- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Λίγες εβδομάδες πριν ξεκινήσει τις μεγάλες μόνιμες (!) τοιχογραφίες του με θέμα τον Μάη του ’68 στο πιο εμβληματικό Μουσείου του Παρισιού, το Palais de Tokyo, λίγο πριν τα διεθνή media αρχίσουν για μια ακόμη φορά να πλέκουν ύμνους σ’ αυτό τον τόσο ταλαντούχο και σιωπηλό έλληνα καλλιτέχνη, λίγο πριν οι «The New York Times» γράψουν πως «οι περίπλοκες συνθέσεις του Φαϊτάκη παραπέμπουν στους ζωγράφους της Βαϊμάρης, όπως ο Otto Dix, και στις τοιχογραφίες του Diego Rivera», εγώ συνάντησα τον Στέλιο, το φίλο μου από τα παλιά, από τις ηρωικές εποχές του bombing και των tags στους δρόμους και στα στενά της πόλης. Από αυτή τη συζήτηση μαθαίνει κανείς πολλά για αυτό τον καλλιτέχνη που αγαπάει τη χώρα του και ταυτόχρονα το ραπ, τις πολεμικές τέχνες και τη Μονή Αγίας Αικατερίνης στο Σινά.
Γνωριζόμαστε τόσα χρόνια και δεν μου έχεις πει ποτέ πώς μπήκε στη ζωή σου το graffiti.
Όταν πήγαινα ακόμα σχολείο είδα σε μια σκηνή καταδίωξης στην τηλεόραση τους ήρωες να περνάνε μπροστά από έναν τοίχο ζωγραφισμένο με πολύ περίεργο τρόπο... πολύπλοκα σχεδιασμένα γράμματα, μπλεγμένα μεταξύ τους, με έντονο χρωματισμό και λευκά γυαλίσματα και λάμψεις στα άκρα τους. Μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση η εικόνα και την κράτησα στο νου μου. Ήδη με ενδιέφερε ο σχεδιασμός γραμμάτων, θυμάμαι το θρανίο μου κάποια στιγμή γεμάτο από λογότυπα των αγαπημένων μου συγκροτημάτων. Στη Β΄ Λυκείου πηγαίνοντας με το λεωφορείο στο φροντιστήριο στο κέντρο της Αθήνας κόλλαγα το κεφάλι μου στο τζάμι για να δω ξανά και ξανά τα κομμάτια του Paladin στη Λένορμαν – ήταν το μόνο που υπήρχε τότε να δει κανείς σε αυτή την περιοχή. Μετά, ένας μεγαλύτερός μου στο σχολείο έκανε δυο-τρία κομμάτια στο διπλανό σχολικό κτίριο, αρκετά πετυχημένα όσο μπορώ να τα θυμηθώ, και πήρα την απόφαση να ασχοληθώ επιτέλους και εγώ εφόσον με ενδιέφερε τόσο πολύ. Έκανα έτσι τα πρώτα μου κομμάτια στο Περιστέρι. Μετά ήρθαν οι εξετάσεις... έδινα για Αρχιτεκτονική, αν και είχα μάθει για τη Σχολή Καλών Τεχνών και ήδη προετοιμαζόμουν για τις εξετάσεις της. Έδινα γραμμικό και ελεύθερο σχέδιο ως ειδικά μαθήματα. Στις εξετάσεις του ελεύθερου σχεδίου πήγα κρατώντας την πινακίδα μου με τα αρχικά μου ζωγραφισμένα με σπρέι στην πίσω της πλευρά. Με πλησίασε ένας τύπος ρωτώντας με αν κάνω γκράφιτι. Όταν του είπα ναι, μου πρότεινε να βρεθούμε μετά τις καλοκαιρινές διακοπές για να βάψουμε μαζί. Του έδωσα το τηλέφωνό μου, βέβαιος πως δεν θα επικοινωνούσε μαζί μου. Νωρίς τον Σεπτέμβρη με πήρε, ενθουσιάστηκα, γνωρίστηκα με την ομάδα και έγινα έτσι μέλος των TXC. Ο άνθρωπος που μου μίλησε στις εξετάσεις ήταν ο Αρτέμης και γνωριστήκαμε επειδή δίναμε και οι δύο ελεύθερο σχέδιο ως ειδικό μάθημα και τα επώνυμά μας ξεκινούν με τα ίδια γράμματα.
