- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Του Σταύρου Καβαλλάρη
Δύο πόλεις. Δύο διαφορετικές χρονικές περίοδοι. Μία οικονομική κρίση. Μία κοινή αφήγηση: η Νέα Υόρκη της δεκαετίας του 1970, η Αθήνα της τελευταίας επταετίας. Με αφορμή την έκθεση «Don’t Kill Bill» o επιμελητής της, που έζησε από κοντά την εποχή του Studio 54, μας γράφει για εκείνη την εποχή και κάνει τις αναπόφευκτες συγκρίσεις με την Αθήνα της κρίσης.
Ασυνήθιστα παγωμένη ήταν εκείνη η νύχτα της Πέμπτης, στα τέλη του Νοέμβρη του 1978. Οι ατμοί που έβγαιναν από τα έγκατα του subway, μέσω των φρεατίων του Broadway, κάλυπταν το θαμπό φωτισμό του διάσημου θεατρικού δρόμου με μια «κεχριμπαρένια» κακομοιριά. Οι πανταχού παρούσες μαρκίζες συναγωνίζονταν στην ψευδαίσθηση του αμερικάνικου όνειρου, το τεράστιο billboard στους 44 δρόμους, με την Cheryl Tiegs να διαφημίζει το άρωμα Charlie. Αυτήν τη ψευδαίσθηση που μετουσίωσε, τη δεκαετία του ’70, τη Νέα Υόρκη σε «Sunset Boulevard», παροπλισμένη θεατρίνα σαν τη Norma Desmond, που αποζητά να της αναγνωριστούν τα προνόμια της ντίβας.
Ο δικός μου ο δρόμος μακρύς ακόμη μέχρι την 60ή οδό. Δεκαέξι τετράγωνα, διπλάσια στο μήκος από αυτά της Αθήνας, με χώριζαν από την ασφάλεια του διαμερίσματος στο οποίο με φιλοξενούσε μία φιλική οικογένεια των γονιών μου μέχρι να ολοκληρώσω την προ-εγγραφή μου σε ένα από τα πανεπιστήμια της πόλης. Το κρύο πάγωνε το πρόσωπο και τα χέρια μου. Χώνοντάς τα στις τσέπες του κοτλέ Levi’s που μόλις είχα αγοράσει, ψηλάφιζα τα τρία 10δόλαρα που μου είχαν απομείνει μέχρι την Κυριακή που θα επέστρεφα στην Αθήνα. Το ίδιο συναίσθημα φόβου με κυρίεψε ξανά, όπως κάθε βράδυ της παραμονής μου σ’ αυτή τη μητρόπολη.
«Υφή και ταραχή» ήταν το σλόγκαν της διαφήμισης του Halston στην τηλεόραση, που τόσο ευλαβικά παρακολουθούσε ο μέσος Αμερικανός για την καινούργια του συλλογή ρούχων από ultra suede που μόλις είχε λανσάρει. Η δική μου ταραχή δεν είχε να κάνει με την υφή του παντελονιού μου, αλλά με την ιδέα ότι τα χαρτονομίσματα, που βαθιά έκρυβε η δεξιά του τσέπη, μπορούσαν να «χαθούν» υπό την απειλή ενός μαχαιριού, από τις συμμορίες ή τους muggers που λυμαίνονταν τους ημι-φωτισμένους, γεμάτους σκουπίδια και άστεγους, δρόμους της πόλης. Μιας πόλης ήδη σε πτώχευση από το 1975, με το δήμαρχό της και το διεθνές τραπεζικό σύστημα να έχουν αναλάβει να την «ξεχρεώσουν». Εντείνοντας το βήμα μου προσπαθούσα να ξορκίσω το φόβο και την υστερία της στιγμής, ενσυνείδητα νιώθοντας για πρώτη φορά κομμάτι ενός κόσμου που θα αποκαλούσα, από την επόμενη χρονιά, «δικό μου». Θα γινόταν η πόλη μου μέχρι το 1997.
