- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
O Χρόνης Μπότσογλου μιλάει στην Athens Voice
«Ο μόνος τρόπος να επιζήσει μια κοινωνία είναι να πεθάνει το παλιό και να γεννηθεί το καινούργιο, με σταδιακές διεργασίες ή συγκρούσεις»
Χρόνης Μπότσογλου: Επισκεφθήκαμε το ατελιέ του και μιλήσαμε με τον μεγάλο ζωγράφο για τη ζωή και την τέχνη
Στο δρόμο που μένω, μένει κι ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ζωγράφους. Ο Χρόνης Μπότσογλου. Tο σπίτι του μου τραβάει την προσοχή: κοιτάζω στα κλεφτά τα γλυπτά του κήπου –δύο πέτρινες φιγούρες σε φυσικό μέγεθος που κάθονται σε αντικριστές θέσεις–, κι άλλες φορές τη νύχτα στρέφομαι στα μεγάλα παράθυρα του ατελιέ· καθώς φωτίζουν τον ήσυχο δρόμο με ένα κίτρινο, ζεστό φως, φαντάζομαι το εσωτερικό τους, έναν τόπο γεμάτο καμβάδες, χρώματα και μυρωδιές. Η ιδέα να μας κάνει το εξώφυλλο, και με την ευκαιρία να τον γνωρίσω, με τριγύριζε καιρό. Ένα πρωί του χτύπησα την πόρτα, γνωρίζοντας πως θα με καλοδεχτεί, κρατώντας δύο ATHENS VOICE στο χέρι, σαν να τον ήξερα: Γεια σας, με θυμάστε; Μένω απέναντι. Θα μας κάνετε εξώφυλλο; «Ναι, βεβαίως...». Θα μας πείτε και κάτι; «Καλύτερα όχι, ας μιλήσουν οι πιο νέοι, ξέρετε, όσο γερνάει ο άνθρωπος εδώ ψηλά μένει ακατοίκητο. Άλλωστε, η κοινωνία μας δεν έχει ανάγκη από λόγια...». Ναι, αλλά εσείς είστε άλλο... «Ελάτε, τώρα, σιγά... Αλλά, εντάξει, όπως και να ’χει κάτι θα κουβεντιάσουμε». Μου σύστησε την αγαπημένη του γάτα, τη Λου, που του κρατάει συντροφιά στο εργαστήριο, του μίλησα κι εγώ για τη δική μου και συνέχισα το δρόμο μου, ανανεώνοντας το ραντεβού μας.
Λίγες μέρες μετά... «Θα πιείτε καφέ;» Όχι, ευχαριστώ. Έχω πιει μάτε. Το γνωρίζετε; «Ναι, βέβαια, το πίνουν οι ήρωες του Cortasar στο “Κουτσό”, είναι λατινοαμερικάνικο ρόφημα».
Ζωγραφίζετε μόνο πράγματα που σχετίζεστε στενά μαζί τους, που σας ενδιαφέρουν προσωπικά; «Μα, δεν μπορώ να κάνω τον Ταρζάν στη ζούγκλα. Υπάρχουν, όμως, σπουδαίοι καλλιτέχνες που κάνουν τον Ταρζάν στη ζούγκλα. Ο καθένας πρέπει να βρει τη δική του αλήθεια. Όταν ξεκινάει μια δουλειά, δεν ξέρεις τι θέλεις να κάνεις. Στην αρχή είναι μια διάθεση, κάτι αφηρημένο, δουλεύοντας καταλαβαίνεις αυτό πού σε πάει. Κι όταν πια τελειώσει, λες, α, αυτό ήταν. Αλλά ποτέ δεν έχεις περισσότερο δίκιο εσύ, που έκανες αυτή τη ζωγραφιά, από αυτόν που την κοιτάει, κι ας είναι η πρώτη φορά που βλέπει μια ζωγραφιά».
