- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ο γερανός βγάζει το γιγάντιο γλυπτό αργά από την μπαλκονόπορτα του δευτέρου ορόφου. Παιδί τότε παρακολουθώ με δέος. Έκανε απαλά μια ακροβατική τούμπα στο κενό κι ακούμπησε στο φορτηγό για τη μεταφορά του στην έκθεση. Ήταν το 1960, όταν ο ζωγράφος και χαράκτης Δημήτρης Γαλάνης, μέλος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών και στενός φίλος του γάλλου υπουργού πολιτισμού της Γαλλίας André Malraux, πρότεινε να κάνει ο Nonda μια υπαίθρια έκθεση κάτω από μία καμάρα της παλαιότερης γέφυρας του Παρισιού, την Pont Neuf. «Γιατί όχι, αυτή είναι μια υπέροχη ιδέα!», απάντησε ο Malraux. Τον Μάιο, η έκθεση ενταγμένη στο Φεστιβάλ Γιορτών της Πόλης, άνοιξε αφιερωμένη στην περιπετειώδη ζωή του μεγάλου γάλλου ποιητή του μεσαίωνα François Villon. Εκεί, σ’ ένα πίνακα 10Χ5μ., ο μεγάλος τυχοδιώκτης ποιητής, βρίσκεται στο κέντρο ενός τεράστιου αιωρούμενου τραπεζιού, κρατώντας ψηλά το ποτήρι του, περιστοιχιζόμενος από 13 γυναίκες ελευθέρων ηθών, καθισμένες προκλητικά, με ψηλά καπέλα. Το φόντο είναι πράσινο, η σκηνή παραπέμπει στο μεσαίωνα και δημιουργείται η αίσθηση του άχρονου χώρου. Παραδίπλα δέσποζε ένα τεράστιο γλυπτό του François Villon καθιστού, κρατώντας ψηλά το ποτήρι με το δεξί χέρι, τα πόδια ανοικτά και το αριστερό χέρι πάνω σε ένα μικρό τραπέζι. Ο χώρος ήταν προσβάσιμος όλο το εικοσιτετράωρο, χωρίς εισιτήριο. Εκεί, κάτω από τη γέφυρα συναντιόντουσαν από υπουργοί, μέχρι και άστεγοι (Clochards), όλοι καλοδεχούμενοι. Αυτό ονειρευόταν ο θείος μου ο Νώντας με συνεχή άγρυπνη παρουσία στο «Ναό της Τέχνης του». Κάτω από τη Pont Neuf, ανάμεσα σε πίνακες, γλυπτά, χρηστικά αντικείμενα, στάμπες και έπιπλα, έπαιζε και μια ελληνική λατέρνα διακοσμημένη από τον ίδιο. Ανάμεσα στο ρεπερτόριο, «τα παιδιά του Πειραιά». Ήταν η εποχή που η φτωχή Ελλάδα έσπαγε το φράγμα της μεταπολεμικής μιζέριας και έκανε τα τολμηρά βήματα με τον Μ. Κακογιάννη, τη Μερκούρη, τον Χατζηδάκη, ή τον Θεοδωράκη. Μέσα στο θρόισμα του αέρα, διαμέσου της καμάρας της γέφυρας, ακουγόταν η μελωδία που θύμιζε Ελλάδα. Σε εφημερίδες της εποχής, φαίνεται ο αστυνομικός διευθυντής της πόλης, να γυρνά την μανιβέλα της λατέρνας, στα εγκαίνια της έκθεσης, δίπλα στον Νώντα που χαμογελά. Στην Pont Neuf, εξέθετε κάθε άνοιξη, το 1960-1963. Παρουσίαζε κάθε φορά κάποια κυρίαρχα θέματα, όπως μέδουσες με τις μεταμορφώσεις τους. Μνημειακή έμεινε η τελευταία έκθεση, όπου παρουσιαζόταν ένα γιγαντιαίο άλογο με μεταλλικό σκελετό, καλυμμένο με εφημερίδες. Εσωτερικά, σε ένα μικρό χώρο, ο ζωγράφος μπορούσε να ξεκουράζεται, να υποδέχεται κόσμο κερνώντας κρασί από ένα βαρέλι, σε μπρούτζινα χειροποίητα ποτήρια. Η έκθεση με τον «Δούρειο Ίππο», έγινε παγκόσμια επιτυχία και την επισκέφθηκαν πλήθη κόσμου.
