- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Η 6η Μπιενάλε της Αθήνας ξεκίνησε. PokaYio, είσαι ΑΝΤΙ;
100 καλλιτέχνες και θεωρητικοί θα διερευνήσουν τη νέα φάση του κόσμου που κοχλάζει. Ζητήσαμε σε έναν από τους επιμελητές εξηγήσεις
Ως Destroy Athens, η πρώτη Μπιενάλε της Αθήνας το 2007 κατάφερε να δει πως κάτι άγριο έρχεται στην πόλη και τη χώρα, που μεθυσμένη από τους Ολυμπιακούς Αγώνες, το μετρό, την ανάπτυξη και το καλπάζον χρηματιστήριο αδυνατούσε να νιώσει οτιδήποτε εκτός από γιούπι και enjoy! Δεν ήταν ούτε παλαβοί προφήτες ούτε γραφικοί εσχατολόγοι. Απλά αφουγκράζονταν. Ή μελετούσαν τα μικροκλίματα κάποιων μετεωρολογικών σταθμών, που αθροισμένα, νομοτελειακά, οδηγούσαν σε ένα επερχόμενο βαρομετρικό χαμηλό. Μετά το Destroy, ήρθε τοHeaven και ο Μονόδρομος. Πάντα παρατηρητικοί και εστιασμένοι σε ένα μέλλον που η τεχνολογία το καταργεί ως πρακτική, αφού το επερχόμενο που περιμένουμε, κάπου αλλού προειδοποιητικά ή πειραματικά τυχαίνει ή συμβαίνει, οι Αθηναίοι «εκτιμητές» της Μπιενάλε, νομίζω, πως δεν λάθεψαν ποτέ. Αλλά ακόμα κι όταν πήγαινε λάθος, ο Poka-Yio είχε τα κότσια και για να κάνει αυτοκριτική αλλά και να επαναπροσδιορίσει το πλαίσιο. «Ως καλλιτέχνης βλέπω πως καταργείται ολοταχώς η Πυραμίδα του Μάσλοου. Πάνω σε αυτήν έχτιζε ο σημερινός πολιτισμός της επιθυμίας. Η ασφάλεια ως κοινωνικό αγαθό, για τον καθένα και την οικογένειά του, αλλά και συνολικά για την κοινωνία, η επίτευξη προσωπικών παράλληλα με τους συλλογικούς στόχους, όλα πλέον κινούνται ανάδρομα. Καθώς το γενικευμένο αίτημα για ανάπτυξη και ευμάρεια καταρρακώνεται και κατρακυλάμε, οι άνθρωποι οδηγούνται πλέον σε μια ατομική κινητοποίηση του φόβου.
Κατάσταση άμυνας και επίθεσης ταυτόχρονα. Και τα συλλογικά κινήματα, που προσπαθούν να προασπίσουν παλιά και ανύπαρκτα πλέον κεκτημένα, αδυνατούν να προτάξουν κάτι νέο. Δεν το νιώθεις; Το αίτημα δεν είναι να δημιουργήσουμε, αλλά να μη χάσουμε τα κεκτημένα. Να υπερασπιστούμε το βιος μας από τον εισβολέα, τον ξένο, που θα μας κλέψει. Ο κόσμος φοβάται μη χάσει τα βασικά. Κι αυτό θεωρώ πως είναι το πρώτο σκαλί, το σημείο βρασμού που γεννιέται ο ναζισμός. Όταν αυτό είναι το μέλημά σου, όταν έχει χαθεί έστω και η ψευδαίσθηση πως μαζί θα τα καταφέρουμε, κι ο καθένας παλεύει ατομικά να περισώσει ό,τι μπορεί, κοιτάζοντας μόνο το σπίτι του, την περιουσία του ή το παιδί του, αυτό είναι και το πιο τρομακτικό».
