Εικαστικα

Απόστολος Γεωργίου

Αισθητική ίσον ηθική

Δήμητρα Τριανταφύλλου
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της γενιάς του 1980, πιστός εραστής της ζωγραφικής και του τελάρου, με έργο βαθιά υπαρξιακό κι αυτοβιογραφικό και με διεθνή αναγνώριση. Μέχρι 27/5 μια αναδρομική έκθεση με έργα του από την τελευταία δεκαετία στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης, η δεύτερη αναδρομική μέσα σε διάστημα ενάμιση χρόνου.

Τον νιώθω να με ζυγίζει με βλέμμα εξεταστικό, ενώ ταυτόχρονα μου αρχίζει το γνωστό ποίημα που μισούν να ακούν οι δημοσιογράφοι πριν από μια συνέντευξη που τους ενδιαφέρει, «τις βαριέμαι τις συνεντεύξεις, δεν ξέρω τι άλλο να πω, τέλος πάντων ξεκινάμε και βλέπουμε…». Ψαρωτικό ξεκίνημα.

Μιλάει δυνατά. Συχνά είναι αθυρόστομος, τις βωμολοχίες τις λέει με χάρη. Είναι χειμαρρώδης, ταυτόχρονα κάπως βαρύς και φέρνει περισσότερο στους άντρες της παλιότερης γενιάς. Αντισυμβατικός – σαν άνθρωπος και καλλιτέχνης. Καταρχάς η ιδιαίτερη, προσωπική γραφή του, που ξεκίνησε να διαμορφώνεται τη δεκαετία του ’80, μια ζωγραφική ανθρωποκεντρική κι έντονα αφηγηματική.

Προσωπικά, μου θυμίζει παλιά ρεμπέτικα τραγούδια, Έλληνες βγαλμένους από τη δεκαετία του ’60, ασπρόμαυρο ελληνικό σινεμά, παραιτημένα ζευγάρια, ανθρώπους με αυλακωμένα πρόσωπα και σκληρά από το μόχθο χέρια, συχνά εγκλωβισμένους μέσα σε τριμμένα από τη φθορά κοστούμια. «Υπάρχει πάντα πόνος σε όλα όσα μας περιστοιχίζουν, και δυστυχία και βάσανος και σκέψη» θα μου πει λίγο αργότερα, όταν του πω τις εντυπώσεις μου για το έργο του. Ύστερα, η επιλογή του να μην κυκλοφορεί και να μην εντάσσεται στο καλλιτεχνικό σύστημα. Το οποίο… «τη δεκαετία του 1970 μύριζε γεροντίλα, ενώ πριν από λίγα χρόνια, που η τέχνη ήταν πολύ της μόδας, μύριζε trendίλα. Αλλά ακόμα και σε αυτό τον τομέα, στην Ελλάδα, ξένα κόλλυβα τρώγαμε. Το καλό, πάντως, σήμερα είναι ότι υπάρχουν περισσότεροι καλοί καλλιτέχνες απ’ ό,τι παλιότερα».

Γι’ αυτό ίσως και μέχρι τις δύο πρόσφατες αναδρομικές (η προηγούμενη ήταν τον Οκτώβριο του 2011 στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης), οι ατομικές του εκθέσεις μετριούνταν στα δάχτυλα: στη Θεσσαλονίκη το 1972 και το 1977 (Γκαλερί ΖΜ), το 1993 (Οργανισμός Λιμένος Θεσσαλονίκης), το 1997 (Vilka), το 2003 (Ζήνα Αθανασιάδου), το 2007 (ΖΜ) και στην Αθήνα το 1978 (Γκαλερί Ώρα), το 1994 (Γκαλερί Τέχνης) και το 2005 (Xippas). «Το ζήτημα της αναγνώρισής μου, που άργησε, έχει κάνει το έργο μου πιο αναγνωρίσιμο σε περισσότερες γενιές από ό,τι συνήθως συμβαίνει με τους καλλιτέχνες της εποχής μου. Έχει πιάσει, δηλαδή, και τη σημερινή γενιά. Αισθάνομαι μια δικαίωση που στα 60 μου γνωρίζει η δουλειά μου αυτή την αποδοχή, χωρίς φυσικά να φταίνε οι άλλοι που αυτή η αποδοχή καθυστέρησε». Λίγο αργότερα θα καταλάβω τι εννοεί – όλα στη ζωή είναι ζήτημα επιλογών.

