- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ο Δημήτρης Φραγκάκης σου γνέφει: Hey Pal!
Ποιος είναι, τι θέλει από σένα, τι θα δεις στη νέα του έκθεση και γιατί θα φύγεις... λάσπη!
Μια καλλιτεχνική ανασκαφή, μια κατάδυση στον βυθό αλλά και το άβατο μιας φαντασιακής μεν Λίμνης, που όμως μοιάζει υπόγεια να συνδέεται με τη «Σκληρή χώρα των θαυμάτων και το τέλος του κόσμου» του Χαρούκι Μουρακάμι. Ίσως και με το «Heaven» των Talking Heads, «...is a place that nothing ever happened». Οι ήρωες του Φραγκάκη, του Μουρακάμι, των Talking Heads είναι σαν άνθρωποι που κατοικούν στο τέλος ενός κόσμου, χωρίς ονόματα, χωρίς αναμνήσεις, περίκλειστοι σε μια ρουτίνα, χωρίς εγώ και χωρίς ατομική συνείδηση. Μια άσκηση παρατήρησης της μοναξιάς τους, αυτό κάνει ο Φραγκάκης στο Hey Pal: χωρίς μεγαλόπνοες χειρονομίες ή διάχυση ενέργειας, εγκρατείς (-τής), ενδοσκοπικοί (-κός), μοναχικοί (-κός), ο καλλιτέχνης, μαζί με τα υποκείμενά του μοχθούν (-χθεί) με το σώμα.
Χώμα και σώμα: Το έργο των χεριών, όπως περιέγραψε και η Χάνα Άρεντ, διαφέρει από τον μόχθο του σώματος. Το σώμα αναλώνεται μέσα στον ίδιο τον εαυτό, όμως τα χέρια φτιάχνουν έργα που παραμένουν. Μέσα από την επανάληψη και τη μονοχρωμία του βυθού της, η Λίμνη για τον Φραγκάκη γίνεται μια επικράτεια όπου το εγώ καταλύεται αλλά και ανασυντίθεται: τα γλυπτικά του έργα με λάσπη γίνονται η πιο καθαρή τους (του) δουλειά, όταν η λάσπη ξεπλένεται και λερώνει το νερό, τα χέρια ξαναγίνονται καθαρά, η ευφορία του καθαρού σώματος ξαναγίνεται σπινθήρας.
«Το χώμα πάντα πρόσφερε ασφάλεια» δηλώνει ο καλλιτέχνης και συνδέεται με τους θεατές. Μαζί του, στοχαστικά πλέον, ξαναβρίσκουμε τον χαμένο μας νου, που σε αντίθεση με τη χειροπρακτικότητα, αλώνεται από εικονικές ειδήσεις και «πράξεις» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Απτός, γήινος, αφηγηματικός, ο Φραγκάκης στο Hey Pal επιτελεί μια εργασία όπου το υγρό, το στερεό, το νερό, η λάσπη και το σώμα ανασύρονται από τα βάθη της Λίμνης, όπως ανασύρονται από τους αρχαιολόγους οι αναμνήσεις και τα κτερίσματα ενός κόσμου που ξεθάβεται αργά. Εκατοστό με εκατοστό. Φιγούρες, εικόνες, ευρήματα και συναπαντήματα δημιουργούν μια ιστορία που είναι αρχαία αλλά και σύγχρονη συνάμα, όπως ο άνθρωπος. Ή όπως λέει και ο ίδιος, «Ας μην υποτιμούμε τη λάσπη, ας τη γνωρίσουμε πρώτα».
Γιατί Hey Pal; Ποιος είναι ο φιλαράκος στον τίτλο της νέας σου έκθεσης; To whom it may concern, Δημήτρη;
Κοίταξα ξεκάθαρα την τελευταία εργασία μου μετά από ένα διάστημα αποφόρτισης και παρατήρησα ότι τα περισσότερα έργα είχαν μια διάθεση αναζήτησης μιας άλλης κατάστασης, μιας μετάβασης, μιας συνάντησης, μιας γνωριμίας με έναν άλλο τόπο ή τη γνωριμία με κάποιον άλλον. «Μα ποιον;» αναρωτήθηκα και εγώ. Πιθανόν έναν ιδανικό τόπο; Έναν καλύτερο φίλο ή ένα καλύτερο είδωλλο στον καθρέφτη; Έναν καλύτερο άλλο εαυτό ή ένα καλύτερο Εγώ; Και είπα «Hey Pal», έι, φιλαράκο, έλα και θα τα βρούμε, για να ξεκινήσω μια φιλική μορφή επικοινωνίας, σαν τη στιγμή που προσπαθείς να δώσεις τροφή σε ένα πουλί που μόλις ήρθε και κάθησε στο κάγκελο του μπαλκονιού σου, έτσι απλά.