Σκέφτομαι καθώς ξεκινάει η κουβέντα μας με τον Poka-Yio, τη μελανή ιστορία του Ζακ Κωστόπουλου και το φονικό στην Ομόνοια, όπως και το ερώτημα που εντέχνως κάποιοι φροντίζουν να θέσουν:«Εσύ δηλαδή πώς θα αντιδρούσες αν οι κλέφτες έμπαιναν στο σπίτι σου;» Ή και πες μου τον φόβο σου, για να σου πω ποιος είσαι. Με τον Poka-Yio ανταμώσαμε στα βαθιά ενός μπαρ στην Πρωτογένους, μεσημέρι Σαββάτου, έξω χαρά θεού, μελίσσι, μιλιούνι αστικό τρελαμένο για φωτοσύνθεση και καφεΐνη, τέρμα ζέστη και ήλιος. Αλλά εμείς, σολάριουμ κάτω από τη χλωμή λάμπα ενός αμπαζούρ. Για κουβέντα. Αποτραβηγμένοι για να μιλήσουμε, χαλαρός εγώ, στα κόκκινα αυτός. Σε μόνιμη σπίντα και σε συνεχή υπερδιέγερση. Φυσικό δεν είναι; Στις 26 Οκτωβρίου η 6η Μπιενάλε της Αθήνας ξεκινάει, ο χρόνος ήρθε, όλα είναι πλέον τώρα.
Συμπυκνωμένη ως προς τους χώρους τέλεσης και επίδειξης, η φετινή Μπιενάλε, με κόνσεπτ το πρόθεμα «ΑΝΤΙ», θα τρέξει τις δράσεις της στο τρίγωνο του κέντρου. Στα 3Τ της Σταδίου, πρώην κτίριο δηλαδή με χρήση Ταχυδρομείου, Τηλέγραφου και Τηλεφωνίας – σταθερής, εννοείται, στα χρόνια πριν το ψηφιακό ροκ εν ρολ, που τα συμπύκνωσε και τα τρία μέσα σε ένα σμάρτφον. Στην Μπενάκειο Βιβλιοθήκη της Βουλής και στους χώρους του κάποτε κραταιού ξενοδοχείου «Εσπέρια». Υπάρχει επί τούτου τούτη η χωροσήμανση: «Είναι η περιοχή της Αθήνας που αλλάζει κατακλυσμιαία, σχεδόν βίαια η πόλη μεταλλάσσεται σε ένα τεράστιο rbnb-άδικο, εδώ πλέον χτυπάει χρόνια τώρα και η καρδιά της διασκεδαστούπολης. Και τα παλιά, τα εγκαταλειμμένα κτίρια βλέπουν την ιστορία τους να τελειώνει. Στη θέση τους θα συναρμολογηθούν νέα, πεντάστερα ξενοδοχεία».
Χα, να άλλος ένας φόβος, σκέφτομαι. Πως η Αθήνα του κέντρου μεταμορφώνεται σε κυριλέ αστραφτούπολη για τους αριστερίζοντες ή σε εκφυλιστήριο ηδονοθηρικής Βαϊμάρης του τότε για τους δεξιόστροφους συντηρητικούς κινητήρες. Ο λόγος του Poka-Yio πάντα ήταν γρήγορος σε ρυθμό και συγκροτημένος. Δεν πλατειάζει, δεν κομπάζει, είναι σαν να παίζει βελάκια χτυπώντας τον στόχο με σιγουριά. Τακ! Σας διαβεβαιώνω πως στα δεκαέξι χρόνια που συμβαίνει να τον γνωρίζω, έτσι ήταν, άρα και πολύ φυσικό έτσι να συνεχίζει να διάγει βίον ο Poka-Yio. Ένας καλλιτέχνης αλλά και επιμελητής τέχνης μονίμως σε έξαψη. Υπέρ αναλυτικός και υπέρ παρατηρητικοί οι συνεπιμελητές του.