O Επαμεινώνδας Παπαδόπουλος, ΝONDA για τους Γάλλους ήταν γιος του Σταύρου από τη Σαμψούντα του Πόντου και της Ιωάννας Μαρκουλάκη. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1922. O πατέρας του, περιζήτητος ράφτης της εποχής -πελάτης του και ο Ελευθέριος Βενιζέλος- τον προόριζε για διάδοχό του. Στο πατρικό ραφείο, συχνά είχε την ευκαιρία να συνομιλεί με επιφανείς Αθηναίους, όπως τον Α. Μινωτή, Σεφέρη, Ελύτη, Σικελιανό και ως άριστος φυσιογνωμιστής, τους παρατηρούσε και τους περιέγραφε αργότερα με χάρη. Ήταν κοινωνικός, ρομαντικός, παρορμητικός, σε αντίθεση με την αυστηρή οικογένειά του. Έζησε με οδύνη τα χρόνια της κατοχής, βρίσκοντας διέξοδο στη ζωγραφική. Μετά την απελευθέρωση, πήρε την μεγάλη απόφαση: Il granrifiuto. Με υποτροφία, έφυγε για τη Σχολή Kαλών Tεχνών στο Παρίσι (1947). Δούλευε σταatelier της Σχολής, στα Μουσεία αλλά και στο δρόμο, συμπληρώνοντας το βιοπορισμό του με ραπτική και άλλες δουλειές ευκαιρίας. Ζούσε φτωχικά σε μια σοφίτα 2Χ2, χωρίς παράθυρο, ζωγραφίζοντας με πάθος. Οι απελευθερωμένες γυναίκες του Παρισιού, έδιναν άφθονη τροφή στη φαντασία και τη δημιουργικότητά του.
Το 1951 επέστρεψε στην Ελλάδα για την θητεία του στο στρατό. Στα Γιάννενα, ζωγράφισε τα σκηνικά μιας θεατρικής παράστασης και έκανε πορτραίτα αξιωματικών και μελών των οικογενειών τους. Έτσι, οργάνωσε, μια μικρή έκθεση με θέμα τις κοπέλες του Παρισιού με τα κόκκινα καπέλα. Στα εγκαίνια μια διακοπή του ηλεκτρικού συσκότισε την αίθουσα. Τότε, σκέφτηκε να τοποθετήσει κεριά στη βάση των πινάκων. Το τρεμουλιαστό φως τους έδωσε μια αίσθηση μοναδική, τόνισε στο ανάγλυφο των ματιών, το βλέμμα τους κι έδωσε ζωή στις μορφές, απελευθερώνοντας τη φαντασία. Όταν στην Αθήνα τον Μάιο του 1952 οργάνωσε έκθεση στον «Παρνασσό» με έργα προκλητικών γυναικών του Παρισιού, ο προσχεδιασμένος τώρα φωτισμός με κεριά, έδωσε στους πίνακες υποβλητικότητα. Η έκθεση απαγορεύτηκε σαν άσεμνη. Ο Νώντας, με Οδυσσεϊκή πονηριά, καρφίτσωσε φύλλα συκιάς στα επίμαχα σημεία, ξεπερνώντας την υποκριτική σεμνοτυφία και έτσι η έκθεση άνοιξε! Το γεγονός τάραξε και δίχασε. Η λογοκρισία, οδήγησε πλήθη Αθηναίων σε ουρές, για να θαυμάσουν τα γυμνά. Ήταν μια σύγκρουση του ατίθασου καλλιτέχνη με το συντηρητισμό. Πολλοί στήριξαν τη δουλειά του Νώντα, όπως ο Σπ. Βικάτος, ο Στρατής Μυριβήλης κ.α. O Παύλος και η Φρειδερίκη επισκέφθηκαν την έκθεση και μάλιστα η δεύτερη ζήτησε από τον Νώντα να της κάνει το πορτραίτο, κάτι που έγινε. Το σκάνδαλο και η λογοκρισία στα γυμνά του, ήταν όμως μια ματαίωση στη σχέση του με την Αθήνα που αγαπούσε. Αισθανόταν περήφανος για την ελληνική και ποντιακή καταγωγή του κι όταν κάποτε του προτάθηκε η Γαλλική υπηκοότητα την αρνήθηκε.