Σημασία δεν έχει τι κάνεις, αλλά ο τρόπος, να έχεις κάτι να πεις... «Καλά το λέτε. Ας πούμε, υπάρχουν ζωγράφοι πολύ σπουδαίοι, π.χ. η γενιά του ’30, ο Μόραλης, ο Τσαρούχης, ο Γκίκας... Το θεωρητικό υπόβαθρο αυτής της γενιάς ήταν ένα ιδεολόγημα, ότι η ελληνική ιστορία έχει μια συνέχεια. Πάνω σε αυτό έκαναν σπουδαία έργα. Αυτός που ήταν πραγματικά γνήσιος ζωγράφος όμως ήταν ο Θεόφιλος, που έκανε ακριβώς τα ίδια πράγματα, όμως πιο αληθινά και πολύ πιο σύγχρονα. Γιατί τα πίστευε, η ζωή του τέτοια ήτανε, γυρνούσε με φουστανέλα, τον κυνηγούσαν τα παιδιά· ενώ οι άλλοι ήταν αστοί, ζούσαν στα σαλόνια. Ήταν λαϊκός αλλά πολύ σπουδαίος καλλιτέχνης όχι για τη θεματογραφία του, αλλά γιατί είναι πολύ καλή η ζωγραφική του, ίσως η καλύτερη νεοελληνική: πληρότητα σχεδιαστική, χρωματική, συναισθηματική, μια τέλεια αρμονική ζωγραφική».
Είμαστε στο ατελιέ, ο χώρος αναδύει μια ζεστασιά. Όσο µου μιλάει τον παρατηρώ, είναι σεμνός και προσηνής κι αυτό µε κάνει να νιώσω ακόμα μεγαλύτερη εκτίμηση για εκείνον. Καθώς επιχειρώ να φέρω τη συζήτηση στην πολιτική και πριν προλάβω να ολοκληρώσω την ερώτησή µου, µε οδηγεί στην πόρτα της τουαλέτας όπου έχει κολλήσει ένα σημείωµα µε τα λόγια του Ισοκράτη: «Η Δημοκρατία μας αυτοκαταστρέφεται διότι κατεχράσθη το δικαίωμα της ελευθερίας και της ισότητας, διότι έμαθε τους πολίτες να θεωρούν την αυθάδεια ως δικαίωμα, την παρανομία ως ελευθερία, την αναίδεια του λόγου ως ισότητα και την αναρχία ως ευδαιμονία».
Τα λόγια που προλογίζουν το τέλος της πόλης με το ιδανικό πολίτευμα είναι σήμερα πιο επίκαιρα από ποτέ, δεν είναι έτσι; «Φυσικά, γι’ αυτό το έβαλα» λέει γελώντας και αμέσως σοβαρεύει. «Μάθαμε όλοι να λέμε το δικαίωμά μου, ποιο δικαίωμά σου, αυτό είναι κάτι που το αποφασίζει η πόλη. Είμαστε ενταγμένοι σε ένα σύνολο, τα δικαιώματά μας ορίζονται από την κίνηση της κοινωνίας. Στην κλασική περίοδο της Αθήνας δεν υπήρχαν ατομικά δικαιώματα, όπως τα εννοούμε εμείς σήμερα. Η θητεία του άρχοντα διαρκούσε μία μέρα και αποφασίζονταν με κλήρο. Όλοι περνούσαν από εκεί, μα όλοι είχαν και υποχρεώσεις για τη σωστή λειτουργία της πόλης. Στην Αρχαία Αγορά υπήρχε ένα σημείο με μια σειρά από ξύλινες πινακίδες στις οποίες κάθε μέρα ανακοινώνονταν οι υποχρεώσεις του κάθε πολίτη: Θα πάνε για καθαρισμό οι τάδε… σαν να έβγαινε στρατιωτική ανακοίνωση. Κι όμως, μιλάμε για την ιδανική δημοκρατία. Οι πολίτες λειτουργούσαν σαν σύνολο, γιατί το ήθελαν».
Σήμερα θέλουμε να επιστρέψουμε εκεί που ήμασταν πριν την κρίση. Γίνεται; Μπορεί να είναι αυτό το αίτημά μας; «Κάθε εποχή έχει τα δικά της αιτήματα – ακόμα κι αυτά που μπαίνουν στις τέχνες δεν τα βάζουν οι καλλιτέχνες, έρχονται από το σύνολο της κοινωνίας. Τα πρόσωπα υπακούνε, σίγουρα αισθάνονται ωραία που δημιουργούν. Όμως, τα πραγματικά αιτήματα προχωράνε μόνα τους, αν είναι πραγματικά. ...Το δικό μας αίτημα ήταν να παίρνουμε περισσότερα λεφτά, αλλά αυτό αποδείχθηκε πως δεν ήταν παρά μία παραπλάνηση. Όχι, δεν μπορούμε να γυρίσουμε σε μια πρότερη κατάσταση, μόνο σε επόμενη μπορούμε να πάμε. Το να πιστεύουμε κάτι τέτοιο δείχνει πόσο κακοί είναι οι πολιτικοί μας. Καμία κοινωνία δεν πήγε πίσω. Λέμε, θα επιστρέψουμε στον Μεσαίωνα. Μα όταν έρχεται ο Μεσαίωνας και κατακλύζει την Ευρώπη είναι ένα στάδιο επόμενο σε σχέση με ένα προηγούμενο. Ο μόνος τρόπος να επιζήσει μια κοινωνία είναι να πεθάνει το παλιό και να γεννηθεί το καινούργιο, με σταδιακές διεργασίες ή συγκρούσεις».