Στην περίπτωση της 6ης Μπιενάλε, το ΑΝΤΙ σημαίνει «την κατάσταση υπερδιέγερσης που πλέον χαρακτηρίζει και όλη την κοινωνία, ελληνική αλλά και παγκόσμια, ως προς τον παλμό». Το θέμα της φετινής Μπιενάλε συνοδεύεται από μια βαθιά κοινωνικοπολιτική και βιοπολιτική παρατήρηση εκ μέρους των τριών επιμελητών της, επί της Αθήνας και του κόσμου μας σήμερα. Οι Κωστής Σταφυλάκης, Stefanie Hessler και Poka-Yio στρέφουν το βλέμμα προς μια ποικιλία στάσεων αντί-θεσης και αντί-δρασης, που βλέπουμε να σαρώνουν την πόλη. Στο κύμα της μη συμμόρφωσης, στην απόλαυση της δυσφορίας και της εξέγερσης. Όσο και της καταγεγραμμένης, πλέον, αντίδρασης για την αντίδραση.
«Παρατηρήσαμε πως οι ταυτότητες των ανθρώπων, πλέον, προσδιορίζονται από αυτό το αρνητικό πρόσημο. Είναι αντιτάδε ή αντιδείνα. Πιο εύκολα λέμε τι δεν είμαστε, παρά τι είμαστε. Το βλέπω και στο timeline μου. Οι φίλοι και γνωστοί περισσότερο λένε τι δεν τους αρέσει παρά τι τους ευχαριστεί. Καταφέρονται συνεχώς, δείχνοντας κάποιον υπαίτιο. Ακόμα και όταν μιλάνε για την πολιτική ή τη φιλοσοφική τους τοποθέτηση, διαλέγουν να το κάνουν με αρνητικά παραδείγματα. Παλιά αυτό το έκανες πολύ σπάνια, όταν βρισκόσουν σε μια ιδιαίτερη κατάσταση. Εκφραζόμασταν προσπαθώντας να συνθέσουμε, να χτίσουμε. Υπάρχει μια διαφορετική προσέγγιση στα πράγματα. Παρατηρήσαμε πως το “αντι” έγινε η νέα συστημικότητα. Η άρνηση κανονικοποιήθηκε. Εξού και στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και στην Αμερική, περιθωριακές κάποτε ρητορικές έγιναν ή γίνονται εξουσία. Αλλά ακόμα κι όταν αποκτήσουν την εξουσία, πάλι επιμένουν να χρησιμοποιούν έναν αντισυστημικό λόγο».
Στην εποχή των fakenews, της μετά-αλήθειας, δεν μπορείς να περιορίσεις ή να πολεμήσεις την αντιδραστική κουλτούρα της επαυξημένης πραγματικότητας των ΜΜΕ παίρνοντας κριτικές αποστάσεις. Προς τιμήν της η 6η Μπιενάλε και δεν κουνάει διδακτικά το δάχτυλο αλλά και δεν αποστασιοποιείται ελιτίστικα με ένα ακόμα αγοραίο «αντι» από πλευράς της, που το προτάσσει κατάμουτρα σε όλους τους αντί/απέναντί της! Εδώ ακριβώς ποντάρουν οι μηχανισμοί της έκθεσης και οι λειτουργικοί της χώροι, όπου εντός θα στεγαστούν τατουατζίδικο, εμπορικό κέντρο, γυμναστήριο, γραφείο, ρινγκ του μποξ και σκακιστήριο, darkroom, εκκλησία, ακόμα και «δημόσιες υπηρεσίες». Μέσω αυτών των προσομοιώσεων, «το ΑΝΤΙ είναι μια ευκαιρία να δούμε τον εκθεσιακό μηχανισμό σαν καθαρτήριο χωρίς κάθαρση. Περισσότεροι από 100 καλλιτέχνες, δημιουργοί πολυμέσων και θεωρητικοί θα διερευνήσουν τη νέα φάση του κόσμου. Που κοχλάζει σαν καζάνι. Παλιότερα