Τι συμβαίνει στα πέριξ αλλά και στο βυθό, μέσα και έξω από αυτή τη Λίμνη που διαδραματίζονται ως «περιβάλλον» τα έργα σου;
Πριν μερικά χρόνια και κατά το διάστημα των φοιτητικών μου χρόνων στη Σχολή Καλών Τεχνών, έπεσε στα χέρια μου ένα βιβλίο του Γιάννη Κουνέλη με τίτλο «Λιμναία Οδύσσεια». Εκεί, μόνο από τον τίτλο, πριν ακόμη το διαβάσω, κάτι έγινε μέσα στο μυαλό μου αυτόματα, σαν να ενώθηκαν ξαφνικά όλα όσα μέχρι εκείνη τη στιγμή γνώριζα. Έτσι, ένιωσα τη μεγάλη θέληση να οργανώσω και εγώ τη δική μου Λίμνη, τους δικούς μου ήρωες που θα ζουν εκεί, την τοπιογραφία της, αλλά και τη σχέση που θα έχει αυτός ο κόσμος με τον χρόνο και να περάσω και εγώ την Οδύσσειά μου. Μ’ ενδιέφερε πάντα να ασχοληθώ με τον άνθρωπο, με τη φιγούρα του, με την πολυπλοκότητά του, την αρχαιολογία του, και δεν το θεωρώ ένα εύκολο εγχείρημα. Ακόμα και σε έργα που δεν ασχολούμαι με τη φιγούρα του, υποδηλώνει την παρουσία του, απουσιάζοντας. Όσον αφορά την τοπιογραφία, δεν προσπαθώ να περιγράψω κάτι το ιδεατό, μιας και δεν υπάρχουν καλλωπιστικές τάσεις, αλλά ανάγκη για το απλό, το άμεσο, το χρήσιμο, το ελάχιστο. Όσο για την κατάσταση που επικρατεί στα θολά νερά της Λίμνης, βαθιά ή αβαθή, εκεί θα έλεγα πως κρύβεται και η μαγεία της εξερεύνησης του αγνώστου.
Μέταλλο, ξύλο, ζωγραφική, γλυπτική με λάσπη και ρητίνη, φτιάχνουν έναν «τόπο», όπου, υποθέτω, και κατοικεί το μήνυμα της έκθεσης. Ο προβληματισμός αλλά και η χειροπρακτική απόδειξη περί τίνος;
Επεξεργάζομαι κάθε ιδέα ξεχωριστά, σαν ενδυματολόγος που καλείται να ντύσει έναν πρωταγωνιστή με το πιο ενδιαφέρον κοστούμι, για μια μεγάλη παράσταση. Έτσι, αν η ιδέα πάνω στην οποία θα εργαστώ φαίνεται να έχει ανάγκη από ένα έργο με ζωγραφική, δοκιμάζω τις διάφορες ζωγραφικές τεχνικές, όπως σε ξύλο, σε καμβά, σε αλουμίνιο, σε χαλκό, σε ύφασμα, μονοτυπίες, σχέδια, χαρακτικά και στο τέλος επιλέγω την πιο ενδιαφέρουσα, για το έργο. Το προσωπικό κέρδος είναι το πέρασμα από όλ’ αυτά, όπως και η δυνατότητα μεταφοράς στοιχείων από μια τεχνική σε μία άλλη. Τις περισσότερες φορές, η τελική άποψη του έργου ξεπερνά την αρχική δική μου και έτσι με τον καιρό έμαθα να δέχομαι την άποψη ενός «άλλου», ως τελικά πιο ενδιαφέρουσα. Η τεχνική έχει σημαντικό ρόλο στην εργασία μου, μα πάντα προσπαθώ να τη σταματώ σε ένα σημείο που να μη ξεπερνά την ουσία του έργου, αλλά να το εμπλουτίζει ποιητικά και να μην είναι απλώς μια επίδειξη ικανοτήτων. Θεωρώ ότι οι τεχνικές είναι απλώς τα εργαλεία για την έρευνά μας και δεν μπορούν μόνες τους, όσο συνδυαστικά και να τις εμπλέξουμε, να παράξουν κάτι βαθύ και ουσιαστικό. Οπότε αυτό που παρουσιάζω στην έκθεση, είναι ένα μέρος της έρευνας του εργαστηρίου μου και όχι προϊόν μιας παραγωγής εργοστασίου.