Θυμάμαι στα πρώτα tags σου υπέγραφες ως «Styl», που στη συνέχεια το άλλαξες σε «Bizare», πράγμα σπάνιο για εκείνη την εποχή να αλλάξει κάποιος την υπογραφή του. Πώς πήρες τέτοια απόφαση;
Στα πρώτα μου κομμάτια δεν είχα καν υπογραφή, έγραφα λέξεις και φράσεις που μου άρεσαν. Το styl μου το είχε βγάλει ο Αρτέμης ξεκινώντας, αλλά το άλλαξα γρήγορα καθώς δεν ήθελα η υπογραφή μου να είναι κομμάτι του ονόματός μου αλλά ένα ψευδώνυμο βασισμένο σε μια έννοια που με γοήτευε (και με γοητεύει ακόμα). Όσο για την ανορθογραφία της, επελέγη για λόγους πρακτικούς-αισθητικούς, δεν ήθελα στο όνομά μου δύο φορές το ίδιο γράμμα και μάλιστα συνεχόμενα. Ακόμα και σήμερα μου αρέσει η λέξη bizare γραμμένη έτσι, κατά κάποιον τρόπο την υιοθέτησα.
Στέλιος Φαϊτάκης, «Elegy of May», 2016, μόνιμη τοιχογραφία στο Palais de Tokyo, Παρίσι © Στέλιος Φαϊτάκης. Παραχώρηση από την γκαλερί The Breeder, Αθήνα. Φωτογραφός: Aurelien Mole.
Για πάρα πολλά παιδιά, το εξώφυλλο του δίσκου που σχεδίασες για το πρώτο ελληνικό ραπ γκρουπ, τους Terror x Crew, υπήρξε σταθμός για την κουλτούρα μας εκείνη την εποχή. Τι σήμαινε για σένα η εποχή των Terror x Crew; Πάει τόσος καιρός που δεν θυμάμαι καν αν μου το παρήγγειλαν τα παιδιά ή προσφέρθηκα μόνος μου να το κάνω. Ήταν η πρώτη μου σχετικά πολύπλοκη σύνθεση, το έκανα στο σπίτι των γονιών μου κλεισμένος για κανά δυο μέρες στο δωμάτιό μου... ήταν η εποχή που πάλευα να περάσω στη Σχολή Καλών Τεχνών. Ήταν πολύ όμορφα τότε, πολύ αγνά και αθώα ακόμα τα πράγματα, τουλάχιστον στο δικό μου κεφάλι, με μια νέα λαϊκή κουλτούρα, διαφορετική από αυτό που είχα ζήσει στο σχολείο, που εκτός από τη μουσική είχε σαν βασικό της στοιχείο το graffiti και το χορό, είχε δηλαδή πληθώρα τρόπων έκφρασης. Ήμασταν τότε πολύ φανατικοί, με την καλή έννοια, και τη ζούσαμε την εποχή με μεγάλη ευχαρίστηση καθώς συνεχώς ανακαλύπταμε νέα πράγματα. Ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό και σπάνιο τα χρόνια εκείνα να ασχολείσαι με το hip hop και να μην είσαι, ας πούμε, ροκάς, αν και ποτέ στην πραγματικότητα δεν έπαψα να είμαι και τέτοιος – έψαχνα με μανία να βρω συνεργασίες συγκροτημάτων hip hop με ροκ κιθαρίστες ή και ολόκληρα συγκροτήματα και έπαιρνα το καθετί που έβρισκα σε αυτό το ύφος. Αυτό που με γοήτευε πολύ ήταν το ότι, αντί για τηλεόραση, καφετέρια ή μπαρ, περνούσαμε τον περισσότερο χρόνο στο δρόμο και σε πλατείες, κάνοντας ό,τι τρέλα μάς περνούσε από το μυαλό. Οι ράπερ έλεγαν τμήματα από τα κατεβατά τους που μόλις είχαν γράψει, οι γκραφιτάδες δείχναμε τα σχέδιά μας ο ένας στον άλλο αναζητώντας πιθανές διορθώσεις και διαρκώς «οπλισμένοι» με τα σπρέι και τους μαρκαδόρους μας αναζητούσαμε επιφάνειες για να βάλουμε τις υπογραφές μας ή κάποιο γρήγορο κομμάτι, την ίδια ώρα που οι σκεϊτάδες έκαναν κόλπα στα σκαλιά που καθόμασταν. Το θερμό κλίμα της Ελλάδας, φυσικά, βοηθούσε πολύ.