η δεξιά υπερασπιζόταν την αστική κουλτούρα. Και η αριστερά είχε έναν λόγο περισσότερο υπεράσπισης του κοινωνικού κράτους. Προστασίας του ή χτισίματός του. Ο αριστερός λόγος πόνταρε στο να φτιάξουμε, να καλλιεργήσουμε, όχι απλά να αντιμαχόμαστε κάτι απλά για να αντιμαχόμαστε κάτι. Το “αντί” η αριστερά το χρησιμοποιούσε σε στιγμές που ήταν εκτός κοινοβουλίου. Πλέον ο “αντί” λόγος συνεχίζει διεθνώς και εντός της εξουσίας. Αλλά πέρα από το γενικό πολιτικό, σε ατομικό επίπεδο το “αντί” δημιουργεί μια κατάσταση μόνιμης έξαψης στους ανθρώπους. Στα κάγκελα, σε υπερδιέγερση, αυτός ο ερεθισμός μεταβλήθηκε σε βιοπολιτικό εργαλείο. Προβλήθηκε, προκλήθηκε και τεσταρίστηκε σε μεγάλη κλίμακα στις πλατείες των Αγανακτισμένων. Ξεπέρασε όμως το συμβάν της Πλατείας Συντάγματος, έγινε μοχλός και δυναμό όχι μιας κινητοποίησης για να επιλύσουμε προβλήματα, αλλά μόνο για να αντιδράσουμε σε έναν πόνο, σε ένα τραύμα. Όμως μοιάζει σαν να μη θέλουμε να το επουλώσουμε. Σαν να το απολαμβάνουμε ή να θέλουμε να ζούμε διαρκώς τραυματισμένοι.
»Αυτή η επιτάχυνση για ανατροπή, όπως τη βιώσαμε εκείνες τις μέρες, ήταν κάτι που υπερέβη τη σκέτη αντίδραση, τον φόβο για την επερχόμενη οικονομική μας κατάσταση. Ξαφνικά ήταν σαν να αναγνωρίσαμε και να βρήκαμε ικανοποίηση σε αυτήν την άλλη πλευρά του εαυτού μας. Πάθαμε κάτι και μας άρεσε τόσο πολύ η αντίδραση ως υπερδιέγερση, που μετά, σαν το πείραμα με τα ποντίκια που τα βομβάρδισαν με ηλεκτρισμό προκειμένου να μελετήσουν πώς συμπεριφέρονται κι εκείνα άρχισαν να τρώνε το ένα το άλλο, έτσι και εμείς, κανιβαλίζουμε και ταυτόχρονα ετεροπροσδιοριζόμαστε. Επίσης φάνηκε πια το ψέμα πως είναι μόνο οι φτωχοί που αντιδρούν.
»Την ίδια αντιδραστική πορεία μπορεί να έχουν και οι φιλήσυχες κυρίες του Ψυχικού ή της Κηφισιάς. Αστοί που βασική τους ανάγκη, για παράδειγμα, είναι το να τρώνε βιολογικά. Δεν τους νοιάζει τι γίνεται παρά έξω, ενώ βγαίνουν στο μεϊντάνι του “αντί”, γιατί κάποιος τους στερεί το δικαίωμα στη γιόγκα και την “απεντόμωση”- καθαρισμό από την κακή ενέργεια ή από το να φτιάξουν το σώμα τους, η κουλτούρα της ευζωίας. Αυτό θέλουμε να διερευνήσουμε στην Μπιενάλε. Τι είναι αυτό που φέρνει τον καθένα μας σε αυτή τη στάση; Δουλεύεις σε πολυεθνική με καλά λεφτά, αλλά είσαι ενάντια στα κυριλέ ξενοδοχεία και πας μόνο ελεύθερο κάμπινγκ, βρίζοντας online τα φιλαράκια σου που προτίμησαν να πάνε Πάρο. Και ανεξαρτήτως του πόση βλάβη προκαλεί στο περιβάλλον ή την κοινωνία η εταιρεία σου, εσύ επιθυμείς διαρκώς να είσαι σύμφωνος με την οικολογική τάση ή την τάση του healthy living».