n

Η ιστορία ξεκινάει στη Θεσσαλονίκη, όπου γεννήθηκε το 1952, γόνος μιας εύπορης, καλλιτεχνικής οικογένειας (με πατέρα και μητέρα πιανίστες). «Ξεκίνησα να ζωγραφίζω στα δεκαέξι. Είχα μια καθηγήτρια καλλιτεχνικών Γιαπωνέζα και την είχα ερωτευτεί. Έβαζα τα δυνατά μου για να την εντυπωσιάσω. Στη πραγματικότητα, το να γίνω καλλιτέχνης μέσα στο περιβάλλον όπου μεγάλωσα ήταν μονόδρομος. Κaι αυτονόητο ότι η κατεύθυνση θα ήταν ζωγράφος. Μου ήταν το πιο προσεγγίσιμο, μου φαινόταν η πιο εύκολη τέχνη. Στην οικογένειά μου δεν ήμασταν ιδιαίτερα πρακτικοί άνθρωποι. Οι γονείς μου δεν είχαν αντίρρηση με τη ζωγραφική, αλλά ήθελαν και κάτι πρακτικό, μια θετική επιστήμη για να βγάζω χρήματα. Τους έκανα τη χάρη και σπούδασα αρχιτεκτονική. Φυσικά, το ήξεραν ότι δεν υπήρχε περίπτωση να κάτσω να ασχοληθώ και να δώσω εξετάσεις εδώ κι έτσι έφυγα έξω».

Μεταξύ 1971 και 1973 σπουδάζει αρχιτεκτονική στη Βιέννη, για να την παρατήσει σύντομα και να φύγει για σπουδές στη Φλωρεντία, σε μια σχολή ζωγραφικής απ’ την οποία αποφοίτησε – παρότι, όπως λέει, «κι εκεί δεν πατούσα πολύ το πόδι μου». Παραμένει στην Ιταλία μέχρι και το 1980, για να επιστρέψει εκείνη τη χρονιά οριστικά στην Ελλάδα. «Στη Βιέννη θυμάμαι να νιώθω ένα βάρος. Γιατί η αρχιτεκτονική ήταν δύσκολο αντικείμενο κι εγώ δεν αφιερωνόμουν σε αυτό, αλλά και γιατί η πόλη θύμιζε τότε έντονα ανατολικό μπλοκ. Η παρουσία της Ρωσίας είχε αποτυπωθεί στην πόλη. Όταν επιστρέφω στην Ελλάδα κάνω δύο εκθέσεις, αλλά συνειδητοποιώ ότι αυτό το σύστημα δεν μου ταιριάζει καθόλου. Κι αποφασίζω να φύγω για τη Σκόπελο. Γιατί εκεί; Από μια μνήμη που είχα όταν ήμουν πέντε χρονών, με υπέροχες καλοκαιρινές διακοπές σε αυτό το νησί με τον πατέρα μου. Τη στιγμή που στη συλλογική συνείδηση της παγκόσμιας κοινότητας οι πόλεις είναι στα φόρτε τους, το απόλυτο αφάν γκατέ, εγώ προτιμάω ένα νησί. Στη Σκόπελο ζω με το μισθό της συζύγου μου, που είναι καθηγήτρια, αλλά ζω πλουσιοπάροχα. Ανεβαίνω στη Θεσσαλονίκη, κάνω καμιά έκθεση, πουλάω και κάνα πίνακα, κυλάει ο καιρός… αυτός ο πολύς χρόνος που στην επαρχία λένε ότι δεν ξέρεις τι να τον κάνεις. Έχω τη βάρκα μου, τα χωράφια μου, τη ζωγραφική μου. Για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα κάθε μέρα λέω στον εαυτό μου: είμαι ευτυχισμένος, είμαι ευτυχισμένος. Σκέψου, πάντως, ότι ακόμα κι εκείνες τις αραιές εκθέσεις στη Θεσσαλονίκη τις κάνω μετά από πίεση της γυναίκας μου, «για να λέμε, έλεγε, και στο γιο μας ότι κάτι κάνουν κι οι ζωγράφοι, ότι η δουλειά τους έχει έναν αντίκτυπο, δεν κάθονται απλώς σπίτι και ζωγραφίζουν». Πάντως ανάμεσα στο τότε και το σήμερα, σήμερα είναι που δεν μπορώ να ανταποκριθώ οικονομικά σε όλα αυτά που συνεχώς προστίθενται στην πλάτη μας. Τώρα, για να δω λίγο φύση, για να κάνω ένα ταξίδι και να μείνω σε ένα ξενοδοχείο, χρειάζομαι ένα σκασμό λεφτά».