Διατέλεσε καθηγητής και πρύτανης στη Σχολή Καλών Τεχνών, «γιατί ήταν ένας αξιοπρεπής τρόπος να βγάζει τα προς το ζην», αλλά όταν έκανε ό,τι είχε να κάνει παραιτήθηκε. Υπήρξε συνεπής στη διαδρομή του. Επιμένω: Δεν έχουμε ευθύνη; «Σήμερα υπερισχύει ο λαϊκισμός. Δεν μπορούμε, όμως, να λειτουργούμε με γνώμονα ό,τι μας συμφέρει. Φταίνε πάντα κάποιοι άλλοι, οι ξένες δυνάμεις, και ξεχνάμε πως σε αυτούς οφείλει την ύπαρξή του αυτό το έθνος ως ελεύθερο κράτος. Χωρίς αυτούς δεν θα υπήρχαμε, αν δεν βούλιαζαν οι Εγγλέζοι τον Ιμπραήμ... η επανάσταση είχε τελειώσει, οι μεγάλοι οπλαρχηγοί ήταν φυλακή. Νομίζουμε ότι εμείς είμαστε που τα κάναμε όλα, τίποτα δεν κάναμε. Κι έπειτα, μας φταίνε οι ξένοι, οι Αλβανοί. Μα, οι μισοί ήρωες της ελληνικής επανάστασης ήταν Αλβανοί, χριστιανοί. Η Μπουμπουλίνα ήταν αρβανίτισσα, οι Μποτσαραίοι το ίδιο, όλοι αυτοί ένιωθαν Έλληνες. Γιατί δεν δεχόμαστε αυτή την αλήθεια; Στα Βαλκάνια περάσανε τόσοι λαοί, ούτε καθαρό αίμα έχουμε ούτε βρόμικο, είμαστε άνθρωποι, τίποτα άλλο. Λέμε για το Βυζάντιο, επειδή μιλούσαν τη γλώσσα. Και τώρα η μισή ανθρωπότητα μιλάει αγγλικά, και λοιπόν; Δεν είναι μόνο η γλώσσα, η θρησκεία. Όταν φτιάχτηκε το ελληνικό κράτος επικράτησε το ιδεολόγημα που δημιούργησε ο Παπαρηγόπουλος για τη συνέχεια της φυλής, έτσι φτιάχτηκε η εθνική ταυτότητα. Αλλά από εκεί μέχρι να φτάνουμε σε παραλογισμούς…»
Πέρασε τη ζωή του φτιάχνοντας εικόνες, μελετώντας την τέχνη του, ακολουθώντας τη συμβουλή του δάσκαλού του Γιάννη Μόραλη πως δεν υπάρχει άλλος τρόπος να προχωρήσει κανείς παρά μόνο δουλεύοντας πάνω σε κάτι. Μεγάλο μέρος του έργου του είναι υπαρξιακό και, ως τέτοιο, επικεντρωμένο στο ανθρώπινο σώμα. Χωρίς να το ωραιοποιεί, στέκεται απέναντί του με αγάπη και απορία: σαν να αποτελεί αίνιγμα, σαν να μην υπάρχει άλλο, πιο πρωτεύον υλικό από αυτή την πρώτη ύλη που μας αποτελεί.