Με το χέρι στην καρδιά μπορείς να μου αναφέρεις την αγαπημένη σου ελληνική hip hop μπάντα των 90s;
Για εμένα οι Τerror x Crew μαζί με τους FFC ήταν οι πιο ενδιαφέρουσες μπάντες, καθότι ο ήχος τους ήταν ο πιο «σκληρός», πράγμα το οποίο με ευχαριστούσε. Οι TXC πάντως ήταν το συγκρότημα με το οποίο είχα εκείνη την εποχή άμεση σχέση. Έβαζα τα αρχικά τους κάτω από την υπογραφή μου για αρκετό καιρό, κατά κάποιον τρόπο ένιωθα «μέλος» τους. Στην πορεία ακολουθήσαμε διαφορετικούς δρόμους αλλά, σαν φόρο τιμής σε αυτή την ωραία αρχική περίοδο, έβαζα τα αρχικά τους και στα μεταγενέστερα κομμάτια μου. Η τρίτη μπάντα που θα ήθελα να αναφέρω είναι οι Παρεμβολές, που ήρθαν λίγο μετά δίνοντάς μου την ευκαιρία να κάνω άλλο ένα εξώφυλλο. Δεν μπορώ βέβαια και να μην αναφέρω και τους ΖΝ, ειδικά ο Τάκη Τσαν ήταν από μικρός και είναι ακόμα ένα πολύ ξεχωριστό άτομο.
Πόσο δύσκολο ήταν για σένα, μετά την εισαγωγή σου στην ΑΣΚΤ, το πέρασμα από την τέχνη του δρόμου στους ακαδημαϊκούς κανόνες;
Είναι λίγο δύσκολο να το περιγράψω, ήταν εύκολη και δύσκολη ταυτόχρονα, σίγουρα όμως πολύ συναρπαστική. Θυμάμαι να σπουδάζω στη Θεσσαλονίκη, να είμαι όλη τη μέρα στα εργαστήρια και το βράδυ που μελετούσα βιβλία να μου χτυπάει ξαφνικά το κουδούνι ο Jsone, χωρίς καμία προηγούμενη συνεννόηση, με τη μηχανή του αυτοκινήτου του ακόμα αναμμένη να μπαίνει μέσα στο σπίτι μου και να μου λέει «τι κάνεις; Ντύσου γρήγορα να βγούμε για bombing!». Πέντε λεπτά μετά τριγυρνούσαμε στη Θεσσαλονίκη με μαύρα και ασημένια σπρέι στους σάκους μας. Ένα είδος καλώς εννοούμενης σχιζοφρένειας! Θυμάμαι να προτείνω εργασίες σε μεγάλα μεγέθη φτιαγμένες με σπρέι και να μη γίνονται αποδεκτές, και αυτό όχι μόνο σε ένα εργαστήριο. Το πρώτο σημαντικό βήμα ήταν η αποδοχή μου στο εργαστήριο της δασκάλας μου κ. Ρένας Παπασπύρου, που αποδέχτηκε πλήρως τη δουλειά μου και με βοήθησε να την αναπτύξω και γι’ αυτό την ευχαριστώ. Στη συνέχεια, βλέποντας τι χρειάζεται η δουλειά μου να μελετήσω επέλεξα την Αγιογραφία ως κατ’ επιλογήν μάθημα και, όσο παράδοξο και αν φαινόταν εκείνη την εποχή, βρήκα επιτέλους το δρόμο μου. Δάσκαλός μου ήταν ο κ. Σώζος Γιαννουδής με τον οποίο διατηρώ επαφή μέχρι σήμερα.
