- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Πρέπει οι αρχαιολογικοί χώροι να «κοινωνικοποιούνται»;
Ο Πέτρος Θέμελης και ο Άγγελος Μωρέτης «απαντούν» με μια έκθεση με έργα των Ζογγολόπουλου και Χουλιαρά στην Αρχαία Μεσσήνη
Μπαίνοντας χθες στο υπέροχο κτίριο όπου στεγάζεται το Κέντρο Μεσσηνιακών Σπουδών, στην οδό Ψαρομιλίγκου 33 στο Θησείο, μου ήρθε στο μυαλό κάτι που είχε γράψει ο Ελύτης, «Μέσα στη θλίψη της απέραντης μετριότητας, που μας πνίγει από παντού, παρηγοριέμαι ότι κάπου, σε κάποιο καμαράκι, κάποιοι πεισματάρηδες αγωνίζονται να εξουδετερώσουν τη φθορά».
Και ο λόγος ήταν επειδή πήγαινα να συναντήσω τέσσερις ξεχωριστούς, ανθρώπους, οι οποίοι εδώ και έναν χρόνο, κόντρα στα όποια προβλήματα και δυσκολίες, εργάστηκαν πυρετωδώς για να πραγματοποιήσουν ένα μεγάλο όραμά τους: μία έκθεση μοντέρνας τέχνης στον αρχαιολογικό χώρο της Αρχαίας Μεσσήνης. Ένα όραμα που θα δώσει την ευκαιρία στους επισκέπτες να δουν 22 εμβληματικά γλυπτά μεγάλης κλίμακας, δύο εξεχόντων ελλήνων καλλιτεχνών, κατασκευασμένα για εξωτερικό χώρο, να «συνομιλούν» και να «συμβιώνουν» με τα μνημεία στο δημόσιο χώρο της πόλης της Αρχαίας Μεσσήνης (ΜΕΣΣΑΝΑ, στη δωρική διάλεκτο).
Πρόκειται για τον ανασκαφέα και Πρόεδρο της Εταιρείας Μεσσηνιακών Αρχαιολογικών Σπουδών, Καθηγητή Πέτρο Θέμελη, τον Ομ. Καθηγητή της ΑΣΚΤ και γλύπτη Γιώργο Χουλιαρά, τον αρχιτέκτονα και Διευθυντή του Ιδρύματος Γεωργίου Ζογγολόπουλου, Άγγελο Μωρέτη, και την ιστορικό τέχνης και επιμελήτρια εκθέσεων Ίριδα Κρητικού οι οποίοι έδωσαν μία συνέντευξη τύπου ενόψει των εγκαινίων της έκθεσης «Ζογγολόπουλος-Χουλιαράς: Μεσσάνα», το Σάββατο 14 Ιουλίου, στις 19:00.
Ο Πέτρος Θέμελης, ο οποίος από το 1987 έχει αναλάβει με μεγάλη επιτυχία τις ανασκαφές στον αρχαιολογικό χώρο της Αρχαίας Μεσσήνης, ήταν πάντα της άποψης ότι οι αρχαιολογικοί χώροι πρέπει να «κοινωνικοποιούνται», να είναι «ζωντανοί» και να φιλοξενούν πολιτιστικές εκδηλώσεις. Όπως δε μας είπε χαρακτηριστικά, «μία έκθεση μοντέρνας τέχνης μέσα σ’ έναν τέτοιο χώρο είναι ένα βήμα προς την πρωτοπορία, προς την πρόοδο των νοοτροπιών, είναι μία ενέργεια εκπαιδευτική. Στην αρχή αυτό ξενίζει τον κόσμο, αλλά σιγά-σιγά το αποδέχεται και το συνηθίζει. Άλλωστε και οι αρχαιολόγοι το δέχθηκαν αλλά και το ΚΑΣ, βλέποντας μία σοβαρή και άρτια τεκμηριωμένη πρόταση, είπε "ναι"». Ικανοποιημένος απόλυτα από το αποτέλεσμα, τόνισε ότι «στη συγκεκριμένη έκθεση δούλεψε το συναίσθημα, η όρεξη και η καλή διάθεση». Μας αποκάλυψε δε ότι έχει ήδη κάνει μία πρόταση να γίνει η Αρχαία Μεσσήνη δεύτερη έδρα της Λυρικής Σκηνής και κάθε καλοκαίρι να παρουσιάζεται εκεί ένα λυρικό δράμα.