Δεν θέλω να διακόψω τον ειρμό του, οπότε δεν του λέω φωναχτά αυτό που σκέφτομαι. Πως δηλαδή το σάουντρακ της Μπιενάλε θα μπορούσε άνετα να είναι το «Freakout, Lefreakissic» των Chic! Γιατί από τον Γκράμσι μέχρι τον NileRodgers, υπάρχει πολυποικιλία εκφραστικών μέσων για να περιγράψεις τον καιρό των τεράτων. Τον αφήνω να πυροβολεί, αλλά και να κάνει την αυτοκριτική του, για τις παλιότερες Μπιενάλε. «Πολλοί καλλιτέχνες συνταχτήκαμε με τον κόσμο αυτό. Βγήκαμε στους δρόμους, υλοποιώντας έργα πολύ κοντά σε έναν μεταμοντέρνο- σοσιαλιστικό ρεαλισμό ή και κάτι σαν clientservice για το ήμι-επαναστατημένο κοινό. Μαζί με την ευμάρεια της οικονομικής μας κατάστασης κατέπεσε, βλέπεις, και η αγορά της τέχνης. Το ψέμα της καριέρας, το φαντασιακό της καλλιτεχνικής επιτυχίας, χάθηκαν εντελώς παρασυρμένα από τη χρηματιστηριακή αξία των έργων. Και τότε εμφανίστηκε το φαινόμενο του καλλιτέχνη προπαγανδιστή. Πίσω από αυτήν την προπαγάνδα-συνεύρεση τέχνης και λαού κρυβόταν μια ιδιότυπη μεταποίηση: από τις γκαλερί οι καλλιτέχνες άρχισαν να εκθέτουν σε καμπ προσφύγων, παράγοντας έργα, που με μια χαλαρή κοινωνικοπολιτική παρατήρηση και με ελλιπή διεπιστημονική έρευνα λειτούργησαν σαν μανιφέστα αγωνίας. Για τους πρόσφυγες, τους queer, την Παλαιστίνη, την υπερθέρμανση του πλανήτη, ένας περίεργος αγώνας για το ποιος καλλιτέχνης θα παιανίσειδυνατότερα τις πεποιθήσεις του. Αυτή η μεταστροφή της τέχνης την κάνει να χάνει την αξία της και να κακοφορμίζει σαν εφαρμοσμένη ηθική. Ξαφνικά, αντί για αυγοτέμπερες, τα έργα άρχισαν να δουλεύονται με τις μειονότητες σαν υπόστρωμα του πίνακα, ένας περίεργος ρατσισμός που είχε πρόθεση και ρητορική ριζοσπαστισμού. Εκείνη τη στιγμή καταλάβαμε πως δεν μπορούμε να παραγάγουμε τέτοια τέχνη εν μέσω της κρίσης, όχι με αυτόν τον τρόπο. Αυτή η Μπιενάλε του AGORA έγινε ένα κάλεσμα στους δημιουργούς να μοιραστούμε πράγματα και τις πρακτικές μας. Καταφέραμε να σπάσουμε την απομόνωση και να συνευρεθούμε και δυο χρόνια μετά περάσαμε στη φάση της δράσης. Η άσκηση εργασίας ήταν πως μπορούμε εκτός από τη συνεύρεση να φτιάξουμε έργα που σαν κοινωνικός αντιδραστήρας θα οδηγήσουν σε καινοτόμες προσεγγίσεις, ακόμα και σε εναλλακτικές οικονομίες για την τέχνη; Αυτό ήταν το θέμα της ΟΜΟΝΟΙΑΣ. Ήμασταν ρομαντικοί, μάλλον ανόητοι, μπορούσαμε, αναρωτιόμασταν, να αλλάξουμε τις πρακτικές της, ακόμα και να δημιουργήσουμε νέες πρακτικές; Εδώ ήταν που