Υπήρξαν στιγμές που ένιωσες ότι προσπαθούν να σε βάλουν σε καλούπια; Πώς σε αντιμετώπιζαν τότε που η Τέχνη του δρόμου δεν ήταν τόσο εμπορική;
Δεν μπορώ να πω πως δεν το ένιωσα αυτό κανά δυο φορές κατά τη διάρκεια της σπουδής μου... δεν λέω πως ήταν η πρόθεση των διδασκόντων μου αλλά αυτό ήταν το αποτέλεσμα. Στο τέλος δε, στην παρουσίαση της πτυχιακής μου εργασίας ρωτήθηκα από κάποιον καθηγητή «και τώρα που τελειώνεις, τι; Τι πρόκειται να κάνεις με αυτού του είδους τη δουλειά;» εννοώντας σαφώς πως ο ίδιος δεν βλέπει κανένα μέλλον. Περίπου δύο μήνες μετά έκανα την τοιχογραφία της ΕΛΑΪΣ.
Πού με γυρνάς τώρα; Στην εποχή της ΕΛΑΪΣ. Θυμάμαι πολύ καλά εκείνη την εποχή, ήσουν από τους εκλεκτούς που από πολύ νωρίς είχαν ξεκινήσει να δημιουργούν μεγάλες τοιχογραφίες στην πόλη. Θυμάσαι το φεστιβάλ στον Ταύρο μαζί με τον Can2;
Το φεστιβάλ αυτό, και σε όποιο αντίστοιχο συμμετείχα σε Ελλάδα και εξωτερικό, ήταν μεγάλο γεγονός από την άποψη ότι μπορούσα να συναντήσω ανθρώπους τους οποίους θαύμαζα από τα βιβλία και δεν μπορούσα να φανταστώ πως μπορεί να έρθει κάποτε η στιγμή να τους γνωρίσω, πόσο μάλλον να δουλέψω μαζί τους στην ίδια επιφάνεια. Ειδικά η γνωριμία μου με τον Seen στο Θησείο ήταν μεγάλο γεγονός για μένα. Η τοιχογραφία στην ΕΛΑΪΣ έγινε, όπως προανέφερα, μετά την παρουσίαση της πτυχιακής μου εργασίας. Ήταν μεγάλη πρόκληση, ήθελε πολλή προετοιμασία και χαρακτηριστικό ήταν ότι για πρώτη φορά χρειάστηκε να χρησιμοποιήσω για βοηθούς φίλους και συμφοιτητές μου από την ΑΣΚΤ και όχι γκραφιτάδες. Ήταν Αύγουστος, ξεκινούσα για δουλειά στις 5.00 το πρωί που είχε ακόμη δροσιά και τελείωνα γύρω στις 16.00, μη αντέχοντας άλλο τον καλοκαιρινό ήλιο στην πλάτη μου. Μου άρεσε πολύ η ιστορική έρευνα ώστε να μπορώ να αναφερθώ σε διαφορετικά επεισόδια που αφορούν το ευλογημένο αυτό φυτό, την ελιά, μου άρεσε πολύ η άμεση αναφορά στις ρίζες μου και το γεγονός ότι είχα μαζέψει ο ίδιος ελιές στην Κρήτη, οπότε γνώριζα το θέμα «από πρώτο χέρι». Πρόσφατα έγινε και εργασία συντήρησης της τοιχογραφίας και ευχαριστώ πολύ όσους συμμετείχαν.
Ξέρω ακόμα ότι ασχολείσαι με τις πολεμικές τέχνες. Πώς προέκυψε αυτή η αγάπη;
Το 2000 ξεκίνησα να κάνω νινζούτσου και γενικότερα να ασχολούμαι με τις πολεμικές τέχνες. Ήταν ένα πολύ καλό συμπλήρωμα της σπουδής μου στη ζωγραφική, με κρατούσε σε ισορροπία η βραδινή προπόνηση μετά το μάθημα της ημέρας. Επιπλέον, μου έδινε πλούσιο θεματικό υλικό για τη δουλειά μου καθώς δεν είναι μια διδασκαλία που μένει μόνο στο σώμα και τις δυνατότητές του αλλά προχωράει στο μη-υλικό επίπεδο. Η τέχνη αυτή μου σύστησε τον ιαπωνικό πολιτισμό τον οποίο θαυμάζω και εκτιμώ βαθιά.