Η επιμελήτρια της έκθεσης, Ίρις Κρητικού, συγκινημένη αλλά και πολύ ενθουσιασμένη μίλησε για αυτό το μεγαλοπρεπές πλάνο που ξεκίνησε εδώ κι έναν χρόνο, χωρίς μεν πόρους, αλλά με πολλή δουλειά, κέφι και μεράκι και μία άριστη συνεργασία και χημεία μεταξύ των τεσσάρων πρωτεργατών και πραγματοποιήθηκε χάρι στη γενναιοδωρία από «ένα γαϊτανάκι ανθρώπων που βοήθησαν με διάφορους τρόπους». Όπως τόνισε, επιτεύχθηκε, «να ενωθεί το σύγχρονο με το παλιό, ένα εγχείρημα που θέλει μεν τόλμη, αλλά τελευταία αρχίζει να συζητιέται. Κάθε καλλιτέχνης νιώθει μεγάλο ενθουσιασμό, χαρά και τιμή με την πρόσκληση να συνδέσει τα έργα του με τα μνημεία, τα οποία δίνουν στον επισκέπτη την ευκαιρία να δει αυτά τα μνημεία ακόμη καλύτερα και με μεγαλύτερη προσοχή».
Τόσο τα έργα του Ζογγολόπουλου όσο και του Χουλιαρά που έχουν επιλεγεί για την έκθεση, διακρίνονται από μία «δωρικότητα», είναι λιτά και όχι «φλύαρα», με «οικονομία στην έκφραση και στα μέσα», η οποία χαρακτηρίζει και ολόκληρο τον υπέροχο αυτό αρχαιολογικό χώρο.
O Aγγελος Μωρέτης αναφέρθηκε στην ιδιαιτερότητα αυτής της έκθεσης, η οποία δεν έχει κανένα στοιχείο μιας τυπικής έκθεσης. Δεν υπάρχουν βάθρα, δεν υπάρχουν φώτα, δεν υπάρχουν λεζάντες. Τα μοντέρνα αυτά γλυπτά σύγχρονης γλυπτικής, φτιαγμένα από όλα τα είδη μετάλλων, έχουν το μοναδικό προνόμιο να πατάνε πάνω στις αρχαίες πέτρες και να «συνεργάζονται» αρμονικά μαζί τους. Αυτό τους δίνει τη δυνατότητα να αποκτήσουν μία καλύτερη θέαση από τους επισκέπτες, συμβάλλοντας ταυτόχρονα στην αξιοποίηση των αρχαιολογικών χώρων αλλά και στην εξωστρέφεια αυτών, κάτι που χρειαζόμαστε πάρα πολύ σήμερα. Η έκθεση ξεκινάει από το χέρι του Ζογγολόπουλου. Είναι το χέρι από το οποίο ξεκινάει η πορεία των έργων.
Και κλείνοντας αυτή την παρουσίαση ο κος Χουλιαράς, με μεγάλη και αξιόλογη παρουσία σε γλυπτική δημόσιου χώρου, αναφέρθηκε στις πολλαπλές επισκέψεις που έχει κάνει με τους μαθητές του στην Αρχαία Μεσσήνη, γεγονός που του έδινε την ευκαιρία να παρακολουθεί την εξέλιξη των εργασιών. Χαρακτήρισε την αρχαία αυτή πόλη, ως τον πιο οργανωμένο και πλήρη αρχαιολογικό χώρο και τον πιο κατάλληλο για να γίνει μία τέτοια παρέμβαση. Επέλεξε τα έργα του με γνώμονα την κλίμακα που θα τους δίνει την ευκαιρία να αναδειχθούν στο χώρο χωρίς να «ρουφηχθούν» από αυτόν, τα υλικά που αντέχουν σε εξωτερικές συνθήκες, αλλά και την εκφραστική φόρμα, η οποία μπορεί να δεχθεί σωστά το σκληρό φως του ανοικτού χώρου.
Και εδώ αξίζει να αναφερθούν οι απαντήσεις που έδωσαν ο κος Χουλιαράς και ο κος Μωρέτης στην κα Ίριδα Κρητικού σε μία συνομιλία μεταξύ τους, αποτιμώντας το αποτέλεσμα της έκθεσης. «Φαντάζομαι τον Γ. Ζογγολόπουλο να χαμογελά ευχαριστημένος και αμέσως να σκέπτεται ποιο θα είναι το επόμενο βήμα του, όπως έκανε σε όλη τη δημιουργική του ζωή. Στην έκθεση όμως στην Αρχαία Μεσσήνη τον φαντάζομαι επίσης απορροφημένο να συζητά με τον γλύπτη της Μεσσάνας, Δαμοφώντα. Είναι σίγουρο ότι έχουν πολλά να πουν στον άπειρο χρόνο...», είπε ο κος Μωρέτης. Και ο κος Χουλιαράς, απάντησε με τους στίχους του Σεφέρη «την απέραντη αλληλεγγύη νεκρών και ζωντανών».
Η έκθεση θα διαρκέσει έως τις 30 Σεπτεμβρίου, αρκετό διάστημα ώστε να δοθεί η ευκαιρία στον κόσμο να την επισκεφθεί και να γνωρίσει αυτόν τον υπέροχο, σημαντικό αλλά και ίσως άγνωστο σε πολλούς αρχαιολογικό χώρο, τον γεμάτο ενέργεια και αστική μνήμη ο οποίος είναι μία από τις ελάχιστες, καλύτερα σωζόμενες πόλεις της αρχαίας Ελλάδας.