- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Με τους αγγέλους του Γιάννη Τσαρούχη
Μερικά ενσταντανέ της παρέας με τον έλληνα ζωγράφο, που γεννήθηκε στις 13 Γενάρη του 1910
Γιάννης Τσαρούχης (13 Ιανουαρίου 1910 - 20 Ιουλίου 1989): Ο Γιώργος Παυριανός γράφει για τη γνωριμία του με τον Έλληνα ζωγράφο
Σαν τις μύγες πάνω από το μέλι έχουμε περικυκλώσει τον Γιάννη Τσαρούχη και τον παρακολουθούμε να ζωγραφίζει αγγέλους σε ένα χαρτόνι, με ένα ψαλίδι να κόβει το περίγραμμα, να κάνει μια τρύπα στην κορυφή, να περνάει μια κλωστή και να τους κρατάει στον αέρα. «Σε ποιον δεν έχω δώσει;» ρωτάει και γίνεται χαμός. «Σε μένα, Γιάννη! Σε μένα, Γιάννη!»
Είναι ένα ζεστό βράδυ του Ιουλίου, βρισκόμαστε στο σπίτι του Γιώργου Χρονά, στην οδό Αριστονίκου, κοντά στο Α΄ Νεκροταφείο. Το σπίτι είναι ένα μικρό ισόγειο, δεν χωράμε όλοι στο δωμάτιο, μερικοί παρακολουθούν από τα ανοιχτά παράθυρα, λες και είναι η Θεία Λειτουργία.
Το τηλεφώνημα του Χρονά σήμανε συναγερμό στην παρέα μας: «Το βράδυ ο Τσαρούχης θα είναι σπίτι. Όσοι πιστοί προσέλθετε!» Έχουμε έρθει καμιά δεκαριά, όλοι νέα παιδιά με καλλιτεχνικές φιλοδοξίες, και έχουμε μαζευτεί να δούμε από κοντά το ζωγράφο, τον γκουρού, το δάσκαλο. Ο Χρονάς είναι ο αγαπημένος του μαθητής και έχει γίνει ο ήρωας της παρέας μας γιατί έχει εκδώσει με δικά του έξοδα τις ποιητικές του συλλογές. Ξέρουμε ότι κάθε πρωί που ξυπνάει, βάζει σε μια στρατιωτική τσάντα τα βιβλία του, γυρνάει με τα πόδια όλη την Αθήνα και δεν επιστρέφει σπίτι αν δεν τα έχει πουλήσει όλα! (Πώς νομίζετε ότι δημιούργησε τις εκδόσεις «Οδός Πανός», από τα λεφτά του πατέρα του;)
Τον γνώρισα από το συγκάτοικό μου, τον Γιώργο Ευσταθίου, και έχουμε έρθει εδώ μαζί για να μου συστήσουν τον Τσαρούχη. Είμαι ο μόνος από την παρέα που δεν τον ξέρω προσωπικά. Ο χορός των αγγελοφάγων ανοίγει, πλησιάζω, δεν μπορώ να τον χαιρετήσω με χειραψία, τα χέρια του είναι συνέχεια απασχολημένα, του λέω το όνομά μου. «Παυριανός λέγεστε; Έχετε υπ’ όψιν σας ότι υπάρχει ένα δημοτικό τραγούδι “Του Μαυριανού και της αδελφής του”;» Όλοι γελάνε εκτός από μένα που νομίζω ότι κάνει λογοπαίγνιο με το «αδελφής του». Ίσως το αντιλαμβάνεται και με ρωτάει τι δουλειά κάνω.
Του λέω ότι δουλεύω στο Τρίτο Πρόγραμμα του Μάνου Χατζιδάκι, «θα ήθελα να κάνω κι εγώ μια εκπομπή στο ραδιόφωνο», «για τη ζωγραφική; θα το πω στον Μάνο, θα ενθουσιαστεί!». «Όχι, όχι για τη ζωγραφική, θέλω να κάνω μια εκπομπή που να λέει στις νοικοκυρές πώς να πλένουν τα πιάτα χωρίς να σπαταλάνε πολύ νερό. Ξέρετε πόσο νερό πηγαίνει τζάμπα επειδή οι γυναίκες ξεχνιούνται και αφήνουν τη βρύση να τρέχει;»
Μιλάει αργά, με ένα ελαφρύ τσέβδισμα, με μια μόνο χορδή και σιγανή φωνή που σε αναγκάζει να σκύψεις για να τον ακούσεις. «Πάντως η καλύτερη ψυχοθεραπεία, για άντρες και γυναίκες, είναι το πλύσιμο των πιάτων. Όταν έχεις τελειώσει, νομίζεις ότι μαζί με τα πιάτα καθάρισε και το μυαλό σου».
Τα χέρια δουλεύουν γρήγορα, επιδέξια, και ενώ συνεχίζει να μιλάει, άλλος ένας άγγελος είναι έτοιμος. «Ποιος δεν έχει πάρει;» ρωτάει και με κοιτάει με πλάγιο βλέμμα. «Εσύ δεν θέλεις έναν άγγελο;» «Θέλω πολύ, αλλά ντρέπομαι να σας το ζητήσω». «Άμα ντρέπεσαι να μου το ζητήσεις, δεν θα πάρεις. Ζητήσατε και δοθήσεται υμίν, όπως είπε και ο Χριστός» και δίνει τον άγγελο σε έναν που είχε απλώσει το χέρι του από έξω, απ’ το παράθυρο. «Δάσκαλε, πρέπει να πληρώσω ή είναι δωρεάν;» τον ρωτάει ο τυχερός κάτοχος. «Το δωρεάν είναι το πιο ακριβό» του απαντάει ο Τσαρούχης και ξαναρχίζει να ζωγραφίζει. «Γιάννη, είδες την παράσταση των “Τρωάδων” σε σκηνοθεσία του Γιώργου Μιχαηλίδη;» ρωτάει κάποιος.