Η τεχνική της αγιογραφίας πώς ενσωματώθηκε στα εικαστικά σου;
Στη Βυζαντινή ζωγραφική, όπως έχω εξηγήσει και παλιότερα, οδηγήθηκα όταν άλλαξα το πλάσιμο των τόνων μου και ξεκίνησα να δουλεύω από το σκοτάδι προς το φως, μέσω δηλαδή μιας καθαρά τεχνικής οδού. Αποκτώντας οικειότητα με αυτό το είδος ζωγραφικής άρχισα σιγά-σιγά να αντιλαμβάνομαι το μεγαλείο της, βλέποντας σε εκθέσεις και βιβλία τα εκπληκτικά αποτελέσματα που παράγει. Είμαι πολύ χαρούμενος που ακολουθώ αυτό το δρόμο μέχρι σήμερα, σίγουρος για την επιλογή μου και δεν το μετανιώνω ούτε στιγμή.
Θα μπορούσες να ξεχωρίσεις μερικές σημαντικές στιγμές στη ζωή σου που σε καθόρισαν;
Είναι δύσκολη ερώτηση, καθώς κάποιες είναι πολύ προσωπικές και δεν μπορώ να τις μοιραστώ. Θα σου πω τις πρώτες που μου έρχονται στο μυαλό:
1. Γύρω στο 1997 γνώρισα την dj Μystic. Μια μέρα μου έφερε μια 90άρα κασέτα με μουσική ρέγκε με θέμα τον Θεό. Ο τίτλος της ήταν «Εnter into his gates with praise (it’s about Jah)». Μου είπε ότι καιρό ήθελε να μου γράψει μια κασέτα και σκεφτόταν τι να βάλει στη λίστα. Ένα πρωί σηκώθηκε έχοντας το θέμα και όλη τη λίστα και τη σειρά των κομματιών έτοιμα, καθαρά στο νου της και άρχισε αμέσως να την ηχογραφεί. Συγκλονίστηκα όταν την άκουσα, την ξανάκουσα αμέτρητες φορές έκτοτε μέχρι που έλιωσε και καταστράφηκε. Είναι από τα πολυτιμότερα δώρα που μου έχουν κάνει.
2. Την ίδια περίπου εποχή επισκέφτηκα το Λονδίνο και μπήκα στην παλιά πινακοθήκη Tate. Είχε ένα τμήμα αφιερωμένο στη δουλειά του JMW Turner. Όταν μπήκα μέσα, μούδιασα. Κυριολεκτικά το λέω, μούδιασα και κύματα από ελαφρύ ρίγος διαπερνούσαν το σώμα μου. Ήταν μία από τις σπάνιες εκείνες στιγμές που η ζωγραφική μπορεί να προκαλέσει αίσθημα τόσο άμεσο και έντονο όσο η μουσική. Εκεί ήταν που βεβαιώθηκα πως η ζωγραφική και η Τέχνη στο σύνολό της λειτουργεί στο υψηλότερο κατ’ εμέ επίπεδο παράγοντας πρωτίστως αισθήματα και μόνο σε δεύτερο χρόνο σκέψεις, όπως συνηθίζω να λέω πηγαίνει από την καρδιά στο μυαλό και όχι αντίστροφα.
3. Λίγο καιρό μετά, βολτάροντας στη νέα Tate πια, ένιωσα ακριβώς το ίδιο βλέποντας συγκεντρωμένα έργα του Mark Rothko, τα οποία μέχρι τότε μου δημιουργούσαν ερωτηματικό βλέποντάς τα στα βιβλία. Κατάλαβα λοιπόν πως γίνεται μια εκπομπή ενός πράγματος που δεν μπορούσα να ορίσω με λόγια, και το οποίο μικρή και έμμεση μόνο σχέση είχε με τη φόρμα.
