Εικαστικα

Ελισάβετ Σακαρέλη: H ζωή μετά το τέλος της εποχής «24»

Η ψυχή μιας από τις πιο εμβληματικές γκαλερί της Αθήνας μάς μίλησε με αφορμή την έκθεση του Αντώνη Στάβερη, που επιμελείται.

Ηρώ Παρτσακουλάκη
ΤΕΥΧΟΣ 604
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μετά τον Χώρο Τέχνης «24», οι μέρες για την Ελισάβετ Σακαρέλη είναι αλλιώτικες.  Ήταν μία από τις πρώτες και πιο εμβληματικές γκαλερί της Αθήνας. Όταν έκλεισε, το 2014, άφησε πίσω την Ελισάβετ –κυρίως–, τα «παιδιά» της –επίσης– και μία μεγάλη συνεισφορά στο χώρο της Τέχνης – ευτυχώς. Τι κι αν έπαψε να είναι γκαλερίστα, εκείνη μιλάει για τα «παιδιά της» και αναφέρεται σε μια ολόκληρη γενιά, τη γενιά των νέων εικαστικών καλλιτεχνών, 40ρηδων σήμερα, που η κρίση τούς βρήκε στην καλύτερη στιγμή τους. 

Ο Αντώνης Στάβερης, βραβευμένος εικαστικός, συναντά ξανά την Ελισάβετ Σακαρέλη, η οποία επιμελείται την έκθεση των νέων έργων του με τίτλο «Αλλόκοτη χλωρίδα της μνήμης». Συμπτωματικά, η τελευταία του έκθεση συνέβη τρία χρόνια πριν και ήταν η τελευταία που παρουσιάστηκε στην γκαλερί της Ελισάβετ. Μαζί έκλεισαν έναν κύκλο 25 χρόνων στο «24» και τώρα συνεργάζονται σε άλλο αγαπημένο χώρο, στη «Φωκίωνος Νέγρη 16» του Σωτήρη Φέλιου. «Ο Αντώνης Στάβερης έχει κάνει δύο εκθέσεις μαζί μου. Η μία ήταν το 2010, όταν πήρε το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών με ένα έργο του, και η άλλη το 2013. Είναι από τους σημαντικούς εκπροσώπους της νέας γενιάς και τώρα έχουμε την ευτυχή συγκυρία να ξανασυνεργαστούμε». 

Ήταν δική του η τελευταία έκθεση που έγινε στον Χώρο Τέχνης 24;

Ναι, συνέπεσε να είναι η τελευταία έκθεση της γκαλερί. Στο μεσοδιάστημα από το 2010, που βραβεύτηκε, έχει κάνει πολλά. Ξέρω ότι ήταν αγαπημένος μαθητής του Μυταρά. Πήγε στο Παρίσι στη Cité (σ.σ. ήταν Artist in Residency στη Cité internationale des Arts Paris στη Γαλλία). Έμεινε ένα χρόνο στο Βερολίνο κι όταν επέστρεψε, του γκρίνιαζα. Έλεγα στους νέους ζωγράφους «μην καείτε», «μην σας παρασύρει η κρίση». Παρότι εγώ είχα κλείσει, τους φώναζα επειδή έχουν ένα χάρισμα από τον Θεό, να μην το αφήσουν. Διαπίστωσα με μεγάλη μου χαρά ότι ο Αντώνης δούλευε πάρα πολύ. Κι έτσι με αφορμή τα νέα του έργα συνδεθήκαμε ξανά με το ίδρυμα «Η άλλη Αρκαδία» ή αλλιώς «Φωκίωνος Νέγρη 16», ένα δυναμικό χώρο του Σωτήρη Φέλιου, με τον οποίο είμαστε φίλοι και έχουμε παλιότερα συνεργαστεί με πολλές αφορμές.