Οι μαύρες, γυαλιστερές λιμουζίνες διέσχιζαν το Broadway, στρίβοντας δεξιά στην 54η οδό. Ένα τετράγωνο πιο κάτω, αποφάσισα, στιγμιαία, να ακολουθήσω και εγώ το δρομολόγιο αυτών των μηχανοκίνητων συμβόλων της αμερικάνικης, μεταπολεμικής, φιλελεύθερης ιδεολογίας. Τα in-flight περιοδικά της πτήσης 802 της TWA, από Αθήνα για Νέα Υόρκη, περιέγραφαν, άλλωστε, ξεκάθαρα «αυτό το νέο στάτους του συμβολισμού που διαρκεί ένα τετράγωνο – από το Βroadway έως την 8η Λεωφόρο». Ναι, τα άρθρα για το Studio 54 ήταν τα πλέον ενδιαφέροντα, και όχι μόνο για ένα νεαρό ταξιδιώτη σαν και μένα, αφού τα περισσότερα απλά απεικόνιζαν τα καυτά ζητήματα της αμερικάνικης κοινής γνώμης: τη συνεχιζόμενη κοινωνική ενσωμάτωση των βετεράνων του Βιετνάμ, τον κυνισμό της μετα-Watergate εποχής ή τις επιπτώσεις της διεθνούς πετρελαϊκής κρίσης.
Η βοή ενός πολύχρωμου και ετερόκλητου πλήθους, που είχε σχεδόν μπλοκάρει το δρόμο, ξεπερνούσε σε θόρυβο ακόμη και τις κόρνες των διερχόμενων αυτοκινήτων στην 8η Λεωφόρο. Αμέσως κατάλαβα ότι σ’ αυτό τον αδιάφορο δρόμο της δυτικής πλευράς της πόλης γεννήθηκε ο καινούργιος της ναός. Το πλήθος προσπαθούσε να εκμαιεύσει τη στριγκή συγκατάβαση ενός κοντού άντρα επάνω σε ένα σκαμνί, που είτε επέλεγε με τον αντίχειρά του είτε έσκουζε το πολυπόθητο «YOOUU!». Ο Steve Rubell, ο ένας από τους δύο ιδιοκτήτες του Studio 54, ως δημαγωγικός ημίθεος, διάλεγε κανονιστικά τους «οσιομάρτυρες» της βραδιάς που θα στροβιλίζονταν γύρω από τη Bianca, τη Liza, τη Diana, τη Debbie, τον Warhol, τον Capote, τον Halston, τον Calvin Klein, με ακατέργαστο καύσιμο την κόκα, τις αμφεταμίνες και τα poppers. Aκόμη και η παχουλή φιγούρα της Divine, της πιο αναγνωρίσιμης drag queen της πόλης, δεν θα μπορούσε να ξεφύγει από τη φτηνιάρικη εκμετάλλευση ενός ενσταντανέ για την έκτη σελίδα της σκανδαλοθηρικής «New York Post», όχι ως πρωταγωνίστρια της χαρακτηρισμένα «απεχθούς» underground ταινίας του John Waters, «Pink Flamingos», αλλά ως «βαλβίδα ασφαλείας» της gay κουλτούρας, που αποτελούσε το 40% περίπου των θαμώνων της καινούργιας Βαβέλ.