4. Στην αρχή της σπουδής μου διάβασα για πρώτη φορά τα κείμενα του Λάο Τσε και του Σουν Τζου. Άρχισα να θαυμάζω πολύ την ασιατική φιλοσοφία. Σε αντίθεση με τα ατελείωτα κατεβατά των Δυτικών, οι Ανατολίτες έγραφαν με τρόπο απλό, σύντομο και άμεσο, αλλά ταυτόχρονα πυκνό, ποιητικό και εξαιρετικά βαθύ και είναι ο τρόπος που θεωρώ προσωπικά ανώτερο και προτιμώ. Διάβασα πρόσφατα σε μια εισαγωγή ότι ο Κλαούζεβιτς θεωρείται πια εν πολλοίς παρωχημένος, αντίθετα, ο πολύ αρχαιότερος Σουν Τζου διδάσκεται ακόμη στις μεγαλύτερες στρατιωτικές ακαδημίες.
Έχεις ζήσει στο εξωτερικό. Βρίσκεις διαφορές σε ό,τι αφορά στην ελληνική Τέχνη σε σχέση με άλλες χώρες;
Διαφορές υπάρχουν μεγάλες από χώρα σε χώρα σε οποιοδήποτε τομέα, τώρα όμως με το ίντερνετ μπορεί κάποιος να έχει πιο γρήγορη και ευρεία ενημέρωση – είναι φυσικά πάντα διαφορετικό να παρακολουθεί κανείς τα γεγονότα άμεσα. Όσον αφορά συγκεκριμένα την Ελλάδα η σημαντική διαφορά που έχω δει είναι στην παιδεία, και το λέω με πόνο: έχω δει πολλές φορές οικογένειες με μικρά παιδιά να επισκέπτονται την Pinakothek de Moderne στο Μόναχο και τα παιδιά να μαθαίνουν από μικρά να χαίρονται την Τέχνη, ενώ σπάνια έως ποτέ στην Ελλάδα. Επεκτείνοντάς το αυτό και σε άλλους τομείς, μου δίνει τη δική μου ερμηνεία γιατί ζούμε αυτό που ζούμε σήμερα.
Πόσο επηρεάζει την προσωπική σου ζωή η Τέχνη; Είναι αποτέλεσμα στιγμιαίας έμπνευσης ή σε ακολουθεί παντού; Και με ποιο τρόπο;
Η ζωγραφική είναι ο λόγος που υπάρχω και ως εκ τούτου ναι, με ακολουθεί παντού και επηρεάζει κάθε τομέα της ζωής μου. Ανά πάσα στιγμή μπορεί να μου έρθει μια ιδέα ή περισσότερες, παρατηρώ διαρκώς αυτά που συμβαίνουν γύρω μου αντλώντας έμπνευση ακόμα και από πράγματα που μπορεί να θεωρούνται κατά τα άλλα μικρά, καθημερινά και ασήμαντα.
Τι σε απασχόλησε ως προς την Τέχνη; Ποιος ο στόχος σου;
Η τέχνη είναι μια μορφή επικοινωνίας και ως εκ τούτου ναι, με απασχολεί το να βλέπουν οι άνθρωποι τη δουλειά μου με κάποιο ενδιαφέρον κατ’ αρχήν. Με τον όρο «ενδιαφέρον» όμως δεν εννοώ τη λήψη ενός συγκεκριμένου μηνύματος: ενώ σίγουρα υπάρχουν πράγματα που με απασχολούν στήνοντας μια σύνθεση, όπως προανέφερα ο ύψιστος στόχος μου είναι πέρα από τη σκέψη στο επίπεδο των λέξεων. Όπως συνηθίζω να λέω, ένα θεωρητικό κείμενο δεν μπορεί ποτέ να ερμηνεύσει πλήρως ένα έργο τέχνης – αν μπορούσε, ο καλλιτέχνης δεν θα ζωγράφιζε ή δεν θα συνέθετε μουσική: απλώς θα έγραφε σε μορφή κειμένου αυτό που ήθελε να «πει». Αυτό που θέλω να πετύχω ως δημιουργός είναι να βιώσεις αυτό που βιώνω εγώ ως θεατής, ακροατής, αναγνώστης άλλων έργων: θέλω ο θεατής μου να νιώσει όπως νιώθω όταν ακούω τη φωνή της Lisa Gerrard ή του Νίκου Ξυλούρη, όταν βλέπω τα έργα του Pieter Bruegel του πρεσβύτερου ή του Άγγελου Ακοτάντου, όταν βλέπω ομάδες Ποντίων να χορεύουν Σέρρα και ακούω τη λύρα τους, όταν διαβάζω χαϊκού. Είναι όλα αυτά βιώματα πολύ διαφορετικά μεταξύ τους αλλά με ένα κοινό χαρακτηριστικό: οι σκέψεις μπορεί να έρχονται, αλλά πάντα σε δεύτερο και τρίτο χρόνο. Το αν μπορώ να το πετύχω είναι άλλη ιστορία...