Παλεύεις, ως καλλιτέχνης, να συνδεθείς με τον κόσμο ή εμμένεις στον ασκητισμό, μέσα σ' αυτό το ιδιόμορφο, ας το αποκαλέσω «αναχωρητήριο» - εργαστήριο; Και με βάση μια ομιλία του Καμύ, όταν πήρε το Νόμπελ, πόσο μακριά ή κοντά του νιώθεις ως πράξη, όταν λέει: «Η τέχνη δεν είναι για μένα απόλαυση μοναχική. Είναι ένα μέσο για να αγγίζω τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ανθρώπων, προσφέροντάς τους μια προνομιακή εικόνα για τους κοινούς πόνους και τις χαρές. Εξαναγκάζει λοιπόν τον καλλιτέχνη να μην απομονωθεί και του επιβάλλει την πιο ταπεινή και οικουμενική αλήθεια. Και αυτός που επιλέγει τη μοίρα του καλλιτέχνη, επειδή αισθάνεται διαφορετικός, πολύ γρήγορα αντιλαμβάνεται ότι δεν θα τονώσει την τέχνη και τη διαφορετικότητά του παρά μόνον αποδεχόμενος την ομοιότητά του με όλον τον κόσμο. Ο καλλιτέχνης διαπλάθεται μέσα από ένα αδιάκοπο πηγαινέλα από το εγώ στους άλλους, στο μεταίχμιο μεταξύ της αναγκαίας γι' αυτόν ομορφιάς και της κοινότητας από την οποία αδυνατεί να αποσπαστεί».
Κατά την αντίληψή μου,τα σημαντικά έργα δεν μπορούν να υφίστανται χωρίς την ύπαρξη της αφοσίωσης, της μελαγχολίας ή του ασκητισμού, ακόμη και αν αυτός δεν είναι απόλυτα αυστηρός και επηρεάζεται από την τρέχουσα εποχή. Ταυτόχρονα όμως, πρέπει να μπούμε, μέσα σε αυτό το τρεχαντήρι, σ’ αυτόν τον Τυφώνα που μόνο έτσι θα τον γνωρίσουμε και θα μπορέσουμε να μιλήσουμε γι‘αυτόν και τους κατοίκους του. Εργαστηριακά, είναι ελάχιστες οι στιγμές που υπάρχει απόλαυση κατά την ώρα της παραγωγής των έργων, μιας και συνεχώς οι προβληματισμοί στην επίλυση του έργου αυξάνονται, μαζί και η ευθύνη των έργων. Αυτό που κάπως διευκολύνει την κατάσταση, είναι ότι μέσα από την άσκηση αυτή και το αδιάκοπο πηγαινε-έλα, που αναφέρει ο Καμύ, εμπλουτίζεται τόσο πολύ η ευχέρειά σου να διαχειρίζεσαι πράγματα και καταστάσεις, που δεν αναμένεις πια τον από μηχανής Θεό για να σου τις λύσει και απλώς βουτάς και εμφανίζεσαι κατάματα μπροστά τους.