image

Ξαναγυρνάμε την κουβέντα στα έργα του – καμβάδες πλημμυρισμένοι από την καθημερινότητα των ανθρώπων, με τις διαπροσωπικές σχέσεις πάντα σε πρώτο πλάνο. Προσωπικά άγχη κι αδιέξοδα δοσμένα άλλοτε με λεπτό χιούμορ, άλλοτε με τρυφερότητα ή σαρκασμό. Μου φαίνεται ότι η αίσθηση της απαισιοδοξίας είναι σχεδόν πάντα εκεί. «Αυτοί που αγοράζουν τα έργα μου ξέρουν για αυτό το στοιχείο της σκέψης και του πόνου που σου έλεγα ότι υπάρχει σε όλα. Γνωρίζουν ότι στο σαλόνι τους δεν θα βάλουν λουλουδάκια και πουλάκια, αλλά έναν τύπο που κόβει το κεφάλι του ή τραβάει τα μαλλιά του από την απελπισία».

Φωλιάζουν πολιτικές δηλώσεις σε αυτές τις απελπισμένες κινήσεις; Κρύβονται υποδόρια μηνύματα σε αυτά τα μελαγχολικά βλέμματα; «Δεν έχει υπάρχει ζήτημα αν ένα έργο είναι πολιτικό ή όχι, αυτό είναι θέμα επιλογής του καλλιτέχνη, άσε που πάντα όλα τα έργα είναι πολιτικά, αφού ανήκουν μέσα στο ιστορικό πλαίσιο της εποχής τους. Το ζήτημα είναι αν το έργο λέει και κάτι άλλο πέρα από αυτό που δείχνει σε πρώτο επίπεδο. Για μένα ζωγραφική σημαίνει αποδοχή. Είναι το μέσο μου να επικοινωνώ με τους ανθρώπους, η δύναμή μου στον κόσμο. Επίσης, αισθητική ίσον ηθική».

Καθώς κυλάει η κουβέντα οι γυναίκες κάνουν συχνά την εμφάνισή τους, πάντα σε ρόλο μιας ξεχωριστής αγαπημένης. «Όταν κυνηγάς μια γυναίκα είσαι τόσο ράκος, που δεν μπορείς να ασχοληθείς με τίποτα άλλο. Η γυναίκα είναι η μεγάλη μου αγάπη» λέει χαρακτηριστικά. Τότε γιατί εμφανίζονται τόσο σπάνια στα έργα σας; ρωτάω. «Έχεις δίκιο, η αναλογία στους πίνακές μου είναι περίπου μια γυναίκα για τρεις άντρες. Συχνά έλεγα κι εγώ στον εαυτό μου, βάλε μια γυναίκα, ρε παιδί μου, στον πίνακα. Όμως ο άνδρας δεν εμφανίζεται ως το φύλο του, αλλά ως οντότητα, το ανθρώπινο ον».