«Δεν είμαστε ένα πράγμα, έχουμε πολλές εκδοχές και ανάλογα με τις συνθήκες μεταμορφωνόμαστε. Σε μια δεδομένη κατάσταση αποκτούμε άλλες συμπεριφορές, προβαίνουμε σε πράξεις που δεν έχουμε λογαριάσει. Κυρίως παίζουμε με τα πολλά πρόσωπά μας, έχουμε συγκάτοικους μέσα μας που τους έχω ζωγραφίσει πολλές φορές. Από την άλλη, η εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας έχει μια συνέχεια. Δεν υπήρξαμε ούτε μικροί ούτε μεγάλοι, υπήρξαμε εμείς, ο καθένας από εμάς. Στην πραγματικότητα δεν αλλάζει τίποτα μέσα μας, μόνο που το σώμα και το μυαλό μάς προδίδουν όσο μεγαλώνουμε. Μόνος σου δεν μπορείς να κάνεις ψυχανάλυση, είσαι όμως αναγκασμένος να ψάχνεις τον εαυτό σου, ειδικά αν κάνεις μια δουλειά καλλιτεχνική. Ακόμα κι αν, ψάχνοντας, έρχεσαι αντιμέτωπος με εσωτερικές αντιφάσεις που δεν είναι εύκολο να αντέξεις. Πολλές από τις ιστορίες που υπάρχουν στα έργα μου είναι πολύ πληγωτικές».
Η ζωγραφική, λέει, δεν είναι οπτικό φαινόμενο, δεν έχει σχέση μόνο με την όραση. «Δεν είχε σημασία πώς ήταν τα πρόσωπα, τα σώματα, τα τοπία, αλλά πώς τα θυμόμουν».
Έψαξε να δει πώς δουλεύει η μνήμη. Βρήκε πως στη ζωή μπορούν να συμβούν πράγματα που είναι σαν να πεθαίνεις, ενώ υπάρχουν και οι στιγμές ενηλικίωσης. Μου αφηγείται την ιστορία του, δυο συμβάντα το ένα πλάι στο άλλο. «Ο πρώτος μου θάνατος ήταν όταν ήμουν 12 χρονών, αλλά τον είχα ξεχάσει. Συγκαλύφθηκε από ένα άλλο γεγονός, ένα χρόνο μετά, τότε που παραλίγο να πεθάνω σε μια εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας. Η μνήμη ξύπνησε ύστερα από 40 χρόνια, όταν ο Μισέλ Φάις μού έδωσε να γράψω ένα κείμενο για κάτι ταφικές φωτογραφίες. Βλέποντας ένα παιδάκι, είπα ξαφνικά... “μα, αυτός είμαι εγώ”, και ζωντάνεψε στο μυαλό μου μια παλιά ιστορία. Είχα πάει με τον πατέρα μου στο νεκροταφείο της Σύρου να κάνουμε ανακομιδή των οστών του εξόριστου θείου μου. Κατεβήκαμε από Θεσσαλονίκη, κοιμηθήκαμε στην Ομόνοια, πήγαμε Σύρο. Τον αγαπούσα πολύ αυτόν το θείο. Στην ανακομιδή βρέθηκαν μαζί και τα κόκαλα ενός παιδιού. Ένας άνδρας κι ένα παιδί θαμμένοι μαζί, χωρίς φέρετρο. Γυρίζει ο νεκροθάφτης και μου λέει: “Σαν κι εσένα ήταν, ρε...”. Χρειάστηκε να περάσουν τόσα χρόνια για να καταλάβω ότι όταν μιλούσα για τον παρολίγον θάνατό μου δεν ήταν το περιστατικό της εγχείρησης, αλλά η ταύτισή μου με το νεκρό παιδί. Αμέσως μετά, βέβαια, ακολούθησε και μία τρομερή εμπειρία ενηλικίωσης. Στην επιστροφή κάναμε πάλι στάση στην Αθήνα, αφήσαμε το βαλιτσάκι με τα οστά στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου και πήγαμε με τον πατέρα μου στην Ακρόπολη, στο Αρχαιολογικό μουσείο και μετά στο Α΄ νεκροταφείο, όπου μου έδειξε την Κοιμωμένη του Χαλεπά. Εγώ είχα δηλώσει ήδη ότι θα γίνω ζωγράφος. Από τη μια μεριά το οικογενειακό χρέος κι από την άλλη εκείνος μου έδειξε ό,τι μεγαλύτερο μπορούσε να μου δείξει. Πολύ αργότερα, απ’ όλες αυτές τις κινήσεις, κατάλαβα ότι ο πατέρας μου ήταν σοφός».
