωπα των καλλιτεχνών, παρατηρείται μία άνεση, μία ειλικρίνεια, μια modernite στη ζωγραφική, γιατί ο καλλιτέχνης δεν έχει μπροστά του έναν πελάτη που περιμένει διάφορα απ’αυτόν και έτσι ελευθερώνεται, συμπληρώνει η κα Πλάκα.

Μέσα στην ίδια αυτή λογική είναι και το πορτραίτο της κοπέλας που απεικονίζεται μπροστά στον καθρέπτη την ώρα που βάζει το σκουλαρίκι της. Το μοντέλο είναι η αδελφή της γυναίκας του Ιακωβίδη και ο θεατής μπορεί να διακρίνει την οικειότητα που έχει ο καλλιτέχνης μαζί της.

Το πορτραίτο της ζωγράφου Μαρίας Χορς, έργο του Νίκου Λύτρα, απεικονίζει μία μοντέρνα, σύγχρονη, ανεξάρτητη, αποφασισμένη γυναίκα και είναι αξιοθαύμαστο σαν ζωγραφική, τονίζει η κα Πλάκα αποκαλύπτοντας ότι αυτό είναι από τα πιο αγαπημένα της έργα.

Η ηθογραφία (το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα) υμνεί τα ήθη και έθιμα του ελληνικού λαού και στους αντίστοιχους πίνακες βλέπουμε μία νοσταλγική αντιμετώπιση της αγροτιάς την εποχή εκείνη που ο λαός είχε να επιλύσει τα σοβαρά προβλήματα που δημιουργούσε η αστυφιλία. 

Εργα με ηθογραφικές  οριενταλιστικές σκηνές, που εκπέμπουν μία νοσταλγία για την Ανατολή, όπως μία υπέροχη προσωπογραφία μίας γυναίκας, έργο του πολύ σπουδαίου ζωγράφου, με μεγάλη καριέρα στο Παρίσι, Θεόδωρου Ράλλη, μας καλούν να σταθούμε μπροστά τους και να τα θαυμάσουμε.

Εργα του Γύζη, όπως το «Κούκου» ή «Η ψυχομάνα» απεικονίζουν την καθημερινότητα των γυναικών. Στο πρώτο, απεικονίζεται μία τρυφερή σκηνή της γυναίκας του καλλιτέχνη, με τα παιδιά και την νταντά, να παίζουν «κούκου», ενώ στον άλλο μία νεαρή κοπέλα, ντυμένη στα μαύρα, φέρνει το ορφανό μωρό (φοράει μαύρα) να το θηλάσει μία καλομάνα.

Στην επόμενη αίθουσα παρουσιάζονται έργα του τέλους του 19ου αιώνα και αρχών του 20ού. Μέσω αυτών απεικονίζεται η αστή διανοούμενη γυναίκα ντυμένη σύμφωνα με την μόδα της εποχής, να μελετά, να γράφει, να εργάζεται, να δημιουργεί, επαναπροσδιορίζοντας τον ρόλο της στην οικογένεια αλλά και στην κοινωνία. Εκεί βλέπουμε πορτραίτα λογίων γυναικών και ηθοποιών καθώς και έργα ελληνίδων καλλιτεχνών.

Και ένα ενδεικτικό παράδειγμα για την θέση της γυναίκας εκείνα τα χρόνια και το πώς άλλαζε σιγά σιγά, είναι της καλλιτέχνιδας Σοφίας Λασκαρίδου η οποία χρειάστηκε την μεσολάβηση του Βασιλέως του Γεωργίου του Α’ για να μπει στην Σχολή των Τεχνών, που τότε δεν δεχότανε γυναίκες.

Ανάλογα με τα καλλιτεχνικά ρεύματα του 20ου αιώνα, τις επιρροές, την έμπνευση και τον τρόπο έκφρασης του κάθε καλλιτέχνη η γυναίκα, παρουσιάζεται και με αλληγορίες ή συμβολισμούς, όπως στους πίνακες των Νίκου Χατζηκυριάκου – Γκίκα, Γ. Γουναρόπουλου, Χρήστου Καρρά, Αχιλλέα Δρούγκα και χαρακτηριτικά έργα απ’ αυτήν την περίοδο μπορούμε να δούμε στην τελευταία αίθουσα της έκθεσης.

Ο επισκέπτης αυτής της έκθεσης έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει την εξέλιξη της νεοελληνικής ζωγραφικής και τις αισθητικές τάσεις του 19ου και 20ού αιώνα παράλληλα με  την μεταβαλλόμενη εικόνα της Ελληνίδας γυναίκας μέσα σ’αυτά τα χρόνια και την αντίστοιχη κοινωνική της πραγματικότητα. 

Η θαυμάσια αυτή έκθεση, είναι ένας ύμνος στην γυναίκα, ανέκαθεν πηγή έμπνευσης για τους καλλιτέχνες.