Επιστρέφοντας στο Παρίσι γνωρίζει εκτός από τον Δημήτρη Γαλάνη, τον Francis Carco, ποιητή και κριτικό τέχνης, μέλος της Ακαδημίας Goncourt με πολλές επαφές με διάσημους ζωγράφους, που κατείχε πολλά πρώιμα έργα τους, όπως και του Νώντα. Αυτός τον βοήθησε κλείσει με συμβόλαιο στην πολύ σημαντική γκαλερί Charpentier, μαζί με τους μεγάλους της εποχής: Picasso, Miró, Chagall, Braque, Rouault κ.α. Αυτό σήμαινε το 1956, την επίσημη ένταξή του στη Σχολή του Παρισιού ως ένας από τους 5 έλληνες (Νώντας, Γαλάνης, Μάριος Πράσινος, Θάνος Τσίγκος, De Chirico). Έργα των παραπάνω καλλιτεχνών, εκτίθεντο κάθε χρόνο στο Salon d’ Automne, Salon d’ Hiver, Salon des Independants, στο Grand Palais στο Παρίσι. Το 1958 o Francis Carco πέθανε. Ο Νώντας, πήγε στην κηδεία να τον αποχαιρετίσει, κρατώντας έναν πίνακα με λουλούδια που είχε ζωγραφίσει την προηγούμενη νύχτα. Αυτός ο πίνακας, συνόδεψε το νεκρό στον τάφο του. Έκανε συχνά πορτραίτα φίλων και διασήμων, όπως του διάσημου χορογράφου της Όπερας του Παρισιού Serge Lifar, της ιταλίδας ηθοποιού Gigliola Cinquetti, του Johnny Halliday, της Sylvie Vartan κ.α.
Ο Νώντας, αμφισβητούσε την ακαδημαϊκή ζωγραφική, τις δυσνόητες αναλύσεις των κριτικών τέχνης και τις παρέες των Café artistes, αποφεύγοντας τις συζητήσεις για μηνύματα, υπονοούμενα, θεωρίες. Αγαπούσε την τέχνη σαν δημιουργία και έκφραση, παρορμητικά, «χωρίς πολλά λόγια». Του άρεσε η απομόνωση και η δημιουργία με κάθε μέσο. Κλεινόταν σπίτι για εβδομάδες. Κυρίαρχο θέμα του, η γυναίκα. Η μυστηριώδης διάσταση του γυναικείου ερωτισμού, η ανάδυση του πρωτόγονου μέσα από τη θηλυκότητα, το ζωώδες της ανθρώπινης σεξουαλικότητας. Οι γυναίκες παρουσιάζονται συνήθως μόνες, δυναμικές, με διεισδυτικό βλέμμα, αυθύπαρκτες, αγέρωχες, μυστηριακές. Σύχναζε σε ψαραγορές - κρεαταγορές με τους απλούς λαϊκούς ανθρώπους, ζωγραφίζοντας ανάμεσα σε βοή, φωνές, μυρωδιές της αγοράς. Πίστευε πως η τέχνη πρέπει να πλησιάσει τον κόσμο και όχι το αντίθετο, που ήταν η κυρίαρχη λογική.