Ο Τσαρούχης είχε σκηνοθετήσει το έργο με τη Σμάρω Στεφανίδου και τη Σαπφώ Νοταρά. «Το είδα. Ήταν η άποψη που είχε ο Άξονας (σ.σ. Συνασπισμός Γερμανίας + Ιταλίας κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο) για την αρχαία τραγωδία! Η δική μου παράσταση ήταν η περίληψη αυτής που είδα!» Ο Γιώργος Ευσταθίου μάς θυμίζει το περιστατικό με τις δύο πρωταγωνίστριες: Η Σαπφώ σε κάποιοι σημείο του έργου έλεγε στη Σμάρω, «σήκω απ’ το στρώμα σου, γριά!». Η φιλάρεσκη Σμάρω, για να μην ακουστεί το «γριά», άρχιζε ένα θρήνο «ααααα!» και το κάλυπτε. Μια, δυο, τρεις, η Σαπφώ έξαλλη αποφάσισε να την τιμωρήσει. Ξεκίναγε λοιπόν τη φράση «σήκω απ’ το στρώμα σου…», έκανε παύση, η Σμάρω άρχιζε τα «αααα!», την περίμενε να τελειώσει και ύστερα την κατακεραύνωνε με ένα θριαμβευτικό «γριά!».
«Αυτές δεν ήταν πρωταγωνίστριες, ήταν πρωτογαμίστριες» σχολίασε ο Τσαρούχης με έναν ακόμη άγγελο στα χέρια. Ο Χρονάς, που τον έχουν ζώσει τα φίδια ότι δεν θα μείνει άγγελος για εκείνον, τον παίρνει, «παιδιά, αφήστε ήσυχο τον Γιάννη να σχεδιάσει κάτι και για μένα» λέει και βάζει μπροστά του ένα κομμάτι χαρτόνι. «Α, ήρθε η ώρα της γκανιότας» χαμογελάει ο Τσαρούχης και σκύβει πάνω από το χαρτόνι. Νεκρική σιγή επικρατεί στο δωμάτιο, όλοι με θρησκευτική ευλάβεια παρακολουθούμε το άσπρο χαρτόνι να μετατρέπεται σε πίνακα, όταν τελειώνει το υπογράφει, το σηκώνει, το δείχνει, όλοι χειροκροτάμε, το δίνει στον Χρονά, «πάρ’ το» του λέει «και να του βάλεις μια ωραία κορνίζα, γιατί η κορνίζα είναι η ρουφιάνα του πίνακα».
Μαζεύει τα σύνεργά του και αποφασίζουμε να πάμε για φαγητό στον «Μάνεση» στο Μετς. Στον δρόμο ανοίγουμε μια κουβέντα για τα κρέατα και για τις βλαβερές συνέπειες που έχουν όχι μόνο στον οργανισμό, αλλά και στην ψυχολογία μας. «Να το αποφεύγετε το κρέας. Περιέχει τοξίνες από την αγωνία του ζώου που το σφάζουν. Ξυπνάει τα πιο ταπεινά ένστικτα. Άσε που κάνετε πλούσιους τους καπιταλιστές που το πουλάνε. Να τρώτε λαχανικά». «Μα τότε θα κάνουμε πλούσιους τους καπιταλιστές των λαχανικών» πετάχτηκα εγώ, όλοι με κοίταξαν με απορία για το θράσος μου να διακόψω το δάσκαλο, αλλά ευτυχώς είχαμε φτάσει στην ταβέρνα.
Ήρθε το γκαρσόνι, πήρε τις παραγγελίες, πήγε και στον Τσαρούχη. «Σουτζουκάκια έχετε;» τον ακούω να ρωτάει, «μα, τώρα πριν από λίγο λέγατε για το κρέας…» τόλμησα να ψελλίσω. «Άλλο η θεωρία κι άλλο η πράξη» μου απάντησε σοβαρά και παράγγειλε σουτζουκάκια με πουρέ. Φάγαμε, ήπιαμε, κάποιος έβαλε ένα ρεμπέτικο στο τζουκ-μποξ, ο Τσαρούχης σηκώθηκε και χόρεψε ένα ζεϊμπέκικο. «Ωραία χορεύετε» του λέω. «Μμμμ! σαν την Ουλάνοβα την μπαλαρίνα!» και κατευθύνθηκε στις τουαλέτες. Σαν να δόθηκε ένα αόρατο σύνθημα, ήρθε ο λογαριασμός, πληρώσαμε και έπειτα μου εξήγησαν πως όταν έρχεται η ώρα του λογαριασμού, ο Τσαρούχης πηγαίνει στην τουαλέτα.
Έβλεπα 30 χρόνια μετά αυτή την υπέροχη έκθεση για τον Τσαρούχη στο Μουσείο Μπενάκη και έλεγα, αχ! δάσκαλε, έπρεπε να σου είχα ζητήσει τότε έναν άγγελο, να τον έχω τώρα να με φυλάει. Γιατί από τους σύγχρονους αγγέλους, ό,τι έχω ζητήσει, τίποτε δεν «δοθήσεται υμίν», που λέει και ο Χριστός.