Την επόμενη ημέρα, η ευεπίφορη μεσαία τάξη της πόλης θα έπνιγε τη ζοφερή καθημερινότητά της σε μια άσκοπη ονειροπόληση και διαφυγή, μέσα από τις φωτογραφίες του χθεσινοβραδινού, έννομου ξεφαντώματος των «όμορφων ανθρώπων» στο Studio 54, ανεβάζοντας το cachet των εφημερίδων και περιοδικών. Σε μια τέτοια φωτογραφία του περιοδικού «LIFE» είχε κολλήσει και το δικό μου μάτι, κατά τη διάρκεια εκείνης της πτήσης 802, όταν μια βραχνή φωνή δίπλα μου σχεδόν ψιθύρισε, «Είναι όλοι τους τόσο, μα τόσο, Μπάμπι». Ο μεσόκοπος συνταξιδιώτης μου κουνούσε συγκαταβατικά το κεφάλι του, όταν γύρισα να τον κοιτάξω απορημένα. «Το ξέρω ότι δεν κατάλαβες», μου απάντησε, «είναι μια έκφραση στην αργκό, άλλωστε». Η μετάλλαξη του ονόματος του ήρωα του Disney, όπως μου εξηγούσε, σε ιδιόλεκτο του ανθρώπου που παραλύει από φόβο και αγχώδη διαταραχή σε περιόδους κρίσης ή κινδύνου, ηχούσε παράξενα στα αυτιά μου. Μερικά χρόνια αργότερα, θα καταλάβαινα πλήρως την έννοια του όρου στο μάθημα της κοινωνιολογίας, όπως τον κατέγραψε o Ralph H. Lutts, ενώ θα αποτελούσε μέρος των πτυχιακών μου εξετάσεων.
Το 2008 με βρήκε στην Ελλάδα, απροετοίμαστο, όπως και τους περισσότερους από εμάς, για το τι θα επακολουθούσε. Ηλικιακά σχεδόν ταυτόσημος με το συνταξιδιώτη μου εκείνης της καθοριστικής για μένα πτήσης, οι ομοιότητες της ταυτοπαθούς οικονομικής κρίσης αυτών των δύο φαινομενικά ανόμοιων πόλεων, Νέα Υόρκη και Αθήνα, σε διαφορετικές περιόδους, ξεβόλευαν το θυμικό μου. Έτσι, ο «Μπάμπι» αναβαθμίστηκε σε ρόλο σχολιαστή μιας κοινής αφήγησης των πολιτικοκοινωνικών παραμέτρων, που δημιούργησαν τα «κατασκευασμένα» πρότυπα και πρωτότυπα της κάθε εποχής. Όταν το 1979, φοιτητής πλέον, πρωτοπήγα στο Studio 54, πρόνοια της τύχης και του Ιάπωνα-it-boy-συμφοιτητή μου, δεν φανταζόμουν ότι τα 80s καραδοκούσαν με το Studio κλειστό, τον Ρήγκαν και το AIDS.
«Στη Νέα Υόρκη, φίλε μου, πρέπει να σ’ αγαπάνε, αλλιώς ο δρόμος σου θα είναι μια διακοσμητική παρένθεση» μου είχε πει στο Studio ο Ahmet Ertegun, ιδρυτής της Atlantic Records, τη στιγμή που ο dj έπαιζε την επιτυχία της Anita Ward, «You can ring my bell».
ΙΝFO
«Don’t Kill Bambi: The Studio 54 phenomenon repositioned at times of crisis» σε ιδέα και επιμέλεια του ιστορικού τέχνης Σταύρου Καβαλλάρη.
Το καλλιτεχνικό δίδυμο Versaweiss (GR) - Δημήτρης Μπάμπουλης και Θάνος Κλωνάρης, οικειοποιώντας αρχειακό - φωτογραφικό υλικό του Studio 54 μέσα από το διαδίκτυο, εξετάζει τις πολιτικοκοινωνικές παραμέτρους της συμβίωσης αυτών των «κατασκευασμένων» πρωτοτύπων της κρίσης, όπως κανονιστικά δημιουργήθηκαν από μία μεσαία τάξη σε απόγνωση και τους καπηλευτές της. Cameo συμμετοχές: Δημήτρης Αντωνίτσης (GR), Theo-Mass Lexileictous (CY)
Η έκθεση πραγματοποιείται με την υποστήριξη του OUTSET. Contemporary Art Fund (Greece). Οργανωτικός φορέας της έκθεσης είναι το Σπίτι της Κύπρου. Χορηγός επικοινωνίας η ATHENS VOICE.
BIOS, Πειραιώς 84. Εγκαίνια: Δευτέρα 27/6. Διάρκεια έκθεσης μέχρι 28/6. Ώρες λειτουργίας: καθημερινά 12.00 - 22.00.