Τη δεκαετία του 1960, λειτουργούσε η κεντρική κρεαταγορά του Παρισιού (σήμερα, Halles). Εκεί, τις νύχτες, φορτηγά μετέφεραν μαζικά κρέατα-κυνήγια κι ο Νώντας σκυμμένος στα τέσσερα, ζωγράφιζε για ώρες. Οι χασάπηδες, τον αποκαλούσαν «le painter a la bidoche» (ζωγράφο του κρέατος). Φεύγοντας, αγόραζε για φαγητό βοδινό συκώτι και σπλήνες, που έμελλε να παίξουν ρόλο στην τέχνη του. Ένα πρωί είδε το χαρτί περιτυλίγματος, ποτισμένο με ένα κοκκινοκαφέ ζουμί. Το υλικό και το χρώμα, τον ενδιέφερε. Το επεξεργάστηκε, το ανέμιξε και με άλλα υλικά, όπως καρβουνόσκονη, και ξεκίνησε να ζωγραφίζει με αυτό. Τον πρώτο καιρό, η μυρωδιά από τη αποδόμηση του αίματος ήταν αποκρουστική και τα παράθυρα έπρεπε να μένουν ανοικτά, μέχρι που βρήκε κατάλληλα συντηρητικά και σταθεροποιητές. Σ’ ένα άρθρο της εφημερίδας France Soir, ο J.P. Crespelle γράφει: «Όπως ο Picasso είχε τη ροζ και τη γαλάζια περίοδο, έτσι και ο Nonda θα μείνει στην ιστορία για την καλλιτεχνική του φάση, της δημιουργίας με αίμα από σπλήνες». Ο Νώντας συνεχώς τελειοποιούσε την τεχνική του, με μια αμμώδη και κοκκώδη υφή στην επιφάνεια. Ανικανοποίητος, έκφρασε με νέα υλικά, την μεταμόρφωση από το ευγενικό, στο βίαιο, γοητευμένος από την δύναμη της σεξουαλικότητας, μέσα από την απεικόνιση του γυμνού. Συνήθιζε να λέει με πάθος: «Ένας καλλιτέχνης πρέπει να αλλάζει. Εκείνος που λέει πως βρήκε τη συνταγή της επιτυχίας, έχει υπογράψει το πιστοποιητικό του καλλιτεχνικού του θανάτου!». Την εποχή της έκθεσης κάτω από τη γέφυρα του Παρισιού, την Pont Neuf, η τεχνική του δοκιμαζόταν σε μεγάλους πίνακες με κάποια αφαίρεση στη μορφή. Ο πίνακας «Γυναίκες με Ομπρέλες» εκτέθηκε στο Salon des Independants και αργότερα στην Pont Neuf. Ο J.P. Crespelle, αναφερόμενος στον πίνακα αυτόν, γράφει: «επιβεβαιώνεται με μια μεγαλειώδη σύνθεση ως ένας από τους πιο πηγαίους νεαρούς ζωγράφους που εμφανίστηκαν τα τελευταία χρόνια». Άξιο μνείας είναι το έργο του La femme au Taureau, μια γυναίκα αμαζόνα με ακόντιο, σε ερωτικό σύμπλεγμα με ένα άσπρο άλογο και δίπλα, στα πόδια της, έναν άγριο μαύρο ταύρο, υποταγμένο.
Τα ογκώδη έργα του όμως, εκτιμήθηκαν σαν μη εμπορικά. Οι απαιτήσεις των γκαλερί τον ενοχλούσαν. Δεν ήταν καλός σε δημόσιες σχέσεις και διαπραγματεύσεις και οδηγήθηκε σε ρήξεις που επιχειρηματικά δεν τον ωφέλησαν. Ήταν ρομαντικός με κυρίαρχο στόχο να υπηρετήσει την τέχνη. Τη δεκαετία του 60, πρότεινε σε ανώτατο στέλεχος του υπουργείου πολιτισμού, να οργανώσει Biennale, στους πρόποδες της Ακρόπολης, κάτω από τις αψίδες του Ηρώδειου, με εξασφαλισμένη συμμετοχή μεγάλων ζωγράφων της εποχής. Επίσης είχε προτείνει να ζωγραφίσει ολοήμερα, παρουσία του κοινού, σε υπαίθριο δημόσιο χώρο. Οι προτάσεις του όμως ματαιώνονταν. Στη χώρα του δεν συνάντησε πνεύμα ανοικτό και φιλοπρόοδο κι αυτό τον πονούσε.