Πώς σας φάνηκαν αυτά τα έργα του Αντώνη;

Πήγα αγχωμένη ότι δεν θα δούλευε λόγω της ρευστής και δύσκολης κατάστασης και συγκινήθηκα πάρα πολύ όταν είδα πως επιμένει, συνεχίζει να εξελίσσεται. Ήταν μεγάλη έκπληξη και παράλληλα μεγάλη χαρά που δεν επαναπαύθηκε στην έκθεση του 2013. Το ότι ζορίστηκε όταν ήρθε από το Βερολίνο αποτυπώνεται στα πρώτα έργα του, όπως σε ένα τεράστιο τρίπτυχο στο οποίο διαφαίνεται η δυσθυμία του αθηναϊκού τοπίου. Πρόκειται για αστική τοπιογραφία στην ουσία, όπου υπάρχει όμως μοναξιά, απειλή και θλίψη. Με το πέρασμα του χρόνου φαίνεται πως αρχίζει να γλυκαίνει και να ξεφοβάται, γι’ αυτό και κάνει πανοραμικά ονειρικά νυχτερινά από τη γειτονιά του, τα Πετράλωνα. Ζωγραφίζει ό,τι πιάνει το βλέμμα του, τη θέα γύρω από του Φιλοπάππου, από την Αττική Οδό μέχρι το Χαϊδάρι. 

Η Ελισάβετ Σακαρέλη με τον Αντώνη Στάβερη

Η Ελισάβετ Σακαρέλη με τον Αντώνη Στάβερη

Τι ακριβώς φοβόσασταν για τους νέους καλλιτέχνες;

Δεν πίστευα ότι θα εγκατέλειπαν απόλυτα το χώρο, αλλά ο φόβος της κρίσης ήταν και παραμένει τόσο μεγάλος που πάρα πολλά παιδιά παγιδεύτηκαν. Όχι η δική μου γενιά των 60ρηδων, αυτοί πρόλαβαν. Όταν ξεκίνησε η κρίση το 2008, η γενιά των 40ρηδων δεν πρόλαβε να καταξιωθεί κατά μία έννοια όσο η δική μου γενιά, του ’80, η οποία έζησε σε μία εποχή ευμάρειας και ανεμελιάς κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής. Με την έλευση της κρίσης δημιουργήθηκε ένας τρόμος. Πώς να μπει κανείς στο εργαστήριο και να δουλέψει  χωρίς αποδέκτη; Ο αποδέκτης, ο φιλότεχνος, στα εικαστικά ρυθμίζεται σε μεγάλο βαθμό από την αγορά, από την οικονομία. 

Υπάρχει πράγματι αυτή η δυσθυμία στην εικόνα της Αθήνας σήμερα;

Βεβαίως και υπάρχει, γι’ αυτό συμφωνώ με την προσέγγιση του Αντώνη. Δεν βυθίστηκε ωστόσο στη θλίψη και την παραίτηση που βιώνουμε όλοι. Υπάρχουν πλέον ζώνες στην Αθήνα που κάποτε έσφυζαν από ζωή και τώρα θυμίζουν ακατοίκητες, ερειπωμένες περιοχές. Εκτός όμως από τα έργα αυτά υπάρχουν ακουαρέλες του που παρουσιάζουν όψεις εσωτερικών χώρων, του εργαστηρίου ή του σπιτιού του, όπου πίσω από την τάξη και την καθαρότητα υποκρύπτουν μια επίμονη μοναχικότητα.

Τα τελευταία χρόνια χωρίς τον Χώρο Τέχνης 24 πώς είναι;