Ζητάω να μου αποκαλύψει μερικά πράγματα για τον εαυτό του, δυο-τρεις αναμνήσεις, κάτι που του είπαν κι έμεινε. «Είμαι υπερκινητικός άνθρωπος, έχω πρόβλημα συγκέντρωσης και ειδικά στο βλέμμα. Τα μάτια μου διαρκώς κυνηγούσαν κι ακόμα κυνηγούν κάτι. Είμαι πολύ δουλευταράς, αλλά μερικές φορές και πολύ τεμπέλης. Πολλές φορές έχω σκεφτεί ότι αν ήμουν λιγότερο τεμπέλης κι είχα κάνει πιο πολλές εκθέσεις, αν είχα ξαναφύγει στο εξωτερικό, αν, αν , αν… αλλά μετά σκέφτομαι ότι δεν θα είχα κερδίσει όλα αυτά τα ωραία χρόνια, τη βάρκα μου, το ψάρεμα… Ο πατέρας μου, που ήταν πάντα περαστικός από το σπίτι αφού είχε χωρίσει με τη μητέρα μου, μου έλεγε: «Αυτό που κάνεις να έχει ένταση, να είναι αληθινό και να το κάνεις καλά». Μου έμεινε αυτή η φράση και την έλεγα κι εγώ στο γιο μου. Κάποιες φορές, την ώρα που ζωγράφιζα, σταματούσα ξαφνικά κι αναρωτιόμουν: έχει τελικά ένταση αυτό που κάνω; Έλεγε ακόμα ο πατέρας μου: «Οι άνθρωποι πρέπει να παίρνουν σύνταξη στα 20 και στα 30, όταν είναι ακόμα δημιουργικοί και μπορούν να ρουφάνε διαρκώς πράγματα, και να παίρνουν μισθό όταν είναι 50 και έχουν κατασταλάξει μέσα τους όλα αυτά που είδαν. Εν μέρει το τήρησα αυτό, γιατί στα 50 ασχολούμουν με τη ζωγραφική μου πολύ περισσότερο απ’ όταν ήμουν νέος».

image

Κι εδώ, προς το τέλος της απολαυστικής μας κουβέντας, αρχίζω να γκρινιάζω για τα αδιέξοδα της δικής μου γενιάς, για τον εφιάλτη της εργασίας (υπάρχει; μέχρι πότε; με τι συνθήκες;) και για το απέραντο μαύρο που βλέπουμε μπροστά μας. Κι ο ζωγράφος αναλαμβάνει να με συνεφέρει. «Τα πράγματα ήταν πάντοτε δυσάρεστα, απλώς κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο. Δεν δέχομαι ότι η δική σας γενιά θα τυραννιστεί περισσότερο από τη δική μου. Δηλαδή, τι νομίζεις; Τη δεκαετία του ’80 όλοι οι ευαίσθητοι, σκεπτόμενοι άνθρωποι δεν πονούσαν μέσα στο ελεεινό περιβάλλον όπου ζούσαμε τότε, δεν αισθανόντουσαν εντελώς εκτός από τη λαϊκίστικη λαίλαπα του ΠΑΣΟΚ που σάρωνε τότε τη χώρα; Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι η δική μου γενιά, η περίφημη γενιά του Πολυτεχνείου, γάμησε τη δική σας. Μια σύγχρονη αστική δημοκρατία δεν γνώρισε ποτέ αυτή η χώρα. Πριν τη χούντα και κατά την περίοδό της υπήρχε έλλειμμα δημοκρατίας. Μετά ήρθε για λίγο εκείνη η δεξιά του Ράλλη και του Καραμανλή, που ήταν ακίνδυνη και δεν τους πολυενδιέφερε κιόλας, και μετά ήρθε το ΠΑΣΟΚ και ο Χρήστος Παπουτσής. Μάλιστα, τη δεκαετία του ’80 εκείνο το μοντέλο, μούσι-γένια-αεράτο μαλλί, ήταν το πρότυπο του γόη σοσιαλιστή. Μια τόσο όμορφη χώρα με τόσο απογοητευτικούς ανθρώπους, δεν είναι κρίμα; Στη Σκόπελο να δεις τραμπουκισμούς στην τοπική αυτοδιοίκηση. Τι λέω σήμερα; Ότι οφείλω να σκέφτομαι αριστερά, αλλά ότι πρέπει να έχουμε ανοιχτή σκέψη όταν χρησιμοποιούμε τη λέξη «αριστερά». Αριστερά μπορεί να είναι κι ο Στέφανος Μάνος, αριστερά μπορείς να βρεις και στους δεξιούς. Το ΚΚΕ, πάντως, μόνο αριστερά δεν είναι. Κανονικά, αυτή η έννοια πρέπει να ισοδυναμεί με μια ανοιχτή, εναλλακτική σκέψη μακριά από την καθεστωτική τάξη. Τέλος πάντων, θα αντιμετωπίσετε δυσκολίες σε οικονομικό επίπεδο, αλλά από τη δική σας γενιά, αυτή που λέτε ότι ζείτε μέσα στη μαυρίλα, μπορεί να προκύψει και κάτι θετικό».