Ο Νώντας κάθε καλοκαίρι επισκεπτόταν την Ελλάδα για να δει τους γονείς, τα αδέλφια, τους φίλους του. Ήταν γενναιόδωρος, σκορπώντας χαρά και φέρνοντας νέα μηνύματα από την Ευρώπη κι οργανώνοντας τραπέζια με πρωτόγνωρες συνταγές για να ευχαριστήσει τους αγαπημένους του. Τον μικρό ανιψιό του, που τα καλοκαίρια, μεγάλωνε μικρά κοτοπουλάκια και τον Σεπτέμβρη θρηνούσε το μοιραίο τέλος τους, ο Νώντας παρηγόρησε με τον δικό του τρόπο. «Μην κλαις», μου είπε, «εγώ θα σου φτιάξω έναν κόκορα που δεν θα σου τον σφάξει κανείς!» Πράγματι, σε λίγη ώρα - ζωγράφιζε πολύ γρήγορα- μου έδωσε έναν πίνακα με τον περήφανο κόκορα, που είναι ακόμα «ζωντανός»! Μερικές φορές, πίνακες που με κόπο είχε φτιάξει και δεν του άρεσαν πια, τους κατέστρεφε με βιαιότητα. «Μα τι κάνεις εκεί; τόσο ωραία ζωγραφική…», του έλεγα ταραγμένος και εκείνος απαντούσε έξαλλος: «Δεν καταλαβαίνεις; εμένα δεν μου αρέσουν!»…
Ο Νώντας ένιωθε μεγάλη προστατευτικότητα για την τέχνη και τους καλλιτέχνες. Περί το 1970 το καλοκαίρι, στην είσοδο του Ηρώδειου πριν από μια παράσταση, εμφανίστηκε ένας ηλικιωμένος, κακοντυμένος, και ξυπόλητος. Κάποιοι διαμαρτυρήθηκαν και δύο αστυνομικοί άρπαξαν τον ηλικιωμένο, οδηγώντας τον στην έξοδο. Τον θυμάμαι να αντιστέκεται λέγοντας πως ήταν ξυπόλητος για να χαρεί την ζέστη του μαρμάρου. Ο Νώντας αναγνώρισε τον ηλικιωμένο και όρμησε να τον υπερασπιστεί. «Ξέρετε ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος;… είναι ο γλύπτης ο Απάρτης που τόσο τίμησε την Ελλάδα. Αντί να υποκλιθείτε μπροστά του τον ταπεινώνετε κιόλας; Ντροπή!...». Κι εγκαταλείποντας την παρέα μας, μπήκε στο αστυνομικό αυτοκίνητο και πήγε να καταθέσει για τον γέροντα, που… «προσέβαλλε τα χρηστά ήθη».
Στα τέλη του ’60, άρχισε να ζωγραφίζει αφηρημένα σχήματα, με σπλήνες και καρβουνόσκονη. Κατασκεύασε μεσαιωνικά έπιπλα, από ογκώδη δοκάρια που ανέσυρε από τον Σηκουάνα, κηροπήγια και γλυπτά με ποικίλα υλικά. Το ’68 στη Νέα Υόρκη δημιούργησε ακρυλικά με ζωηρά χρώματα. Επιστρέφοντας στο Παρίσι παντρεύτηκε και έζησε εκεί αποκτώντας και τα δύο του παιδιά (τον ποιητή Στέφανο Παπαδόπουλο και την ιστορικό τέχνης Ιωάννα Παπαδοπούλου). Τα καλοκαίρια ερχόταν στην Ελλάδα, αναζητώντας θέματα που τον ενέπνεαν. Διέλυσε ένα παλιό ψαροκάικο στο Λαύριο και με καμπυλωτές επιφάνειες, αρθρωμένες μεταξύ τους με βίδες και παξιμάδια, έφτιαξε κατασκευές που θύμιζαν από ογκώδεις φιγούρες καραγκιόζη, μέχρι προϊστορικά τέρατα. Το 1981, άρχισε να ασχολείται με τσιμεντένια γλυπτά, αρχικά με συρματόπλεγμα, οπλισμένα με σίδερα, καλουπωμένα με γύψο και γεμισμένα με τσιμέντο σε ποικίλους χρωματισμούς -ώχρα, γκρί, κρεμώδες λευκό- και φόρμες αφηρημένες που θύμιζαν ανθρώπους η ζώα. Σε ένα μεγάλο και επιβλητικό γλυπτό που το αγαπούσε ιδιαίτερα, είχε δώσει τον τίτλο «Ο Καβάφης». Ένα τεράστιο γλυπτό που θύμιζε βάδισμα αργό, ανθρώπου κουρασμένου. Σε συνέντευξη στη Μαρία Καραβία για την τηλεοπτική εκπομπή «Εικαστικά», εξήγησε γιατί προτίμησε το τσιμέντο. «Τα ευγενικά υλικά με ενοχλούν, δεν είναι δυνατόν να δουλεύουμε πάντα με μάρμαρο. Το γυαλί σαν υλικό καθαρό, παιχνιδιάρικο, με τις αναλαμπές-διαθλάσεις του, δεν μου ταιριάζει». Παράλληλα με τα γλυπτά, δούλευε και μια σειρά από ακρυλικά σε ρυζόχαρτο, ψάχνοντας για νέα υλικά - άμμο, κερί, μέχρι και υπολείμματα από καφέ- που δούλευε με ευρηματικότητα.