Δύσκολα. Για μένα η γκαλερί σηματοδοτούσε πάρα πολλά. Ήταν η ζωή μου ολόκληρη, η ύπαρξή μου. Είκοσι πέντε χρόνια εργασίας, βιοποριζόμουν από αυτή, αναφερόμουν σ’ αυτήν, λογοδοτούσα. Άνοιξα το 1988 κι άντεξα μέχρι το 2013. Ήταν σαν ένας θάνατος. Δεν θα υπήρχε η γκαλερί χωρίς την αμέριστη υποστήριξη και βοήθεια του Χρόνη Μπότσογλου τα πρώτα χρόνια. Η πρώτη έκθεση που κάναμε ήταν δική του, τα «Τρία πορτρέτα» (Καστανιώτης, 1991). Είχα με πολλούς εικαστικούς βαθιές φιλίες είκοσι και χρόνων. Ακολούθησε η σπουδαία Nelly’s με την οποία κάναμε τα επαγγέλματα του Μεσοπολέμου και μετά μου έκανε τη μεγάλη τιμή ο Μόραλης να εκθέσει  τα χαρακτικά του. Από τότε οργάνωνα εκθέσεις και σε άλλους χώρους, όπως στο Σπίτι της Κύπρου, με το «Παρά δήμον ονείρων». Και ποιος δεν υπήρξε εκεί... Ο Μυταράς ζωγράφισε ένα όνειρο της Αγγελάκη Ρουκ, η Ρωμανού του Αναγνωστάκη, ο Μπότσογλου του Βαλτινού, ο Κεσσανλής του Δημητριάδη, η Κυριαζή της Δημουλά, ο Μιγάδης του Καμπανέλλη, ο Ψυχοπαίδης του Κοντού, ο Φωτόπουλος του Μάτεση, ο Μποκόρος του Παπαγιώργη, ο Κανιάρης του Πατρίκιου, ο Μανταζβίνος του Πούλιου, ο Λάππας του Χειμωνά. Και ακολούθησαν τόσες και τόσες πνευματικές συναντήσεις. Ήμουν από τις πρώτες γκαλερί που συνέδεσα τέχνη με λογοτεχνία (άλλη μεγάλη μου αγάπη). Από το χώρο μου πέρασαν σημαντικοί πεζογράφοι, ποιητές, κριτικοί, εκτός από μεγάλους εικαστικούς. Παρουσιάστηκαν 32 συνολικά βιβλία που διασταυρώνεται ο λόγος με την εικόνα.     

Έκλαψα πολύ όταν έκλεισα. Είναι τεράστιο το έλλειμμα, είναι άλλο να εργάζεσαι στο χώρο σου και άλλο να οργανώνεις εκθέσεις αλλού, αλλά δεν είχα επιλογή. Προσωπικά, ως Ελισάβετ Σακαρέλη, εξάντλησα όλα τα περιθώρια, των οικονομικών μου αντοχών. Είναι σαφές ότι έκλεισα λόγω της κρίσης. Λύγισε η μεσαία τάξη, που ήταν πάντα η ραχοκοκαλιά της κοινωνίας. Αυτή η τάξη αγόραζε έργα από μεράκι, για να ομορφύνει την καθημερινότητά της, κι όταν από το 2008-2009 βούλιαξε, απέμειναν κυρίως οι συλλέκτες. Αλλά κι αυτοί έχουν περιορίσει δραματικά τις αγορές τους. Γι’ αυτό είναι σημαντικό όσες γκαλερί αντέχουν ακόμα. 

Ελισάβετ Σακαρέλη © Ηλίας Κοσιντας

© Ηλίας Κοσιντας

Συνεχίζετε, όμως, ακόμα και χωρίς γκαλερί...

Βεβαίως, δεν κλείστηκα σπίτι μου. Μετά από αυτή την έκθεση έχω κι άλλα σχέδια. Παρότι δεν έχω αποστασιοποιηθεί από το χώρο, μου λείπει ωστόσο τρομερά. Αν λέει κάτι, μπορώ να σας εξομολογηθώ ότι μετά από τρία χρόνια που έχει κλείσει, βλέπω συχνά τον ίδιο εφιάλτη: ότι έχω εγκαίνια και δεν μπορώ να πάω γιατί τα πόδια μου κολλάνε στο πάτωμα του σπιτιού…

Τι λέτε τελικά, η κρίση θα μας πάρει και την Τέχνη;

Πιστεύω ότι η Τέχνη δεν θα σταματήσει. Αυτά που έλεγαν σε μας οι μεγαλύτεροι, ότι εκείνοι ήταν πιο ηθικοί, πιο καλοί και ευγενικοί, είναι ανοησίες. Αυτοί που είναι να προχωρήσουν, θα προχωρήσουν – πολύ πιο επώδυνα βέβαια από τη δεκαετία του ’80. Βρισκόμαστε σε ένα ιστορικό μεταίχμιο, ζούμε σε μία ακραία, μεταβατική εποχή. Η Τέχνη, όμως, οι αληθινοί δημιουργοί, δεν πτοούνται. Και τώρα βγαίνουν διαμάντια, και τώρα γίνονται αυθεντικά πράγματα. Κι αυτό προσωπικά μού δίνει κουράγιο.