Δεν μας μένει πολύς χρόνος, έχει να συναντήσει τη γυναίκα του. Δεν θέλω να τελειώσουμε και να μη μου έχει μιλήσει για τα γυμνά του. Με οδηγεί στον υπολογιστή και δυσκολεύομαι να κρύψω την έκπληξή μου που είναι τέτοια η σχέση του με την τεχνολογία. Όλο του το έργο είναι επιμελώς τακτοποιημένο σε φακέλους. Ψάχνουμε μαζί έναν συγκεκριμένο κι όταν τον βρίσκουμε μου δείχνει τα έργα του ένα-ένα. Οι μορφές επαναλαμβάνονται, ξαναδουλεύονται, εμφανίζονται με διάφορους τρόπους, όρθιες ή σε πτώση, μαζί και μόνες. Το δικό του σώμα, των οικείων του, ψυχική αποτύπωση, φθορά, απουσία. «Τα ρούχα είναι ένα ντύσιμο, μα και η χειρονομία τι είναι; Εγώ τα έλεγα άνθρωποι χωρίς ρούχα, ούτε καν γυμνά».
Η μορφή χάνεται σιγά-σιγά, γίνεται πιο αφηρημένη. Μετά αρχίζουν οι μεγάλες συνθέσεις, το σώμα από το αλκοόλ που πέφτει κάτω, ο θάνατος, ο κίτρινος κύκλος που είναι ένα είδος εγκλεισμού... Κι έπειτα η τελευταία του μεγάλη σειρά, τα «Ερωτικά»... «Έχω μελετήσει όλη την ερωτική ζωγραφική, την ευρωπαϊκή, τη γιαπωνέζικη, την ινδική, την αρχαία ελληνική. Ένα από τα ζητήματα που έμπαιναν είναι ότι υπάρχει πολύ μεγάλη περιγραφή στην αποτύπωση της ερωτικής πράξης, φαίνονται πάρα πολύ οι λεπτομέρειες και ταυτόχρονα, ανάλογα με τον πολιτισμό, όλο αυτό έχει να κάνει με το πώς το καταλάβαιναν συνολικά, σαν φαινόμενο της ίδια της ζωής. Η ηθική πάνω στον έρωτα υπήρξε πάντα ένα από τα στοιχεία ελέγχου μιας κοινωνίας. Οι αρχαίοι, οι Ρωμαίοι, οι Ινδοί, οι Γιαπωνέζοι δεν είχαν κανένα πρόβλημα. Αυτή είναι η διαφορά με μας. Ειδικά τα γιαπωνέζικα είναι καταπληκτικά».
Και τα δικά σας; «...Παιδευόμουν από το ’86, έχω κάνει πάνω από 200 σχέδια. Είναι η δουλειά που με βασάνισε πιο πολύ, δεν μπορούσα να βρω πώς ζωγραφίζεται η ερωτική πράξη. Βγήκε τυχαία».
Είναι η πιο τολμηρή του δουλειά, τα σώματα τη στιγμή της ένωσής τους, πολύχρωμες ακουαρέλες φτιαγμένες σε ρυζόχαρτο και ανάγλυφα χυμένα σε μπρούτζο: τα τετράγωνα και τα οβάλ, οι στιγμές της ερωτικής πράξης και αυτές της ανάπαυλας. Δεν τον ενδιαφέρει η αισθητική των σωμάτων, απεικονίζει την πιο εσωτερική στιγμή των ανθρώπινων σχέσεων εστιάζοντας στις ερωτογενείς ζώνες τις στιγμές του πόθου, αποδίδοντας την κίνηση, την ορμή, την ένταση... Δεν μου λέει πολλά, βιάζεται, όμως εμένα μου έρχονται στο νου τα λόγια του, πως... «με τον έρωτα γίνεται συχνά η ανατροπή της συνηθισμένης τάξης, γιατί ξεκλειδώνεται ο χώρος της ψυχής όπου είναι κλειδωμένοι οι φόβοι, τα ανεκπλήρωτα και οι επιθυμίες. Οι αισθήσεις απελευθερώνονται, δεν υπηρετούν τη συνείδηση... καθεμία λειτουργεί με το δικό της τρόπο, με τη δική της συγκίνηση».
Ο γύρω κόσμος χάνεται... «ο χώρος βυθίζεται σε ένα no man’s land, όπου μόνο το αντικείμενο του πόθου λαμπυρίζει, ο χρόνος διαστέλλεται, γίνεται άχρονος, μέχρι τη στιγμή της κορύφωσης».
Κι έπειτα είναι οι στιγμές της ανάπαυλας που ακολουθούν, ένα πολύ ουσιαστικό κομμάτι του έρωτα. «Τα σώματα τότε ξεκουράζονται και η επικοινωνία αποκτά άλλη διάσταση, λέγονται πράγματα που δεν μπορείς να πεις άλλη στιγμή»...