Τη δεκαετία του '80 ο Νώντας άρχισε να μπαίνει προοδευτικά σε μια νέα φάση, απομονωμένος, μακριά από δημοσιότητα. Στα μέσα της δεκαετίας εκθέτει στην γκαλερί Επίπεδα, και ταυτόχρονα, γλυπτά του, στη Δεξαμενή στο Κολωνάκι. Στο κλείσιμο της έκθεσης, ο Νώντας, άρρωστος μετά από καρδιοχειρουργική επέμβαση, καθυστέρησε να πάρει τα γλυπτά του. Με εντολή τότε, του Δημάρχου Μ. Εβερτ, μεταφέρθηκαν σε αποθηκευτικό χώρο του δήμου. Κι όλα τα γλυπτά χάθηκαν! Οι διαμαρτυρίες του για καιρό αγνοούνταν. Απελπισμένος έγραψε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κ. Καραμανλή και δύο μεγάλα γλυπτά ανεβρέθηκαν σε χωματερή και επιστράφηκαν. Τα μικρότερα είχαν χαθεί. Το χτύπημα αυτό τσάκισε τον καλλιτέχνη που άρχισε να εμφανίζει συμπτώματα άνοιας. Τελευταίες αναλαμπές δημιουργίας (1987-1988) ήταν πίνακες με ψάρια, αγαπημένο του θέμα.
Τον Σεπτέμβριο του 2003, σε συνεργασία με το δήμο Αθηναίων και την Γαλλική Πρεσβεία, πραγματοποιήθηκε έκθεση στο Πολιτιστικό Κέντρο Μελίνας Μερκούρη, με έργα της περιόδου 1955-1975. Μετά θάνατον, πραγματοποιήθηκε αναδρομική έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη (14/12/2005 - 18/2/2006) που αφορούσε έξι δεκαετίες τέχνης (1940-1990). Εκτέθηκαν έργα ζωγραφικής, γλυπτά, έπιπλα, χρηστικά αντικείμενα. Ήταν η πιο ολοκληρωμένη έκθεση του έργου του στην Ελλάδα, οι εξελίξεις στον κύκλο της καλλιτεχνικής του ζωής. Ακολούθησε έκθεση στην Πύλη Αμμοχώστου της Λευκωσίας, το χειμώνα του 2004.
Αυτήν την περίοδο γίνεται έκθεση με έργα του, στο Μουσείο της Πόλης των Αθηνών, στην πλατεία Κλαυθμώνος με τίτλο, «Το Παρίσι του Νώντα». Πρόκειται για έργα από το μεταπολεμικό Παρίσι, την πόλη των μεγάλων αντιθέσεων που αγάπησε και όπου σαν νέος, έκανε τα πρώτα και καθοριστικά βήματά του αποτυπώνοντας όλες τις πλευρές της, με τις δικές του ευαισθησίες.
Διάρκεια: από 27/1/2016 - 31/3/2016. Κάθε Κυριακή στις 12.00, θα γίνεται ξενάγηση στο έργο του καλλιτέχνη από την κόρη του κ. Ιωάννα Παπαδοπούλου, ιστορικό τέχνης.