Πώς αντιλαμβάνεσαι την κοινωνία τα τελευταία χρόνια; Τι σκέφτεσαι για την «κρίση»;
Όπως είπα, για εμένα βαθιά ρίζα του προβλήματος είναι το θέμα της παιδείας. Σίγουρα η πίεση από το εξωτερικό επηρεάζει, σίγουρα οι πολιτικοί μας είναι περιορισμένων ικανοτήτων, διεφθαρμένοι ή και τα δύο ταυτόχρονα, μα το πρόβλημα θεωρώ πως είναι ανάμεσά μας και όχι έξω ή πάνω από μας. Αυτό έχει και μια θετική πλευρά, αν ισχύει: εφόσον πραγματικά ανάμεσά μας βρίσκεται το πρόβλημα, ανάμεσά μας βρίσκεται και η λύση του. Αυτό που προτείνω είναι κατ’ αρχήν αντί να κατηγορούμε συνεχώς τους άλλους, να στρέψουμε για λίγο την προσοχή μας στον εαυτό μας, σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο και να αποφασίσουμε αν είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε αλλαγές. Αν τις κάνουμε, έχω την πεποίθηση πως δεν θα χρειαστεί καν να στρέψουμε στη συνέχεια την προσοχή μας στα όποια εξωτερικά αίτια – το πρόβλημα θα έχει σε μεγάλο βαθμό ήδη λυθεί.
Ξέρω λίγο πολύ ποιος είσαι, αυτό που δεν ξέρω είναι ποιος ΔΕΝ είσαι. Τι δεν είσαι, λοιπόν, Στέλιο;
Δεν είμαι άθεος. Δεν είμαι υλιστής, δεν είμαι μηδενιστής, δεν είμαι απαισιόδοξος. Δεν είμαι αριστερός, δεν είμαι κεντρώος, δεν είμαι δεξιός. Δυστυχώς, δεν είμαι αρτιμελής. Δεν είμαι ελιτιστής. Δεν είμαι διανοούμενος, δεν είμαι λόγιος. Δεν είμαι απόλυτα ορθολογιστής. Δεν είμαι επιστημολάγνος.
Για τέλος, μπορείς να μου πεις την πρώτη φράση που σου έρχεται αυθόρμητα στο μυαλό αυτή τη στιγμή;
Μια φράση του Κόντογλου που διάβασα πρόσφατα: «Καλό είναι να υπάρχεις, μα το να ζεις είναι άλλο πράγμα».
Η δεύτερη τοιχογραφία του
Δείτε τον Στέλιο Φαϊτάκη κατά τη διάρκεια της τοιχογραφίας «Elegy of May»:
Ένα βίντεο που δημοσίευσε ο χρήστης @stelios_faitakis στις Ιούν 21, 2016, 12:49μμ PDT
Ένα βίντεο που δημοσίευσε ο χρήστης @stelios_faitakis στις Ιούν 21, 2016, 12:46μμ PDT
Ένα βίντεο που δημοσίευσε ο χρήστης @stelios_faitakis στις Ιούν 21, 2016, 12:42μμ PDT
Ο Στέλιος Φαϊτάκης εκπροσωπείται από την γκαλερί The Breeder