Κοιτάζοντας ειδικά το κοστούμι που μοιάζει σαν στολή αρχαιολόγου θαμμένου και θαμμένη στον χρόνο, αλλά και τα λασπώδη γλυπτά σου, μοιάζει σαν να έρχονται όλα τους από μια εντελώς προσωπική ανασκαφή. Μνήμης, παρόντος, τι;
Το κοστούμι στο οποίο αναφέρεσαι είναι φτιαγμένο από χαρτί βελανιδιάς και ο σχεδιασμός του αφορά πιστό αντίγραφο (πατρόν) από ρούχα που φορώ στην εργασία μου. Σημαντικό για μένα σ’ αυτό το έργο, είναι μια απρόσμενη τάση για ανάταση, όπως και η χειρονομία που αφορά την αλλαγή θέσης της ζώνης, μεταφέροντας τη σύσφιξη στο πάνω μέρος του κεφαλιού. Έτσι, δίνεται μια αναφορά στην πιεσμένη σκέψη αλλά και στην εντύπωση ύπαρξης ενός φωτοστέφανου. Όσον αφορά τα γλυπτά, έχουν σκοπό να καταγράψουν απλά μια στιγμή, ανολοκλήρωτη, αφιερωμένη στη Ζωή, και είναι βασικό για μένα που μετατράπηκε ο φθαρτός εφήμερος πηλός, στην άφθαρτη ρητίνη. Είναι ένα σχόλιο στο άχρονο, αλλά και στην αθανασία.
Πόσο η Θεσσαλονίκη ως περιβάλλον σε επηρεάζει ως καλλιτέχνη; Υπάρχει δηλαδή, αν και προσωπικά δεν βλέπω την τοπικότητα, μια κάπου είδους «ντοπιολαλιά» στο έργο σου; Ή επιθυμείς την οικουμενικότητα;
Η Θεσσαλονίκη είναι μια όμορφη πόλη, που σε πολλά σημεία της γίνεται αρκετά ευρωπαϊκή θα έλεγα. Όμως, αν και το περιβάλλον της με επηρεάζει θετικά στην καθημερινότητά μου, δεν θεωρώ ότι καταγράφεται στο έργο μου. Θέλω τα έργα μου να μπορούν να συγκινούν τον άνθρωπο ενός ενιαίου κόσμου, χωρίς μόδες, χωρίς ημερομηνία λήξης και αδιαφορώντας για το πέρασμα του χρόνου.
Υπάρχουν κάποιοι καλλιτέχνες Έλληνες αλλά και ξένοι, παρόντες ή ενεργοί, με τους οποίους νιώθεις να συνδέεσαι; Όχι απαραίτητα σαν κοινή αναφορά ή συμπόρευση, μα περισσότερο σαν ψυχική καλωδίωση. Κι όχι μόνο εικαστικά, αλλά ας βάλουμε στο παιχνίδι και το σινεμά, το θέατρο, τη μουσική και τη λογοτεχνία. Καμιά φορά, νομίζω πως μερικές αναφορές στα παραπάνω πεδία βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα έναν δημιουργό μέσω αυτού του «βιογραφικού» του, πλην του κανονικού…
Θα έλεγα με αρκετούς, μιας και όλοι τελικά επιστρέφουν «σπίτι» από διαφορετική διαδρομή. Για μένα, είναι πάντα έμπνευση και κινητήρια δύναμη η ύπαρξη καλλιτεχνών, όπως o Γιαννούλης Χαλεπάς, ο Peter Doig, ο Thomas Schütte, ο Mark Manders, ο Tony Cragg, ο Γκρέκο, ο Αkira Kurosawa, ο Δημήτρης Παπαιωάννου και τόσοι άλλοι σημαντικοί στον χώρο των τεχνών. Πολλοί από αυτούς, με βοήθησαν πολύ με την ύπαρξη του έργου τους και ήταν κάποιες φορές που ένιωσα ότι έπρεπε να πετάξω το «πυροτέχνημα» που μου έδωσαν, πριν αυτό σκάσει στα χέρια μου. Κάποιοι συνεχίζουν ακόμη να παίζουν τον ρόλο του σκαπανέα για εμένα. Όσον αφορά τη μουσική, που εργαστηριακά ενεργοποιεί για μένα σημαντικό μέρος μου αλλά και μια εξωτερική βοήθεια, θα ανέφερα τον Glenn Gould, ειδικά όταν παίζει Bach, αλλά και τον Nick Cave με τον Warren Ellis, όταν γράφουν για το «Loin Des Hommes».
Hey Pal του Δημήτρη Φραγκάκη, στην γκαλερί Depo Darm - Contemporary Art Space, στην Αθήνα. Η έκθεση εγκαινιάζεται την Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2018 (στις 20:00) και θα διαρκέσει μέχρι τις 14 Ιανουαρίου 2019