τρομάξαμε. Είδαμε μια Αθήνα που είχε εξεγερθεί να αντιμετωπίζεται από κάποιους διεθνείς καλλιτέχνες - σταυροφόρους του «καλού» σαν οι νέοι Άγιοι Τόποι. Ήρθαν να προβάλουν-κηρύξουν τη δική τους εκδοχή για το τι είναι επανάσταση, ουτοπία, το σωστό, αυτό που πρέπει να γίνει. Έργα εστέτ, φουλ οριενταλιστικά και με μια τάση εξωτικοποίησης της χώρας και της πόλης. Και πουθενά δεν υπήρχε η ψηφιακή κουλτούρα. Σαν να ζούσαμε στην εποχή των καραβανιών, της τέντας και της ερήμου. Όχι από όλους, εννοείται, αλλά από πολλούς καλλιτέχνες αυτό έγινε μια μανιέρα. Κάναμε μεγάλη αυτοκριτική. Πέσαμε σε βαθιά κατάθλιψη όταν, φευ, δεν μπορούσαμε να παραγάγουμεπια σε αυτό το πλαίσιο της τέχνης- κοινωνικό εργαστήριο. Γιατί πάλι τους καλλιτέχνες τους ενδιέφερε να πουλήσουν τα έργα τους, να επιβιώσουν με αξιοπρέπεια μακριά από τέτοια μαξιμαλιστικά οράματα. Σε νέα πεδία. Εξανίσταμαι όταν τους ακούω να λένε, “α, εγώ δούλεψα με 100 πρόσφυγες” κι ο άλλος αντιτάσσει ή πλειοδοτεί, “εγώ δούλεψα με 100 πρόσφυγες, που όμως οι 30 ήταν και queer”. Τι είναι οι άνθρωποι; Γλυπτά;»
Αυτό το σφίξιμο και η αυτοκριτική ήταν που έκανε τον Poka-Yio και τους συνοδοιπόρους του να τηρήσουν στάση αναμονής με το «Περιμένοντας τους Βαρβάρους», το πρελούδιο της 6ης Biennale. Δεν ήταν μόνο η documenta, που έτρεξε τον ίδιο καιρό στην Αθήνα. «Η “πορνογραφία”της κρίσης που αντιστοιχήθηκε καλλιτεχνικά, είναι που υποδαύλισε το βραχυκύκλωμα ακόμα περισσότερο. Και την ίδια στιγμή που παραγόταν, εδώ αλλά και αλλού, τόσο“πολιτική” τέχνη, στην Αμερική βγήκε ο Τραμπ και στην Ευρώπη κερδίζουν ολοένα οι νέοι δεξιοί. Κι όλοι αυτοί δεν βγήκαν πραξικοπηματικά με άρματα μάχης, αλλά ψηφίστηκαν από τον κοσμάκη. Αυτόν που οι καλλιτέχνες τον είχαμε τελείως χεσμένο. Κάποιο λάθος κάναμε, αναγκάστηκα να το παραδεχτώ. Τον βλέπαμε αφ' υψηλού, τον σνομπάραμε, δεν τον είχαμε, οι μαλάκες, ικανό για να συνομιλήσει μαζί μας. Τι ήταν και συνεχίζει να είναι αυτό που τον στρέφει στην αντίδραση; Δεν θέλω να τον υποτιμήσω ή να τον υπερτιμήσω τον κόσμο, θέλω να τον καταλάβω. Δεν είναι ο χαζός κοσμάκης, ο εύκολος δηλαδή στόχος και τα κλισέ περί αγραμματοσύνης ή τα στερεοτυπικά περί redneck και whitetrash. Είναι και κόσμος ευφυής, έχει πρόσβαση στον πολιτισμό, δεν είναι μόνο αμόρφωτοι. Χρησιμοποιούν την τεχνολογία, οκ, είναι επιρρεπείς σε θεωρίες συνωμοσίας τύπου οι Εβραίοι, τα λόμπι, η λέσχη Μπίλντεμπεργκ. Αλλά προφανώς είναι και κάτι άλλο πιο σύνθετο. Έτσι νιώσαμε πως ο δρόμος βρίσκεται σε μια έκθεση που προσπαθεί να καταλάβει τη σημασία της τεχνολογίας σε αυτή την μεταστροφή. Η τεχνολογία προσδιορίζει τις νέες έννοιες του εαυτού, της ή των ταυτοτήτων μας. Δεν είμαστε μόνο το twitter ή το facebookμας, αλλά συνδεδεμένοι με όλους μέσω των προφίλ τους. Το timeline μας δεν είναι μόνο οι ζωές των φίλων μας, αλλά και οι πολλαπλοί -εξαιτίας τους- εαυτοί μας. Ακούμε τη φωνή μας πολλαπλασιασμένη μέσα από τη φωνή τους. Αυτό επομένως είναι που μας ενδιαφέρει να ερευνήσουμε μετά από μια δεκαετία αντίδρασης και εξέγερσης. Μετά από αυτή την οργή που ξέσπασε και κανένας δεν μπορούσε να προβλέψει, αλλά και μετά από το νέο αφήγημα στην Ελλάδα, πως δηλαδή βγήκαμε από την κρίση, την ξεπεράσαμε, σε εθνικό υποτίθεται επίπεδο, γιατί σε ατομικό η τσέπη του κόσμου ξέρει την αλήθεια. Ειδικά στην Αθήνα της κάζουαλ νέας χαλαρότητας! Ξέρεις. Εξευγενισμός, έστω κι έτσι να περνάμε καλά, μπάφος, ποδηλατάκι, γκρεμίδια και Κηφισιά ένα πράγμα, στιλάκι urban πλουσιόπαιδα και προλεταριάτο, πάλι yolo! Νομίζουμε πως βγήκαμε από το κακό κύμα, τη σκαπουλάραμε, αλλά δες τι γίνεται εκεί έξω. Κι έξω από την Ευρώπη, είναι κάτι παγκόσμιο που καραδοκεί να μας ξανακαταπιεί. Η αντίδραση και η ένταση είναι διεθνής. Εδώ μεν γεννήθηκε, το ζήσαμε στο πετσί μας, δικαιούμαστε να μιλάμε, μιλήσαμε γι' αυτό με τα μέσα και τον τρόπο μας, ανδρώθηκε στα Εξάρχεια, πήγε Σύνταγμα, μπήκε στη Βουλή, αλλά ξαναγύρισε πάλι στον κόσμο. Σαν παλίρροια και άμπωτη στο ριπίτ. Είμαστε σε συνεχή κατάσταση υπερδιέγερσης και σε ένα εις το διηνεκές ΑΝΤΙ».
Και κανένας μας δεν ξέρει πού θα βγει, αλλά δεν του τραγουδάω σαν επίλογο της κουβέντας μας εκείνο το παλιό στιχάκι των Φατμέ από τον «Άσωτο Υιό». Που κάνει και ομοιοκαταληξία και με το σ' ευχαριστώ, Poka-Yio. Καλή τύχη στην 6η Μπιενάλε Αθήνας, του εύχομαι καθώς χωρίζουμε. Έξω στην Πρωτογένους, επιμένουν ο ήλιος, οι πίτσες στο χέρι, τα μπιρόνια, οι καφεδάρες κι αυτός ο ηδονισμός, όπως μου τον περιέγραφε πριν από λίγο. Μακάριοι όσοι τον βιώνουν, σκέφτομαι κοιτώντας τους. Μόνο που αίφνης σκάνε σύννεφα, η καταιγίδα έρχεται, αρχίζω να τρέχω για να προλάβω το τραμ για Νέα Σμύρνη. Κοιτάζω την Πλατεία Συντάγματος- αφετηρία του. Από εδώ αρχίζουν και εδώ θα τελειώσουν (;) κάποτε όλα...
H Μπιενάλε άνοιξε τις πόρτες της για το κοινό την Παρασκευή 26 Οκτωβρίου, στις 2 το μεσημέρι.